Further tags

Και κλαπαρχίδης.

Αυτός που (συνήθως λόγω ηλικίας) έχουν κρεμάσει τ' αρχίδια του, με αποτέλεσμα, όταν περπατάει γυμνός να χτυπάνε παλαμάκια!

Μεταφορικά, ο ανίκανος (όχι μόνο σεξουαλικά), ο άχρηστος.

-Τι να μας πει μωρέ ο κλαπαρχίδας, σάμπως μπορούσε να κάνει κάτι;

Δες και κλαπανάρας.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Βολιώτης νεαρός, αναγνωρίσιμος από ιδιόμορφη εξωτερική εμφάνιση, συμπεριφορά και τρόπο διασκέδασης.

Εμφάνιση:
Ασυνήθιστη κόμμωση με βασικό γνώρισμα την μεγάλη ποσότητα τζελ και ενίοτε μερικές τούφες βαμμένες σε άλλο χρώμα.
Το πιο συνηθισμένο ρούχο είναι το «trendy» εφαρμοστό αμάνικο μπλουζάκι.

Συμπεριφορά:
Ο σωστός ο κάγκουρας δε σηκώνει ούτε μύγα στο σπαθί του, και αν κάποιος τον προσβάλει μπορεί ακόμη και να καταφύγει στην βία... αλλά βασική προϋπόθεση για να γίνει αυτό είναι να έχει μαζί του μερικούς ακόμη κάγκουρες ώστε να μην υπάρχει η παραμικρή περίπτωση να δεχτεί κάποιο χτύπημα!

Τρόπος διασκέδασης:
Κάθε κάγκουρας που σέβεται τον εαυτό του, τα βράδια καβαλάει το παπάκι του και πηγαίνει να συναντήσει τους κάγκουρες φίλους του έξω από το Cocoon για να φάνε πεϊνιρλί με ουγκαρέζα. Στις 23:00 θα έχει ήδη επιστρέψει στο σπίτι. Το παπάκι του φυσικά και είναι βελτιωμένο: χωρίς σιγαστήρα στην εξάτμιση, μαύρη ζελατίνα στα φώτα και πράσινες λάμπες.

-Αμάν πια, βαρέθηκα να περνάω από αυτόν τον δρόμο, έχει γεμίσει κάγκουρες!

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Κότα λειράτη (απο το λειρί), πολύ δειλός.

-Μόνο κότα; Κότα λειράτη σου λέω, μεγάλος χέστης.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Ο λιγούρης και φτωχαδάκι ταυτόχρονα. Ο φτωχομπινές.

Σιγά μη μπορεί να το αγοράσει, ο χλιμίτζουρας!

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Ο αφελής, ο κοροϊδίσιος.

- Στην αρχή τα χρειάστηκα, αλλά μόλις κατάλαβα πως είναι λάγιος, τού 'σκασα ένα παραμύθι και μάσησε.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Ο τύπος που είναι μέσα σ' όλα, που δε χάνει γεγονός για γεγονός, αλλά που η ύπαρξή του δε στιγματίζει, μιας κι όλοι τον έχουν πλέον συνηθίσει.

- Και ποιοι ήταν εκεί;
- Ο Τάκης, ο Λάκης, ο Σούλα, η Τούλα, ο Μάκης, η Κούλα...
- Τι; Ο Σάκης δεν ήταν;!
- Ε ο Σάκης δε θα 'ταν; Ο αρχι-μαϊντανός;!

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Χαρακτηρίζει κάποιον που δεν ξεκολλάει από κάποιον άλλο, ή που γνωρίζει τα πάντα γι' αυτόν τον άλλο.

-Πού ήταν χθες ο Γιώργος; -Πού να ξέρω; Σπυρί στον κώλο του είμαι;!;

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Αυτός που είναι τρομερά σπαστικός και λέει τα ίδια και τα ίδια συνέχεια με αποτέλεσμα να εκνευρίζει τους άλλους.

- Έλα ρε μαλάκα, πάμε να φύγουμε!
- Μου το είπες 15 φορές, μην γίνεσαι πρηξαρχίδης, να πιω τον καφέ μου και φεύγουμε σε λίγο!

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Οικιακή βοηθός που βρίσκει την ευκαιρία και την πουλεύει με όλα τα τιμαλφή του σπιτιού.

-Είχα χρυσή μου μια γυναίκα για το σπίτι, αλλά εκείνη πήρε τ' ασημικά και τον πούλο και ακόμα τρέχει. Παραπουλεύτρα, κανονικά.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Ο άντρας που έλκεται ερωτικά από την πεθερά του.

-Την είδες τη μάνα της Τασίας; Πεθεραστής θα γίνει ο Κώστας.

(από Hank, 08/02/09)the graduate (από allivegp, 23/05/09)Απ\' το 1.30. (από Hank, 15/06/09)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified