Further tags

Η τρέντυ χαζοξανθιά, που ενδιαφέρεται όλο για γκόμενους, βόλτες, καφέδες, ψώνια, τηλεόραση και κουτσομπολιά.

Βλέπε Barbie

Καλα, με τη μπίμπο τα έφτιαξε ο Τέλης, που το παίζει και κουκουές;

Κάθε φορά που έχει μια καλή ιδέα, κάποιος πεθαίνει :P (από Galadriel, 07/06/11)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Παρατσούκλι για οποιονδήποτε. Ο γεράκος που έχει πλούσιο λευκό μούσι.

-Ποιον έχετε φυσική στο τμήμα σας;
-Τον Άη Βασίλη.
-Ποιόν;
-Τον Κωστιάδη ρε, τον παππού με το μούσι.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

  1. Αυτός που κάνει λαμογιές.
  2. Αυτός που προσπαθεί να ξεφύγει.
  3. Αυτός που νομίζει ότι δεν φταίει σε τίποτα.
  4. Αυτός που θεωρείται προδότης.
  5. Ο αδιάφορος.
  1. Εγώ του μιλούσα και αυτός το έπαιζε κονιόρδος!

  2. Εσύ τώρα τι παριστάνεις τον κονιόρδο;

  3. Καλά, ξέρουμε τι κονιόρδος είναι κι αυτός!

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Aυτός που δέχεται εύκολα τάπα.

- Έριξα μια τάπα στον Τάσο σήμερα, τον ξεφτίλισα τον ραπά.
- Αφού το παιδί είναι τάπαμπλ, τι περιμένεις;

Από τον μπασκετικό ορισμό τάπα και την αγγλική κατάληξη -able, που δηλώνει ικανότητα για κάτι (π.χ. DVD rewritable).

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Η τζιβιτζιλού, η λεσβία.

- Ρε, λένε οτι η Πέννυ είναι μπιφτεκού!
- Α, γι'αυτό τόσα κολλητιλίκια με την Ελένη...

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Αυτός που ακούει φανατικά cd της Heaven.

Επίσης: Χεβενικός

- Α εγώ δεν ακούω τέτοια μουσική ... είμαι πιο πολύ έτσι... χεβενίστας.

Got a better definition? Add it!

Published

Φέρελπις νέος ο οποίος διαθέτει υπερμεγέθη τζιβοειδή αφάνα ή ράστα, ύφος τύπου «Είμαι πολύ κουλ και άνετος» και μοστράρει επιδεικτικά το στυλ του. Ράσταμαν-μαϊμού. Θέλει να δείχνει ψαγμένος και συνοδεύεται συνήθως από 2-3 θαυμάστριες ανάλογης εμφάνισης και μικρού αναστήματος: μία για να κρατάει την κιθάρα, μία για να του στρίβει τα τσιγάρα και μία για να του θυμίζει πόσο όμορφος είναι.

Σε παραλία νησιού ή κάμπινγκ:
— Ε, Μήτσο, κόζαρε τον τύπο εκεί κάτω! Έχει απλώσει την αφάνα του σ' όλη την παραλία, γρατζουνάει το όργανο και μας το παίζει και γαμιάς...
— Άσε, τον είδα... Γέμισε ο κόσμος ρασταφάρια!

(από Galadriel, 22/12/09)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Προσφώνηση γνωστού ή φίλου αντί του μαλάκα που είναι πιο βαρύ.

  1. Ρε μαλακιστήρι έλα δώ!

  2. Πού ήσουν ρε μαλακιστήρι τόσην ώρα;

  3. Να σου πω ρε μαλακιστήρι...

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Αυτή που είναι ξέκωλο και ταυτόχρονα γκόμενα.

Αυτό το μέρος όλο κάτι ξεκωλόμουνα μαζεύει...

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Ο μαλακοπίτουρας.

Χρησιμοποιείται ως συνοδευτικό κύριων ονομάτων.

- Είπα και στον άλλον το Γιώργο... τον μαλακοπιτουρίδη... αλλά πού αυτός!

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified