Further tags

Ο κλασμένος στον υπέρτατο βαθμό, κυρίως από ξίδια κι ενίοτε από ντράγκια (βαρβιτούρες κλπ).

Συνήθως καβατζάρει παγκάκι για να βγάλει το βράδυ του.

-Χούφτιασ'τη μαλάκα! Κόκαλο το γκομενάκι!
-(ΦΦΡΡΑΑΠΠ!) Αύριο θα ψάχνει για υμένα και πορτοφόλι. ΔΕ ΜΑΣ ΧΑΛΑΣΕΕ! χεχεε! -χεχεχεχε!...

«Κόκαλο με λένε και είμαι όλο λιώμα απ' το μπουκάλι του κρασιού αφήνω μόνο πώμα»

Νότια Μπάχαλα (lyrics)

(από OstySan, 16/05/10)

Δες και λιάρδα.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Ιδίωμα γυναίκας ή γυναικωτού, μελλοντική κολόμπα.

- Φέρθηκε μπαμπέσικα ο τσεκαρέος, μας έριξε Χ μπροστά στην παρέα του Σταμάτη ενώ εμείς άραγκον.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Από το «ωραίος» (και κυρίως το «σσσ'ωραίοςςς»), το οποίο υποδηλώνει μια σωστή και τσίλικη πράξη.

-Έδειρα τον Τζώννυ, γιατί την έπεφτε στη Νίτσα την αδερφή μου.
-Ζαγοραίος..!

(από acg, 19/04/08)(από Khan, 30/08/13)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Κλασικός ζεβουαζιόν τύπος φίλου, γνωστού που έχει καβούρια στις τσέπες και χρεώνεται πάνω σου χωρίς καν να σε ξέρει.

-Ρε μαντζίρη πάλι στεγνός ήρθες; Ζεβουαζιόν μια ζωή;

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Θεογκόμενα, μανουλομάνουλο, μωράκλα, εργαλείο, όλα αυτά σε ένα άλογο κούρσας ΑΑ γκανιάν.

- Πω ρε φίλε άραγκον για μια μπύρα ακόμη και ελπίζω να έφερες καπότες... Απέναντι σκάνε δυο γκανιάν τρελά! Λίρα εκατό σου λέω!

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Συνήθως μετά το κώλιασμα έρχεται το κόλιαντρο.

Κόλιαντρο γίνεσαι όταν μετά απο πολλά τσιγάρα ξεπερνάς πρός το υπερβολικό το αρχικό κώλιασμα του τσιγάρου που σε έπιασε φυσιολογικά και συνεχίζεις πίνοντας και φτάνεις στο υπέρτατο σημείο που δεν καταλαβαίνεις τίποτα.

Επιθεωρητής κόλιαντρο είναι ο παλληκαράς στην παρέα σου που όταν δεν καταλαβαίνει κανείς πού είναι τα χαρτάκια και τα βλέπετε για βαρκούλες, σκάει απο το πουθενά σα να μην ήπιε όσο εσείς και συνεχίζει να στρίβει και να μην την ακούει με τπτ... Τυχερός; Μπα...

Μαλάκα κόλιαντρα γίναμε πάλι, άντε να δούμε ποιος θα κάνει τον επιθεωρητή αυτήν τη φορά...

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Ο τύπος που κάνει μπαμπεσιές, έχει γυναικεία αντίδραση και φέρεται κατινίστικα όταν κάποια του ρίξει πίττα, ή δεν του κάτσει, ή ενίοτε τον χωρίσει. Επίσης λέει διάφορα γι' αυτήν πίσω από την πλάτη της χωρίς να έχουν γίνει ποτέ, για παράδειγμα ότι του έκατσε απο την πρώτη μέρα ενώ η αλήθεια είναι οτι του είπε απλά ένα αδιάφορο «γεια σου»!

- Ρε Ζωή, πολύ ξεπλεναράς ο πρώην σου, αδερφάκι μου! Κάθεται και αραδιάζει πώς το κάνατε και τι ώρες σε όλους... Απαπαπ τον ξεπλένη, καλά έκανες και τον σούταρες...

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Ο ψεύτης. Όταν μιλάει σε μια παρέα, τραβάει την προσοχή, γιατί κανείς δεν πιστεύει τα φίδια που πουλάει.

Λέγεται και φιδέμπορας από ηλικίες άνω των 30.

- Και που λέτε την είχα στα 4... Και δίπλα πέφτουν οι δίδυμοι πύργοι... Ναι ρε φίλε ενώ κάνουμε σεξ! Και σκάει πετώντας απο τον πάνω όροφο ο διευθυντής, που παρεμπιπτόντως ήταν άντρας της!

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Το μπάζο, η γκόμενα χόμπιτ που δεν βλέπεται για κανένα λόγο, δεν πάει μαζί της ούτε ο Κουασιμόδος.

- ...και μου δίνει msn, στελνεί ολόσωμη photo και τι να δώ ρε μλκ; Μια φιλτρομπαζούκα με τρίχες! Άσ' τα να πάνε και νόμιζα οτι θα μηδενίσω το κοντέρ να φύγουν επιτέλους οι flintstones!

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Ο τύπος που έχει χεσμένη την φωλιά του.

-Κεράτωσα τη Μαίρη και νιώθω άσχημα... Θα της πάρω κανα δώρο να της ρίξω στάχτη στα μάτια.
-Είσαι και πολύ σκατόλουμπας βρε αδερφάκι μου!

Got a better definition? Add it!

Published