Further tags

Ο νταής, ο βαρύμαγκας (ειρωνικά συνήθως). Παρμένο απ' τους μάγκες του Ψυρρή τη δεκαετία του '20, που ρίχναν τα ζωνάρια τους στον δρόμο για να τα πατήσει κάποιος περαστικός και να αρχίσουν καβγά.

Πολύ κουτσαβάκι την έχει δει ο Νταήδης και θα τον τσακίσω στο ξύλο καμιά ώρα.

(από suxumuxu, 26/10/10)

Βλ. και κουτσαβάκης

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Δηλώνει κυρίως μια χαζή ενέργεια κάποιου ατόμου και προέρχεται από τον ήχο μιας σακούλας με πατάτες που πέφτει στο έδαφος.

- Καλά, αυτός πέταξε μεγάλη χοντράδα...
- Ε δεν στό 'χα πει ότι είναι ζντουπ;

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Είναι τα γνωστά σε όλους μας ιαπωνέζικα καρτούν πορνό. Χρησιμοποιείται για γκόμενες που μικροδείχνουν και είναι γλυκές και ντροπαλές ενώ παράλληλα είναι σκέτη καύλα. Στα ιαπωνέζικα σημαίνει ανωμαλία.

Μαλάκα Γιώργο, πολύ χεντάι αυτή η Καμέλα.

(από Hank, 16/05/09)(από Jonas, 25/06/13)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Αυτός που του ρίχνουν σφαλιάρες. Ο σφαλιαροεισπράκτορας. Έκφραση εμνευσμένη από τον αγαπημένο κωμικό των παλιών ελληνικών ταινιών Αλέκο Τζανετάκο.

- Πέταξε μια βλακεία και τον κάνανε τζανετάκο.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Παρουσιάστρια πρωινής εκπομπής στην τηλεόραση.

- Α... Την ξέρω ρε συ! Αυτήν την πρωινατζού δε λες;

(από Khan, 06/01/12)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Υπερβολική καύλα που αρνείται να υποχωρήσει... (ακόμα και όταν προσπαθείς να κατουρήσεις )

Χρησιμοποιείται αστεία ως χαρακτηρισμός προσώπων που προκαλούν έντονη σεξουαλική όρεξη.

Καλά γνώρισα μια γκόμενα χθες... Τι καύλα ήταν αυτή!
Κατουρόκαυλα!... τι να σου λέω..

(από Khan, 09/05/14)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Το άτομο που έχει προσληφθεί απο νυχτερινό κέντρο για να θεωρείται ως (περιστασιακά) υπέυθυνο. Σε περίπτωση ελέγχου απο την αστυνομία, πάει στο αυτόφωρο.

- Και αν έρθει η αστυνομία τι γίνεται;
- Κάθε μαγαζί έχει και τον αυτοφωράκια του... Μην ανησυχείς...

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Αυτός που είναι υπεύθυνος για check στις παραγγελίες στο ταμείο ή στο bar.

Συναντάται σε μεγάλα cafe - bar - club ή νυχτερινά κέντρα.

- Τρέχα να πεις στον τσεκαδόρο οτι έγινε λάθος στην παραγγελία και θα γίνει αλλαγή.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Ο καθηγητής που παραδίδει ιδιαίτερα μαθήματα.

Ρε συ ξέρεις κανέναν καλό ιδιαιτερά για Φυσική;

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Ο καθηγητής που παραδίδει το μάθημα Σ.Ε.Π. -Σχολικού Επαγγελματικού Προσανατολισμού.

Επίσης: Σεπάς - Σεπατζής

- Ποιον έχουμε τρίτη ώρα;
- Τον Σεπέ μωρέ ...

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified