Further tags

Η φράση σαν να έχει άδικο ή έχει άδικο χρησιμοποιείται για να χαρακτηρίσει την άσχημη γυναίκα. Μάλλον προήλθε από το αντίθετο του ότι μια όμορφη γυναίκα έχει (για τους άντρες) πάντα δίκιο.

-Ο Γιάννης έχει αδερφή, το ήξερες;

-Άσε φίλε, την έχω γνωρίσει. Έχει άδικο...

Got a better definition? Add it!

Published

Αυτός ο οποίος αμελεί τις υποχρεώσεις του.

Συνώνυμα: ζαμάν φου, πετάω χαρταετό, πέρα βρέχει.

-Του μίλησες για την άδεια;

- Μωρέ εγώ του μίλησα, αλλά είναι λίγο καθαροδευτέρας ο τύπος.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Ο χαμερπής, ο γλείφτης, αυτός που υπηρετεί πιστά κάποιον άλλο για να ανέβει με τη σειρά του σε αξιώματα.

Ο όρος, παρότι ακούγεται βυζαντινοπρεπής, είναι σύγχρονος. Δεν απαντάται σε κανένα βυζαντινό ιστορικό κείμενο ή κατάλογο αξιωματούχων, ούτε, όπως αναφέρεται συχνά, ήταν ο τίτλος του αυλικού που καθήκον είχε να καθαρίζει τα αυτοκρατορικά οπίσθια. Πρόκειται απλώς για χιουμοριστική αναστροφή του "κωλοσφουγγάριος", εκ του νεοελληνικού "κωλοσφούγγι".

Ήρθε ο νέος γενικός γραμματέας στο υπουργείο και μαζί του κουβάλησε τους σφουγγοκωλάριούς του.

Got a better definition? Add it!

Published

Καραφλοκόρακας (αρχαΐζουσα: καραφλοκόραξ) λέξη σύνθετη εκ του καραφλός+κόρακας, δηλαδή το καραφλό κοράκι. Μεταφορικά συναντάται ως κοσμητικό επίθετο για τελείως φαλακρούς ανθρώπους, ή έστω για φαλακρούς με κάποια λίγα μαλλιά περιμετρικά, όχι για καραφλοχαιτάδες.

Παράδειγμα εδώ

Πωπω! Πως πέσανε έτσι τα μαλλιά σου ρε Κώστα; Σαν καραφλοκόρακας έγινες!

Got a better definition? Add it!

Published

Η λέξη "μπακούρης" προέρχεται από το εβραϊκό "μπαχούρ" "בחור" (στο θηλυκό "μπαχουρά" בחורה) που σημαίνει νεαρός άνδρας (και "νεαρή γυναίκα" αντίστοιχα), δηλαδή ο άγαμος.

Έμεινε μπακούρης μια ζωή

Got a better definition? Add it!

Published

Χωροφύλακας. Ληστρική σλανγκιά της δεκαετίας του 1920 (νταξ, συν πλην), αγνώστου στον γράφοντα ετύμου. Λόγω όμως που ο τελευταίος αρέσκεται στη μαθηματική σκέψη, προτιμά να το σκέφτεται κάπως έτσι, αφού 5Χ5=25.

Πέραν των μαλακιών όμως, όποιος ξέρει τίποτις ετυμολογικώς σοβαρόν ας καταθέσει τον οβολόν του στα σχόλια εδώ από κάτου.

Οι ληστές κατεξευτέλιζαν τους νόμους, τα εκτελεστικά όργανα της πολιτείας, δηλαδή τους χωροφύλακες, αλλά και αυτό το ίδιο το κράτος. Γι αυτό και οι "εικοσιπενταράδες", ή "σακαράκες" ή "καραβανάδες" ή "σταυρωτήδες" ή "σπαθάδες" όπως αποκαλούσαν τους χωροφύλακες [...] βασάνιζαν για ψύλλου πήδημα τους χωρικούς και τους κτηνοτρόφους [...]

Οι χωροφύλακες δεν σταμάτησαν να πυροβολούν μέχρι που οι σφαίρες τους τελείωσαν, πράγμα που είχε ως αποτέλεσμα οι ληστές να διαφύγουν [...] Ύστερα από λίγο [...] οι άντρες του καταδιωκτικού αποσπάσματος άκουσαν κάποιον να τους φωνάζει: "Μπορεί, ωρέ εικοσιπενταράδες, να πάρετε τις κάπες και τα τσαρούχια μας αλλά τα κεφάλια μας δεν θα τα πάρετε ποτέ!"

Βασ. Τζανακάρης Οι λήσταρχοι. Τα παλληκάρια τα καλά σύντροφοι τα σκοτώνουν. Εκδ. Μεταίχμιο 2015.

Got a better definition? Add it!

Published

Ο τύπος που λέει και ξελέει. Τα γυρίζει τα μπιφτέκια δηλαδή. Πολύ lite βρισιά.

- Θα πάμε για το ποτάκι που λέγαμε χτες έτσι?
- Δεν θα μπορέσω τελικά ρε φίλε.
- Τι μπιφτεκάς έχεις γίνει τελευταία...

Got a better definition? Add it!

Published

Όταν καποιος λεει οτι θα κανει κατι και τελικα στο ακυρωνει τελευταια στιγμη. Βλέπε μπιφτεκάς.

- Θανάση τι ώρα θα παμε σημερα τελικα για καφε?
- Σόρρυ ρε φίλε αλλά έχω κανονίσει τελικά για σήμερα.
- Το γύρισες πάλι το μπιφτέκι σου.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Όταν κάποιος έχει βαρεθεί τόσο πολύ που δεν μπορεί ούτε και θέλει να κουνηθεί από την θέση του και έχει γίνει πετρά.

Υ.Γ Είναι το επόμενο στάδιο του μπετώματος και το προηγούμενο του κασώματος.
μπέτωμα->πέτρωμα->κάσωμα

- Μάρκο θα έρθεις για καμιά μπίρα ρε σάπιε?
- Μπα ρε φίλε. Μόλις γύρισα από το gym και έχω πετρώσει.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Ο τύπος του αρσενικού που ασχολείται συνεχεία με το messenger (σ.σ. εφαρμογή του facebook) και προσπαθεί να βρει γκόμενα μέσα από αυτό.

Ρε Αντώνη πάλι στο messenger μιλάς με μουνιά? Άσ' το κάτω το ρημάδι (σ.σ. το κινητό)! Πολύ μεσεντζεράκιας έχεις γίνει τελευταία...

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified