Further tags

Αυτός που το παίζει εξπέρ στο σεξ και έχει μια έτοιμη απάντηση για οποιαδήποτε ερώτηση πάνω σ' αυτό, όμως ακόμα δεν έχει εφαρμόσει στην πράξη τίποτε απ' αυτά που λέει.

- Κοίτα τον ρε τον πηδομαλάκα, το παίζει Ασκητής χωρίς να έχει γαμήσει ούτε μύγα...

(από vip, 27/03/09)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Η ώριμη γυναίκα, που αναζητά νεαρά αγόρια (τεκνά), για να συνουσιαστεί μαζί τους (ουσιαστικά για να τα «ξεζουμίσει»).

Η γριά κότα έχει το ζουμί Μήτσο, κοίτα αυτήν εκεί, σκέτη ξεζουμίστρα είναι...

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Δωρητής είναι ένα (συνήθως) άτομο σε μία παρέα που είναι παντελώς διακοσμητικό και άχρηστο για την παρέα. Ο όρος προκύπτει από το ότι το εν λόγω άτομο δεν χρησιμεύει σε τίποτα, παρά μόνο στο να δωρίσει τα όργανά του σε κάποιο άλλο άτομο της παρέας αν πάθει κάτι σοβαρό. Συνήθως ο δωρητής είναι ο σπασαρχίδης της παρέας και όλοι τον αντιπαθούν, αλλά είτε κάνουν ψυχικό και τον έχουν μαζί, είτε τους έχει κατσικωθεί και δεν μπορούν να τον ξεφορτωθούν.

- Ρε φίλε ποιά είναι αυτή η πετούγια με τα μάτια σαν αυγά στην παρέα της Γιώτας;!;
- Έλα ρε μαλάκα, δε φαντάζεσαι;... Η Γιωργία είναι, είναι ο δωρητής.
- Αααα, πες έτσι !! Λέω κι εγώ, σιγά μην κυκλοφορούσαν αλλιώς με αυτήν.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Γαλλίζουσα εκδοχή του αξιαγάμητος/-η. Ηπιότερη διατύπωση που χρησιμοποιείται κυρίως από γυναίκες μιας κάποιας ηλικίας ή/και παντρεμένες κλπ. Περιέχει ισχυρή δόση συγκατάβασης.

- Τι έγινε, Μαράκι; Βγήκατε με τον έτσι; Πώς ήταν;
- Να σου πω, χρυσό μου... Κρεβατάμπλ, απολύτως κρεβατάμπλ... Αλλά, βρε, δεν έχει μία... Κι εγώ, ξέρεις, κυττάζω πια να αποκατασταθώ...

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Ο βλάχος (με τη σημασία του αμόρφωτου επαρχιώτη) ο οποίος παράγει γαλακτοκομικά προϊόντα και δη τυριά. Χρησιμοποιείται ως υποτιμητικός χαρακτηρισμός, με σημασία απαξιωτικότερη από το κοινό βλάχος.

Βλέπε και μουρτζόβλαχος, μπαστουνόβλαχος, τυρόγαλο.

- Σε έναν μήνα γίνομαι κουμπάρα... Από αύριο αρχίζω δίαιτα!
- Δεν κατάλαβα δηλαδή, για πασαρέλα θα πας εκεί ή για να παντρέψεις τα παιδιά;
- Ε, πρέπει να είμαι όμορφη, αφού όλοι θα έρθουν να χαιρετήσουν την κουμπάρα... Θα τους γνωρίσω όλους δηλαδή... - Σιγά μωρέ τους βλάχους που θα γνωρίσεις στο χωριό που θα πας!
- Μμμ, σιγά τον πρωτευουσιάνο!
- Και βέβαια είμαι πρωτευουσιάνος, δεν είμαι τυρόβλαχος εγώ! Για συμμαζέψου μικρή...

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Πρωτοετής σε στρατιωτική σχολή που τρέχει γύρω-γύρω για τιμωρία.

- Έχει πεθάνει στο τρέξιμο ο ψάρακας.
- Εμ, άμα κάνεις τον μάγκα, μετά κάνεις το πρωτοετόνιο. Θα στρώσει...

(από jesus, 09/01/12)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Μαλάκας, σπασαρχίδης, πουτσοκαλλιγέρης.
Πέος με εξόγκωμα.

- Μού 'χει σπάσει τ' αρχίδια, το πουτσοκαρούμπαλο.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Άτομο με εξογκώματα στο κεφάλι που κάνει μαλακίες.

Δες το καρούμπαλο τι μαλακίες κάνει πάλι.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Σπασαρχίδης, μαλάκας.

- Πουτσοκαλλιγέρης τ' όνομά μου.

- Δες τον πουτσοκαλλιγέρη τι μαλακίες κάνει!

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Αναφέρεται στον μάστορα με τον οποίο κλείνεις επιτέλους το πολυπόθητο ραντεβού π.χ. για τα υδραυλικά, αλλά η συνέπεια δεν τον χαρακτηρίζει και σε «κρεμάει».

- Νίκο γιατί δεν ήρθες χθες;
- Άσε είχα ραντεβού με έναν κρεμάστορα ηλεκτρολόγο.

Καμία σχέση με το μέταλ συγκρότημα Cremaster (από protnet, 23/09/10)Καμία σχέση με την τριλογία ταινιών Cremaster του Matthew Barney (από protnet, 23/09/10)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified