Further tags

Σημαίνει ό,τι και το βλάκας, αλλά με έντονο το στοιχείο της υποτίμησης.

Τι μας τα πρήζει μωρέ ο βλακάκος με τις ιστορίες του; Αυτός δεν ξέρει τι του γίνεται, το παίζει και εμπειρία;

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Στην κυριολεξία αυτός που κατά την ερωτική συνεύρεση δεν έχει αρκετή στύση. Μεταφορικά χρησιμοποιείται ως απαξιωτικός χαρακτηρισμός.

  1. - Αυτόν τον καιρό είμαι πολύ ντεκαυλέ...
    - Τι, δεν γαμάς καθόλου;
    - Γαμάω μωρέ, αλλά είμαι μαλακοκαύλης.

  2. - Κοίτα τον Γιώτη, πάλι σε γκόμενα την πέφτει! - Τι πηγαίνει μωρέ ο μαλακοκαύλης; Αφού όλο χυλόπιτες τρώει!

Βλ. και κάμα σούπα, μαλακογάμης, -καύλης

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Ο όχι απλώς ηλίθιος, αλλά ο ανακηρυγμένος σε αρχηγό των ηλιθίων λόγω υπερβολικής ηλιθιότητας.

-Ο Τάκης είναι ηλιθιος...
-Όχι απλώς ηλίθιος, ΑΡΧΙΗΛΙΘΙΟΣ!

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Ή αλλιώς πάκι-boy... Αναφέρεται σε άτομα προερχόμενα από το Πακιστάν...

- Τι παρήγγειλες;
- 3 πίτσες...
- Στα φέρανε κιόλας;
- Ναι, ένα πάκι-boy...

βλ. και πακίνι

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Αναφέρεται σε άτομα μικροαστικών οικογενειών, που δύσκολα βγάζουν τα προς το ζην (αλλά και το σχολειό, γιατί για αυτούς είναι καταναγκαστικά έργα από εμπαθείς ανθρώπους, βλ.καθηγητές), οι οποίοι όμως πάντα ονειρεύονται έξτρα εξαρτήματα για το γυμνό παπάκι τους... Διακρίνονται από μια προκλητική συμπεριφορά προς οτιδήποτε διαφορετικό και μια ομιλία γεμάτη ύβρεις... Αγαπημένες ασχολίες: κόντρες, ξύλο, γήπεδο, tuning...

- Πάρε άναν κάβουρα...
- Ποιον λες ρε;
- Θέλει και ρώτημα; Αυτόν με το παπάκι και τη χαίτη...

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

ρουφογκαβλέτα/ ρουφοκαβλέτα/ ρουφοκαυλέτα:
Γυναίκα που εύκολα συνάπτει σεξουαλικές σχέσεις. Ενίοτε αναφέρεται και επιτιμητικά.

(Teo) - Πω πω μανάρα μου, τι ντύσιμο έχει αυτή, όλα έξω τα'χει!

(Sakis) - Nαι ρε φιλάρα μου κοίτα τη, θα είναι πολύ ρουφογκαβλέτα αυτή!

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Περαιτέρω ανάλυση του ορου παλτό! Χρησιμοποιείται κυρίως στο ποδόσφαιρο... Εμπνευσμένο απο το γνήσιο παλτό με γούνα Μ.Κωνσταντίνου...

- Βγάλ'το έξω το γουνάκι ρεεεε...

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Συμπίπτει απόλυτα και με το γνωστό φάκαμπλ, εξ ολοκλήρου αγγλικό, εκ των fuck και την κατάληξη -able.

- Τσέκαρε εκεί ρε απέναντι αυτά τα γκομενάκια!
- Ε όχι ρε φίλε είπαμε!
- Γιατί ρε μαλάκα σε χάλαγαν; Μια χαρά φάκαμπλ τις κόβω.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Ο βαρετός άνθρωπος που δεν διαθέτει φαντασία να κάνει τίποτε άλλο εκτός από πράγματα ρουτίνας. Είναι συνώνυμο των μαμούχαλος, μούχλας και μονόχνωτος.

Η Κατερίνα κουβάλησε με τα χίλια ζόρια τον μουντρούχο τον αρραβωνιαστικό της στο πάρτυ, αλλά μάταιος κόπος... Αυτός καθόταν σε μια γωνιά και δεν μιλούσε σε κανέναν.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified