Further tags

Τσιγκούνης και κακομοίρης μαζί.

  1. Πώς κάνεις έτσι για 5 ευρώ ρε! Τι καρμίρης που είσαι;

  2. Ο Γιώργος είναι τόσο καρμίρης που έχει να βγει κάνα χρόνο (τσιγκουνιά).

(από Mr. Cadmus, 01/03/12)(από Mr. Cadmus, 01/03/12)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Χρησιμοποιείται για άτομα ή καταστάσεις που είναι ανυπόφορες.

  1. Αυτή η δουλειά είναι απάλευτη...

  2. Τι είναι αυτά που λες ρε; Είσαι απάλευτος!

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Εύηχος χαρακτηρισμός που ετυμολογικά προέρχεται από τις λέξεις μπουχέσας και λεβιές. Αναφέρεται αποκλειστικά σε αρσενικά άβουλα όντα (συνήθως διψασμένα για κολπικά ύγρά) τα οποία δεν ξέρουν πως να συμπεριφερθούν σε μια γυναίκα και καταλήγουν συνήθως όταν βρουν κάποια, να προσκολλώνται και να υποτάσσονται πλήρως σ' αυτή, ακολουθώντας πειθήνια τις επιλογές-προσταγές της. Πρόκειται επομένως για συνομοταξία ανδρών, άξια βασανιστικού και συμβολικού θανάτου (πνιγμός σε πισίνα με κολπικά υγρά).

- Τον βλέπεις βρε αχαΐρευτε τον Πέτρο τι ωραία που συμπεριφέρεται στην κοπέλα του;
- Χέσε μας ρε Τασία! Αφού μιλάμε για μπουχεσολεβιέ ολκής!

Βλέπε και βρακάς.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Εναλλακτικός (καλαματιανός) τρόπος να αποκαλέσει κανείς την πολύ όμορφη γυναίκα μικρής σχετικά ηλικίας. Συνώνυμες λέξεις: γκομενάκι, πατουράκι, τσουλάκι.

-Πολλά τζα το μαγαζί ρε φίλε ε;
-Τσι πουτάνας γίνεται. Για πολύ γκότζα κολίτζα.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Μαντράνι: (mandrine): Λέξη αγνώστου προελεύσεως. Πρωτοεμφανίστηκε σε ένα χωριό της Μεσσηνίας (Χανδρινός). Υποδηλώνει άστατο χαρακτήρα. Συνώνυμες λέξεις: αλάνι, τσογλάνι, μαλάκας (μεταφ.)

-Χτες πάλι ήταν μπλεγμένος σε μια παρτούζα ο Γιώργος. -Ρε το μαντράνι, πώς τα καταφέρνει;

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Αναφέρεται στην πράξη του αυνανισμού ή αλλιώς όταν τραβάς μαλακία (μινάρεις). Μπορεί να χρησιμοποιηθεί και ως ουσιαστικό αλλά και ως επίθετο.

-Ρε μαγκιά μου, κανά γκομενάκι παίζει;
-Άσε ρε φίλε, τίποτα... Ξενέρα μεγάλη... Έχω ξεσκιστεί στο μινέτο.

Γιάννης : Ωρέ, ωρέεεεεε, μινέτο, κοίτα κάτι βυζά ρεεεεεε!

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Αυτός που σπάει τα νεύρα των άλλων και νομίζει ότι οι άλλοι τον συμπαθούν!

-Τά 'μαθες; Η Μαρία τά 'χει με τον Μπάμπη αυτήν την περίοδο!
-Με ποιον ρε; Μ' αυτόν τον βουρδούλιακα που τα πρήζει σε όλους και νομίζει ότι ειναι η ψυχή της παρέας;

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Ο κουραδόμαγκας, ο ψευτόμαγκας, ο μάγκας που φοράει τακούνια, ο όχι και τόσο μάγκας τελικά!

Αναλυτικότερα, αυτός που ενώ προσπαθεί να περάσει ως πραγματικός μάγκας, τελικά αποδεικνύεται πως φοράει τακούνια. Και μιας και πραγματικός μάγκας με θηλυπρεπή στοιχεία δεν νοείται, κάνουμε λόγο για δήθεν μάγκα.

- Και του λέω «κατέβα ρε αν είσαι μάγκας» και με το που κάνει ν' ανοίξει την πόρτα, κατεβαίνω κι εγώ. Ε, και μόλις με βλέπει μπαίνει πάλι μέσα και την κάνει σπινιάροντας σούμπιτος! Κατάλαβες ο τακουνόμαγκας...

(από patsis, 19/11/09)(από perkins, 17/06/10)

Βλέπε και μαγκιά, κλανιά και κώλο φινιστρίνι.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Ο παρλαπίπας.

-Βγήκα χθες με ένα μανάρι αλλά ξενέρωσα! Τελικά αποδείχτηκε τόσο μεγάλος μπούμπζας που έπρεπε να βρω μια καλή δικαιολογία για να τον ξεφορτωθώ!

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Γελοίος, καραγκιοζάκος, (σ)τόκος.

-Ρε σύ είδες θέατρο της Τετάρτης χτές το βράδυ στην Πάνια; Τρομερή βελτίωση αυτός ο Κατέλης. Έχει βελτιωθεί τα μάλα. Πολύ καλός ηθοποιός είναι τελικά!

-Ποιός μωρέ; Το πιτσιποπάκι το ίδιο; Κάτσε στήσου να σε παίξω ένα Pro να στον σφυρίξω να έρθεις στα συγκαλά σου!

Since 1987 (από PUNKELISD, 18/06/11)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified