Further tags

Ο εκλεπτυσμένος και undercover βλάχαρος που προσπαθεί να κρύψει την καταγωγή του αποποιούμενος τις ρίζες του και υιοθετώντας ένα στυλάκι γαμώλα...

- Πήγε να μας την βγει ο δικός σου...
- Κι όχι μόνο αλλά και να μας την πει και από πάνω ο τραχανοπλαγιάς...

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Αυτός που είναι μεθυσμένος.

- Ήρθε μέσα στο μαγαζί ο Νίκος και ήταν τελείως γκολ.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Αναφέρεται σε ομάδα κοριτσιών που δεν είναι όμορφες. Λέξη που βγαίνει από το παπαράτσι, αλλά καμία σχέση.

Μπακαλιάρος: - Πάμε Traffic;
Στέφος: - Όχι ρε μαλάκα, όλο μαπαράτσι έχει εκεί μέσα.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Κοπέλα με κοντό σγουρό φουντωτό μαλλί (αλά Τάμτα) και μοιάζει απόγονος της φυλής ζουλού σε μια εκδοχή διαστημικής ταινίας...

- Τι έγινε ρε! Μας βρήκαν τα X-Files και στην παραλιακή;
- Γιατί ρε;
- Βλέπω να περπατάν πολλοί ιπτάμενοι δίσκοι...

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Η και καλά άβγαλτη, η σιγανοπαπαδιά, η από μπροστά παρθένα κι από πίσω μπαίνουν τρένα.

- Εγώ σε παρτούζα; Με προσβάλλεις!
- Μη μου το παίζεις παρθενοπιπίτσα ρε συ. Σε ξέρω τι πουτανάκι είσαι...

(από Khan, 27/04/14)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Όνομα μπρατσωμένου ρετρό «υπερανθρώπου» που χρησιμοποιείται για προσδιορισμό τόφαλου, πολύ χοντρής σαβουρογκόμενας.

- Δες μαλάκα τι περνάει, πωπω, πρέπει να είναι τουλάχιστον 500 κιλά! Δες και τι φοράει ρε μαλάκα, θα μας τρελάνει!
- Πού πά ρε Τζιμ Αρμάο με το μίνι!

(από patsis, 28/07/12)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Ρήμα ποικίλου και εποχικού περιεχομένου.

Μέχρι προ 6 μήνών σήμαινε κουρεύω την κόμη μου τύπου ημί αφανέ, ημί μακριά κατά τα πρότυπα της ευήθους καλλιφώνου τραγουδίστριας εκ Γεωργίας, Τάμτας.

Πλεόν χαρακτηρίζει την έχουσα κόμη τύπου κοτσίδας τελευταίας Ρωσίδας στριπτιτζούς, συνοδευόμενη από ατάλαντο γκόμενο με κακή άρθρωση του σίγμα κατά τα πρότυπα της ευθήους καλλιφώνου τραγουδίστριας εκ Γεωργίας, Τάμτας.

- Άχου το βρε το Ριτσάκι πως μεγάλωσε, δεν φαντάζεσαι.. Ψήλωσε... Ομόρφυνε... Τάμτεψε...
- Ά το χρυσό μου... Έκανε το μαλλί του σγουρό κοντό;
- Όχι, κυκλοφορεί σα Ρωσίδα και τά 'μπλεξε με τον πέμπτο ξάδερφο του Νίκου Μίχα.

(από acg, 22/04/08)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Η εκπάγλου καλλονής δεσποινίδα/κυρία την οποία χρησιμοποιεί ένας κύριος στις κοινωνικές εξόδους του προκειμένου να αποκρύψει την ομοφυλοφιλική του φύση. Εναλλακτικά, αυτή που κουβαλάμε έξω για να το παίξουμε ωραίοι.

- Ρε συ, κοίτα ο Γιώργος με τι γκόμενα κυκλοφορεί!
- Έλα ρε συ, όχι και να κυκλοφορεί με γκόμενα η αδερφή! Καμιά μπουζουριέρα θα είναι...

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Ο τέλειος, ο απίθανος, καύλα. Λέγεται με θαυμασμό και ενθουσιασμό.

- Καύλα ο καινούριος μου υπολογιστής ε;
- Καλά φίλε, είναι γαμάτος! Γρήγορα, φέρε μπύρες και μελομακάρονα και βάλε το Heroes να παίξουμε!

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Χρησιμοποιείται για να δώσει υπερθετική ιδιότητα στο προσδιοριζόμενο όνομα. Συνώνυμα: απίθανος, φοβερός, μεγάλος, πολύς κτλ.

  1. Ρε πήγες και αγόρασες αυτήν την παπαριά που διαφημίζει η τηλεόραση; Τρελή απάτη, κορόιδο σε πιάσανε φιλαράκο!

  2. Με πήρε χαμπάρι ο διευθυντής που κοιμόμουνα στη δουλειά κι έφαγα τρελό γαμήσι! Παραλίγο να με απολύσει!

  3. Τρελό παιχτρόνι ο Λιθουανός!

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified