Ο τύπος ο οποίος έχει το μαλλί του ράστα σηκωμένο καρφάκι, σε μέγεθος τηγανιτής πατάτας.
- Δες μαλλί ο τύπος! Σαν τηγανιτή πατάτα είναι.
- Σκέτος φριτέζας!!!!!!!!
Ο τύπος ο οποίος έχει το μαλλί του ράστα σηκωμένο καρφάκι, σε μέγεθος τηγανιτής πατάτας.
- Δες μαλλί ο τύπος! Σαν τηγανιτή πατάτα είναι.
- Σκέτος φριτέζας!!!!!!!!
Got a better definition? Add it!
Published
Last modified
Άτομο το οποίο κινητοποιείται στο άκουσμα της φράσης
«Άντε φέρε μου αυτό...».
Να σημειωθεί ότι το μεσαίο έψιλον προφέρεται ελαφρώς, σαν γιώτα, αποδίδοντας στο λήμμα μια γαλλική εσάνς.
- Χρειάζομαι εκείνες τις βρώμικες κουρελούδες. Άντε φέρε μού τες.
- Α, δεν είναι εδώ ο αντεφέρ.
Βλ. και άι φέρ', eyefair, άιφερ μάνατζερ, σύρφερ μάνατζερ, φερερές
Got a better definition? Add it!
Όρος γενικής χρήσης, συνήθως για ώριμες κυρίες, νοικοκυρές η συνταξιούχες, οι οποίες αποφάσισαν ότι το νόημα της ζωής βρίσκεται στα ταξίδια και στην τέχνη. Έτσι παίρνουν σβάρνα όλες τις πολιτικοκοινωνικές εκδηλώσεις και τρέχουν με γρουπ σε όλα τα μέρη του κόσμου. Νιώθουν ότι κάνουν κάτι πολύ σημαντικό και κατά συνέπεια αγλαϊζουν, αγλαΐζονται.
- Ήρθε η Σούλα και μου διηγήθηκε για το ταξίδι της στην Αίγυπτο.
Μου είπε ότι την επηρέασαν πολύ τα μυστήρια των πυραμίδων
και ότι σίγουρα έχουν σχέση με τα ζώδια...
- Άσε μας μωρέ με την Αγλαΐτσα, να πούμε!!
Got a better definition? Add it!
Ο νεκροθάφτης ή κατ' επέκτασιν αυτός που δουλεύει στον χώρο της εργολαβίας κηδειών (π.χ. ο ιδιοκτήτης γραφείου κηδειών, αυτός που τραγουδάει σε κηδείες κτλ). Προφανώς λέγεται κοράκι όχι μόνο για το μαύρο κουστούμι που απαραίτητως φοράει, αλλά και επειδή όποτε πεθαίνει κάποιος, αυτός έχει δουλειά (όπως τα κανονικά κοράκια δηλαδή).
- Φίλε ξέρεις τι λεφτά καθαρίζει ο Σωτήρης;
- Ποιος, το κοράκι;
- Ναι ρε, η πιο σίγουρη δουλειά σου λέω... Αφού με τους σεισμούς του '81 έχτισε πολυκατοικία ο Σωτηράκης!
Got a better definition? Add it!
Published
Last modified
Κυριολεκτικά πρόκειται για μικρό αμφίβιο ζώο, χωρίς ουρά και με τέσσερα πόδια. Συχνά παρομοιάζεται έτσι αυτός που πίνει πολύ νερό.
Μετά το 1996 το συγκεκριμένο επίθετο χαρακτηρίζει γνωστό «πολυνίκη» σέρβο προπονητή που έχει εργαστεί στις περισσότερες (και προσεχώς σε όλες) τις μεγάλες ελληνικές ομάδες. Προέκυψε από το γνωστό παραμύθι που ο πρίγκηπας (του ποδονίφτη) γίνεται ξαφνικά βάτραχος (ή το αντίθετο).
- Φίλε εγώ πάντως πιστεύω ότι μόνο ο Ντούσκο μπορεί να αλλάξει τα πράγματα.
- Άσε μας μωρέ με τον βάτραχο, 30 χρόνια στην Ελλάδα κι εχει μάθει 15 λέξεις.
Got a better definition? Add it!
Είναι αυτός που γελάει όλη την ώρα, ο γελαστός. Χρησιμοποιείται ως ουσιαστικό, αλλά και ως επίθετο.
- Πολύ γελαδερό παιδί αυτός ο Γιάννης...
- Το χαμόγελο της Colgate!
Got a better definition? Add it!
Published
Την παλιά εποχή, στα πρώτα χρόνια της ελληνικής δημοκρατίας μετά την Τουρκοκρατία, η ψήφος ήταν τόσο υπεύθυνη υπόθεση όσο είναι και σήμερα... Οι τότε πολιτικοί λοιπόν στους προεκλογικούς τους «αγώνες» εξαγόραζαν ψήφους προσφέροντας ως αντάλλαγμα πούρα Αβάνας Trabucos στους ψηφοφόρους. Τα πούρα αυτά τα μοιράζανε βεβαίως απλόχερα και στους τσατσάκους τους, δηλαδή τους πιο θερμόαιμους/πιστούς από τους οπαδούς τους.
Εν έτει 2008 πλέον, η Ελλάδα έχει πλέον προοδεύσει και χρησιμοποιούνται πλέον εξελιγμένα συστήματα ρουσφετιού και μίζας... Ωστόσο η λέξη τραμπούκος παρέμεινε και δηλώνει τον μπράβο κάποιου κομματάρχη ή γενικώς κάποιον που προκαλεί ταραχές κατ' εντολή. Κατ' επέκτασιν, σημαίνει και τον άξεστο, θρασύ και βίαιο άνθρωπο που επιβάλλεται με τη βία.
Η πράξη του τραμπούκου λέγεται τραμπουκισμός.
(Από την τελευταία εκπομπή του Βασίλη Λεβέντη στο Κανάλι 67, στις 15-09-1993)
- Εμείς δεν είμαστε αλήτες να τους στείλουμε τραμπούκους. Μου στείλανε στην Καλλιθέα πέρυσι, εγώ όμως δεν στέλνω τραμπούκους, ενώ θα μπορούσα κάλλιστα να έχω. Εγώ ζητώ από τον Θεό να πεθάνουνε κι οι δυο τους!
- Τι άκουσα, έγινε φασαρία λέει στη σχολή;
- Ναι, την πέσανε κάτι τραμπούκοι της ΔΑΠ σε έναν τύπο που είχε στήσει τραπεζάκι για εκδρομές στη Μύκονο, γιατί τους χάλαγε την πιάτσα...
- Οι τραμπουκισμοί αποτελούν καθημερινό φαινόμενο σε σχολεία υποβαθμισμένων περιοχών.
Got a better definition? Add it!
Published
Last modified
Got a better definition? Add it!
σπάτουλας, σπατουλάρισμα
Σπάτουλας = κόλακας, γλύφτης, γλυφτρόνι. Σπατουλάρισμα = ένα καλό χέρι γλύψιμο για να νιώσεις τοπ.
Πρώτη μέρα στη δουλειά ό άτιμος και άρχισε το σπατουλάρισμα στο αφεντικό. Έτσι νομίζει ότι θα πάει μπροστά ο βρωμύλος ο σπάτουλας.
Got a better definition? Add it!
Παρομοίωση που περιγράφει γλαφυρά φάτσα τύπου, χοντρού κατά προτίμηση, που τον έχει αρπάξει άσχημα ο ήλιος.
Μπορεί να χρησιμοποιηθεί και για άλλα μέρη του σώματος - π.χ. για το σβέρκο, εξ ου και οι Αμερικάνοι rednecks.
Επίσης, ενστικτώδης αντίδραση σε φάση που τύπος, επίσης χοντρός κατά προτίμηση, σκάει μύτη μπροστά μας έχοντας απροειδοποίητα ξυρίσει το μουστάκι.
Στοργική μητέρα 1: - Κωστάκη, έλα δω να σου βάλω πασαλειψατέρ. Θα σε βαρέσει ο ήλιος μεσημεριάτικα, σαν της μαϊμούς τον κώλο θα γίνεις.
Στοργική μητέρα 2: - Αχ, παιδάκι μου, γιατί το ξύρισες; Σαν της μαϊμούς τον κώλο έγινες.
Got a better definition? Add it!
Published
Last modified