Αναφέρεται σε πρόσωπα μετά από παρατεταμένη σαπίλα. Μπορεί ακόμα να σχετίζεται με χρήση ουσιών ή και γενικότερα να προδίδει μια κατάσταση οχετού και παρακμής.
-Τι σαπίδια που είστε ρε μαλάκες....
Αναφέρεται σε πρόσωπα μετά από παρατεταμένη σαπίλα. Μπορεί ακόμα να σχετίζεται με χρήση ουσιών ή και γενικότερα να προδίδει μια κατάσταση οχετού και παρακμής.
-Τι σαπίδια που είστε ρε μαλάκες....
Got a better definition? Add it!
Κίνημα που εμφανίστηκε στα μεγάλα ελληνικά αστικά κέντρα στα τέλη της δεκαετίας του '70. Γνώρισε ιδιαίτερη άνθηση στα μέσα της δεκαετίας του '80 και εκτοτε συνεχίζει να υφίσταται σε λανθάνουσα μορφή μέχρι τις μέρες μας. Εκφράστηκε κυρίως μέσω εικαστικών παρεμβάσεων της συζύγου στην διακόσμηση της σαλονοτραπεζαρίας του τυπικού αστικού σπιτιού της δεκαετίας του '80. Βρήκε επίσης πεδίο έκφρασης στα μουσικά και ενδυματολογικά δρώμενα της εποχής.
-Ωραίο το σύνθετο που αγόρασε η Κούλα.
-Έλα μωρέ... ένα γυφτομπαρόκ ήτανε.
Got a better definition? Add it!
Published
Last modified
Η λούγκρα.
λούγκρα + Λουκρητία = λουγκρητία.
-Κοίτα το Λέλο τη λουγκρητία ρε. Κρίμα τον πατέρα του που κέρναγε στα καφενεία κι έλεγε «έκανα γιο ρε!». Τσκ τσκ...
Got a better definition? Add it!
Τελικά. (μικρή παραλλαγή: ντιπ-για-απο-ντιπ.)
- Είσαι ντιπ-για-απο-ντιπ κουδούνας ή μαλάκας;
Got a better definition? Add it!
Αυτός που αδιαφορεί για τα πάντα - «τα γράφει στ' αρχίδια του».
Σιγά μην περιμένω απάντηση από τον Τάκη... Αυτός είναι ένας γραψαρχίδης...
Got a better definition? Add it!
Συλλαβικός αναγραμματισμός της λέξης τρε-λός.
λοστρέ=τρελός
-Κοίτα ρε τι πάει να κάνει ο άνθρωπος... Καλά, είναι λοστρέ;
Got a better definition? Add it!
Ο βοηθός διαιτητή (για τους παλαιότερους ο επόπτης γραμμών). Ο αφανής ήρωας κάθε Κυριακής δεδομένου ότι λόγω της μικρής απόστασής του από την εξέδρα ακούει τα εξ αμάξης.
(οπαδός προς τον επόπτη γραμμών μετα από σώστή υπόδειξη οφ-σαϊντ)
-Ρε λαλάκα πλαϊνέ, πού το είδες αυτό... Θα μπώ μέσα και θα σε λαλήσω.
Got a better definition? Add it!
Published
Αναφέρεται σε γυναίκα που έχει τόσο χαμηλά τον πισινό της (χαμηλοκώλα), ώστε όταν περπατά "σηκώνει σκόνη".
-Πω πω τι μουνάρα είναι αυτή !
-Σιγά ρε μαλάκα !!! Αυτή σκων' σκον' !
Got a better definition? Add it!
Η πιο συνηθισμένη και μη χυδαία λέξη για την περιγραφή μιας όμορφης γυναίκας. Συνώνυμα: μουνί (και όλα τα παράγωγά του), τούμπανο, γοργόνα, μανίτσα.
Got a better definition? Add it!
Το σκατόπαιδο, το κωλόπαιδο, σε εντονότερο βαθμό.
-Δε στεναχωριέμαι που χάσαμε, σκάω που θα χαίρονται τα γαμοπαίδια στον Πειραιά (=Ολυμπιακοί).
Λέξεις με ρήμα για πρώτο συστατικό: αλλαξοκωλιά, γαμο-, γαμογελώ, γαμολεβιές, γαμοπαίδι, γαμοπερίπτωση, γαμοπιλώθω, γαμόπουστας, γαμοσείρι, γαμοσπέρνω, γαμοσταυρίδι, γαμοτζάζ, γαμόφλαρος, γαμοχέρουλα, γλειφομούνι, γλειφοκώλι, γλειφοπούτσι, ζαλαρχίδης, κλασομούνι, κλαψομούνης, κοψοχρονιά, λαχταροψώλα, μαδομούνι, σπαζαρχίδης / σπασαρχίδης, σπασικαύλιος, σπασοκλαμπάνιας, τρεχέδειπνος
Got a better definition? Add it!