Αυτός που μιμείται κάτι/κάποιον, ο ζηλιάρης.
- Κοίτα τον πιθηκιστή, μην δει μηχανάκι.. Αμέσως να πάρει κι αυτός!
Αυτός που μιμείται κάτι/κάποιον, ο ζηλιάρης.
- Κοίτα τον πιθηκιστή, μην δει μηχανάκι.. Αμέσως να πάρει κι αυτός!
Got a better definition? Add it!
Published
Last modified
Συνέχεια του λήμματος καμπιονάτο. Αναφέρεται σε ένα μόνο άτομο μέσα από το καμπιονάτο...
- Τσέκαρε τον καμπιάσσο απέναντι...
- Καλά τώρα την είδες; Δεν έχεις δει όλη την παρέα του καμπιονάτο;
Got a better definition? Add it!
Χρησιμοποιείται για να αποδώσει την αρμονία μεταξύ της μαλακίας που δέρνει τον χαρακτηριζόμενο και της φυσιογνωμίας του.
- Γιατί αργεί αυτό το ταμείο γαμώ τον Μαρινόπουλο μέσα;
- Με τον ταμία που πετύχαμε... Κόψε μάπα και βγάλε συμπέρασμα. Μυγοχάφτης απ' τους λίγους.
Got a better definition? Add it!
Το καμμένο παληκάρι, ο μάγκας, συνώνυμο του κολλητέ.
- Εμπρός, ποιος είναι;
- Έλα ρε πίθηκα, εγώ είμαι!
Got a better definition? Add it!
Ο αφελής, συνώνυμο του χαλβά.
- Έλα ρε μπιφτέκι και εσύ το βράδυ να πιούμε καμιά καφεδιά!
Got a better definition? Add it!
Μια άσχημη γυναίκα, συνώνυμο των κάμπια και μπάζο.
- Έλα ρε, ξέρεις με ποια βγαίνει ο Αντώνης;
- Ναι μωρέ, με αυτή την μπόχλα την Ελένη. Μα τυφλός είναι ο άνθρωπος;
Βλ. και μποχλάδα / μποχλάδω
Got a better definition? Add it!
Ο αρχάριος που βιάζεται να μάθει και επιδεικνύει τις λίγες του γνώσεις στους άλλους. Συνήθως συνταντιέται μεταξύ των gamers και των κομπιουτεράδων.
- Πρόσεχε ρε συ μη φας καμιά sniperιά από τον τυπά και σου φύγει το κεφάλι.
- Κάτσε στα αυγά σου ρε νουμπά, που θα μου πεις τι θα κάνω.
Και νιούμπης.
Got a better definition? Add it!
Ο τρελάρας, ο έχων τα μυαλά στα κάγκελα, συνώνυμο του ψυχάκια.
- Καλά ρε συ, πως θα αντέξει αυτός στα χιόνια με το κοντομάνικο;
- Άσε ρε, δεν καταλαβαίνει τίποτα, είναι ψύχωμα.
Got a better definition? Add it!
Χαρακτηρισμός που προέχεται από το videogame Halo, και συγκεκριμένα από το όνομα του χαρακτήρα (Master Chief). Αναφέρεται σε κάποιον που δεν μασάει.
- Και εκεί που μου την έχουν πέσει 5 τυπάδες, αρχίζω και τους κάνω τούμπανο στο ξύλο.
- Ώπα, σιγά ρε μαστερτσιφόνι.
Got a better definition? Add it!