Further tags

Ο τύπος ο κακομοίρογλου. Ο αργόστροφος. Ο δεν-μπορώ-να-ελέγξω-το-σώμα μου. Εν ολίγοις κάποιος που συμπεριφέρεται ατσούμπαλα λες και σώθηκε από αυτοκινητιστικό αλλά με μερική παράλυση. Απαντάται και με διανοητική χροιά και είναι συνώνυμο της λέξης καθυστέρας.

Εκφωνητής ματς: Μπασίνας το ΣΟΥΤ!!!!! ... έξωωωωω...
Φίλαθλος: Κοίτα ρε έναν παραπλήγα... Ψωνίσαμε από σβέρκο!

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Άξιο τέκνο των Β.Π. συνήθως, trendy στο έπακρο, κάτι αντίστοιχο του ημοκορά, μόνο που οι μουσικές επιλογές είναι πιο βάριουμπλ, δηλαδη RnB, emo punkιες αλλά και κάθε λογής αηδία που είναι της μόδας. Δεν είναι απαραιτήτως fan της emo μουσικής ή κουλτούρας, απλά γουστάρει να επιδεικνύεται.

Γιώργος: - Έλα ρε Μάκη, μαύρα μάτια κάναμε να σε δούμε... πού χάθηκες;

Μάκης: - Ρε, ακούω «Βας» τώρα, πάμε σε κανά Starbucks μετά... Α, και να με λες «Mike» είναι πιο trendy...

Γιώργος (στον Ηλία): - A, καλάα... πάει χάζεψε και αυτός... emoφρίκουλο σκέτο...

(από Khan, 18/04/13)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Αυτός που κουνά τα ζάρια για 3 λεπτά, τα φυσά, τα ευλογεί, τους κάνει τρισάγιο κ.α. εκνευρίζοντας μέχρι φόνου ή αυτοκτονίας τους συμπαίκτες του.

«Αν είναι ν' αρχίσεις τις συνηθισμένες ζαρχιδιές σου, θα παίξω με τον Μπάμπη», προειδοποίησε ο Μήτσος τον φίλο του.

Πηγή: Πλαθολόγιο, εκδ. Intro 2007, του Λύο Καλοβυρνά

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Το κατώτερο ζωικό είδος Χαζογκόμενους Ξάνθους Ξάνθους, συγγενές με την αμοιβάδα, που απαντάται σε πρωινές τηλεοπτικές εκπομπές και που αναπαράγεται σαν κουνέλι, δυστυχώς όμως δεν είναι εξίσου νόστιμο. Το κυνήγι του ζώου αυτού επιτρέπεται όλο το χρόνο επειδή ο πληθυσμός του έχει αυξηθεί υπερβολικά και απειλεί την καλλιέργεια του τόπου (την πνευματική).

-Ε ρε φίλε, γέμισε η τηλεόραση ξούρλα.
-Μόνο η τηλεόραση;; Όλος ο κόσμος ρε.

Πηγή: Πλαθολόγιο, εκδ. Intro 2007, του Λύο Καλοβυρνά

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Άνθρωπος που για εντελώς ανεξήγητους λόγους επιτίθεται μετά μανίας στα πλαστικά τραπεζομάντιλα εστιατορίων και τα κάνει χίλια κομμάτια ενόσω τρώει (συνήθως όμως προτού ξεκινήσει ή αφού τελειώσει).

-Αμάν ρε Κώστα! Χαρτοπόλεμο τό 'κανες το τραπεζομάντηλο! Τι τραπεμαντησκίστης είσαι ρε παιδί μου εσύ...

Πηγή: Πλαθολόγιο, εκδ. Intro 2007, του Λύο Καλοβυρνά

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Ποδοσφαιρικός όρος.
Η άκρως ελληνική λέξη για αυτόν που δεν τρέχει και δεν στρίβει. Η ρίζα της λέξης είναι ο βαλσαμωμένος με την ποντιακή κατάληξη «-ίδης».

-Άσε μωρέ με τον Βαλσαμίδη. Αν μάρκαρε δε θα τρώγαμε το γκολ...

Got a better definition? Add it!

Published

Ποδοσφαιρικός όρος. Σύνθετη λέξη με την γιουγκοσλάβικη κατάληξη «-ιτς».

Αυτός που δεν μπορεί να πετύχει την μπάλα με τίποτα, δεν τη βρίσκει στο πέρασμα της. Ούτε με σφεντόνα, ούτε με όπλο, ούτε και με κανόνι.

- Μωρέ 'ντάξ, φιλότιμος είναι.. αλλά πολύ δεντηβρίσκοβιτς ρε παιδί μου...

Δες και δεν τη βρίσκει με τίποτα.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Εφυολόγημα που σημαίνει ακριβώς το αντίθετο: ο άντρας που δεν είναι καθόλου ομοφυλόφιλος και κυνηγάει συνέχεια από πίσω τη φούστα. Το 24/7 καμάκι.

Επαινετικός λόγος: «Είσαι και μεγάλος φούστης ρε μάγκα.»

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Γκέι φίλος μιας λεσβίας, που ποζάρει για σχέση της για λόγους αλληλοκάλυψης.

- A, κοίτα, η Νατάσσα με τη λεσβιτρίνα της!

Πηγή: Πλαθολόγιο - Η απουστειρωμένη έκδοση , εκδ. Intro 2008, του Λύο Καλοβυρνά

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

O ομοφυλόφιλος που ερωτεύεται (πολύ) μεγαλύτερους σε ηλικία άντρες.

Ο Γιώργος; Αυτός ο παππούστης;! Αμ πούστης, αμ 22 χρονών, αμ γυρνάει με έναν άλλονα πού'ναι 50άρης και βάλε...

ο παπούστης... (από MXΣ, 03/04/12)

Πηγή: Πλαθολόγιο - Η απουστειρωμένη έκδοση , εκδ. Intro 2008, του Λύο Καλοβυρνά

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified