Το παιδί στα κρητικά. Κυρίως αναφέρεται για τα αγόρια. Το θηλυκό είναι η κοπελιά.
Έχω δύο κοπέλια και μια κόρη.
Το παιδί στα κρητικά. Κυρίως αναφέρεται για τα αγόρια. Το θηλυκό είναι η κοπελιά.
Έχω δύο κοπέλια και μια κόρη.
To θηλυκό στην Κρήτη απαντάται και κοράσι κυρίως για μικρές ηλικίες
Got a better definition? Add it!
Η άσχημη γκόμενα, η πατσαβούρα. Λέμε και υπερμπάζο αλλά και τρίμπαζο.
- Καλά είναι σοβαρός ο Μιχάλης; Τα έφτιαξε με την Σούλα, το υπερμπάζο;
Got a better definition? Add it!
Published
Last modified
Το αντρικό γεννητικό μόριο, αλλά λέγεται και γενικά για άντρα. Το λέμε και λαμπάδα.
Καλά, είπαμε να βγούμε για γκόμενες και ήρθαμε εδώ που είναι μόνο κοντάρια μαζεμένα.
Got a better definition? Add it!
Published
Last modified
Ο κάρφωμας, αυτός που φαίνεται τι κάνει αφού δεν έχει συγκαλυφθεί επαρκώς.
- Καλά ρε μαλάκα, στον Τάκη το χουίτη έδωσες τα λεφτά να μας φέρει το πράμα; Θα τον δέσουν!
Βλέπε και χου και τα σχόλια.
Got a better definition? Add it!
Ο μαλάκας, στα κρητικά. Χρησιμοποιείται με την αρνητική έννοια του μαλάκα.
- Κοίτα με έναν γρόθο που έχουμε μπλέξει επαέ πέρα. ©2006(Φυλάκιο Δ.Β. Αστυπάλαιας)
Got a better definition? Add it!
Αυτός που ακούει hard rock δεκαετίας '80 ή αλλιώς poseur rock. Έχει πλούσια χαίτη, φοράει δερμάτινα και μπότες χειμώνα καλοκαίρι.
- Γίνεται κάτι και μαζεύτηκαν τόσοι πολλοί ποζεράδες;
- Έχουν συναυλία οι Whitesnake!
Βλέπε και ποζεριά.
Got a better definition? Add it!
Published
Last modified
Ο έχων έναν τον όρχι.
- Κι εκεί που έπαιζε μπάσκετ, του στρίβει το ένα αρχίδι, και τελικά του το κόψανε με εγχείρηση...
- Τι λε ρε παιδί μου... μονάρχης δηλαδή ε...
Got a better definition? Add it!
Ο πολύ μπάρμπας, παππούς. Άμα λάχει και ξεμωραμένος. Συνήθως με λίγα δόντια και πηγούνι που πλησιάζει τη μύτη. Θηλυκό: μουστόγρια.
- Μέχρι να περάσει τον δρόμο ο μουστόγερος, χάσαμε 10 φανάρια!
Βλ. και παππουδέλι, γεροντάματα, ραμολί, το, Μαθουσάλας, λυκόπουλο, το, πίτα του παππού, πα(π)πουτσοθήκη, σαβανοκαρτέρης
Got a better definition? Add it!
Από τοn γνωστό Κύκλωπα της μυθολογίας. Χαρακτηρισμός για στραβούς, τυφλούς, κυρίως οδηγούς.
- Πού πας ρε ηλίθιε; Δε βλέπεις το STOP; Πολύφημε!
Got a better definition? Add it!