Further tags

Αυτός που είναι φανατικός των προϊόντων της Apple.

- Κοίτα ρε κάτι σπασικλάκια που περιμένουν το iPhone την πατάτα.
- Ε αφού τους ξέρεις μωρέ τους μηλαράδες τι κόλλημα έχουν!

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Ο «επιχειρηματίας» στον χώρο του αγοραίου έρωτα, ο ιδιοκτήτης δηλαδή οίκων ανοχής και/ή στριπτιτζάδικων.

- Είδες ο Τάσος Μπουγάς; Πλανητάρχης!
- Μόνο πλανητάρχης; Εγώ άκουσα ότι είναι και μέγας μπουρδελάρχης! Λένε ότι έχει καμιά δεκαριά μπουρδέλα και στριπτιτζάδικα...

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Ουσιαστικά σημαίνει ό,τι και το βλάχος (άξεστος και αγράμματος επαρχιώτης), αλλά με πιο τονισμένο το στοιχείο της υποτίμησης.

Βλέπε και τυρόβλαχος, μπαστουνόβλαχος.

- Κοίτα τον μουρτζόβλαχο, τόσην ώρα τρώει σαν το ζώο...
- Μπλιάχ! Κρέμονται φαγητά από τα μουστάκια του!
- Μπεεεερπ! (Ο μουρτζόβλαχος ρίχνει ένα δυνατό ρέψιμο)
- Έλεος!!

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Ο χαμένος στο διάστημα, συνώνυμο του τσίου. Συνήθως συναντιέται και ως απάντηση στο τσίου.

Καλά ρε συ, καπνίζεις μπροστά στον διευθυντή; Μα είσαι εντελώς τσίου μπίου τσικιμπίου;

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Η γυναίκα που καταπίνει σπέρμα, συνώνυμο του σπερματομαζώχτρα.

- Τι είναι αυτή η Πόπη ρε; Μου σκούπισε τον πούτσο εντελώς. Σκέτος χυσονεροχύτης είναι!

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Είναι το ανάποδο γαμώτο στην κυριολεξία (αν και τονίζεται στην λήγουσα αντί στην παραλήγουσα).

- Πώς είναι αυτή ρε; Σαν οτωμάγ είναι με αυτό το τζιν.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Ο τσιγκούνης, ο σπάγκος.

- Μάγκες δεν έρχομαι στην συναυλία. Δεν έχω χρήμα.
- Τι δεν έχεις χρήμα ρε τσιγκανόπουστα; 5 ευρώ στοιχίζει το εισιτήριο.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Ο πατέρας. Χρησιμοποιείται μόνο με τις κτητικές αντωνυμίες μου, σου, του κτλ.

- Τι κάνει ο γέρος σου στο σαλόνι;
- Βλέπει τηλεόραση.

Οι γέροι μου οι δυο οι φουκαράδες με κείνο το μυαλό τους το παλιό... (από Hank, 19/02/09)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Ανθρωποειδές ον το οποίο διαδηλώνει περήφανα την υπολειπόμενη του μέσου όρου νοημοσύνη του και/ή τα καμμένα του κύτταρα παρατηρώντας το περιβάλλον του με το στόμα ξεχασμένο διάπλατα ανοιχτό, δίνοντας ούτως το ελευθέρας εισόδου, εξόδου και παραμονής εις τα αντιπαθή έντομα.
Το φαινόμενο μπορεί να είναι μόνιμο, ή παροδικό, μετά από μια πράξη η οποία κατά το υποκείμενο (αλλά για κανέναν άλλον εκ των παρευρισκομένων) είναι άξια θαυμασμού.

Κλείσ' το στόμα ρε μυγοχάφτη. Σιγά. Έναν πολλαπλασιασμό 6ψήφιο με 6ψήφιο χωρίς χαρτί έκανε ο άνθρωπος. Δεν είμαστε όλοι ηλίθιοι σαν και την πάρτη σου.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Ο μόνος λόγος που εισάγω αυτό το λήμμα είναι για να διαφωτίσω την ετυμολογία του. Η λέξη δεν είναι απλώς ό,τι π.χ. και το βρωμόπαιδο, δηλαδή δεν χρησιμοποιείται απλώς το πρόθημα κωλό- όπως το βρωμό- για να προσδώσει αρνητική σημασία στο ουσιαστικό παιδί, αν και ο περισσότερος κόσμος το χρησιμοποιεί έχοντας κατά νου αυτή τη σημασία.

Το κωλόπαιδο είναι κατά μια άλλη έννοια (που ίσως να είναι και η πρωταρχική) το παιδί που υποθετικά συλλαμβάνεται από την παρά φύσει συνουσία, και κατά συνέπεια είναι κατώτερο/αποκρουστικό/στιγματισμένο. Δηλαδή, όπως στην φυσιολογική συνουσία η γυναίκα συλλαμβάνει από τον κόλπο, έτσι στην παρά φύσιν συνουσία η γυναίκα (ή ο ομοφυλόφιλος) συλλαμβάνουν υποθετικά από τον πρωκτό το κωλόπαιδο.

Μια ωραία παραλλαγή σε αρσενικό γένος: ο κωλοπαιδαράς. Επίσης σε ουδέτερο: το κωλοπαίδι.

(Φύλακας του γηπέδου μπάσκετ όπου παίζαμε μικροί, προσπαθώντας να μας διώξει τις ώρες κοινής ησυχίας)
- Άντε μαλάκες, φύγετε!
- Άσε μας ρε Αντώνη!
- Ρε θα σας γαμήσω απ' τον κώλο και θα κάνετε κωλόπαιδα!

Δες και καλόπαιδο.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified