Further tags

Αυτός που βαριέται να κάνει οτιδήποτε διαφορετικό από αυτά που κάνει κάθε μέρα. Συνώνυμο των μούχλας και μουντρούχος.

- Έλα ρε μαλάκα, ξεκόλλα από το σπίτι και πάμε για καμιά μπύρα! - Άστο καλύτερα, θέλω να κοιμηθώ νωρίς απόψε. - Μα τι μαμούχαλος που είσαι ρε πούστη μου!

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Τις, ο οποίος δεν νιώθει... Μπορεί να χρησιμοποιηθεί για εξαιρετικά τολμηρούς, εξαιρετικά ανόητους και εξαιρετικά χοντρόπετσους...

- Πω, φίλε κρύο...
- Ναι καλά, κόψε τον Κώστα... Άνοιωστος... Με το κοντομάνικο βγήκε...

Βλ. και ανιωθίλα, νιώθω.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Αναφέρεται σε καταστάσεις όπου απουσιάζει ο συντονισμός, ο σχεδιασμός, η οργάνωση, η συνεκτικότητα. Για άτομα, δηλώνει και αναξιοπιστία. Χρησιμοποιείται και χαϊδευτικά, σε καταστάσεις παρεΐστικης ευεξίας.

  1. — Σκέτο κωλοχανείο ήταν το γραφείο, ευτυχώς που την έκανα.
    — Τόσο χάλια;
    Ό,τι νά 'ναι ρε σύ. Το αφεντικό αναλάμβανε ότι του καθόταν χωρίς να το σκεφτεί κάν, η γραμματέας καλή μόνο για πίπες, και έπρεπε εγώ να βγάζω το φίδι απ' την τρύπα συνέχεια.

  2. — Στον Φίφη το ανέθεσες;... Σωθήκαμε.
    — Γιατί ρε;
    — Ο τύπος είναι ό,τι νά 'ναι ρε σύ. Άλλα του λες, άλλα καταλαβαίνει. Στον κόσμο του.

  3. Λέει άλλη μία γύρα;
    — Ρε μαλάκα, είμαστε ήδη λιάρδα να πούμε.
    — Έλα, μη μασάς, το πρότελευταίο...
    — Καλά ε, ό,τι νά 'ναι...

Δες ακόμη: λόγια της καραβάνας, οτινάνας, ράντομ.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Μοναχικός οδηγός street μηχανής, συνήθως ευτραφής, με άσπρη κάλτσα, βλαχολαϊκής εμφάνισης, έτοιμος ανά πάσα στιγμή να εξαντλήσει τις δυνατότητες της μοτοσυκλέτας του. Όρος που προέρχεται από τις ταινίες του Στάθη Ψάλτη της δεκαετίας του '80.

- Αμάν, μας πήρε τα αυτιά αυτός με την χαγιαμπούσα!
- Ε, τι περιμένεις; Δεν τον βλέπεις τι Στάθης είναι;

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

(Εννοείται είμαι στον κόσμο μου) Είμαι αφηρημένος, έχω προβλήματα επικοινωνίας και εκτίμησης, έχω ψευδείς ή αφελείς (κοινωνικές ή άλλες) αντιλήψεις.

Επιτατικά: στην (καρα)κοσμάρα μου. Συνώνυμα: (είμαι) αλλού, δέν επικοινωνώ.

  1. Από τότε που μπήκαμε τον έχει φάει με τα μάτια της κι αυτός στον κόσμο του.

  2. Σε δύο μήνες δίνει πανελλήνιες και τώρα τού 'ρθε να ξεκινήσει μαθήματα πιάνου. Στον κόσμο του, κανονικά.

  3. Καλά, πού ζεις; Νομίζεις ότι με το που τέλειωσες τη σχολή και βρήκες δουλειά θα βγάζεις αρκετά να πιάσεις σπίτι μόνος; Στο κόσμο σου είσαι μου φαίνεται.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Ο μη έχων μία, ο άφραγκος, ο πένητας.

- Πάμε το βράδυ για κανά ποτό;
- Δεν παίζει φίλε, είμαι ντιντιλίνας...

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Ο άνω των 30 πού συνεχίζει να χαβαλεδιάζει ωσάν να ήταν πιτσιρικάς. Ο μεγάλος σε ηλικία μη σοβαροφανής.

- Σεβασμός στον κύριο Πέτρο... Πολύ γέλιο το άτομο! Είναι χαβαλώριμος!

Συνώνυμο: καυλοπιτσιρικάς.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Κυριολεκτικά είδος βατράχου, όπως λέγεται στην Κέρκυρα. Μεταφορικά, η πολύ άσχημη γυναίκα.

- Μα είναι δυνατόν να μας το παίζει μουνάρα τώρα η ζάμπα;

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Ελεύθερος κατασκηνωτής στα ενδότερα της παραλίας Νας στην Ικαρία, μέσα στα καλάμια.

- Έχουμε τζιβάνα;
- Όχι, δεν πας να ζητήσεις από τους Βιετκόνγκ;

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Το πουρό που προσπαθεί να ντύνεται και να συμπεριφέρεται σαν καυλοπιτσιρικάς teenager και το μόνο που καταφέρνει είναι να γίνεται γελοίος. Κάτι σαν τον Κωνσταντάρα στον «Τρελοπενηντάρη» δηλαδή...

- Κοίτα ποζεριές ο πουρέιντζερ!

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified