Ο φαλακρός.
Κοίτα τον καμπριολέ που το παιζει και νέος με τη Μερσεντές!
Ο φαλακρός.
Κοίτα τον καμπριολέ που το παιζει και νέος με τη Μερσεντές!
Got a better definition? Add it!
Published
Ο γυναικάς, ο γκομενάκιας.
- Πάλι με άλλη γυναίκα είναι ο Γιώργος; Βρε τον κεραμιδόγατο!
Got a better definition? Add it!
Published
Last modified
Το νεαρό, το μικρό γκομενάκι. Συνήθως αναφέρεται σε άτομα μικρότερης ηλικίας.
Ρε σε λέω είχε κάτι πιπίνια στην παραλία, θα σου έφευγε η μαγκιά στα ίσα!
Got a better definition? Add it!
Θρακιώτικης και δη σουφλιώτικης καταγωγής. Λέξη υποδηλούσα αυτόν που παίζει με τα «κουρ'τσούδια» (κορίτσια). Ο gay.
Τίγκα στους κουρτσουμπανάδες αυτό το μαγαζί...
Got a better definition? Add it!
Published
Η περίεργη, η κουτσομπόλα γκόμενα, αυτή που θέλει να τα ξέρει όλα και στήνει αυτί συνέχεια.
Ρε Βίκυ τι θέλεις γαμώτο; Σα τη χεζόμυγα έρχεσαι δίπλα μου σε ότι λέω και ότι κάνω τόση ώρα;
Got a better definition? Add it!
Το προσποιητό, το και καλά, το κατα φαντασίαν.
Λέξη τουρκικής προελεύσεως.
Ήρθε χθες και μας τό 'παιζε ντεμέκ άρρωστος, ότι δε μπορεί λέει να έρθει για δουλειά γιατί έχει πυρετό! Ο ρεμπεσκές!
Got a better definition? Add it!
Υποδηλώνει τον ευπρεπή άνθρωπο με συναίσθηση του γούστου και κυρίως της τάξης στο ντύσιμό του. Ξεχωρίζει από την άψογα χτενισμένη κουπ του και τα ασορτί κάλτσα-γραβάτα-μανικετόκουμπα-μαντήλι που συνηθίζει να φοράει (για άντρες) και την αρμονία των κοσμημάτων στις γυναίκες. Μπορεί να είναι μόνιμο ή ευκαιριακό φαινόμενο.
Ανώνυμη μάνα:
Είδες Νίτσα μου ο Μάκης της Γεωργίας που πήγε να ζητήσει την Μαρία από τις γονείς της; Κουρεμένος... ξυρισμένος... σιδερωμένος... με το κουστούμι του... με τα όλα του το χρυσό μου... Τρίγκα παπαρίγκα σου λέω... Όχι σαν τον δικό μου τον αχαϊρευτο...
Got a better definition? Add it!
Published
Last modified
Ένας καυστικός τρόπος προσβολής για κοντούς ανθρώπους που είναι απατεώνες, ανάξιοι εμπιστοσύνης.
Αυτός ο μπασμένος έχει πολύ μυαλό το καθίκι. Μας πήρε και τα λεφτά και την γκόμενα ο κοντοπούτανος κι εξαφανίστηκε!
Got a better definition? Add it!
Προέρχεται από την τοποθεσία Manhattan της Νέας Υόρκης. Υποδηλώνει άνθρωπο πιο πλούσιο και πιο γλεντζέ ακόμα και από τον μπρούκλη.
- Είδες ο Γιώργος; Δύο-δύο τις σαμπάνιες και βροχή το λέλουδο στην Έφη Σαρρή... Μανχάτας σου λέω... Άλλη κλάση...
Got a better definition? Add it!
Published
Last modified
Ο όπως τον γέννησε η μάνα του, ο γυμνός.
- Άσε μπήκε η μάνα του και μας έπιασε στα πράσα!
- Τι φάση; Ήσουνα τσάτσαλη;
- Ναι, και το βρακί στο πάτωμα!
Got a better definition? Add it!