Further tags

Ο ψεύτης, ο ψευτομανής, ο όχι και τόσο αλήθειας τελικά.

- Και τι λέγατε με τον Σάκη;
- Ε μου λεγε τα ψέμματα που λέει συνήθως και το 'παιζα ότι εντυπωσιαζόμουν. Πάντως τον έχουν πάρει γραμμή όλοι τον Μπαρμπαλήθεια!

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Ο μυγιάγγιχτος, ο εύθικτος, ο τρυφερός, που θίγεται, ή στραβώνει, ή χαλιέται με το παραμικρό. Προέρχεται από τις σικάτες, κομψές κυρίες που σηκώνουν τη μύτη και γυρίζουν την πλάτη σε οτιδήποτε εκτός κύκλου τους.

- Σιγά μην έρθω εκεί μέσα.
- Σώπα μωρή κυρία που δε θα 'ρθεις. Θα 'ρθεις και θα γουστάρεις κιόλας!

Σύγκρινε με γκόμενα.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Ο εκλεπτυσμένος φραγκοφονιάς. Ο τσίπης, που δεν αφήνει δεκάρα τσακιστή να του ξεφύγει.

- Και ρε φίλε όπως φεύγαμε, τον είδα που πήρε το πουρμπουάρ που είχα αφήσει στο τραπέζι! Ο γύφτος ο φραγκοκτόνος!

βλ. και φραγκοκίλερ

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Υποτιμητικός όρος για τους κατοίκους του λεκανοπεδίου της Πρωτευούσης που χρησιμοποιείται κυρίως από κατοίκους του Βορρά.

Τάκης Σουγιάς: - Αύριο παίζει η μπαοκάρα με το βάζελο ρε Μπάμπη. Θα ανεβούνε τίποτα αθηνέζοι να τους κοπανήσουμε;

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Υποτιμητικός όρος για τους παροικούντες τη χώρα της φαιδράς πορτοκαλέας, που εστιάζει στις μοντέρνες συνήθειες τους και τον τρόπο ζωής τους.

-Κοίτα τους νεοελληνέζους ρε. Όλο κλαίγονται πως δεν έχουν γκαφρά και δανείζονται για να πάνε διακοπές στο Παρίσι.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Γέμιση του εδέσματος «μπουγάτσα με κιμά». Μεταφορικά: υποτιμητικός όρος, συνώνυμο του μπουχέσαςμπουχέσας.

-Πού να τα καταφέρει ο μπουγατσοκιμάς ρε, αυτός όλα έτοιμα τα θέλει.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Αυτός που φέρεται σκάρτα σε σχέσεις, δουλειές, φιλίες.

  1. - Μην κάνεις κάνα λάθος και συνεργαστείς μαζί του, ο τύπος είναι λαμόγιο, έχει γεμίσει την αγορά με ακάλυπτες επιταγες.
  2. - Πώς τα πας με τον δικό σου; -' Ασε, πολύ λαμόγιο, όλο στραβές μου κάνει.

%

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Προκύπτει από το στερητικό -α και την λέξη μπάλα... Δεν είναι αυτός που έχει χάσει την μπάλα, αλλά εκείνος που ενώ παίζει δεν την κατέχει καθόλου (δεν το ξέρει το τόπι ρε παιδί μου)... βλέπε Τάσος Πάντος.

Όταν ο Ανατολάκης προσπαθεί να βρει με μακρινή μπαλιά τον Ριβάλντο και... ξέρετε τι τελικά συμβαίνει...

Togolese defender Jean-Paul Abalo (από allivegp, 19/05/09)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Ο νεοσύλλεκτος στον στρατό.

«Απολύομαι ψαρούκλες, τα μαλλιά μου κάνω μπούκλες»

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Το άτομο που συνέχεια χαλάει τη δουλειά σου. Ο άνθρωπος της ακατάλληλης στιγμής.

Την ώρα που ήμουν έτοιμος να στην βυσματώσω, ο αρχιδογαμιώλαρος χτύπησε το κουδούνι.

%

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified