Selected tags

Further tags

Ο μάστορας που σου κάνει το σπίτι μπουρδέλο.

(από την μεγάλη ταινία «Κλασική περίπτωση βλάβης» με τον Κώστα Τσάκωνα).

- Τι επαθες ρε μούτρο;
- Ήρθε ο Τσάκωνας να μου φτιάξει τις πρίζες. Χτύπησε σωλήνα με το τρυπάνι και πλημμυρίσαμε.

%

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Προσωνύμιο των τσιγάρων Καρέλια Κασετίνα (όχι της νεόκοπης χρυσής, μιλάμε φυσικά για το παλιό, Φίλτρο ή Πλακέ ή...). Αγαπημένο φτηνό τσιγάρο της εργατικής τάξης ανεξαρτήτως ηλικίας (με μόνο ανταγωνιστή το άσο φίλτρο και τα διάφορα άφιλτρα, αλλά με αρκετά σαφή υπεροχή, αν όχι στην συγκριτική κατανάλωση, τουλάχιστον στην αναπαράσταση της εργατιάς) και κάποιων μποέμ τύπων (όχι όμως των διανοουμενίζοντων που προτιμούσαν τα sante ή τα gauloises). Όλ' αυτά βέβαια πριν τα στριφτά, αλλά υπολειμματικά ακόμα και σήμερα υπάρχουν αυτές οι αντηχήσεις.

Ως φτηνό και βαρύ τσιγάρο έχει γενικά ταυτιστεί με τον εμβληματικό εργάτη της Ελλάδας, τον οικοδόμο, με το καρέλια στην κωλότσεπη ή την τσέπη του ποκαμίσου. Σχεδόν αποκλειστικά αντρικό τσιγάρο (αν δείτε γυναίκα να τα παίρνει, είναι πιθανά αντρολεσβία), που έχει ταυτιστεί και με άλλα σκληρά επαγγέλματα όπως του νταλικέρη (βλ. και την επίδρασή του στις φωνητικές χορδές) εξού καμιά φορά και νταλικέρικο, αλλά και του ναυτικού.

Γενικά το Καρέλια Κασετίνα θεωρείται τσιγάρο που «βρωμάει» λόγω του μη αρωματισμένου χαρμανιού (αλλά ας μην ανοίξουμε αυτή την κουβέντα), γι' αυτό και αποτελεί τον καλύτερο τρακαδιώκτη εναντίον ακόμα και των πιο των φανατικών καπνιστών Απόλλων.

Το παρατσούκλι μαστόρικο το άκουσα στην Ήπειρο, αλλά ενδεχομένως να λέγεται έτσι και αλλού. Μάλιστα, πέρα από την προτίμηση που του έδειχναν οι μάστοροι, λεγόταν έτσι γιατί το χρησιμοποιούσαν στις κατασκευές ως πρόχειρη γωνιάστρα, λόγω του τετράγωνου σχήματός του.

Εντελώς παρεκβατικά, να αναφέρω ότι οι Ηπειρώτες μαστόροι των γεφυριών δεν ξέρω αν κάπνιζαν καρέλια κασετίνα, αλλά είχαν τη δική τους slang, ειδικά οι εκ Κονίτσης, τα «κουδαρίτικα» ή «μαστόρικα». Μια σχετική φράση των κουδαρίτικων ήταν:
«Άραξι μια φουντιάρα» = Δώσε μου ένα τσιγάρο (κάποιες πληροφορίες εδώ).

- Πιάσε ένα καρέλια κασετίνα
- ... (πιάνει τη χρυσή)
- Όχι αυτό, το άσπρο.
- ... (Πιάνει μια χρυσή lights)
- Όχι αυτό, το παλιό, το φίλτρο...
- Το οικοδομικό;
- Το οικοδομικό... (γαμώτ, από πότε καρέλια κασετίνα είναι η χρυσή κασετίνα;)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Μαστορική σλανγκ που σημαίνει «ευθυγράμμιση με την νοητή συνέχεια μιας ευθείας». Εάν οι μάστορες έλεγαν όλο αυτό το μακρινάρι, θα ήταν décorateurs, και όχι παιδιά της πιάτσας, εξ ου και το περασιά με.

Χρησιμοποιείται από μαραγκούς, χτίστες, υδραυλικούς, γυψαδόρους, κάστορες, πάστορες κ.α. μάστορες.

- Αφεντικό πως θα φτιαχτεί το μπαρ;
- Δώσε βάση. Ξεκινάς από τον τοίχο και το φέρνεις μέχρι την κολόνα. Αλλά υπολόγισε, ότι δεν θα πάει περασιά με την κολόνα. Τρείς πόντους να τρώει η πλάτη του μπαρ την κολόνα. Και άλλους τρείς θα εξέχει ο πάγκος.

- Δεν μου είπες ότι γράφαμε διαγώνισμα σήμερα, να τα 'χω σκονάκι. Δηλαδή το καλούπι, αν είναι τρεις πόντους, περασιά με την κολόνα.
- Ετςςςς, μάγκα μου. Διαταγές της λούγκρας του -Αφεντικό πως θα φτιαχτεί το μπαρ;
- Δώσε βάση. Ξεκινάς από τον τοίχο και το φέρνεις μέχρι την κολόνα. Αλλά υπολόγισε, ότι δεν θα πάει περασιά με την κολόνα. Τρείς πόντους να τρώει η πλάτη του μπαρ την κολόνα. Και άλλους τρείς θα εξέχει ο πάγκος.
- Δεν μου είπες ότι γράφαμε διαγώνισμα σήμερα, να τα 'χω σκονάκι. Δηλαδή το καλούπι, αν είναι τρεις πόντους, περασιά με την κολόνα.
- Ετςςςς, μάγκα μου. Διαταγές της λούγκραςτου décorateur. Θέλει λέει να φαίνονται τρία επίπεδα.

- Μέεερα αφεντικό.
- Καλημέρα. Έκανες αυτά που σου είπα;
- Αλφάδι
- Πάω να δω τι μαλακίες έχεις κάνει
..........................
- Καλό... ωραία...... Την βρήκα τη μαλακία!! Ρε ανεπρόκοπε, τσακίσου έλα 'δω. - Ήρθα.
- Χθες δεν σου είπα πρόσεχε το τοιχαλάκι να το φέρεις περασιά με το δοκάρι, και όχι με την πόρτα;
- Σαν να θυμάμαι κάτι....αλλά κι έτσι, 'ν'ν' κακό...
- Τον κακό σου τον καιρό. Άντε τώρα ποιος ακούει τη γρίνια του Γιώργου. Άσε μπας και τον πείσω και το δεχτεί, αλλιώς θα 'ρθεις την Κυριακή να το γκρεμίσεις και να το ξαναφτιάξεις.
- Πάει το γήπεδο..... Θέλει λέει να φαίνονται τρία επίπεδα.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Απαραίτητο εργαλείο, για κάθε μάστορα που σέβεται τον εαυτό του. Για τους μικρότερους, να πούμε ότι το αλφάδι είναι ένα απλό όργανο που σου δείχνει αν κάτι είναι ίσιο, ή ευθυγραμμισμένο, με την βοήθεια υγρού. Βέβαια τα καινούρια τρέντι αλφάδια χρησιμοποιούν λέϊζερ.

Αλφάδι ονομάστηκε, μάλλον από το αρχαίο αιγυπτιακό αλφάδι, το οποίο ήταν ένα ξύλινο ισοσκελές «Α», που από την κορυφή του κρέμονταν μία κλωστή με ένα βαρίδι. Το οριζόντιο ξυλαράκι, είχε ένα σημάδι στη μέση ακριβώς, όπου ήταν και το σημείο αλφαδιάσματος. Με αυτόν τον τρόπο λέγεται ότι οι Αιγύπτιοι αλφάδιαζαν κάθε πέτρα που έβαζαν στις πυραμίδες.

Η λέξη πέραν συμβολισμών (αναρχία, μασονία) και μαστορικής ευθυγράμμισης, περιγράφει και καταστάσεις που είναι αρμονικές, που μας κάθονται καλά, που είναι ευθυγραμμισμένες με τα γούστα μας, ή καταστάσεις μεγάλου πιώματος.

-Αγάπη μου τι έγινε με τις διακοπές;
-Όλα εντάξει. Εγώ θα πάω Κέρκυρα, εσύ Χίο, και τα παιδιά Κρήτη. Υπέροχα θα είναι.
-Κρυάδες. Εισιτήρια βρήκες;
-Τα πήρα. Έκλεισα και ξενοδοχείο, έκλεισα και αυτοκίνητο. Αλφάδι όλα. Δεν θέλω να μου ανησυχείς, θα σε έχω βασίλισσα.
-Να φιλήσω τον πρίγκηπα μου;
-Μίλα μου πρόστυχα...

-Ρε Τάκη, κοίτα ένα κορμί που μπαίνει...
-Αυτό είναι που λέμε κορμί αλφάδι, φίλε μου

-Πως περάσατε χθες;
-Στην αρχή καλά. Κάποια στιγμή όμως, αλφαδιάζαμε το πάτωμα.
-Κατάλαβα....

-Τι έγινε; Τα βρήκες τα λεφτά για την επιταγή;
-Ναι ο κουμπάρος μου, μου ξηγήθηκε αλφάδι. Είπε εγώ είμαι εδώ. Και μου έδωσε και αβάντζο δύο μήνες για την επιστροφή.
-Ντεκλαρέ ο κουμπάρος.

Ο πρόγονος του αλφαδιού. Βλ. β παρ/φο ορισμού (από GATZMAN, 30/09/09)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Η λέξη προέρχεται από τα γαλλικά (marqué(e) που σημαίνει σηματοδοτημένο, κατηγοριοποιημένο, ταμπελαρισμένο). Στην ανωτάτη ελληνική μαστορική σλανγκ μαρκέ σημαίνει «για τον συγκεκριμένο τύπο». Ο χαρακτηρισμός μαρκέ πάει συνήθως σε εργαλεία και ανταλλακτικά. Κάποιες φορές (λανθασμένα κττμγ) υπονοεί και το «κατά παραγγελία» (custom made).

Όπως λέει και ο σύντροφος Μαρξ, σκοπός κάθε εταιρείας είναι η μεγιστοποίηση του κέρδους, και ύστερα όλα τα άλλα. Οπότε οι μεγάλες εταιρείες θέλοντας να βγάλουν και από την μύγα ξίγκι, πατεντάρουν μηχανισμούς και εξαρτήματα των τελικών βιομηχανικών ή καταναλωτικών προϊόντων τους. Αυτό έχει σαν αποτέλεσμα, όταν αυτά τα μηχανήματα χαλάνε, ή όταν χρειάζονται συντήρηση, να αναγκάζουν τον ιδιοκτήτη να απευθύνεται στην ίδια εταιρεία (ή στο συμβεβλημένο συνεργείο, που ο μηχανικός του ακολουθεί συγκεκριμένα σεμινάρια και ο ιδιοκτήτης του πληρώνει νταβατζιλίκι στην μαμά εταιρεία). Άρα κονομάνε και από εκεί. Βεβαίως οι εταιρείες ισχυρίζονται ότι το κάνουν αυτό για την ασφάλεια του τελικού χρήστη, ώστε να μην ανοίγονται τα μηχανήματα από άσχετους και άλλα τέτοια φίδια...

Ένα παράδειγμα για να γινόμαστε πιο κατανοητοί: Τα μεγάλα επαγγελματικά εργαλεία της γερμανικής BOSCH (κομπρεσέρ π.χ.), για να τα λύσεις, έχουν γύρω στις δέκα ασφάλειες, που συγκρατούν τα εξαρτήματα μεταξύ τους. Κάποιες από αυτές είναι επίτηδες καλυμμένες ή περιπλεγμένες, δυσκολεύοντας ή καθιστώντας αδύνατον για κάποιον να τις απασφαλίσει (με τα κανονικά εργαλεία). Η BOSCH βέβαια παράγει και πουλάει (ακριβά) στα συμβεβλημένα συνεργεία, ένα εργαλείο (μαρκέ), ακριβώς για την αφαίρεση αυτών των ασφαλειών.

-Μάστορα, ψάχνω ένα εργαλείο για αυτό εδώ το παξιμάδι.
-Για δώσ' το εδώ. (βάζει γυαλάκι πρεσβυωπίας) Μπα δεν το 'χουμε. Είναι μαρκέ. Νομίζω ότι έχω δει ξανά τέτοια τετράγωνα μπουλόνια. Πρέπει να είναι από εξωλέμβια.
-Δίκιο έχεις, αλλά που θα βρω;
-Θα πάρεις τηλέφωνο στην εταιρεία από όπου την πήρες, και ή θα σου το πουλήσουν, ή θα σε στείλουν σε κάποιο συνεργείο εξειδικευμένο. Το μόνο που μπορώ να κάνω, είναι αφότου τα βγάλεις, να έρθεις εδώ και αν δεν είναι μαρκέ και τα μπουλόνια, να σου δώσω κάποια συνηθισμένα, να μην παιδευτείς την επόμενη φορά.
-Μερσί αφεντικό...

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

1. Εισαγωγή

Ω πόσες εκφράσεις υπάρχουσιν εν την ημετέρα γλώσσαν σχετικά με την έννοια της αποδοκιμασίας και αηδίας! Τοιαύτη φράση δηλεί την αποδοκιμασία σε χείριστο βαθμό, την μεγίστη αηδία λέγω!

Η ορολογία αυτή προέρχεται κατά πάσα πιθανότητα από την αργκό των μαστόρων γυψοτεχνίας τε και επιχρήσματος (κοινώς γυψοσανιδάδες) , οι οποίοι αναφέρονται στον υαλλοβάμβακα ως «μαλλοβάμβακα» για λόγους αμεσότητος.

2. Ανάλυσις

Το πρώτο ουσιαστικό (τρίχαι) δηλεί αηδία εις μέτριον βαθμό, συγκρατημένο αποτροπιασμό. Ίσως αποτελλεί αναφορά και εκκίνηση των απανταχού θριχοφοβικών, αντικείμενο χρήζει περαιτέρω ερεύνης.

Εις παραθετικον επίπεδον συντάσσεται μετά του επιθέτου «κατσαρός» εις ένδειξης μέγιστης αηδίας τε και σιχαμάρας, λόγω του ότι αι σγουραί θρίχαι είναι εντονότεραι, χονδρότεραι και πλέον αηδιαστικαί. Απαντώνται δε και εις συγκεκριμένα μέρη του σώματος οπότε συνδυάζονται και με σχετικήν... ευωδίαν εις περίοδους απλυσίας, πράγμα που συμβάλει στον ζητούμενο ήτοι την επαύξηση της αηδίας.

Τέλος, ως επαύξηση της ήδη φρικώδους και αποτρόπαιας εικόνας προστίθεται η χρήση υαλλοβάμβακος, υλικό το οποίο προσομοιάζει της θριχός λόγω υφής και σκληρότητας. Αν αναχθεί εν τη σήμερον ημέραν, ο υαλλοβάμβακας επεκτείνει την έννοια των κατσαρών θριχών όπως τα extensions επεκτείνουν την κόμη της νεανίδος. Μόνη διαφορά βεβαίως εστί ότι στην πρώτη περίπτωση το αποτέλεσμα τείνει προς το σιχαμερότερον, ενώ στην άλλη προς το ομορφότερον (εις όποιον αρέσκεται στα ψεύτικα μαλλιά, τουλάχιστον).

3. Συμπέρασμα

The Zak is back!

Φαίδων: «Εχθές μετέβην ω φίλε εις την οικίας της Ευτέρπης ύστερα από πρόσκλησίν της, και αφού εκαταλώσαμεν σαμπάνια μετά φραουλών και σαμπάνιας....»

Αγαθοκλής: «Ναι, ναι!!!!»

Φαίδων: «Την ασπάστηκα σταυρωτώς και έφυγα.»

Αγαθοκλής: «Την ασπάσθεις σταυρωτώωως! Τρίχαι κατσαρέ και μαλλοβάμβακαι πλέον! Δια άλλην δουλειά σε προσεκάλεσεεε!»

Φαίδων: «Δια τις ψευδοτοιχίαι;»

Αγαθοκλής: «Δια τις μαλακίαι...»

Βλ. και τρίχες, τρίχες κατσαρές

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Στα σλανγκομαστορικά ο όρος σκύλα έχει τρείς σημασίες τουλάχιστον:

α) Λοστός για ξεκάρφωμα καρφιών και ανασηκώματος ρολών (η χαρά του διαρρήκτη) ή άλλων βαρέων αντικειμένων (μήδι α).

β) Πένσα συγκράτησης με κεκαμμένα ράμφη, κοινώς γαντζοτανάλια (μήδι β).

γ) Κρίκος αυτοαπασφαλιζόμενος σε διασώσεις ναυαγών, ορειβατών και άλλων βαρβάτων ανδρών και γυναικών (μήδι γ).

Έμμεση ασίστ: Ιωνας στο λήμμα μαλάκας.

α) Πιάσε ρε Περικλή τη σκύλα και δεν ανεβαίνει το το γαμημένο.
- Μη λες ονόματα ρε πανύβλακα. Θες δωρεάν διακοπές;

β) - Κάλφαααα, πιάκε ρε παπάρι τη σκύλα και έλα να βαστάς, μαλάκα, κι έπεσε το χέρι μου!
- Μια στιγμή κύριε προϊστάμενε, διότι με ξύνει το δεξί.

γ) - Κάθε πουσουκού τώρα που πέσανε και τα χιόνια θα τρέχουμε να γλιτώνουμε τους μπούληδες τους Αθηνέζους και ούτε υπερωρίες, ούτε τίποτα.
- Δε λες τουλάστιχον που μας πήρανε αυτές τις σκύλες και μας πεθαίνει και κανένα ζωντόβολο λιγότερο ;

αυτη ειναι η γκαζοντανάλια (από ο αυτοκτονημενος, 30/10/10)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Στα σλανγκομαστορικά είναι το δείγμα μπετού σε κυλινδρικό σχήμα που το παίρνουμε από την οικοδομή με ειδικό δράπανο για έλεγχο αντοχής στην σύνθλιψη στο εργαστήριο. Λέγεται και πυρηνοληψία. Γίνεται δε, για να εξακριβωθεί αν τα μπετά που έπεσαν είναι ξεματοχινά για την περίσταση.

  1. Μήτσο, πήγαινε κόψε ένα καρότο από βαθιά να το πάμε στον επιστήμονα α το δει.

  2. από εδώ
    Η πλέον συνηθισμένη δοκιμή εναπομένουσας αντοχής μετά από πυρκαγιά είναι η λήψη
    πυρήνων (καρότων) με τη χρήση ειδικού μηχανήματος. Τα καρότα οδηγούνται σε εργαστήρια σκυροδέματος όπου και θλίβονται. Η θλιπτική τους αντοχή ανάγεται σε αντοχή κύβου 20x20x20 cm. Έτσι έχουμε μια πιο εμπεριστατωμένη άποψη της απώλειας αντοχής του σκυροδέματος μετά από μια πυρκαγιά. Η μέθοδος αυτή είναι η μόνη
    αποδεκτή από τον Κανονισμό Τεχνολογίας Σκυροδέματος ( Κ.Τ.Σ )

Βιολογικό καρότο. (από perkins, 31/10/10)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Αν και το μπετόν προέρχεται από τα γαλλικά (béton) ομοίως μ’ εμάς αποκαλούν κι οι Ιταλοί betoniera:

1. Το γνωστό μηχάνημα και το γνωστό όχημα, παραγωγής μπετόν που χρησιμοποιούνται στην οικοδομική.

2. Η υπερβολική χοντρή γυναίκα.

Τα αγελάδα, βόδι, γουρούνα είναι υποκοριστικά· τα [κήτος], φάλαινα, όρκα, φώκια παραπλανούν, αφού είναι προς εξαφάνιση ενώ αυτή όχι· τα τόφαλος, θωρηκτό, φρεγάτα, παπόρι, ξυγκοβουνό, είναι πιο κοντά στην εξωτερική περιγραφή αλλά δεν καλύπτουν το βασικό χαρακτηριστικό της διαρκούς μασάς.

Την περιγράφει πολύ παραστατικά στο «Μικρή γλυκιά μου Μπετονιέρα» ο Μάρκος Σεφερλής παρέα με την γνωστή ιδιορρυθμία στα ερωτικά γούστα που τολμώ να περιγράψω σαν μπετονιερολαγνεία· το παχυσαρκολαγνεία (fat fetishism) μου φαίνεται κάπως, αλλά περί σλανγκο-ορέξεως...

3. Θαμώνες μπαρ και άλλων διασκεδάδικων (όχι απαραίτητα χοντροί) που καταναλώνουν ξηροκάρπια και λοιπά συνοδευτικά του ποτού σε τεράστιες ποσότητες. Το αλκοόλ είναι απλώς η αφορμή. Από γκαρσόνια και μπάρμεν ακούγονται και τα: «Έβαλε μπρος τη μπετονιέρα», «Ακόμη δε πήρε φωτιά η μπετονιέρα;» ενίοτε και σαν σφόλια. Ένα τρατάρισμα με μπαγιάτικα ψιψιψόνια («Στείλε τα ληγμένα / μπίο») μπορεί να στείλει το μήνυμα αλλά μερικοί συνεχίζουν ακάθεκτοι. Παρεμπιπτόντως, το φαινόμενο παρατηρείται εντονότερο λόγω οικονομικής κρίσης.

Υποσυνομοταξία αυτών, αποτελεί η «αυτοτροφοδοτούμενη μπετονιέρα». Παρατηρείται σε κινηματογράφους και μεγάλα κέντρα όπου υποβοηθούμενοι από το σκότος και το ημίφως, καρμίρηδες (ή οικονόμοι, όπως το δει καθείς) κουβαλούν δικές τους σνακοπρομήθειες προς κατανάλωση.

Σε κινηματογράφους μπορεί να σου γίνουν τα νεύρα τσατάλια / κρόσσια αν έχεις τη γκαντεμιά να καθίσει δίπλα σου μια μπετονιέρα σε δράση. Στις λοιπές περιπτώσεις, αν γουστάρεις, σηκώνει και τράκα: η ποιότητα είναι αισθητά καλύτερη.

4. Tο «τη γυρνάει τη μπετονιέρα» αλλού στο σάη.

  1. «Τη μπετονιέρα μην κατηγοράς - αυτή σου δίνει για να φας» (ανεπανάληπτοι στίχοι απ’ τη «μπετονιέρα» του Ζωρζ Πιλαλί)

  2. «Μικρή γλυκιά μου Μπετονιέρα»
    Στίχοι, Μουσική, Πρώτη εκτέλεση: Μάρκος Σεφερλής:

Κάτι θέλω να σου πω που καιρό κρατώ κρυφό
ψάχνω λέξεις για να βρω
πιο καλά να εκφραστώ.

Δε θέλω να μου προσβληθείς
ούτε να μου παρεξηγηθείς
για το λόγο λοιπόν αυτό
απόξω - απόξω θα σ' το πω

Κάνανε ζάρες οι βυζάρες σου
και σακουλιάσαν οι ματάρες σου
το δαχτυλίδι δε χωράει πια στο χέρι σου
και είναι εφτά κιλά το κάθε κωλομέρι σου.

Η κυτταρίτιδα έφτασε στ' αμήν
παραγγελία κάνεις το μπλου τζην
δύο καρέκλες για να κάτσεις δε σου φτάνουνε
αυτά μωρό μου όμως βλέπω και με φτιάχνουνε.

Μικρή γλυκιά μου μπετονιέρα
που τρως σαν πούστης όλη μέρα
ψάχνω για να 'βρω κάποια λύση
αυτή η σχέση μη διαλύσει.

Μικρή γλυκιά μου μπετονιέρα
σου 'φερα γκούντα και γραβιέρα
να τρως συνέχεια ψάχνω λύσεις
φοβάμαι μην αδυνατίσεις.

Μοιάζεις με μίνι φαλαινίτσα
έχεις τεράστια κοιλίτσα
σαν δυο αρκούδων έχεις κώλο
αυτές που ζουν στο Βόρειο Πόλο.

Από το πάχος λεν θα χάσεις την υγεία σου
εσύ μην τους ακούς, άδειαζε τα ψυγεία σου
ότι δε φαίνονται σου λένε τα παΐδια σου
εσύ μην τους ακούς γράφτους όλους ... κανονικά

  1. –Τι 'ναι αυτή η στοίβα ρε;
    – Ό,τι πιατικό γλίτωσε απ’ τη μπετονιέρα στο 15. – Με μια σφήνα Κάτυ μόνο; Κρύψ’ τα κάσιους και στείλε μπίο.
    – Μπίο γιοκ εδώ και μισή ώρα.
    – Λες να ‘χει καβάντζα η μπουζουκλερί απέναντι;
    – Κι εκείνα από ‘κει ήταν.
    – Πω ρε πούστη μου!! Μα που τα βάζει;
    – Να ψήσω τραχανά με στραγάλια στα μικροκύματα ντεμέκ εξωτικό;

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Κόντρα παξιμάδι είναι, στην κυριολεξία, το «αντιπερικόχλιο», ενισχυτικό του περικοχλίου, βλ. παράδειγμα 1.

Στην σλανγκ είναι το παραγέμισμα μιας επιχειρηματολογίας με αποπροσανατολιστικές ή εκθαμβωτικές φλυαρίες που, φαινομενικά, την ενισχύουν, βλ. παράδειγμα 2.

Συνώνυμα: σούξου μούξου μανταλάκια, μπαρούφες κττ.

  1. Για να μην λασκάρει ένα περικόχλιο, ένας τρόπος είναι να βάζουμε και ένα δεύτερο περικόχλιο (το λεγόμενο κόντρα-παξιμάδι) που με την σύσφιγξη του ασφαλίζει την σύνδεση από πιθανή αποσύσφιξγη.
    (από το νέτι)

  2. ...και μου άρχισε τα «σ' αγαπώ», και «για σένα τό 'κανα», και σου, και μου, και κοντραπαξιμάδια...

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified