Further tags

Η γυναίκα που μιλάει πολύ με οποιαδήποτε αφορμή και αλλάζοντας συνέχεια θέμα, έτσι ώστε να διαιωνιστεί το μπίρι-μπίρι.

- Καλή κοπέλα η Ούρσουλα αλλά μου πήρε τα αυτιά δύο ώρες... Σκέτη μπίρλω!

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Ο κακομοίρης ο οποίος θέλει να μοιράζεται την κακομοιριά του, ο καρμίρης.

- Τι είναι αυτός ο Νίκος... Όλο «δεν έχω λεφτά, δεν έχω γκόμενα, δεν έχω ρόδα»... Πολύ μιρμίρης.

Προφανώς βγαίνει από το μιρ-μιρ που δηλώνει γκρίνια, όπως ακριβώς και το μουρμούρης από το μουρ-μουρ.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Πρόκειται για την εξελιγμένη εκδοχή της κοπέλας-κομοδίνο, η οποία πέραν του κατά τας γραφάς πατροπαράδοτου χαρακτηριστικού της ως ιδανικού τόπου εναπόθεσης φιάλης μπύρας κατά τη διάρκεια πεολειχείας σε όρθια στάση ενώ ο σύντροφός της παρακολουθεί ποδόσφαιρο, μπορεί προ της ενάρξεως της πεολειχείας ή κατά τη διάρκεια αυτής να αποσφραγίσει την φιάλη μπύρας απομακρύνοντας το καπάκι αυτής με τα προτεταμένα και χαρακτηριστικά μεγάλα μπροστινά πάνω δόντια της, καθιστώντας την ενασχόληση του ερωτικού της συντρόφου και με αυτήν την κρίσιμη λεπτομέρεια παντελώς περιττή.

- Ρε Μάκη γιατί δεν ήλθες χτες να δούμε τον ΠΑΟΚ στον καφενέ; Δεν τό 'δες το ματς;
- Πώς δεν τό 'δα ρε... Με το Ριτσάκι...
- Καλά ακόμα με αυτό το κομοδινοκούνελο τραβιέσαι;
- Έεε ανάγκης ένεκα... Βολεύει άμα έχει μπάλα στην τηλεόραση αφού...

Χάρη στον ορισμό του Άθενζ κατάλαβα για πρώτη φορά γιατί ο Ρακιντζής απειλούσε την γκόμενά του ότι θα την παρατούσε αν έφτιαχνε τα κουνελίσια δόντια της. (από Khan, 21/04/13)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Ήρωας ομώνυμης τηλεοπτικής σειράς των '80s. Σημαίνει κάποιος που βρίσκει απίθανες λύσεις και τεχνάσματα για κάποιο πρόβλημα.

  1. Πώπω χαμός από καλώδια εδώ πέρα... Μόνο ο Μαγκάιβερ βρίσκει άκρη!

  2. Πσσσσς... Πώς τα κατάφερες ρε μαγκάιβερ;;

Νήσος Σάμος, ή, κατά Google, Μαγκάιβερ. Χακεριά στο google maps. (από patsis, 07/08/10)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Σαχλό κορίτσι με κάποια δόση προκλητικότητας.

-'Ηταν και η Ελενίτσα στο πάρτυ.
- Αυτό το παρτσακλό;

Δες και κάρτσικλο.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

  1. Ζωηρός, δυνατός.
  2. Σεξουαλικά ερεθισμένος, καυλωμένος.

- Αμαν Ελενίτσα, νταβραντισμένος είναι σήμερα ο βλάχος...
(από ελληνική ταινία)

Κι εγώ που νόμιζα πως νταβραντισμένος σημάινει να λούζεσαι(ραντίζεσαι) με Ντάβ;  (από GATZMAN, 29/12/08)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Ο ορισμός είναι ίδιος με το λήμμα αξιαγάμητος.

- Η Μαρία θα φέρει και μια φίλη της το βράδυ.
- Καλή;
- Fuckable!

Από την αγγλική λέξη fuck και την κατάληξη -able (=αυτός που είναι ικανός για κάτι, π.χ. CD-Rewritable)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Η άσχημη γυναίκα. Συνώνυμα: χαμούρα, μπουρούχα, μουφλόζα.

- Καλά η γκόμενά σου είναι τελείως πατόζα: δεν βλέπεται με τίποτα!

Η πατόζα (γεωργικό μηχάνημα). Από www.gorgopotamosvillage.gr. (από patsis, 22/10/10)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Ο κατά συρροή και κατ' εξακολούθηση βιαστής ή/και δολοφόνος γυναικών, π.χ ο δράκος του Σέιχ-Σου.

Αποφυλακίστηκε ο «δράκος» Κυριάκος Παπαχρόνης. (ΜΜΕ)

(από perkins, 20/05/10)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Η άσχημη γυναίκα. Συνώνυμα: χαμούρα, μπουρούχα, πατόζα.

Η Καίτη είναι τελείως μουφλόζα: δεν βλέπεται με τίποτα!

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified