Further tags

Ο Μυτιληνιός που ζει Αυστραλία.

Κάθε καλοκαίρι έρχονται στο νησί καγκουρογκασμάδες για διακοπές.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Ξενυχτισμένη γκόμενα που τα έπινε έως πρωΐας και δεν βλέπεται.

Πού τα έπινες μωρή ξελόντζα μεχρι τώρα;

Got a better definition? Add it!

Published

Άβγαλτη.

Μην ασχολείσαι. Είναι αγαθομούνα.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Είναι η γυναίκα που είναι πολύ ξενέρωτη κατά γενική ομολογία. Δεν έχει καμία ενδιαφέρουσα ιστορία να μοιραστεί και συνήθως το ντύσιμό της παραπέμπει σε θείτσα. Θα κάνει έρωτα με τον άντρα εφόσον εξασφαλίσει τις σοβαρές του προθέσεις και χωρίς προκαταρκτικά. Κάθε φορά που κάποιος στην παρέα λέει ένα σόκιν ανέκδοτο κοκκινίζει προσβεβλημένη.

Άσε μαλάκα, η Μαρία είναι σκέτη ζακέτα... Βγαίνουμε τώρα 4 μήνες και ούτε το βυζί δεν με αφήνει να της πιάσω.

Got a better definition? Add it!

Published

Άτομο που έχει καεί από τα ναρκωτικά κυρίως. Επίσης το χρησιμοποιούμε και για άτομα που τα σπάνε στο πάρτυ.

  1. Έλα μωρή καΐλα.

  2. Καλά ο Μπάμπης είναι μεγάλη καΐλα... Άκουσα ότι έβαλε χρυσά ρουθούνια...

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Ο νταλικέρης ή ακόμα καλύτερα ο οδηγός της νταλίκας, ο κάπως χαζοδυνατός.

- Και σκάει μύτη στο μπαρ του καραβιού ο νταλίκαμαν και λέει ότι στο Μόναχο τις έπαιρνε δύο δύο τις Γερμανίδες, μόνο που ήτανε πουτάνες και όχι μόνο του τα φάγανε, αλλά του κολλήσανε και μουνόψειρες.

(από Galadriel, 16/02/09)(από suxumuxu, 24/10/10)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Προέρχεται από τη λέξη αρουραίος, δηλ. ποντικός. Υποδηλώνει αναφορά σε τυπάκι - αλάνι - κάτοικο Ζαρουχλέικων Πατρών.

- Κοίτα, κοίτα το αρούρι ρε! Α ρε μινάρες ποντικοί...

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Δεν ξέρω τι σημασία έχει, αλλά το άκουγα από έναν σουρωμένο εργάτη πριν καμιά εικοσαριά χρόνια στον σταθμό Λαρίσης.

(Πέρναγε ο Διευθυντής του τελωνείου και του πετάει ο τύπος:)
- Γεια σου ρε κλαστέ!

Πιθανόν η συγκεκριμένη λέξη να σημαίνει κλασάτος, υψηλόβαθμος, αφου απευθυνόταν σε Διευθυντή.
Από: Big Daddy
την: 20/02/08

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Συνήθως χρησιμοποιείται για τις γυναίκες. Γι' αυτές που γκρινιάζουν και μουρμουρίζουν... Αλλά γενικά όταν οι άνδρες μιλάνε για τις γυναίκες.

- Γιώργο να πάρουμε τις γυναίκες το βραδυ που θα βγούμε;
- Ωχ... ρε Μανώλη, άσε τους σάρακες στο σπίτι!!!

Got a better definition? Add it!

Published

Δηλώνει συμπεριφορά ανεύθυνη, άξεστη και πρωτόγονη. Μπορεί και ένα αντικείμενο να είναι γκράου, το οποίο σημαίνει ότι η αισθητική του, φερ' ειπείν, δεν λογαριάζει τον περιβάλλοντα χώρο.

-Ρε ο τύπος την έπεσε πολύ χοντρά στην γκόμενα, στην ψύχρα σου λέω!
-Χέσε μέσα, μιλάμε για πολύ γκράου!

Got a better definition? Add it!

Published