Γκόμενα 3-D. Τόφαλος. Θεόχοντρη... που μέσα στις φλέβες της κυλάει κιμάς.
Ρε σύ!! Κοίτα μία χαβούζα που περνάει τον δρόμο... Άμα κυλήσει αυτή στρώνει άσφαλτο!!!
Γκόμενα 3-D. Τόφαλος. Θεόχοντρη... που μέσα στις φλέβες της κυλάει κιμάς.
Ρε σύ!! Κοίτα μία χαβούζα που περνάει τον δρόμο... Άμα κυλήσει αυτή στρώνει άσφαλτο!!!
Βλ. και χουφτιάρα, μπράσκα, η, όρκα, πατοκαφρόλα, φακλάνα, φρι Γουίλι, free Willy, φώκια, χαβούζα, η, μπουρέκλα, θωρηκτό Ποτέμκιν, μποχλάδα /-ω, κεφτές με πόδια, κουνιότα
Got a better definition? Add it!
Published
Last modified
Ο βλάκας, ο ανίκανος, ο γκασμάς, γενικά το άτομο μειωμένης αντίληψης/νοημοσύνης/ικανότητας.
Η έκφραση έχει προκύψει από τις κατηγορίες σωματικής ικανότητας (ΣΙ) των Ενόπλων Δυνάμεων, που χρησιμοποιούν το γράμμα Ι (γιώτα) ακολουθούμενο από έναν αριθμό από το 1 ως το 5.
Καλά ρε γιωτά, αντί για ζάχαρη έριξες αλάτι στο φραπέ;
Δες και γιωτιλίκι.
Got a better definition? Add it!
Published
Last modified
Η γυναίκα που, λόγω σωματότυπου ή λόγω των χειρονομιών και των κινήσεών της, έχει (ή σε κάνει να φαντάζεσαι ότι έχει) πολύ άγαρμπους τρόπους στο σεξ.
- Πώς ήταν χθες με την μικρή;
- Πολύ αγαρμπομούνα ρε παιδί μου, όταν ανέβηκε πάνω μου κόντεψε να μου τον σπάσει!
Got a better definition? Add it!
Αυτός που την πέφτει με την πρώτη ευκαιρία στις γυναίκες.
- Πώς πήγε με τον διευθυντή;
- Πολύ μπήχτης, ρε φιλενάδα. Με το που αρχίσαμε να μιλάμε το γύρισε στο προσωπικό και στο φιλικό. Μέχρι που μου έπιασε και τον κώλο, δήθεν καταλάθος.
Δες και μπήκας.
Got a better definition? Add it!
Ο απαίσιος, ο κακάσχημος, αλλά και ο πολύ μαλάκας. Συχνά δε, όλα αυτά μαζί.
Άει μωρέ τον αρχιδομούρη, που θέλει και να παρκάρει την κατσαρόλα του μπροστά στο σπίτι μου!
Got a better definition? Add it!
Η εύπιστη κοπέλα.
– Καλά, η Κατερίνα το πίστεψε όταν της είπα ότι είμαι ερωτευμένος μαζί της και τώρα μου έχει γίνει τσιμπούρι!
– Εγώ σου το 'χα πει ότι είναι αγαθομούνα...
Η καημένη μωρέ, είναι τόσο αγαθομούνα που πίστεψε ότι ο Χρήστος την έχει ερωτευθεί…
Got a better definition? Add it!
Από τις λέξεις μουνί + κακά. Ο εξαιρετικά δόλιος και κουτοπόνηρος, αυτός που σου κάνει τέτοια ζημιά ώστε δεν μπορείς να βρεις το δίκιο σου.
-Τον μουνίκακα, τον παλιομαλάκα, που να του ψοφήσει όλο το σόι γι΄αυτό που μού ’κανε!
Got a better definition? Add it!
Το τσουλί, η τιποτένια γυναίκα.
-Τι έμαθα ρε συ, χώρισες;
- Άει μωρέ με το τσόλι που πήγα και έμπλεξα, τι θες να έκανα…
Got a better definition? Add it!
Βαριά έκφραση για την πολυγαμική γυναίκα, αυτή που τα γαμεί όλα. Λέγεται έτσι επίσης η κακόψυχη.
Πολύ γαμιόλα η δικιά σου, τους έχει πάρει όλους στην παρέα..
Είσαι πολύ γαμιόλα, το ξέρεις;
Got a better definition? Add it!
Άσχημη, άκομψη, υπέρβαρη κοπέλα, συνήθως με ακμή.
Μας είχε πει πολλά για το γκομενάκι που χτύπησε, τελικά όμως αποδείχτηκε τυρόχλα.
Got a better definition? Add it!