Further tags

Έκφραση δανεισμένη απ 'τον κόσμο των πισί. Σημαίνει την καβάτζα ή και την προνοια εξασφάλισης σε ό,τι αναφέρεται ο ομιλών - σλανγκιστής (μην ξεχνάμε την αξιωματική ισχύ του Μέρφυ!).
Η οξυδέρκεια του να έχει κάποιος μπακάπ, συνήθως συνοδεύεται με συναισθήματα ανακούφισης. Πιστεύω ότι δεν χρειάζεται να περιγράψω τι συμβαίνει στην αντίθετη περίπτωση.

  1. - Πού 'τσαι ρε, μία ώρα σε περιμένω, κοντεύει να τελειώσει κι ο γκαϊφές.
    - Τράκαρα το Μαράκι και με χασομέρησε, σόρυ.
    - Ποιο Μαράκι, με τη Σούλα δε νταραβερίζεσαι τώρα;
    - Κρύβε λόγια ρε, το Μαράκι είναι μπακάπ.

  2. - Κι αν δε φτάσουν τα λεφτά για ξίδια, παίζει κι η κάρτα του μπαμπά για μπακάπ, αλλιώς τι σκατά πάρτυ θα κάνουμε;
    - Καλύτερα ρεφενέ, μπρο, αλλιώς μας βλέπω για λουρίδα.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Πρόκειται για αμερικλανιά ολκής που χρησιμοποιείται στο τέλος μιας πρότασης για να δώσει έμφαση σε συγκρίσεις και σημαίνει «όλων των εποχών».

- Είδες τη συνέντευξη του Μάνου στον Σκάι; Χαρακτήρισε των Κων/νο Καραμανλή-θείο ως τον καλύτερο πρωθυπουργό της Ελλάδας έβερ.
- Αυτό είναι η μεγαλύτερη λακίαμα που έχω ακούσει έβερ. Τί να μας πει και ο Μάνος, ο πιο τελειωμένος πολιτικός έβερ!

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Παλιά αργκό, στα πρόθυρα της εξαφάνισης.

Αντιγράφω τον ορισμό από Το Λεξικό της Πιάτσας του Βρασίδα Καπετανάκη, πρώτη έκδοση 1950.

Βακέττα, ἡ = Τὀ έκ μὀσχου δέρμα. Μ.τ.φ.ρ. Ἡ ὑπερὠριμος γυνἠ. Ἠ δι' αλοιφὢν καί ψιμμυθἰων προσπαθοὓσα νά παρουσιάσῃ φρέσκον, τό γεγηρασμένον καί ρυτιδωμένον πρόσωπόν της.

Κάπως μου κάνει εμένα ότι ο Καπετανάκης έχει στο νου του ειδικά κάποιες αδύνατες που το πετσί τους, στα μπράτσα ας πούμε, έχει κρεμάσει και έχει ζάρες - ειδικά κι αν είναι στον ήλιο, μαυρισμένες και να γυαλίζουν από τις κρέμες, βακέττα είναι η σωστή λέξη και μακάρι να μη χαθεί.

Και το παράδειγμα είναι του Καπετανάκη.

«... Τὴν εἶδες νύχτα καί σοὒ φἀνηκε νἐα· ἄμα θὰ τὴν δῂς μἐρα, τὀτε θὰ καταλἀβῃς τὶ βακἐττα εἶναι...»

Σκίτσο από το Λεξικό της Πιάτσας (από poniroskylo, 12/02/10)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Η λέξη προέρχεται από τα γαλλικά (marqué(e) που σημαίνει σηματοδοτημένο, κατηγοριοποιημένο, ταμπελαρισμένο). Στην ανωτάτη ελληνική μαστορική σλανγκ μαρκέ σημαίνει «για τον συγκεκριμένο τύπο». Ο χαρακτηρισμός μαρκέ πάει συνήθως σε εργαλεία και ανταλλακτικά. Κάποιες φορές (λανθασμένα κττμγ) υπονοεί και το «κατά παραγγελία» (custom made).

Όπως λέει και ο σύντροφος Μαρξ, σκοπός κάθε εταιρείας είναι η μεγιστοποίηση του κέρδους, και ύστερα όλα τα άλλα. Οπότε οι μεγάλες εταιρείες θέλοντας να βγάλουν και από την μύγα ξίγκι, πατεντάρουν μηχανισμούς και εξαρτήματα των τελικών βιομηχανικών ή καταναλωτικών προϊόντων τους. Αυτό έχει σαν αποτέλεσμα, όταν αυτά τα μηχανήματα χαλάνε, ή όταν χρειάζονται συντήρηση, να αναγκάζουν τον ιδιοκτήτη να απευθύνεται στην ίδια εταιρεία (ή στο συμβεβλημένο συνεργείο, που ο μηχανικός του ακολουθεί συγκεκριμένα σεμινάρια και ο ιδιοκτήτης του πληρώνει νταβατζιλίκι στην μαμά εταιρεία). Άρα κονομάνε και από εκεί. Βεβαίως οι εταιρείες ισχυρίζονται ότι το κάνουν αυτό για την ασφάλεια του τελικού χρήστη, ώστε να μην ανοίγονται τα μηχανήματα από άσχετους και άλλα τέτοια φίδια...

Ένα παράδειγμα για να γινόμαστε πιο κατανοητοί: Τα μεγάλα επαγγελματικά εργαλεία της γερμανικής BOSCH (κομπρεσέρ π.χ.), για να τα λύσεις, έχουν γύρω στις δέκα ασφάλειες, που συγκρατούν τα εξαρτήματα μεταξύ τους. Κάποιες από αυτές είναι επίτηδες καλυμμένες ή περιπλεγμένες, δυσκολεύοντας ή καθιστώντας αδύνατον για κάποιον να τις απασφαλίσει (με τα κανονικά εργαλεία). Η BOSCH βέβαια παράγει και πουλάει (ακριβά) στα συμβεβλημένα συνεργεία, ένα εργαλείο (μαρκέ), ακριβώς για την αφαίρεση αυτών των ασφαλειών.

-Μάστορα, ψάχνω ένα εργαλείο για αυτό εδώ το παξιμάδι.
-Για δώσ' το εδώ. (βάζει γυαλάκι πρεσβυωπίας) Μπα δεν το 'χουμε. Είναι μαρκέ. Νομίζω ότι έχω δει ξανά τέτοια τετράγωνα μπουλόνια. Πρέπει να είναι από εξωλέμβια.
-Δίκιο έχεις, αλλά που θα βρω;
-Θα πάρεις τηλέφωνο στην εταιρεία από όπου την πήρες, και ή θα σου το πουλήσουν, ή θα σε στείλουν σε κάποιο συνεργείο εξειδικευμένο. Το μόνο που μπορώ να κάνω, είναι αφότου τα βγάλεις, να έρθεις εδώ και αν δεν είναι μαρκέ και τα μπουλόνια, να σου δώσω κάποια συνηθισμένα, να μην παιδευτείς την επόμενη φορά.
-Μερσί αφεντικό...

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Η αγγλική λέξη control (έλεγχος), η οποία χρησιμοποιείται στα Ελληνικά αυτούσια σε πλήθος περιπτώσεων:

  1. Το τηλεκοντρόλ, ελληνιστί το (τηλε)χειριστήριο ηλεκτρονικής συσκευής (τηλεόρασης, κλιματιστικού, στερεοφωνικού κτλ.)

  2. Κίνηση που κάνει ποδοσφαιριστής για να ελέγξει την μπάλα, όταν κάποιος παίκτης του την πασάρει, ώστε να διευκολυνθεί π.χ. για να κάνει σουτ ή να περάσει αντίπαλο.

  3. Μέρος τηλεοπτικού στούντιο που δεν είναι ορατό στον τηλεθεατή, όπου βρίσκονται αρμόδιοι που επιβλέπουν την ροή ζωντανής εκπομπής και είναι σε επικοινωνία με τον παρουσιαστή για να του παρέχουν σημαντικές πληροφορίες και να βοηθάνε όποτε υπάρχει πρόβλημα.

  4. Τα πλήκτρα με την ένδειξη Ctrl στο πληκτρολόγιο. Είναι δύο, ένα αριστερά κι ένα δεξιά, κάτω από τα πλήκτρα Shift. Χρησιμοποιούνται για συντομεύσεις ή άλλες λειτουργίες σε συνδυασμό με άλλα πλήκτρα.

  5. Γενικότερα με την έννοια έλεγχος, αντί της ελληνικής λέξης.

  1. Πού έχετε βάλει το κοντρόλ της τηλεόρασης, ρε παιδιά; Δυο ώρες το ψάχνω και δεν το βρίσκω!

  2. Εξαιρετική μπαλιά από τον Κατσουράνη, αλλά ο Καραγκούνης δεν κάνει καλό κοντρόλ κι η μπάλα καταλήγει στα χέρια του Νικοπολίδη.

  3. Με ειδοποιούν απ' το κοντρόλ ότι πρέπει να περάσουμε σε έκτακτο δελτίο ειδήσεων και επανερχόμαστε αμέσως.

  4. Τι να σου πω ρε πατέρα... Ήμουν στο RPG κι είχα φουλάρει στο Mana. Και πάτησα pause να τσεκάρω το chat αν είχε έρθει το DivX και κόλλησε! Τα χασα όλα... Δοκίμασα κοντρόλ αλτ ντιλίτ (Ctrl+Alt+Delete) αλλά το Task Manager είχε παγώσει.

  5. α) Έχασε το κοντρόλ του τιμονιού και το αυτοκίνητο ντελαπάρισε μέχρι να στουκάρει στη μάντρα ενός σπιτιού.
    β) Τον κάλεσαν για ντόπινγκ κοντρόλ και βρέθηκε θετικός σε απαγορευμένες ουσίες.

(από elias-jelay, 02/01/10)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Αργκό παλιάς κοπής που σημαίνει «τι σημαίνει», «τι είναι», «τι πα' να πει». Συνώνυμο του παλαιοελληνισμού τι εστί στην αργκό.

Απευθείας μεταφορά από το γαλλικό qu'est-ce que c'est (δείτε εδώ οι μη γαλλό- αλλά αγγλομαθείς), από τους πολλούς γαλλισμούς που πέρασαν στα ελληνικά από τις αριστοκρατίες εποχής για να διασωθούν τελικά μέσα στην αργκό. Βλέπε ακόμη μανδάμ, σερσέ λα φαμ και άλλα.

  1. Πεσέιρο; Κεσκεσέ Πεσέιρο;
    Μια ανάσα λέει από τον Παναθηναϊκό βρίσκεται ο Πεσέιρο. Μαϊστα. Και εμείς τώρα τι πρέπει να κάνουμε; Να γελάσουμε ή να κλάψουμε; Κεσκεσέ Πεσέιρο που θάλεγε κι ο Αλέφαντος. Μ' αυτόν ρε θα κοντράρουμε τον γαύρο και το αεκάκι και θα χτυπήσουμε τίτλο; Πλάκα κάνουμε τώρα;
    (από ιστολόι)

  2. Και κάτι άλλο ρε μάγκες, γιατί θα τρελαθώ. Ποια είναι η Κάτια; Τι είναι η Κάτια; Κεσκεσέ Κάτια; (από ιστολόι)

  3. jesus: το «δαγκώνω» λέγεται γενικότερα στην ελλάδα νομίζω κ έχει όντως μια εσάνς ποστίλας
    aias.ath: Κέσκεσέ λὰ ποστιλά;
    Vrastaman: Σετ αν μπιέν μαλακί ντε Χεσούς. Ρεκάρντ ισί.
    (γαλλομαθείς αργκόστροφοι παλιάς κοπής στο διαδίκτυο)

(από Vrastaman, 07/12/09)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Ασαφής μονάδα μέτρησης μήκους. Πιθανώς αποτελεί υποπαράγωγο του αντιδραστικού-ανεγκέφαλου-αντιπρακτικού αγγλοσαξονικού συστήματος μέτρησης, που παραδοσιακά ταλαιπωρεί το υπόλοιπο της επιστημονικής και όχι μόνο κοινότητας που χρησιμοποιεί το SI (système international) ή μετρικό σύστημα, επί το ελληνικότερον.

Το μετρικό σύστημα έχει ως ακρογωνιαίο του λίθο το δέκα και τις δυνάμεις του. Η ουσία της δεκάδας, προερχόμενης βεβαίως από τα δέκα δάκτυλά του ανθρώπου, διατυπώθηκε στους ελληνικούς αριθμούς δεκα=ι', ένδεκα=ια' και είκοσι=ζ', αλλά και έπειτα στους αραβικούς με την ίδια επανάληψη του δεύτερου ψηφίου. Αντιθέτως στης αγγλοσαξονικές μονάδες έχουμε 1ft=12in=0,33yards κλπ.

Το κλικ πρωτοεμφανίστηκε στον ελληνικό στρατό μαζί με την υπόλοιπη αμερικλανίστικη φρασεολογία του τύπου ψάρι, δηλ. newfish, αλλά και την συνοδευόμενη καψωνολογία, bunnies δηλ. λαγουδάκια (ναι, ναι, αυτά της αεροπορίας, αυτά που καταστρέφουν τα γόνατα των μαθητών της Ικάρων και μελλοντικών χειριστών και τους καθιστούν ανίκανους για πτήση στα 30). Ο ελληνικός στρατός αμερικανοποιήθηκε μετά τον δεύτερο παγκόσμιο πόλεμο, οπότε και ήρθαν οι περιβόητοι μεγάλοι αμερικανοί εκπαιδευτές να εφαρμόσουν ό,τι ακριβώς έκαναν στους ανυπάκουους νέγρους, αλλά και γενικότερα ότι ακριβώς συμβαίνει στην αμερικανική κοινωνία - για να γίνεις ηγούμενος πρέπει να σε γαμήσει ο προηγούμενος. Και όχι μόνο με τις gay προεκτάσεις, αλλά με την γενική ερμηνεία που υπαγορεύει στον παλιό να γαμήσει τον νέο, ανεξαρτήτως αν αυτό θα καταστρέψει την συνοχή του στρατεύματος, ή θα προκαλέσει περαιτέρω ανυπακοή.

Το αποτέλεσμα όλων αυτών των αλλαγών ήταν η απομάκρυνση του ελληνικού στρατού από τις γαλλικές του, ίσως πιο φλωρè, καταβολές -όμως απολύτως επιτυχημένες πλην του 1897- και η μετατροπή του σε έναν απέραντο δημοσιοϋπαλληλικό παράδεισο για τα μόνιμα (ανιστόρητα και γενικώς ανεκδιήγητα) στελέχη, αλλά και ένα θέατρο του παραλόγου για τους κληρωτούς (φωνές, βλαχιές, μαγκιές, κλανιές και κωλοφινιστρινιές). Περιττό, δε, να ειπωθεί πως, από το 1950 και έπειτα, ο απολογισμός των θερμών επεισοδίων στις οποίες ενεπλάκη η 51η πολιτεία των ΗΠΑ (δηλ. Ελλαδίτσα) έχει μόνο αποτυχίες, όπως ακριβώς και των άλλων ΗΠΑ (βιετνάμ, κόλπος, 8 χρόνια κυνηγάμε κάτι τύπους με νεροπίστολα και στρινγκοπαντόφλα που τους λένε ταλιμπάν κλπ.)

- Λόχος. Ημί---ανάς! Πουώς είστι έτσι ρε κουωλόψαρα παρατεταγμίνοι;
Όλος αυτός ο στοίχους ένα κλικ αριστερά!!
- (ψελλίζοντας στην παράταξη) ...Τι ένα κλικ ρε πουσταρά κωλόβλαχε, το ήξερες και στο χωριό σου το κλικ!

τυφέκιο (sic) Μ1- διακρίνονται τα ρυθμιστικά με τα κλικ (από dryhammer, 15/05/14)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Δημοφιλής αγγλικανική έκφραση, στο πνεύμα του «γιατί δεν αυτοκτονάς να ησυχάσουμε;». Αναφέρεται στον ορθό τρόπο κοπής των φλεβών του χεριού του δυνάμει (θα θέλαμε!) αυτόχειρα συνομιλητή μας (κατά μήκος - όχι κάθετα), ούτως ώστε να απαλλαγούμε εμείς από την ενοχλητική του παρουσία και εκείνος από τη μιζέρια του ή τα χειρότερα που θα τον βρουν αν δε το κάνει, μια ώρα αρχίτερα.

- Είδες τον Άδωνι το απόγευμα στο πάνελ; Ξεσπάθωσε! Καιρός ήταν πια!
- Μια συμβουλή φίλε... it's down the road, not across the street...

ξεστραβώσου. (από Jonas, 28/10/09)για τους μερακλήδες υπάρχει και η τεχνική "σταυροβελονιά". (από Jonas, 28/10/09)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Το μπούρου-μπούρου, το μπίρι-μπίρι, το λεκτικό σεξ, το καμάκι, το μπλα μπλα, όλα όσα λέγονται γύρω από το σεχ, αλλά δεν γίνονται...

Από το γερμανικό sprechen (μιλάω).

Κοίταξε μανάρα μου, ωραία όλ' αυτά, αλλά ας αφήσουμε για λίγο το σπρέχεν... Καλό, δε λέω, αλλά να μη δούμε και στην πράξη τι γίνεται;...

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Nτεφορμέ-ντεφορμάρισμα: Όρος κατ' αρχήν ποδοσφαιρικός (που πέρασε και σε όλα τα αθλήματα), που αναφέρεται σε ομάδα ή σε συγκεκριμένο παίκτη ή παίκτρια. Ο όρος προέρχεται από τη γαλλική λέξη «déformé(e)», που σημαίνει παραμορφωμένος, εκτός σχήματος, παραποιημένος, εκτός φόρμας (και με την αθλητική έννοια).

Ας ξεκινήσουμε από το σύνολο. Μία ομάδα είναι ντεφορμέ, όταν πάει σκατά (σε απόδοση), σε σχέση με την εικόνα που είχε στα φόρτε της (στο φορμάρισμα της). Όπως και στη ζωή, έτσι και στα αθλήματα, η ζωή κάνει κύκλους κατά το ο,τι ανεβαίνει κατεβαίνει, ο,τι γυρίζει σταματά. Για να μην κουράζω με άπειρες λεπτομέρειες, φανταστείτε θεωρητικά ότι μια ομάδα έχει τις άλφα δυνατότητες (βάση ρόστερ, προπονητικού τιμ, διοίκησης). Όταν η απόδοση συμβαδίζει με το τέλειο, τότε μιλάμε για φορμάρισμα, δλδ η ομάδα αποδίδει κοντά στο 100%. Όταν αυτό το ποσοστό πέσει κάτω του 50% (για κάποιο εύλογο διάστημα), τότε μιλάμε για ντεφορμάρισμα, δλδ η ομάδα είναι ντεφορμέ. Αυτό πάντα συμβαίνει, και οι λόγοι πολλοί και διάφοροι. Ψυχολογική ή σωματική κούραση, γρίνες, ατυχίες λάθη προπονητικά, και ενίοτε ο αμφίδρομος (δλδ ψιλοπουστράκος) Ερμής. Σε επίπεδο μεμονωμένου παίκτη, επίσης υπάρχει ντεφρομάζ. Εκεί που κάποιος βγάζει μάτια, ξαφνικά τζίφος.

Στα ατομικά αθλήματα ισχύει το ίδιο. Απλά εδώ έχουμε λιγότερους παράγοντες για ντεφορμάρισμα, αφού μιλάμε για έναν αθλητή και άντε το πολύ δύο τρεις προπονητές.

Στη σλανγκ τώρα (ώρα δεν ήταν;) χρησιμοποιούμε τον όρο, όταν δεν έχουμε διάθεση, ή όταν για οποιονδήποτε λόγο δεν μπορούμε να κάνουμε κάτι, που υπό φυσιολογικές συνθήκες (ή στις μεγάλες φόρμες μας) θα γουστάραμε πολύ.

-Τον τελευταίο μήνα όλο μπακούρης μας εμφανίζεσαι. Γεράσαμε Μουσιού Καζανόβα, και τα πιπίνια μας αγνοούν;
-Σσσσς ρε! Δεν είναι ώρα να κρεμάσω τα παπούτσια μου. Διανύω περίοδο ντεφορμαρίσματος. Θα επανέλθω με πιπίνι κατηγορίας champions' league, και θα προσκυνάτε πάλι, και θα πετάτε δίευρα κάτω σαν το Ζούγα. Λιγούρηδες της κακιάς ώρας.

-Μαράκι μου, να περάσω να σε πάρω να πάμε για ψώνια; Είδα κάτι μοντελάκια στης Μrs Raxevski (ανάθεμα το για όνομα αυτό το μαγαζί), μούρλια.
-Άσε φιλενάδα. Είμαι ντεφορμέ. -Γιατί φιλενάδα;
-Γνώρισα ένα παιδί, άλλο να σου λέω... Έπαθα σοκ. Αλλά μου φάνηκε λίγο αλλόκοτος, λίγο παντρεμένος και πιστός στη γυναίκα του. Φλερτάραμε, με άναψε αλλά δεν.
-Και πως λέγεται ρε φιλενάδα ο θεός που σε έριξε στο καναβάτσο;
-Electron!!!!

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified