Η τρέντυ χαζοξανθιά, που ενδιαφέρεται όλο για γκόμενους, βόλτες, καφέδες, ψώνια, τηλεόραση και κουτσομπολιά.
Βλέπε Barbie
Καλα, με τη μπίμπο τα έφτιαξε ο Τέλης, που το παίζει και κουκουές;
Η τρέντυ χαζοξανθιά, που ενδιαφέρεται όλο για γκόμενους, βόλτες, καφέδες, ψώνια, τηλεόραση και κουτσομπολιά.
Βλέπε Barbie
Καλα, με τη μπίμπο τα έφτιαξε ο Τέλης, που το παίζει και κουκουές;
Got a better definition? Add it!
Παρατσούκλι για οποιονδήποτε. Ο γεράκος που έχει πλούσιο λευκό μούσι.
-Ποιον έχετε φυσική στο τμήμα σας;
-Τον Άη Βασίλη.
-Ποιόν;
-Τον Κωστιάδη ρε, τον παππού με το μούσι.
Got a better definition? Add it!
Εγώ του μιλούσα και αυτός το έπαιζε κονιόρδος!
Εσύ τώρα τι παριστάνεις τον κονιόρδο;
Καλά, ξέρουμε τι κονιόρδος είναι κι αυτός!
Got a better definition? Add it!
Published
Last modified
Aυτός που δέχεται εύκολα τάπα.
- Έριξα μια τάπα στον Τάσο σήμερα, τον ξεφτίλισα τον ραπά.
- Αφού το παιδί είναι τάπαμπλ, τι περιμένεις;
Από τον μπασκετικό ορισμό τάπα και την αγγλική κατάληξη -able, που δηλώνει ικανότητα για κάτι (π.χ. DVD rewritable).
Got a better definition? Add it!
Published
Last modified
Η τζιβιτζιλού, η λεσβία.
- Ρε, λένε οτι η Πέννυ είναι μπιφτεκού!
- Α, γι'αυτό τόσα κολλητιλίκια με την Ελένη...
Σχετικά: λεσβολιδοσκοπώ, καραλέσβιο, λεσβία από κούνια, λέσβω / λεσβόγκα, αρσενικιά, τριβίδι
Got a better definition? Add it!
Αυτός που ακούει φανατικά cd της Heaven.
Επίσης: Χεβενικός
- Α εγώ δεν ακούω τέτοια μουσική ... είμαι πιο πολύ έτσι... χεβενίστας.
Got a better definition? Add it!
Published
Φέρελπις νέος ο οποίος διαθέτει υπερμεγέθη τζιβοειδή αφάνα ή ράστα, ύφος τύπου «Είμαι πολύ κουλ και άνετος» και μοστράρει επιδεικτικά το στυλ του. Ράσταμαν-μαϊμού. Θέλει να δείχνει ψαγμένος και συνοδεύεται συνήθως από 2-3 θαυμάστριες ανάλογης εμφάνισης και μικρού αναστήματος: μία για να κρατάει την κιθάρα, μία για να του στρίβει τα τσιγάρα και μία για να του θυμίζει πόσο όμορφος είναι.
Got a better definition? Add it!
Προσφώνηση γνωστού ή φίλου αντί του μαλάκα που είναι πιο βαρύ.
Ρε μαλακιστήρι έλα δώ!
Πού ήσουν ρε μαλακιστήρι τόσην ώρα;
Να σου πω ρε μαλακιστήρι...
Got a better definition? Add it!
Published
Last modified
Αυτή που είναι ξέκωλο και ταυτόχρονα γκόμενα.
Αυτό το μέρος όλο κάτι ξεκωλόμουνα μαζεύει...
Got a better definition? Add it!
Published
Last modified
Ο μαλακοπίτουρας.
Χρησιμοποιείται ως συνοδευτικό κύριων ονομάτων.
- Είπα και στον άλλον το Γιώργο... τον μαλακοπιτουρίδη... αλλά πού αυτός!
Got a better definition? Add it!
Published
Last modified