Further tags

Η γκόμενα που κυκλοφορεί χωρίς σουτιέν. Τα βυζιά βόσκουν ελεύθερα, συνήθως μέσα σε ένα κολλητό μπλουζάκι ή ένα πολύ αεράτο ριχτό.

(αραχτοί στο παρακμιακό κάμπινγκ)
-Αμάν...
-Τι ρε;;;!!
-Δες αυτό το ελευθέρας που περνάει...
-Ωχ... δες τα πως βοσκάνε.
-Εμείς πότε θα τα βοσκήσουμε να δω...
-Μπορούμε να μετακομίσουμε τη σκηνή δίπλα στη δική της!
-ΟΚ, μέσα.

Got a better definition? Add it!

Published

Ακόμα ένα συνώνυμο της λούγκρας.

(βλέπεις τον κολλητό σου απέναντι)

- Μωρή Λουκίααααααα!!!!!

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Ο εκδηλωτικός gay, που προσπαθεί να δείξει ότι είναι πούστης λες και δεν το καταλάβαμε.

- Πάρε ρε μια θρασόπουστα που περνάει...

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Αυτός-ή που έχει μποτσάρει τόσες φάσεις στην ήδη μακρά ζωή του/της, που πια δεν έχει καμία αξία σαν άνθρωπος: σεξουαλικά, επαγγελματικά, οικογενειακά.

Συνώνυμη φράση: καμένο χαρτί.

Χρησιμοποιείται συχνά και για μεσόκοπες γυναίκες που γουστάρουν τεκνά αλλά δεν τους κάθονται και έτσι κερδίζουν με την αξία τους την επωνυμία.

- Είδες την κυρα-Μαίρη που απλώνει μπουγάδα και κάνει τα γλυκά μάτια;
- Άσ' την να ξερογλύφεται την τελειωμένη.

(από Khan, 13/10/14)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Ο/η ψυχολογικά διαταραγμένος /-η . Αυτός που γυαλίζει το μάτι του. Ο ελαφρά παρανοϊκός που όμως δεν μπορεί (ή δεν ενδιαφέρεται) πλέον να το κρύψει: πετάει ξεκάρφωτα, μιλάει χωρίς νόημα, κοιτάει επίμονα το κενό ή τα μάτια των άλλων χωρίς εμφανή λόγο. Ενδεχομένως αυτή η απόκλισή του από το φυσιολογικό να είναι αποτέλεσμα χρόνιας λήψης ναρκωτικών.

Χρησιμοποιείται και ο πληθυντικός του ουδέτερου («πειραγμένα») για πραγματικές καταστάσεις που αγγίζουν τα όρια του σουρεάλ ή για μορφή τέχνης που εμφανώς μεταδίδει την γνώριμη εκείνη αίσθηση για την ψυχική υγεία του δημιουργού της.

- Είδες cinema το καινούριο του Λίντς;
- Ποιο ρε λακαμά; Αυτά είναι πειραγμένα!

Οι ψυχικές νόσοι προσβάλλουν το 4% του γενικού πληθυσμού. Εκτός από αυτούς κυκλοφορούν και οι πειραγμένοι.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Κλασικός χαρακτηρισμός σχεδόν όλων των γυναικών με λίγες δυστυχώς μονάχα εξαιρέσεις. Απευθύνεται σε γυναίκες μόνο, που δεν έχουν πάει ή δεν θέλουν να πάνε πια μαζί σου.

- Τελικά είναι όλες καριόλες.....
- ...και ειδικά η καύτρα....

(από Khan, 28/04/13)(από Khan, 24/11/14)

Got a better definition? Add it!

Published

Ο χρήστης ναρκωτικών ουσιών κυρίως ευφορικής κάνναβης, οι οποίες τον κάνουν να «ξεφεύγει» (δραπετεύει).

Από τα όσα γνωρίζουμε για αυτό το άτομο, το κύριο χαρακτηριστικό του είναι ότι «το σκάει»...

- Εκεί που καθόμασταν που λες και μιλάγαμε, ο Βαγγέλης το έσκαγε!!
- Σοβαρά μιλάς ρε; Α τον δραπέτη!

Got a better definition? Add it!

Published

Η πολύ ψηλή -σε σημείο αποθάρρυνσης- γυναίκα. Συναντάται και ως «μπασεκετεμπολίστριασεσεσε»

- Καλά, τι ύψος είν' αυτό;
- Άσε, μπασεκετομπολίστρια!

Got a better definition? Add it!

Published

Υπερατού γκομενίδι με prada σανδάλι και ειδική βάση δεδομένων για ταχύρυθμη παράδοση χυλόπιττας (πακέτο) στο σπίτι. H συγκεκριμένη λέξη αποτελεί από μόνη της μια ολοκληρωμένη παράγραφο.

- Τι θα γίνει τελικά με τον Αλεξίνο, θα σκάσει από τα κεντρικά;
- Δεν παίζει σήμερα, έχει κανονίσει ραντεβού με καύτρα.
- Α με αυτή τη σελεμπριτού;

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Γκόμενα εμπρηστής, που χτυπάει αδιάκριτα και απομακρύνεται αμέσως, αφήνοντας ως μοναδική επιλογή το πούτσισμα και το πυροκλάνι.

Πάλι με έστησε η καύτρα και έλεγε ότι της έχω λείψει πολύ...

Got a better definition? Add it!

Published