Further tags

Νεάρος και ριψοκίνδυνος οδηγός μηχανοκίνητου δικύκλου υψηλού κυβισμού.

Συνήθως μειωμένων ικανοτήτων και αντίληψης λόγω του νεαρού της ηλικίας. Σπανίως φέρει κράνος με αποτέλεσμα να είναι σε θέση να προσφέρει όργανα σε καλή κατάταση, επίσης λόγω του νεαρού της ηλικίας (ιδίως οι οφθαλμοί δεν έχουν χρησιμοποιηθεί για διάβασμα σχεδόν ποτέ, αλλιώς θα έβαζε κράνος).

- Τι κάνει ρε το άτομο με το ζουζουρού (για να θυμηθούμε τα παλιά);
- Άντε ρε τον δωρητή!

Got a better definition? Add it!

Published

ο, το [ουσ.] Διγενής, μονοκατάληκτος χαρακτηρισμός ατόμων με διανοητικές ικανότητες που σκοράρουν αρνητικά καθώς και με μια εγγενή κλίση προς το καφριλίκι και την επιθετικότητα (γλωσσική και μη) . Ως κοντινός συγγενής του γκάου, ο αζαντάουα είναι αλλεργικός στη χρήση επιχειρημάτων και θεωρεί το διάλογο παρωχημένη μορφή πολιτισμού.

Πρόκειται περί είδους ενδημικού των ελληνικών γηπέδων, όπου και επιδίδεται απρόσκοπτα στις αγαπημένες του ασχολίες που περιλαμβάνουν την επινόηση αδιανόητων προσβολών, την εκφώνηση άναρθρων κραυγών και την εκτόξευση αντικειμένων σε κάθε κόρνερ.

Η ονομασία είναι αθροιστική και δύναται να επιμηκύνεται όσο ενεργότερο είναι το υποκείμενο. (αζαντάουα, αζανταντάουα, αζαζανταντάουα, κ.ο.κ.)

  1. - Μαλάκα τι έπαθε ο Bus-in-ass και τον κάνει αλλαγή;
    - Του ανοίξανε το κεφάλι οι αζαντάουα πίσω από τη φυσούνα.

  2. - Τι κάνει ρε συ το άτομο με το καδρόνι εκεί κάτω;
    - Καλά ο τύπος είναι αζαντανταντάουα! δεν καταλαβαίνει ότι θα διακοπεί το ματς με τις μαλακίες τους;

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Αμυντικός άμπαλος, ο οποίος δεν τη βρίσκει με τίποτα και γενικώς δεν κόβει ούτε με βαλέ. Σε αντιστάθμισμα της παντελούς έλλειψης τεχνικής, διαθέτει εξαιρετική ικανότητα στο να κόβει στα δύο τους αντιπάλους επιθετικούς. Τα τάκλιν του αποτελούν ταμπλώ-βιβάν βγαλμένα από τις ταινίες του Κόναν και του Στήβεν Σηγκάλ.

Διάσημα δρεπανηφόρα: Μοντέρο, Κολοτσίνι, Καλιτζάκης.

- Ρε συ αυτός ο κωπηλάτης, το 4, είναι καλός;
- Μπα... σκοράρει αρνητικά στο καντερόμετρο, αλλά είναι σωστό δρεπανηφόρο.

(από stolis, 17/08/08)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Πραγματικά παλιός φαντάρος, ο οποίος αφενός απολύεται σε διάστημα μικρότερο του μηνός (λελέ), αφετέρου έχει βαρύνει τόσο που οι αντιδράσεις του εντός στρατοπέδου μπορούν να συγκριθούν μονάχα με τις κινήσεις του εν λόγω χαριτωμένου θηλαστικού («ελέφας»). Άλλη μία ευκαιρία να απονείμουμε τα εύσημα στον ΕΣ για τη συμβολή του στον πλούτο της ελληνικής γλώσσας...

- Σήκω ρε μεγάλε, έχουμε φρουρά
- Ρε στραβάδι, 12 και σήμερα, πού να σηκωθώ ο λελέφας...

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Ο φευγάτος, αυτός που την κάνει, αυτός που την κοπανάει. Σύνθετη λέξη από την έκφραση την κάνει + την κατάληξη -όπουλος που σημαίνει παιδί (Παπαδόπουλος το παιδί του παπά, Γεωργόπουλος το παιδί του Γιώργου κ.τ.λ.), δηλαδή το παιδί / το άτομο που την κάνει / την κοπανάει. Πολλοί ερευνητές-γλωσσολόγοι υποστηρίζουν ότι η λέξη αυτή προέρχεται από το γνωστό Γάλλο ποδοσφαιριστή Τιγκανά (παιδί του Τιγκανά!!!), γνωστό για την ταχύτητά του εξού και η ορθογραφία της λέξης (τιγκανόπουλος και όχι όπως θα περιμέναμε τηγκανόπουλος).

(Δυο γαύροι έξω από τη Λεωφόρο μετά το 1-4 στο κύπελο)
- Τιγκανόπουλος, Μπάμπη. θα τις φάμε!
- Τρέχα Γιώργη, του φευγάτου η μάνα δεν έκλαψε ποτέ...

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Είναι η ομάδα που συνέχεια χάνει σε κάποιο αγώνισμα από κάποια άλλη με τέτοια συχνότητα ώστε αναπτύσσονται μεταξύ τους πελατειακές σχέσεις και η ομάδα-πελάτης δεν μπορεί να περάσει από το μαγαζί της άλλης χωρίς να της τυλίξει μερικά γκολάκια για το σπίτι...

Πελάτης είναι επίσης κάποιος που χάνει μονίμως από κάποιον άλλον σε κάποιο αγώνισμα ή σε οτιδήποτε μοιάζει με αγώνισμα (τάβλι, πρέφα, κολτσίνα κτλ...).

  1. - Το πήραμε το πρωτάθλημα φιλαράκο...
    - Κάτσε πρώτα να νικήσετε τον Ηρακλή στην έδρα του...
    - Έλα ρε, αφού τις έχουμε τις γριές για τον χαβαλέ... Πελάτης είναι ο Ηρακλής!

  2. - Πάμε ένα μονό μπασκετάκι;
    - Αφού πελάτης είσαι ρε μαλάκα, έχω βαρεθεί να κερδίζω!
    - Καλάαα...

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Χρησιμοποιούνταν αλλά και χρησιμοποιείται ακόμα στην πόλη στα Χανιά - τώρα ακούγεται ως παλιά λέξη, κάπως χωριάτικη/ορεσίβια, γι' αυτό και τη χρησιμοποιούν ίσως οργισμένοι αγροτινέιτζερ, αλλά και σβούροι -(για την ενδιαφέρουσα προέλευση, ιστορία κλπ βλέπε εδώ), για κάποιον α) που μιλάει ξένη γλώσσα την οποία οι άλλοι δεν καταλαβαίνουν
β) που «τα μασάει» ή φλυαρεί και χρησιμοποεί και εξεζητημένες λέξεις. Όπως συμβαίνει με τις τοπικές βρισιές, μπορεί να χρησιμοποιηθεί όχι μόνο πειρακτικά αλλά και ως προκαταρκτικό σε σοβαρό τσαμπουκά.

light συνώνυμο=αμπλαούμπλης

  1. Ίντα μωρέ χαλικουτίζεις με τσι τουρίστριες μισή ώρα!

  2. - Σου είπα ότι θα πάρεις τα χρήματά σου όταν γίνει η εκκαθάριση και καθοριστεί η ψηλή κυριότητα (μπλα μπλα...)
    (απευθυνόμενος σε τρίτο) - 'Ιντα μωρέ χαλικούτης είν' ετούτος με τσι κυριότητες και μαλακίες ντούμπανα... (απευθυνόμενος στον πρώτο). Μου χρωστείς μωρέ ή δε μου χρωστείς λεφτά; Κερατά ε κερατά...

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Σβούροι: πιτσιρικάδες με πειραγμένα μηχανάκια που γυρνάνε γύρω γύρω στην πόλη. Λέγεται στην Κρήτη για τους κάγκουρες κλπ.

Σβούρος στην Κρήτη = ο μπάμπουρας, σβουρίζω= γυρίζω γύρω γύρω και κάνω θόρυβο.

Τι πέτσακες και μαλακίες ρε φίλε... τι μαλακία την κάνανε οι σβούροι που μαζεύονται στην Αγορά / στα Λιοντάρια. Που τους είδες εσύ τους πέτσακες; Άμα ήτανε πέτσακες...

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Βρισιά στα Χανιά, σημαίνει χαμένος, σε σύγχυση, και γενικά άγαρμπος, βλάκας. Μπαραμπάκος ήταν υπαρκτό πρόσωπο στα Χανιά, γραφικός που όργωνε την πόλη και κάποιοι λένε ότι ζητιάνευε με τη φράση «βοήθεια το μπαραμπάκο».

Ως πιτσιρικάδες τη χρησιμοποιούσαμε πολύ στη μπάλα, π.χ. όταν κάποιος δεν έμπαινε στο νόημα σε έξυπνη πάσα και πήγαινε γι΄άλλα («πού πας ρε μπαραμπάκο!«), ως το διαμετρικά αντίθετο του Σαραβάκου και λόγω φωνητικής συγγένειας). Επίσης: μπαραμπάκουλας.
Μπορεί να είναι και σκληρή βρισιά, καθώς δηλώνει εντοπιότητα.

- Κοίτα ρε τον μαλάκα που πάλι περνάει και δε μιλάει...
- Άστονε μωρέ τον μπαραμπάκο...

Ωραίοι τρελοί της πόλης: Φτερού (Αθήνα), Ρέψας (Θεσσαλλλονίκη), Μπαμπαΐας (Καβάλα), Μπαραμπάκος (Χανιά).

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Μάλλον από Ρέθυμνο, Ηράκλειο. Ο ορεσίβιος ή χωρικός που κατεβαίνει στην πόλη με ιμπεριαλιστικές διαθέσεις ως προς γυναίκες, μπάρια κλπ. με τα γνωστά αξεσουάρ (4χ4, μαύρο πουκάμισο κλπ κλπ). Τείνει να αντικαταστήσει και στα Χανιά το «κούργιαλος».

πετσί=το δέρμα.

Πού πήγατε; Στο αριστερό μπητσόμπαρο; Εκεί ρε μαζεύονται όλα τα πετσιά, καλοί είσαστε και σεις...

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified