Ο σακάτης. Αυτός που κουτσαίνει.
-Τι του βρήκε και τον παντρεύτηκε ήθελα να 'ξερα. Αυτός είναι κούτσαυλος.
Ο σακάτης. Αυτός που κουτσαίνει.
-Τι του βρήκε και τον παντρεύτηκε ήθελα να 'ξερα. Αυτός είναι κούτσαυλος.
Got a better definition? Add it!
Published
Υποτιμητικός χαρακτηρισμός, ο οποίος απευθύνεται σε γυναίκες συνήθως εύσωμες, άσχημες και διανοητικά ένα κλικ πίσω.
Ρε βλάκα σού 'χω πει να μην την ξαναπέσεις σε μπουρούχα γκόμενα. Χαλάς την πιάτσα.
Got a better definition? Add it!
Published
Last modified
Κάποιος «κάνει τον Κινέζο» ή «το παίζει Κινέζος» όταν προσποιείται τον ανήξερο, μην καταλαβαίνοντας αυτό που του λένε, όπως θα έκανε ένας Κινέζος αν του μίλαγαν ελληνικά.
Συνώνυμα (συντάσσονται με τα ρήματα κάνω και παίζω):
- μαλάκας
- μαλέκος
- Αλέκος
- πάπια
- Τι κάνεις τέτοια ώρα εδώ ρε Τάσο;
- Μ' έδιωξε η Σούλα απ' το σπίτι...
- Γιατί;
- Κατούρησα με το καπάκι του καμπινέ κάτω κι όταν μου ζήτησε τα ρέστα έκανα τον Κινέζο...
Got a better definition? Add it!
Το κορίτσι το οποίο δεν έχει ίχνος κρέατος επάνω του (βλ. μεζές για σκύλους, κοκκαλοσακούλα, απ' τα κόκκαλα βγαλμένη των Ελλήνων τα ιερά, κ.α.)
- Αυτό το στεγνό αν φυσήξει αέρας το πήρε και το σήκωσε.
Got a better definition? Add it!
Published
Last modified
Η πολύ αδύνατη κοπέλα, σε σημείο να φαίνονται τα κόκκαλά της. (βλ. στεγνό, μεζές για σκύλους κ.α)
- Αυτή είναι τόσο αδύνατη που έχει καταλήξει κοκκαλοσακούλα!
Got a better definition? Add it!
Published
Last modified
Η πολύ αδύνατη κοπέλα (βλ. στεγνό, κοκκαλοσακούλα κ.α.)
Αυτή για το μονό που μπορεί να κάνει είναι μεζές για σκύλους!
Got a better definition? Add it!
Published
Χρησιμοποιείται στην Ιθάκη και είναι συνώνυμο του «μαλάκα», «καταραμένε», «ηλίθιε».
-Τι'ν' τούτα που λες ωρέ ασίφταε, διαλέμπαμεσασου;
Got a better definition? Add it!
O δειλός, αυτός που κλάνει μέντες, κλάνει πόμολα, δεν αναλαμβάνει πρωτοβουλίες ... που φοβάται γενικότερα.
Όπως καθόμασταν και βλέπαμε το θρίλερ, του έκλεισα τα φώτα και τότε άρχισε να ουρλιάζει. Σκέτη κλασομπανιέρα ο τύπος!!!!
Got a better definition? Add it!
Published
Last modified
Ποδοσφαιρική έννοια. Λέγεται συνήθως για τον παίκτη ο οποίος δεν έχει καθόλου τεχνική κατάρτιση και παίζει στην ομάδα κυρίως λόγω των φυσικών προσόντων του (ύψος, τρέξιμο).
- Ρε Γιαννάκη, τι τσουρουκάς είναι αυτός ο ξένος που πήραμε;
- Ναι ρε συ, άσε, ούτε με υδραυλικό τιμόνι δεν στρίβει.
Got a better definition? Add it!
Είναι ο άνθρωπος που ασχολείται αρκετά με μη σημαντικά για αυτόν ή για τους άλλος ζητήματα. Είναι επίσης ο αυνάνας, αυτός που αυνανανίζεται πολύ συχνά, ο μαλάκας.
Φιάκας σαν λέξη χρησιμοποιείται στην Θεσσαλονίκη και εμπλέκει στον ορισμό του το «φιάσκο», ότι δηλαδή δεν είναι έμπιστος ή σοβαρός συν τις άλλοις.
- Ρε συ, δεν θα έρθει τελικά ο Πέτρος μαζί μας; Θα είναι τόσες γκόμενες!!
- Ε, τι να τον κάνεις... αφού είναι μεγάλος φιάκας, τον ξέρεις τώρα..
Got a better definition? Add it!