Further tags

Πολυσχιδής και άκρως γαμοσλανγκοπρεπής εκδοχή του επιδέχομαι.

Μερικές πρακτικές εφαρμογές:

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Ακολουθεί απόπειρα συγκεντρωτικού λήμματος για το συμπαθές αυτό αξεσουάρ.

• Όταν σου πέφτει ή σου πετάνε στο κεφάλι ένα αντικείμενο, τότε λες «μου ήρθε καπέλο», «μου το έφερε καπέλο».

• Πουλάνε με καπέλο, καπέλο στις τιμές, δηλαδή πουλάνε ακριβότερα απ' ότι πρέπει, πάνω από το μέγιστο νόμιμο. Bλ. καραβίσιος, βαπορίσιος.

Ψάθινα καπέλα.

Μουνί καπέλο.

• Αυτό είναι άλλο καπέλο, δηλαδή αυτό είναι άλλο θέμα, άλλου παπά βαγγέλιο.

• Παίρνω το καπελάκι μου και φεύγω, (όπως έκανε τη μέρα του γάμου του ο Γιώργος Κωνσταντίνου στο «Η δε γυνή να φοβείται τον άνδρα»). Λίγο πριν, η Μάρω Κοντού τον είχε καπελώσει, οπότε περνάμε στο:

• Καπελώνω. Βγαίνω από πάνω, επισκιάζω, παίρνω το πάνω χέρι σε μία σχέση, σε μία ομάδα, το παίζω αρχηγός σε μία κοινή προσπάθεια, υποβαθμίζοντας τον ρόλο των υπολοίπων, οι οποίοι πλέον λέγονται καπελωμένοι και η πράξη λέγεται καπέλωμα.

• «Ψηλά καπέλα», αποκαλούμε αυτούς που αντιμετωπίζουν αφ' υψηλού την πραγματικότητα, είτε λόγω πλούτου και τάχαμου κοινωνικής ανωτερότητας, είτε λόγω τάχαμου πνευματικής ανωτερότητας. Βλ. και το «δεν γαμείς ψηλά καπέλα».

• Σου βγάζω το καπέλο. Ρισπέκ. Σέβομαι απεριόριστα.

Γούστο μου και καπέλο μου και καουμποϊλίκι μου!.

Να σώσω το καπέλο. Τζογαδόρικη σλανγκ.

• Ταριφοσλάνγκ. Καπέλο αποκαλούν οι ταρίφες την ταμπελίτσα ΤΑΧΙ που έχουν στην οροφή του αυτοκινήτου.

Βλέπε επίσης το «βγάλ' τη σκούφια σου και βάρα με» καθώς και το «πετάω τη σκούφια μου».

Τα ευρωπαϊκά καπέλα, ημίψηλα, καθιερώθηκαν μεταξύ 1830-1880. Μέχρι τότε καπέλο δεν είχανε δει τα άγια τούτα χώματα, που κακά σκουριά δεν πιάνουνε, λέμε τώρα. Ο λαουτζίκος φορούσε κούκους, σκούφιες, φέσια, σαρίκια, κεφαλομάντηλα, μαντήλες, (τσεμπέρια) οι γυναίκες και άλλα ωραία.

Όταν πρωτοεμφανίστηκε το καπέλο, μαζί με την ευρωπαϊκή φορεσιά, (κουστούμι), αντιμετωπίστηκε με την δέουσα ειρωνεία και σκώμμα από την λαϊκή σάτιρα. Σχετική η φιγούρα του Ζακυνθινού Σιορ Διονύση στον Καραγκιόζη που σατιρίζει το ευρωπαϊκό ντύσιμο.

Ο Καζαντζάκης στον Καπετάν Μιχάλη, (μπούρδα μυθιστόρημα, αλλά γεμάτο αυθεντικές πληροφορίες για τον παλιό Χάνδακα), χρησιμοποιεί την λέξη «ψαλιδόκωλος» γι΄ αυτούς που φοράνε φράκο.

Η μαρίδα γιουχάριζε τους ευρωπαίους περιηγητές που σκάγανε μύτη στην Ψωροκώσταινα με την παράξενη αμφίεσή τους.

Το καπέλο σιγά σιγά όμως πέρασε και στις λαϊκές τάξεις. Βλ. το γνωστό άσμα για τον Μπάρμπα Γιάννη κανατά, που φορούσε «ψηλό καπέλο και παπούτσια λάστιχα».

Θησαυρό σχετικών γνώσεων και πληροφοριών (αλλά και σλανγκ εκφράσεων) αποτελεί η «Η τραγιάσκα» του Ηλία Πετρόπουλου.

Τα περισσότερα τα έχουμε, οπότε δεν βάζω παράδειγμα. Επίσης οι περισσότερες εκφράσεις είναι κλασικές και υπάρχουν και στα λεξικά, οπότε ούτε κει βάζω παραδείγματα. Περιορίζομαι στα εξής :

  1. Φίλε, για να κάνω επιλογή, πρέπει όχι μόνο να έχω κατεβάσει σημαία, αλλά και να έχω μαζέψει το καπέλο. Αν έχεις σηκωμένο το καπέλο, πρέπει να πάρεις τον πελάτη, ακόμα και αν πηγαίνει στου διαόλου το κέρατο, διαφορετικά μπορεί να σε καταγγείλει. (εξειδικευμένη ταριφολογία για προχωρημένους).

  2. Αισχρές γυναίκες τράβαγαν εκεί τους ναυτικούς,
    κάποια μ' άρπαξ' απότομα, γελώντας, το καπέλο
    (παλιά συνήθεια γαλλική του δρόμου των πορνών)
    κι εγώ την ακολούθησα σχεδόν χωρίς να θέλω. (Ν. Καββαδίας, Μαραμπού).

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Το παρακάτω κείμενο έφτασε σε μένα μέσω μέιλ (προώθηση από φίλο, προφ κυκλοφορεί τον τελευταίο καιρό αδέσποτο). Είδα ότι ένα μεγάλο μέρος είναι από δικούς μας ορισμούς ή από τμήματά τους, χωρίς όμως να γίνεται αναφορά στο σλανγκρ ή σε χρήστες. Εν πάση περιπτώσει όμως, έχει και άλλα πράγματα και είναι ένας συγκεντρωτικός κατάλογος για εκφράσεις με τη λέξη «αρχίδι», νά 'ναι καλά ο συντάκτης του που μπήκε σε τέτοιον κόπο. Το αναρτώ λοιπόν εδώ, γιατί από κάθε άποψη ανήκει σε περιβάλλον σλανγκ. Δεν έχω αλλάξει ούτε ένα «και».

================

Ο όρος «αρχίδι» προέρχεται από την λέξη «όρχις». Μέσω παραφθοράς του υποκοριστικού τού όρχι, που είναι «ορχίδιον», προέκυψε το «αρχίδιον» για να καταλήξει εκλαϊκευμένα στο κοινό μας «αρχίδι», το οποίο θεωρείται λέξη της ελληνικής αργκό γλώσσας.

Άλλες λέξεις για τους όρχεις, εκτός από τα αρχίδια, είναι οι «δίδυμοι» (αρχ.), οι «παραστάται» (βυζ.), τα «αμελέτητα», τα «μπαλάκια», τα «καρύδια», τα «ούμπαλα», η «οικογένεια», το «μαλακό υπογάστριο», τα «κάκαλα», τα «παπάρια».

Ακολουθεί η χρήση της λέξης αρχίδι και τα παράγωγά της, από την πλούσια ελληνική γλώσσα :

Αυτός είναι αρχίδι: Χαρακτηρισμός για άνθρωπο ύπουλο και κακό.

Στ' αρχίδια μου: Η κλασικότερη έκφραση αδιαφορίας.

Σταρχιδισμός: Εκφράζει την γενικότερη νοοτροπία και συνήθεια, όλα να «τα γράφουμε στ’ αρχίδια μας». Δηλαδή να αδιαφορούμε.

Γραψαρχίδης: Ο οπαδός του «σταρχιδισμού» (βλέπε από πάνω).

Σταρχιδιστάν: Η φανταστική χώρα που κατοικείται από τους σταρχιδιστές και όπου ο σταρχιδισμός είναι τρόπος ζωής. Πολύ την ταυτίζουν με το Ελλαδιστάν.

Σταρχιδιαμόλ: Το υποτιθέμενο φάρμακο που παίρνεις για να «τα γράφεις όλα στ’ αρχίδια σου». Στην αγορά κυκλοφορεί παρόμοιο σκευάσμα με το «Σταρχιδιαμόλ» (και εγκεκριμένο από τον Ε.Ο.Φ.), που φέρει το όνομα «Γραψαρχιδίνη».

Μου έπρηξες τα αρχίδια: Με ζάλισες, με κούρασες, με έφτασες στο αμήν. Όσοι το έχουν νιώσει γνωρίζουν καλά το επώδυνο της κατάστασης.

Μου ζάλισες τ' αρχίδια: Εναλλακτικά, «μου ζάλισες τον έρωτα». Παρόμοια σημασία με το παραπάνω. Δηλώνει ενόχληση και φορτικότητα.

Σπασαρχίδας: Ο φορτικός, ο ενοχλητικός, ο καταπιεστικός, ενίοτε ο καλλιμογιάννης. Αυτός που «σπάει τ’ αρχίδια» κάποιου. Αυτός, που πιθανόν, σε ειδικές περιπτώσεις, κάνει χρήση του σκευάσματος «Πρηξαρχιδίνη».

Στ' αρχίδια μας κι εμάς, Κωστής Παλαμάς: Έκφραση που δηλώνει απόλυτη αδιαφορία, με «βαριά» όμως υπογραφή. Ήταν πολύ της μόδας κατά την δεκαετία του ’80.

Αρχιδάτος: Ο πολύ άντρας, ο γενναίος, ο έχων τόλμη και γοητεία και άλλες σαπουνόπερες, ο «VIP».

Αρχιδέμπορας: Ο αεριτζής, ο κομπιναδόρος, ο προς βιοπορισμό εμπορευόμενος, αναξιόπιστα και ευτελή είδη.

Άντε ρε αρχίδι: Φράση που απευθύνεται σε τιποτένιο άνθρωπο, άτολμο, ραδιούργο, μοχθηρό, ψεύτη και ό,τι άλλο υποτιμήσεως σημαντικό. Πολύ συνήθης φράση ψιθυρίσματος στην εργοσε.

Είσαι ένα αρχίδι και μισό: Παρ’ όλο που προστίθεται μόλις μισό, η έννοια της υποτιμήσεως μεγαλώνει τουλάχιστο στο διπλό.

Αρχίδια με τη ρίγανη: Μεταφορικά, άλλα αντ’ άλλων, κυριολεκτικά, νοστιμότατο ορεκτικό («αμελέτητα»).

Αρχίδια καπαμά: Μεταφορικά βλέπε το παραπάνω λήμμα. Κυριολεκτικά, νοστιμότατο κυρίως πιάτο.

Αρχίδια μάντολες: Μεταφορικά, έκφραση που υποδηλώνει χάιδεμα, κολακεία, γλύκα. Κυριολεκτικά, νοστιμότατο επιδόρπιο.

Δεν έχει αρχίδια: Βαριά κουβέντα αμφισβήτησης ανδρισμού, θάρρους, γενναιότητας, κουράγιου κ.ο.κ.

Δεν έχει τα αρχίδια: Ηπιότερη μορφή αμφισβήτησης, που υπονοεί ότι έχει μεν αρχίδια, αλλά όχι τόσο μεγάλα όσο απαιτούνται στην συγκεκριμένη περίπτωση.

Θα μου κλάσεις τ' αρχίδια: Ελαφρώς περίεργη έως και αηδής στάση ιδιαίτερα αν σκεφτεί κανείς την εκτέλεση της πράξης. εννοεί πως δεν θα μου κάνεις τίποτα.

Θα μου κλάσεις μια μάντρα αρχίδια: Παραλλαγή του ανωτέρω με περισσότερη όμως έμφαση και λίγο ροκοκό σκηνικό, αν φανταστεί κανείς το θέαμα μιας μάντρας γεμάτης αρχίδια… Πιο παιχνιδιάρικο…

Θα μου ξυρίσεις τα αρχίδια: Αν δεν απευθύνεστε στον αισθητικό σας, σημαίνει δεν μπορείς να μου κάνεις τίποτα αν και υποτιμάται εμφανώς το τι μπορεί να κάνει ο συνομιλητής κρατώντας ένα ξυράφι…

Κρέμεται απ' τα αρχίδια μου: Όταν κάποιος εξαρτάται από εμάς. Η έκφραση είναι σαφής, περιγραφική και αρκούντως αβάσταχτη…

Τ' αρχίδια μου έχουν γίνει φακές: Από το πολύ κρύο που αισθάνομαι, έχουν συσταλεί τα αρχίδια μου και έτσι το μέγεθος τους θυμίζει, καθ’ υπερβολήν, φακές.

Τα αρχίδια μου κουνιούνται: Εάν δεν υποδηλώνει γυμνό άντρα που τρέχει γυμνός, σημαίνει αδιάφορη κατάσταση.

Τα αρχίδια μου κουνιούνται ρυθμικά στον αέρα: Το ίδιο με το ανωτέρω με περισσότερη όμως έμφαση στην αδιαφορία. Πιθανή χρήση του, δηλώνει αρχίδια εκκρεμές…

Καλώς τ' αρχίδια μας τα δυο: Αν το φιλοσοφήσει κανείς, δεν είναι και τόσο υποτιμητικό να σου έρχονται δυο αρχίδια επιπλέον. Ίσα ίσα…

Αρχίδια καλαβρέζικα: Έκφραση που είναι αδύνατον να ερευνηθεί. Ιδιαζόντως προσβλητική για τους άρρενες κατοίκους της Καλαβρίας…

Τ' αρχίδια του Καράμπελα: Τα πλέον επώνυμα και αναγνωρίσιμα αρχίδια που συντάσσονται κυρίως μαζί με το «μουνί της Χάιδως». Αν και η έκφραση αφορά πολύ συγκεκριμένα αρχίδια, εν τούτοις σημαίνει άλλα αντ’ άλλων. Το ιστορικά εξακριβωμένο μέγεθός τους πάντως, τα έχει καταξιώσει και ως έκφραση πληθωρικότητας και βαρβατίλας.

Τσίμπα ένα αρχίδι: Σε κατατρόπωσα, σε έβαλα στην θέση σου, αλλά εν μέρει, καθώς η ολική κυριαρχία υποδηλώνεται από το «παρ’ τα αρχίδια μου τα δυο».

Πήρα τ' αρχίδια μου: Δεν πήρα τίποτα (αφού έχω ήδη ή αν δεν έχω είχα άλλες προσδοκίες), ή έφυγα άπρακτος.

Ήσουν στα αρχίδια του πατέρα σου: Ήσουν αγέννητος.

Γκόμενα με αρχίδια: Ενώ οι αναφορές στους συγκεκριμένους αδένες αποσκοπούν στην υποτίμηση, σε αυτή την περίπτωση εννοούν δυναμισμό.

Θα μου κάνεις τα τρία δύο: Ίσως η μόνη έκφραση που είναι τιμητική για τους συγκεκριμένους αδένες, υπονοώντας ότι δεν είναι και τόσο σημαντικό το τρίτο…το μακρύτερο…

Αρχίδια πατέρα: Δηλώνει ότι κάτι δεν πήγε όπως το περιμέναμε. (πχ μετατάξεις)

Περπατάει και ανοίγει αυλάκια με τα αρχίδια του: Τεχνικά υποδηλώνει μέγεθος, βαρύτητα και αρδευτική ικανότητα… Πρακτικά ανέφικτο εκτός κι αν τα πόδια είναι πολύ κοντά και το χώμα πολύ μαλακό.

Έπιασε τον παπά από τα αρχίδια: Έκφραση που υποτιμά την πράξη του υποκειμένου…

Μας έκανες τα αρχίδια τσουρέκια - μπαλόνια: Βλέπε «Μας έπρηξες τα αρχίδια». Η σημειολογική συγγένεια είναι προφανής (φούσκωσαν σαν τσουρέκια-μπαλόνια).

Αρχιδομούρης: Πάρα πολύ άσχημος.

Αρχιδόκαμπος: Πιθανή προέλευσή του από το «Αχλαδόκαμπος». Μπορεί να συνοδεύται κι απ’ τον επιθετικό προσδιορισμό «Ανθισμένος» («Ανθισμένος αρχιδόκαμπος»). Σημαίνει ότι η εν λόγω περιοχή (καφέ, μπαρ, κλπ) είναι γεμάτη άντρες (αντίθετο: μουνοθύελλα).

Αρχίδια…: Γενικώς, ότι ακολουθεί λαμβάνει υποτιμητική διάσταση (εξαίρεση: Αρχιδια-κονος)…

Με τρώνε τ’ αρχίδια μου: Δηλώνει περιφρόνηση για κάτι ή για κάποιον (π.χ. Είδα τον Γιάννη σήμερα. Γι’ αυτό με τρώγανε τ’ αρχίδια μου απ’ το πρωί).

Έχει μια οκά αρχίδια: Δηλωτικό θάρρους και ανδρισμού.

Ξύνω τα αρχίδια μου: Τεμπελιάζω.

τ' αρχίδια μου κουνιούνται: Το ίδιο με το παραπάνω, αλλά δηλώνει πιο…σοβαρή περίπτωση.

Τσολιάς στ' αρχίδια μου: Ο φορτικός, αυτός που προσπαθεί (και ενίοτε τα καταφέρνει) να κάνει κουμάντο στην ζωή μας ενώ δεν της ανήκει ούτε κατά διάνοια. Αντί του τσολιά, χρησιμοποιείται και η λέξη «κεχαγιάς».

Φτύσε τ' αρχίδια σου: Σημαίνει «δεν μας παρατάς;», «βρε δεν πας στον Διάολο;».

Κλαπαρχίδας: Αυτός, που τ’ αρχίδια του έχουν «κρεμάσει» (συνήθως λόγω ηλικίας) και χτυπάνε, δηλαδή αυτός που «του μαράθηκαν τ’ αρχίδια». Μεταφορικά: Ο οκνός, ο άχρηστος, ο ανίκανος.

Αν η γιαγιά μου είχε αρχίδια…: Δηλώνει το ουτοπικό, το ανέφικτο. Αν και σήμερα, το να έχει (υποθετικά) μια γιαγιά αρχίδια, δεν φαντάζει και τόσο ανέφικτο πλέον…

Εντός ορισμού.

Λέξεις για τους όρχεις και τα αντρικά γεννητικά όργανα συνολικά: ζουβάχια, καλαμπαλίκια, καμπανέλια, καρύδες, κοκόβια, κοχόνια, κρεμαντζόλια, μπομπόλια, οικογένεια, παπάρια, τζοχανταραίοι. Ειδικά για συνώνυμα του πέους δες πέος.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Σειρά κανόνων οι οποίοι αναφέρονται στην «καλή τύχη» (ο Θεός να την κάνει τύχη) και έχει πρώτο κανόνα την φράση:

'Αν κάτι μπορεί να πάει στραβά, θα πάει.

Ο Μέρφι γεννήθηκε το έλα ντε μ.Χ και από μικρός ήταν γκαντέμης. Δεν πρόκειται για τον Μητροτάκη αλλά ούτε και για τον Έντι Μέρφι.

ΒΑΣΙΚΕΣ ΔΙΑΤΑΞΕΙΣ

  • Αν κάτι μπορεί να πάει στραβά, θα πάει.
  • Όταν τα πράγματα δυσκολεύουν, όλοι τα παρατάνε.
  • Η φύση είναι πάντα με το μέρος του καλύτερου ελαττώματος.
  • Το κρυμμένο ελάττωμα δεν παραμένει ποτέ κρυμμένο.
  • Τα περίπλοκα προβλήματα έχουν απλές, και αυτονόητα λανθασμένες, απαντήσεις.
  • Οι ευκαιρίες παρουσιάζονται πάντα στην πιο ακατάλληλη στιγμή.
  • Κάθε φορά που θέλεις να «χτυπήσεις ξύλο», διαπιστώνεις ότι ο κόσμος είναι φτιαγμένος από αλουμίνιο και πλαστικό.
  • Για να καθαριστεί κάτι, πρέπει να βρομίσει κάτι άλλο.
  • Μπορείς όμως να βρομίσεις τα πάντα χωρίς να καθαρίσεις τίποτα.
  • Τα πράγματα που δεν μοιάζουν με τίποτα άλλο, είναι όμοια μεταξύ τους.
  • Πάντα βρίσκεις αυτό που ζητάς στο τελευταίο μέρος που το ψάχνεις.
  • Βρίσκεις πάντα αυτό για το οποίο δεν ψάχνεις.
  • Αν δεν σε νοιάζει που βρίσκεσαι, τότε δεν έχεις χαθεί.
  • Αν πλύνεις το αυτοκίνητό σου, μετά από λίγο θα βρέξει
  • Είναι αδύνατον για έναν αισιόδοξο να γνωρίσει μια ευχάριστη έκπληξη.
  • Το χειρότερο είναι ο εχθρός του κακού.
  • Μπορείς να προφυλαχτείς από τους ηλίθιους, όχι όμως και από τους πανηλίθιους.
  • Αυτό που είχες βάλει στο μάτι, θα στο πάρει ο μπροστινός στην ουρά.
  • Η διπλανές ουρές κινούνται πιο γρήγορα.
  • Η πιο αργή ταμίας είναι πάντα στην express γραμμή.
  • Ανακαλύπτεις ότι χρειάζεσαι τα μακριά νύχια, μόνο αφού τα έχεις κόψει.
  • Ο καλύτερος τρόπος για να θυμηθείς τι ήθελες να γράψεις, είναι να κλείσεις το γράμμα (Νόμος των Επιστολών).
  • Το καλύτερο θέμα εμφανίζεται τη στιγμή που σου έχει τελειώσει το φιλμ. Όλα τα υπόλοιπα ενδιαφέροντα θέματα έχουν φωτογραφηθεί με κλειστό το καπάκι του φακού (Νόμος του Φωτογράφου).
  • Η τάση του καπνού ενός τσιγάρου να κατευθύνεται στο πρόσωπο ενός ατόμου είναι αντιθέτως ανάλογη με την ευαισθησία του συγκεκριμένου ατόμου στον καπνό.
  • Τα κενά αέρος εμφανίζονται πάντα όταν η αεροσυνοδός αρχίζει να σερβίρει τον καφέ.
  • Σε κάθε εταιρεία υπάρχει πάντα κάποιος που αντιλαμβάνεται τι ακριβώς συμβαίνει. Αυτός ο άνθρωπος πρέπει να απολυθεί.
  • Είναι πιο εύκολο να σε συγχωρήσουν για κάτι που έχεις κάνει, παρά να σου δώσουν την άδεια για κάτι που Θέλεις να κάνεις.
  • Μην αφήσεις τους ανωτέρους σου να καταλάβουν ότι είσαι καλύτερος από αυτούς (Νόμος της Ανώτερης Κατωτερότητας).
  • Ο πελάτης που πληρώνει τα λιγότερο, είναι αυτός που κάνει τα περισσότερα παράπονα.
  • Ποτέ μην παίρνεις μιαν απόφαση, όταν μπορεί να την πάρει κάποιος άλλος για σένα.
  • Όλοι κρατάνε αρχείο με τις λανθασμένες αποφάσεις που έχεις πάρει.
  • Αν πας νωρίτερα, θα ματαιωθεί.
  • Αν κάνεις τα αδύνατα δυνατά να είσαι στην ώρα σου, θα αναγκαστείς να περιμένεις.
  • Αν αργήσεις λίγο, θα είναι πια πολύ αργά.
  • Από τη θήκη των εργαλείων λείπει πάντα το εργαλείο που χρειάζεται περισσότερο.
  • Οι περισσότερες δουλειές χρειάζονται τρία χέρια.
  • Οι βίδες που έχουν περισσέψει, δεν ταιριάζουν ποτέ με τα παξιμάδια που έχουν περισσέψει.
  • Όταν δεν ξέρεις τι ακριβώς κάνεις, καν' το με ωραίο τρόπο.
  • Η ομαδική εργασία είναι απαραίτητη, γιατί σου δίνει τη δυνατότητα να ρίξεις την ευθύνη σε κάποιον άλλον.
  • Το λανθάνειν ανθρώπινο, αλλά για να τα κάνεις τελείως θάλασσα, χρειάζεσαι υπολογιστή.
  • Αν μπορείς να κρατήσεις την ψυχραιμία σου ενώ την έχουν χάσει όλοι οι άλλοι, απλώς δεν έχεις καταλάβει το πρόβλημα.
  • Η αναποφασιστικότητα είναι η βάση της ευελιξίας.
  • Σε συμπέρασμα φτάνει κανείς πάντα όταν έχει κουραστεί να σκέφτεται.
  • Όταν αντιμετωπίζεις πρόβλημα, μπέρδεψέ τα.
  • Αν επιτρέπονται τα βιβλία ανοικτά κατά τη διάρκεια της εξέτασης, εσύ θα έχεις ξεχάσει το βιβλίο.
  • Η μονάδα των επειγόντων περιστατικών βρίσκεται πάντα στην άλλη άκρη του κτιρίου.
  • Οι πιο ενδιαφέρουσες φάσεις συμβαίνουν τη στιγμή που κοιτάς τον πίνακα των σκορ
  • Ο ψαράς με τη μικρότερη πείρα πιάνει πάντα το μεγαλύτερο ψάρι.
  • Παίρνει πάντα περισσότερο χρόνο να φτάσεις κάπου, απ' το να γυρίσεις πίσω.
  • Αν όλα τα οχήματα έρχονται καταπάνω σου, είσαι σε λάθος λωρίδα.
  • Όταν δεν βιάζεσαι, βρίσκεις πάντα το φανάρι πράσινο.
  • Αν τα παπούτσια σου έρχονται καλά, είναι άσχημα.
  • Αν κάτι σου αρέσει, δεν θα το έχουν στο νούμερο σου.
  • Αν κάτι σου αρέσει και υπάρχει στο νούμερο σου, δεν θα σου πηγαίνει.
  • Αν κάτι σου αρέσει και σου πηγαίνει, θα είναι πολύ ακριβό.
  • Αν κάτι σου αρέσει, σου πηγαίνει και είναι και φτηνό, θα διαλυθεί μόλις το φορέσεις.
  • Η εγγύηση των 60 ημερών εγγυάται ότι το προϊόν θα χαλάσει την 61η ημέρα.
  • Τα βρώμικα ρούχα πάντα είναι περισσότερα από τα καθαρά.
  • Τα παιδιά δεν ρίχνουν ποτέ το γάλα τους σε λερωμένο πάτωμα.
  • Το στομάχι διαστέλλεται τόσο, ώστε να χωρέσει όσο το δυνατόν περισσότερες από τις σκουπιδοτροφές των φαστφουντάδικων.
  • Όταν παίρνεις λάθος νούμερο, δεν είναι ποτέ κατειλημμένη η γραμμή.
  • Κοιμάται πρώτος αυτός που ροχαλίζει.
  • Η ενάρετη ζωή είναι η τιμωρία των ενάρετων.
  • Αν κάνεις μια καλή πράξη, θα σου ζητήσουν να την ξανακάνεις.
  • Τα ωραιότερα πράγματα στη ζωή είναι ή ανήθικα ή παράνομα ή παχαίνουν.
  • Αυτός που γελάει τελευταίος μάλλον δεν κατάλαβε το αστείο.
  • Αν αξίζει να το κάνεις, αξίζει και να το παρακάνεις.
  • Αν κάποια πράγματα μπορούσαν να πάνε στραβά και δεν πήγανε, θα αποδειχτεί ότι θα ήταν καλύτερα να είχαν πάει.
  • Σε μια γραφειοκρατική ιεραρχία, όσο πιο ψηλά βρίσκεται κανείς, τόσο λιγότερο εκτιμά το Νόμο του Μέρφυ.

- Ήμασταν όλοι έτοιμοι για το live. Τα πάντα οργανωμένα στην εντέλεια και φυσικά ΤΟΤΕ κόβεται το ρεύμα.

- O Νόμος του Μέρφι ξαναχτυπά!

Αγγλιστί: Murphy's Law.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Λαγουδικό *αποκαλούσαν οι παλαιότεροι (και εξακολουθούν ορισμένοι βουκολικοί ακρίτες και θεούσες κυρα-περμαθούλες) τον *παρθενικό υμένα, την ενοχλητική και μάλλον γελοία αυτή μεμβράνη για την οποία τόσα δράματα εκτυλίχτηκαν ανά τους αιώνες. Για λόγους που αντιπαρέρχονται κάθε κοινή λογική, ο υμένας αυτός θεωρείται από τότε που βγήκαν οι λάσπες σχεδόν καθολικό (αλλά και ορθόδοξο, και μουσουλμανικό) σύμβολο αγνότητας.

Όπως συμβαίνει για κάθε σπάνιο αγαθό, το αόρατο πέος δημιούργησε μια αποτελεσματική αγορά για την αγοραπωλησία λαγουδικώνε. Ο συνεπακόλουθος κατακλυσμός της αγοράς από λαγουδικά-μαϊμού κατέστησε επιτακτική την ανάγκη πιστοποίησης κατά ISO. Την εποχή που οι αρχαίοι ημών πάλευαν την χοληστερίνη εμφανίστηκε και ευδοκίμησε το επάγγελμά της γηθογυίας (εκ των γῆθος, χαρά και γυῖον, αιδοίο) επάγγελμα που οι σύγχρονοι αποκαλούμε παρθενομαμή. Η παρθενομαμή «έδινε, παρουσία των ανακριτών-εξεταστών ή δικαστών, τον λεγόμενο 'Όρκον Tιμής', και μόνη αυτή εξέταζε την παθούσα νέα 'τη ψηλαφήσει εξέταζε τα κρύφια μέρη, ακολούθως δε υπαγόρευε την πραγματογνωμοσύνη της και τις επισημάνσεις της προφορικώς, διότι εστερείτο γραμματικών γνώσεων» (εδώ).

Η υπερβάλλουσα ζήτηση για λαγουδικά οδήγησε πολλές παρθενομαμές στο παρεμπόριο «γκρι» υπηρεσιών αναπαρθενισμού αναξιοπαθούντων κορασίδωνε που υπέστησαν παρθενοφθορά, πολύ πριν αναπτυχθεί η σύγχρονη μπαγαποντοπλαστική. Οι πρωτόγονες μέθοδες τους βασίζονταν σε δύο πυλώνες:

  • Την χρήση προσωρινών ραμμάτωνε, συνήθως φυτικής προέλευσης που έφεραν ονόματα όπως «σωμέλιμα τoυ ανθoύ», «μέθoδoς της χελιδoνoφωλιάς», «κoυκoύλωμα τoυ κερασιoύ».
  • Τεχνικές χρήσης κόκκινων χρωστικών ουσιών με σλανγκενεργές ονομασίες όπως «βαψίμι της φωλιάς», «φκιασίδωμα τoυ μαραμένoυ αθoύ», «στύψιασμα τoυ χίσθoυ», «αβδέλλιασμα» κ.ταλ., προκειμένου το κορίτσι να περάσει θριαμβευτικά την δοκιμασία του παρθενόπανου (περισσότερα εδώ).

Το λαγουδικό μάλλον δεν ετυμολογείται από τον συμπαθή κόνικλο αλλά εκ του λαγαρό: λεπτό και ευάλωτο στα αρχαία, καθαρό και διαυγές στα νέα.

Ας πανηγυρίσουμε λοιπόν το λαγουδικό με ένα μικρό σλανγκομουναπάνθισμα συνωνύμων:

  1. αγερινό
  2. αγλαό
  3. αγνό
  4. αγριοκρινάκι
  5. αεράτο
  6. αέρινο
  7. αθέατο
  8. αθέρας της κόρης
  9. αθθός
  10. αιθέριο
  11. άϊρο (ιερό) ιμάτι
  12. αμυγδαλιάς ανθί
  13. αμύριστο
  14. ανάδερο
  15. ανάχλιο
  16. ανέγγιχτη θυρία
  17. ανέγκιχτο
  18. ανεμαίο
  19. ανεμικό
  20. ανεμίτσι
  21. ανεμώνη
  22. ανθάδα της κόρης
  23. ανθάκι (που δεν το είδε ο ήλιος, του βουνού)
  24. ανθάτο
  25. άνθος (αβρό, άφθαρτο, ζαχαροζύμωτο, κορύκειον, μυροβόλο)
  26. ανθός (άγγιχτος, αμάραντος, αναμεσιανός, ανθηνένιο της κόρης, ανθηρό, ανθί, ανθίμι, άνθιμος, ανθινό επικόλπι, ανθινο λιλί (το λουλουδένιο στολίδι), ανθινό πουγκί, ανθίτσι, ανθίτσι της νιάς, ανθοδροσόμαλλο, ανθοκουκούλα, ανθόμηλο, ανθομούνι, ανθομπούμπουκο, ανθουλάκι, ανθούλι , ανθουσένιο μάτι, ανθώλη, ανθουλλί, ακακίας, βερυκανθός, δροσανθός, ευοσμανθός, ροδιάς, της αγνείας, της κρυφής σκαφούλας, της φύσης, του αναγκαίου, του κουτιού, απάρθενος, ατίμητος, βατσινίας, βερωτός (βέρα: κυκλικός), γαρδένιας, γιασεμιού, θαλλεροζανθός , θαυμασαριός, κεραπουκάτος (που βρίσκεται κάτω από τον ομφαλό), κερασανθός, κερασένιος , κροκανθός, κρυφός ανθός της τσούπας, λεμονιάς, λουλουδανθός, λυγιάς, μηλίτσας, μολοχανθός, μοσχανθός, μυρσινανθός, νεραντζανθός, νεραντζιάς, παρθενίας, πορτοκαλιάς, πύρινος, ροδακινιάς ανθός, ροδανθός της κόρης, ροκοανθός της κόρης, φασκομηλιάς λευκανθός, χάσικος)
  27. ανούλι
  28. απαλό γιασεμί
  29. ασπρολούλουδο
  30. άσπρος κρίνος
  31. άσπρος μενεξές
  32. ατρύγητος κρίνος
  33. αφράτο
  34. αχαμνότρυπα
  35. αχνό
  36. αχνόλαστο
  37. βαβί
  38. βαγιολούλουδο
  39. βαίο
  40. βεργί
  41. βεργωτό
  42. βερωτός
  43. βιόλα
  44. βιολέτα
  45. βιολετάνη της τσούπας
  46. βοτρίδι
  47. γαρουφαλάτο
  48. γαρουφαλίτσι
  49. γαρυφαλλένιο λιλί
  50. γερανάκι
  51. γήο
  52. γλυκάδι
  53. γόνη
  54. γόνος
  55. δαφνολούλουδο
  56. δαφνούλα φουντωτή
  57. διόσανθος
  58. διχαλωτό
  59. δροσερή σπορτούλα
  60. δροσίδι
  61. δροσινό
  62. δροσολούλουδο
  63. ειδωλάκι
  64. ελειόχρυσος
  65. ελιανθάκι
  66. ζαμπάκι
  67. ζεοβιανό
  68. ζερνέκαντο του κοριτσιού
  69. ζουμπουλάκι
  70. ζουμπύλι
  71. ηλιόχαρο
  72. ήλτο
  73. ήλτσο
  74. ημεράτσι της κόρης
  75. ημεροκαλλίδα
  76. θεστό
  77. θύρια
  78. ιμέτι (ή μάτι της τιμής)
  79. ιό
  80. ίρις
  81. καλυδώνι
  82. καμαράκι
  83. καμπανούλα της κόρης
  84. καστέλι
  85. κατιφές της κόρης
  86. κερασένιο
  87. κόκκινος κρίνος
  88. κόρη γαρουφαλάτη
  89. κουκούλα
  90. κουκούλα της τιμής
  91. κρινάκι
  92. κρίνο του γιαλού
  93. κρόκος της χρυσαυγής
  94. κρυμμένο χρυσοδαφνούλι
  95. κρυφή λαουδιά
  96. κρυφό ανθάκι δροσερό
  97. κρυφολούλουδο
  98. κρυφός υάκινθος
  99. κυκλαμινάκι
  100. κύτος
  101. λαλέ
  102. λαλεδάκι
  103. λαλέδι
  104. λαλέδι της νιάς
  105. λαλλάρι
  106. λειρί της κόρης
  107. λειρίδι
  108. λεπτό
  109. λευκό ανθόκρινο
  110. λευκό νούφαρο
  111. λευκόγιο
  112. λευκός κρίνος
  113. λιόφλογο
  114. λολολάκι (φράση της παρθενομαμής: γιατί λολοδάκι μου χάλασες το λελουδάκι σου;)
  115. λουδιό
  116. λουλούδι (άγρυπνο, άδυτο, αθέατο, αλώβητο, ανθρώπινο, δροσινό, ανοιχτό, αχνολούλουδο, λουλούδα, λουλουδάτο, λουλουδάτσι, λουλουδένιο ανθί, λουλουδένιο προσάρκι , λουλουδένιος, λουλουδίμι, λούλουδο, λουλουδούλι ,μισάνοιχτο, μεβιανό, μενεξεδένιο, μοσχοϊτιάς, μοσχολουλουδάκι, μπιγόνιας λουλουδάκι, μυγδαλιάς, ολόδροσο, πενταφύλακτο, ροδονιάς, τίμιο, φεγγοβόλο)
  117. λούλουρο
  118. λουλούτσι
  119. λούρνος
  120. λυγερό
  121. λύγινος
  122. λύγιο
  123. λυχναράκι της κόρης
  124. μανουσάκι
  125. μαργαρίτα
  126. μάτι της παρθενιάς
  127. μάτι του ήλιου
  128. μελισσάκι
  129. μελολί
  130. μενεξένιο γιουλάκι
  131. μεσομούνι
  132. μέτι της αγνότης
  133. μηράδι
  134. μουρνίδι
  135. μπαμπακούλα
  136. μπαμπακωτός
  137. μπουμπούκι (άδοτο, άθικτο, αμύριστο, ανήλιαγο, απάρθενο, απόκρυφο, δαμασκινιάς , κιτρινολεμονιάς, κλειστό, κρυφό, μυρτιάς λευκό, μεσομπούμπουκο, μοσχοτριανταφυλλιάς, νωλιομπούμπουκο, ροδοδαφνιάς, σ' ασχήμι της κόρης, του λιλιού (λιλί : αιδοίο), ταλλιακό, της τιμής, τρυφερό)
  138. μυλλιδώνι
  139. μυριανθισμένη αλυγαριά
  140. μυριανθισμένο
  141. μυρτολούλουδο
  142. νεραγκούλι
  143. νυχάκι
  144. ξέτρυπο
  145. ξυφί
  146. οινάνθη
  147. ολοδροσάτος κρίνος
  148. παπαρουνίτσα
  149. πασχαλίτσα
  150. πέπλο της νύφης
  151. περδικούλι
  152. πετανίδι
  153. πηγανούλι
  154. πικόλπι
  155. πλοκαμιανός
  156. ποθεινό
  157. πόθη
  158. ποθιανό
  159. προσάρκιο
  160. πρόσαρκο
  161. ρόδο (κόκκινο δροσάτο, ντροπαλό, της νιας, ροδοσταμιά, ρόδινο ανθάκι, ρόδινη φλόγα)
  162. ροκολούλουδο
  163. ρολόϊ της τσούπας
  164. ρωγολούλουδο
  165. σελλιάνα
  166. σιμιλούδι
  167. σκυλίτσα
  168. σκυτελάκι
  169. σκύτος
  170. σπιρτούλα
  171. στεφανάκι
  172. στόλος (στολίδι)
  173. στρογγυλολούλουδο
  174. σφηκάρι
  175. σχιστολούλουδο
  176. τερυπτός
  177. τερυτό
  178. τριανταφυλλάκι κόκκινο
  179. τριανταφυλλένιο
  180. τριαντάφυλλο εκατόφυλλο της κόρης
  181. τριμίδι
  182. τρουπί
  183. τρύοπο
  184. τρυφεράδι της κόρης
  185. τρυφερή βιολέτα
  186. τρυφηλό
  187. τσίπα
  188. φαλάμι του ανθού της κόρης
  189. φλόγα
  190. φλογερή παπαρούνα
  191. φρυδάκι
  192. φυλακιό
  193. χαλαρό
  194. χρυσάθεμο της κόρης
  195. χρυσόκρινος
  196. ψαθιρένιο
  197. ψαφαρό
  198. ψιλό
  199. ψυχαλιδάτο γαρυφαλλάκι

(Πηγή: εδώκαι εκεί)

(από σφυρίζων, 13/04/13)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Γενικευμένος αργκοτικός σχηματισμός της ενεργητικής στιγμιαίας προστακτικής.

Αναλυσούλα

Καταρχήν, τα ρήματα βήτα συζυγίας, σε -άω/ δηλαδή, σχηματίζουν τυπικά τη στιγμιαία τους προστακτική σε καταλήξεις που έχουν κλασικά κάτι απο σίγμα: γαμάω > γάμησέ τον, βαράω > βάρεσέ τον, ρουφάω > ρούφηξέ τον και λοιπά. Όπως είπαμε κι' εκεί όμως, στην αργκό και καθομιλουμένη είναι η συνεχής προστακτική τους που χρησιμοποιείται κατακόρον με στιγμιαία σημασία: γάμα τον, βάρα τον, ρούφα τον και λοιπά.

Στην άλφα συζυγία τώρα, κάποιες φορές η προστακτική αυτή δικαιολογείται από παράλληλο αργκοτικό, λαϊκό ή και διαλεκτικό τύπο του ρήματος, που το μετατρέπει από άλφα σε βήτα συζυγία (που είναι κι' αυτό αξιόλογο φαινόμενο, αλλά άλλη φορά): σφυρίζω > σφυράω > σφύρα τον (αντί σφύριξέ τον), διαλύω > διαλάω > διάλα τον (αντί διάλυσέ τον). Μεγάλο ατού του σχηματισμού, όπως φαίνεται καθαρά εδώ, είναι ότι προκύπτουν λιγοσύλλαβες λέξεις, που θα 'λεγα ότι τείνουν να προτιμιούνται σε γρήγορη ομιλία.

Υπάρχουν πάντως πάμπολλα παραδείγματα τέτοιων προστακτικών που δε βασίζονται σε παράλληλο τύπο βήτα συζυγίας, μεταξύ των οποίων και τα πασίγνωστα φεύγα (αντί φύγε), έμπα/έβγα (αντί μπες/βγες) και άλλα (δες και παραδείγματα). Εδώ είναι που βλέπει κανείς ότι μάλλον πρόκειται για περιπτώσεις συμμόρφωσης στον πολύ εδραιωμένο σχηματισμό της βήτα συζυγίας, που παίρνει αμπάριζα ό,τι βρίσκει στο διάβα του.

Και δυο παρατηρήσεις

Αξίζει να σημειωθεί ότι ο σχηματισμός κάποιες φορές υποστηρίζεται απ' τ' ότι τα ηχητικά ινδάλματα που προκύπτουν είναι ήδη γνωστά ως θηλυκά ουσιαστικά (που μπορεί να προκύπτουν και απ' τη χρήση της αργκοτικής κατάληξης ουσιαστικού ): απλώνω > η άπλα > άπλα τον (αντί άπλωσέ τον), γιουχάρω > η γιούχα > γιούχα τον (αντί γιούχαρέ τον), προσβάλλω > η προσβόλα (αντί η προσβολή) > προσβόλα τον (αντί πρόσβαλέ τον), και λοιπά.

Απ' την άλλη όμως υπάρχει και η αντίστροφη επίδραση, η προστακτική σε να σχηματίζει ουσιαστικά (πάλι σε ), είτε ως απαρεμφατική προστακτική: μπαίνω > έμπα > το έμπα, ή αλλιώς: φεύγω > φεύγα > ο φεύγα, σαλτάρω > σάλτα > η σάλτα.

Ακόμη, να θυμίσουμε και συγκεκριμένα παραινετικά και προτρεπτικά επιφωνήματα των ελληνικών, όπως άιντα, γιάλα, γιούργια, τα οποία σε κατάλληλα συμφραζόμενα κάλλιστα μπορούν να υποστηρίξουν το σχηματισμό, με βάση το λεγόμενο νόμο της αναλογίας.

  1. Ωραίο βγαίνει, για συνέχα, για συνέχα! (από φόρουμ)

  2. Τσάκα την τσαπού.

  3. Αρπα το γκολ από τον Καρντόσο, που σας έκανε ό,τι ήθελε στο κέντρο, και μετά τρέχα. (από ιστολόι)

  4. - Δεν το περίμενα να γράψω ολόκληρο σεντόνι για τη φράουλα… αλλά είναι να μην κάνεις το πρώτο το ρημάδι το κλικ
    - [...] άπλα το σεντόνι σου, παρηγορία τώ ‘χουμε
    (σχόλια στον κυρ-Σαράντ)

  5. Nikolis L.: ειδικό για «ανισόρροπους»......ya know............... Nikats: @Νamemate ......i missed your point pal! ....;;
    Nikolis L.: Namemate........θα στο ζωγραφίσω
    Nikats: Aντε ωρέ...ζωγράφα το!
    (από εδώ)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Και τώρα προσδεθείτε στις θέσεις σας για ένα σεμνό και ταπεινό απάνθισμα ονομασιών του πέοντα και των καλαμπαλικίων στις νεοελληνικές ντοπιολαλιές.

  • βάσανο, λόγω απαγορεύσεων και κακουχιών που επιτρέπουν στον πέοντα να εκτονώνεται σπανίως%
  • βίλλα (Κύπρος). Οι μορφές βιλλίν και βίλλος παίζουν από τον μεσαίωνα.%
  • γκαφλί (Κοζάνη)%
  • δαυλί (Αρκαδία)%
  • κακαλιά, το δέντρο%
  • καραμπίνα. Τα όπλα είχαν την τιμητική τους και στην αρχαιότητα (πιχί σαυνίον, δόρυ)%
  • κολόκα, η κολοκύθα%
  • κομπαρούλα, κόμπος (Θήρα)%
  • κουκούνα (Εύβοια)%
  • κουμπούρα (Σπάρτη)%
  • κρεμαντέλια, ο πέοντας και οι όρχεις μαζί επειδή κρέμονται (Ανατολική Ρούμελη)%
  • λάλα, η κάμπια, το πέος μικρού παιδιού. Βλ. και Λαλιώτης.%
  • ματζαφλάρι, το κρεμαστάρι (Βιθυνία)%
  • μασουράκι, μικρό μασούρι, το πέος μικρού παιδιού (Στερεά Ελλάδα)%
  • μέντζος, σκύλος (Μακεδονία). Η λέξη κύων χρησιμοποιείται από αρχαιοτάτων χρόνων.%
  • μονόματος (Τριχωνία). Αγγλιστί: one-eyed trouser snake.%
  • μπίλι, αιχμηρό κομμάτι ξύλου (Πελοπόννησος). Και στην αρχαιότητα έπαιζαν τα ορθίας (κατάρτι πλοίου), πάτταλος (πάσσαλος).%
  • μπιτχάς (Γιάννενα)%
  • μπουρνιδόρος, μπουρνί, πήλινο δοχείο (Ιθάκη)%
  • μπουτσαρίκα (Μακεδονία). Βλ. και το ηρωικό θα μου κλάσετε τον μπούτσον.%
  • μπράνα, είδος ποταμίσιου ψαριού (Ήπειρος)%
  • παλιατζίκος. Για τους ταλαίπωρους πέοντες%
  • παντέρημος. Βλ. αντίστοιχο«ρημαδιακό» για το αμνί.%
  • παύλος (Σφακιά)%
  • πόντσος (Μάνη)%
  • πουτσάκι (Κέρκυρα), πουτσάκλα (Τριχωνίδα), πουτσάρα, πουτσαράκι (Πελοπόννησος), πουτσαρέλα (Κέρκυρα), πούτσαρος (Πελοπόννησος), πουτσί, πουτσίδι (Θεσσαλονίκη, Στερεά Ελλάδα)%
  • πυρόβολος (Θεσσαλονίκη)%
  • ράι, η ουρά (Ικαρία)%
  • ρόζος (Κρήτ.) Χρησιμοποιείται και για το αιδοίον.%
  • σερμαγιαλής, αρχικά σημαίνει κεφαλαιούχος. Ο πουτσαράς (Ν.Α. Αιγαίο)%
  • σινακλίκια, ζώνη οπλισμού (Κύπρος)%
  • σπαθί, το πέος τράγου (Πελοπόννησος)%
  • συδριβίδι (Δ. Κρήτη)%
  • σύνεργο (Θεσσαλονίκη, Πήλιο) Βλ. δημώδες «Γιατρέ που σ' αρέσουν τα κορίτσια, πιάσε τα σύνεργα τα μούνεργα και πάρε μου την πούτσα και χώσ' τηνα στον κώλο σου να κάνει πλάτσα-πλούτσα».%
  • τζένιο (Κρήτη)%
  • τομπρούκι, μεγάλος κορμός δέντρου (Στερεά Ελλάδα) τουφέκι (Εύβοια)%
  • τριλέτρι (Μεγίστ.) (κυριολεκτικά = τριπλό άροτρο)%
  • τσακμάκι (Θεσσαλονίκη). Otusbir çekmek («τα 31 τσακμακώματα») αποκαλείται η μαλακία στην φίλη γείτονα.%
  • τσουτσούνα (Κύπρος και αλλού)%
  • ύπουργα, αρχίδια και πούτσος μαζί (Λευκάδα)%
  • χαλάτι, το παλαμάρι (Ήπειρος)%
  • χαρχαγκέλια, οι κρεμάμενοι πέων και όρχεις (Σέρρες)%
  • χρειασικό, αγροτικό εργαλείο (Μακεδονία)

Αρχίδια

  • αβγά. Βλ. και την άλλη αυγών%
  • αμάλαγα, αυτά που δεν πρέπει κανείς να αγγίζει%
  • αμαρτωλά. Βλ. άσμα «Σου δίνω πίσω σου δίνω πίσω το μήλο μου δάνεισες δώσε μου πίσω δώσε μου πίσω το πλευρό μου και ξοφλάμε».%
  • αμελέτητα%
  • αμίλητα. Η σιωπή των αχ-αμνών.%
  • αχαμνά%
  • αποκατινά%
  • βαριδάκια, βαρίδια%
  • βόλια (Χίος) Βλ. και καλό βόλι, βωλαράκια (Κρήτη)%
  • γείτονες. Χρησιμοποιείται από αρχαιοτάτων χρόνωνε, όπως και το παραστάται.%
  • δέκαρα%
  • δεκαράκια (Πελοπόννησος)%
  • ζουβάχια (Κρήτη)%
  • καρύδια%
  • κοκόβια (Χίος)%
  • κούρκουτα (Κρήτη)%
  • λυμπά (Κύπρος)%
  • μπάλες%
  • μπομπόλια (Κέρκυρα, Θεσσαλονίκη)%
  • τέτοια (Μάνη, Κρήτη)%
  • τρυφερά, τρυφερούλια%
  • φαμελιά (Κοζάνη)%
  • ψαχνά

Πηγές: Μαρία Βραχιονίδου, «Οι ονομασίες των γεννητικών οργάνων στα νεοελληνικά ιδιώματα και διαλέκτους», Selected Papers (Democritus University of Thrace, 2012), το σλανγκρρρ και το νέτι.

So preach us of your willy or John Thomas (από σφυρίζων, 10/09/13)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

ΤΟ ΛΕΞΙΚΟ ΤΟΥ ΜΑΓΚΑ (1932)
Πέτρος Κυριακός

Το 'χα βρει (και γαμώ τα τραγούδια), την είχα καταβρεί (και γαμώτο λεξιλόγιο) και, με τη λεξικομανία που με δέρνει, είχα βαλθεί να το «ερμηνεύσω» για τους γαλλόφωνους ελληνολάτρες που κάνανε κωλοτούμπες για να μάθουν μάγκικα της (τότε) πιάτσας (τρομάρα τους, ούτε κανονικά δικά μας δε σκαμπάζουν). Μου 'χε πάρει αρκετές βδομάδες για να το φτιάξω και να το σουλουπώσω στα μέτρα τους. Όμως όλα τα ελληνικά (και οι ελληνικούρες) που βρήκα ψάχνοντας, δεν πρέπει να μένουν ανεκμετάλλευτα σε χέρια κουτόφραγκων που απέχουν παρασάγγας απ' το βάθος της ελληνικής ψυχής. Έτσι, αποφάσισα να «εξελληνίσω» την έρευνά μου για χάρη του σλανγκρ. Προφάνουσλυ έχω διαπράξει λάθη και αβλεψίες, αλλά γι' αυτό υπάρχουν οι σλανγκόφιλοι με περισσότερες γνώσεις από μένα που θα τείνουν μια χήρα (sic) βοηθείας.

Τα λήμματα που δεν άλλαξαν μετά από 80 συναπτούς ενιαυτούς, τ' αφήνω ως έχουν, ή προσθέτω την ετυμολογία για όσους ενδιαφέρονται.

- Κεσάτια (01) μωρέ βλάμη (02) κι άμα δεν έχει δουλειά, δεν έχει αλισβερίσι (03)
- Τι θα πει αλισβερίσι;
- Καλαμπαλίκι (04) μωρ' αδερφέ!
- Μας φώτισες! (05)
- Ε άμα δεν ανθίζεσαι (06) τα σέα και τα μέα (07), γίνου λαγός (08) και πούλευε (09)!
- Μα τι γλώσσα είναι αυτή;
- Αυτή, αδερφέ μου είναι το ησπεράλντο (10), το λεξικό του μάγκα
Κι από ενθάδε (11) κι εμπρός όλη η Ελλάδα θα ξηγιέται μ’ αυτό το βιολί (12).

Και τώρα δώσε βάση (13) για να φωτιστείς (14), να μη μείνεις στραβός (15):

Τις κυράδες (16) λέω γοργόνες (17), και τους φίλους νταβατζήδες (18)
Τα κορίτσα λέω τρυγόνες (19), τα μαστούρια (20) τσαμπουκαλήδες (21)
Το μηδέν το λέω τρίχες (22) και το δάνειο λέω τράκα (23)
Το εννόησες, λέω, μπήκες και τους τικιτάνγκ (24) Mαρίκες (25)
Ξέρω κι άλλα, αλλά στρι και κόβω ρόδα (26) και σας κάνω τη κορόιδα (27)

Σπλάχνο λέω τη γκόμενά μου και τη μάνα μου γριά μου
Το παρλάν (28) λέω oμιλώντα, το παλτό Επαμεινώντα (29)
Λέω τον πλούτο μπερεκέτι (30) και την πιάτσα (31) λέω κουρμπέτι (32)
Το απών το λέω ερήμη (33), τ’ ακακαΐδι (34) καρντερίμι (35)
Ξέρω κι άλλα αλλά δεν τα σκάω μύτη (36) και πουλεύω σαν σπουργίτι

Τον καπνό τον λέω ντουμάνι (37), τον γιατρό τον λέω αλμπάνη (38)
Την κουβέντα λέω λίμα (39), τη στενή (40) την λέω τμήμα (41)
Το σιλάνς (42) το λέω μόκο (43), τα ψιλά (44) τα λέω μπαγιόκο (45)
Τον καθρέφτη μπανιστήρι (46), το συνωστισμό κολλητήρι (47)
Ξέρω κι άλλα από τέτοια φίνα, μάτσα (48) και σας κάνω την μπεκάτσα (49)

Τα μεράκια (50) λέω νταλκάδες (51), τους κουτούς τους λέω χαλβάδες (52)
Το θυμό τσαμπουκαλίκι (53), την αναποδιά (54) μανίκι (55)
Τη γιορτή καλαμπαλίκι (56), το κουράγιο ζοριλίκι (57)
Το μαχαίρι λέω λάσο (58) και το τρώω μπουζουριάζω (59)
Τώρα πάω μονάχα σκάβω (60) κερκινάδες (61) κι απολάω (62) σαπουνάδες (63)
Τώρα πάω μονάχα σκάβω πατινάδα (64) κι απολάω σαπουνάδα

Το ψωμί το λέω μπανιόκα (65) και τη φτώχια λέω μουρμούρα
Την αλλήθωρη σορόκα (66) και τη μπάζα (67) λωβητούρα (68)
Τους αθλητάς λέω μπεμπέδες, τους προσκόπους πιτσιρίκια
Τους δαντήδες (69) κουραμπιέδες (70) και τα γλέντια μερακλίκια (71)
Τώρα στρίβω (72) και τραβάω (73) στη γειτονιά μου, να μην έβρω (74) τον μπελά μου (75)

(01) Κεσάτια: τουρκ. > kesat
(02) Βλάμης: αλβ. > vlamis = αδελφός, αδελφοποιτός, σύντροφος, μάγκας, κλπ.
(03) Αλισβερίσι: τουρκ. > alisveris = πάρε-δώσε, νταραβέρι, τζερτζελές
(04) Καλαμπαλίκι: τουρκ. > kalabalik = βλ (03) αλλά, σήμερα, είναι και τα ... ούμπαλα.
(05) Εδώ, ειρωνικά: Δεν κατάλαβα τίποτα
(06) Ανθίζομαι=> (αχρ) => [Σακκουλεύομαι], Ψυλλιάζομαι
(07) Σέα και μέα: λατ. > tuus et meus (δικά σου και δικά μας)
(08) Γίνομαι λαγός: > idem
(09) Πουλεύω: > βλ. (08) (10) Ησπεράλντο: αχρ. παραφθ. του «esperanto», τότε κωδική γλώσσα για «μυημένους»
(11) Ενθάδε: > καθαρεύουσα > «εδώ», όπως πχ σε ταφόπλακες: «ενθάδε κείται» (12) Βιολί: > το γνωστό βιολί-βιολάκι (13) Δίνω βάση: > προσέχω, εξετάζω σοβαρά, κλπ. (14) Φωτίζομαι: > μαθαίνω, καταλαβαίνω
(15) Στραβός: > τυφλός, όπως πχ, κουτσοί-στραβοί κλπ. ...
(16) Κυράδες: > πληθ. του κυρά (με όσα συνεπάγεται) (17) Γοργόνες: > σαν τις μυθολογικές μέδουσες (όχι τις τσούχτρες) (18) Νταβατζήδες: τουρκ. > davaci = «προστάτης»
(19) Τρυγόνες: > πάντα ερωτευμένες
(20) Μαστούρια: αραβ. مصتور > πρεζόνια, κλπ., πριν τη χρήση (στερητικό σύνδρομο) ή μετά (φτιαγμένος)
(21) Τσαμπουκαλής: περσ. چابک (čābok), τουρκ. çabuk => καβγατζής / γρήγορος
(22) Τρίχες: idem (παλιά, προς μείζονα έμφαση, προσθέτανε (κατσαρές και μαλλινοβάμβακες)
(23) Τράκα: idem (τρακαδόρος, σελέμης)
(24) Τικιτάνγκα: από ντίνγκι-ντάνγκα (αχρ. αδερφή) κατά μία άποψη, ονοματοποιία, από το πέρα-δώθε κούνημα που κάνει το γλωσσίδι της καμπάνας.
(25) Μαρίκες: πληθ. του ισπανικού «μαρίκα» (υπερθετικό = maricon) (26) Στρι και κόβω ρόδα: > (αχρ.) σύντμηση του «στρίβω» (=> φεύγω) + κόβω ρόδα («μυρωμένα») .
(27) Κάνω την κορόιδα: > idem (28) Παρλάν: (sic) γαλλ. > parlant (ο μετέπειτα «ομιλών» κινηματογράφος)
(29) Επαμεινώντας: > πανωφόρι (cit.: Νίκος Τσιφόρος - Τα Παιδιά της Πιάτσας - 1960): «Κάποτε ένας μάγκας χρειάστηκε ένα παλτό να περάσει το χειμώνα. Βρήκε μια χλαίνη που είχε κλέψει ένας φίλος του φαντάρος, που τον λέγαν Επαμεινώντα. Ο μάγκας έβαψε την χλαίνη μπλε για να μη γνωρίζεται, τηνε κόντηνε, γιατί το κοντό παλτό ήτανε τότε μόδα και, μια και του την είχε δώσει ένας Επαμεινώντας, τη βάφτισε «Παμεινώντα». Η λέξη έμεινε στην argot για παλτό / πανωφόρι.«
(30) Μπερεκέτι: τουρκ. > bereket => αφθονία
(31) Πιάτσα: ιταλ. > piazza => κυριολ. πλατεία, σήμερα, idem. (32) Κουρμπέτι: τουρκ.αραβ. > kurbet, gurbet, (الغريب => al gharib) βλ (33) Ερήμη: (που λεν κι οι Πατρινιές) παραφθ. του καθαρευουσιάνικου »ερήμην« => »εν τη απουσία«, »απόντος τού«
(34) Aκακαϊδι: (αχρ) => άσφαλτος, πίσσα, απομεινάρια (πρβλ. »αποκαϊδια«)
(35) Καλντερίμι: τουρκ. > kalderim = > λιθόστρωτο, πλακόστρωτο, κλπ.
(36) Σκάω μύτη: idem (37) Ντουμάνι: idem, τουρκ.αραβ. => duman دمان (38) Αλμπάνης: (αχρ.) περσ.τουρκ.αραβ. > nalmpant => πεταλωτής, αδέξιος, κομπογιαννίτης (!)
(39) Λίμα: (αχρ.) ιταλ.γαλλ. limα/lime => φλυαρία, μπλα-μπλα
(40) Στενή: idem (41) Τμήμα: idem (42) Σιλάνς: (αχρ) σιωπή (πρβλ. frangrec ]σιλανσιέ]) (43) Μόκο: idem, ιταλ. moco => σιωπή, βλ. (42) (44) Ψιλά: idem
(45) Μπαγιόκο: (αχρ) => ιταλ. baiocco (παλιό νόμισμα του Βατικανού) => κομπόδεμα (46) Μπανιστήρι: idem (47) Κολλητήρι: idem (48) Μάτσα: (πληθ. αχρ.) => πολλά, μπόλικα (49) Μπεκάτσα: (αχρ. κάνω την μπεκάτσα) => κάνω τον ξύπνιο, τον πονηρό, βλ και (27)
(50) Μεράκι: idem, τουρκ.αραβ. => merak مراك
(51) Νταλκάς: idem, τουρκ. => dalga => μεγάλο μεράκι, καψούρα και ... overdose (52) Χαλβάς: idem, τουρκ. αραβ. => helva/halaoua حلوى
(53) Τσαμπουκαλίκι: idem, βλ (21) (54) Αναποδιά: idem (55) Μανίκι: idem (56) Καλαμπαλίκι: idem, βλ (03) και (04)
(57) Ζοριλίκι: τουρκ.αραβ. => zor => ζόρι زور
(58) Λάσο: (σα μαχαίρι, αχρ), ιταλ. lasso, ισπαν. lazo (59) Μπουζουριάζω: τρώω, ταρατσώνω, ντερλικώνω, χλαμπουκιάζω, αλλά και συλλαμβάνω, φυλακίζω (60) Σκάβω: (αχρ) ψάχνω, φτιάχνω, συχνάζω, μαγειρεύω
(61) Κερκινάδες: (αχρ) πληθ του κερκινάς: τουρκ.αραβ. => karahana => μπουρδέλο (62) Απολάω: (αχρ) πιθ. παραφθ. από αμολάω ή απολύω (63) Σαπουνάδα: (αχρ) μπούρδα, παραμύθι
(64) Πατινάδα: (αχρ) πιθ. παραφθ. από μαντινάδα ή από κλοτσοπατινάδα => μπελάς
(65) Μπανιόκα: (αχρ) πιθ. παραφθ. από ιταλικό magnocca => μαντιόκα, ταπιόκα (66) Σορόκα: (αχρ) πιθ. παραφθ. από σιρόκο (;) που φυσάει και δεξιά κι αριστερά => συνεπώς, αλληθωρίζω (;)
(67) Μπάζα: ιταλ. => (θηλ.) μεγάλο κέρδος, βλ. (45) (68) Λοβιτούρα: ρουμ. => lovitura => κόλπο, απάτη, κλπ., σχεδόν συνώνυμο του σημερινού λαμόγιο / λαμόγια) (69) Δαντήδες: (αχρ) αγγλο-γαλλικό dandy (δανδής / δανδήδες) => κομψευόμενοι, κουραδόμαγκες, κλπ.
(70) Κουραμπιές: τουρκ.=> kurabiye / αραβ.=> gurab
(71) Μερακλίκι: idem βλ (50) (72) Στρίβω: idem βλ (26) (73) Τραβάω: idem (μ'όλες τις σημερινές σημασίες)
(74) Να μην έβρω: παλιά γραφή τού να μην εύρω = να μη βρω.
(75) Μπελάς: τουρκ. bela => που δεν αλλάζει όσα χρόνια κι αν περάσουν

Κάθε λήμμα του λεξικού κι ένα παράδειγμα για κουβέντα.

Το Λεξικό του Μάγκα (από HODJAS, 08/09/10)(από GATZMAN, 08/09/10)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Κοινώς, τον παίρνει. Για ευνόητους λόγους η έκφραση είναι ιδιαιτέρως παραστατική.

Όπως είπε και ο Ισαάκ Νεύτων μεταξύ άλλων, στέκομαι πάνω στους ώμους γιγάντων και δράττομαι της ευκαιρίας να συμπληρώσω την εμβληματική δουλειά του χρήστη tarantula, επεκτείνοντας τη λίστα με τις παρεμφερείς εκφράσεις, μνημείο της ευρηματικότητας και επινοητικότητας του Έλληνος.

Τα παραδείγματα δεν εξαντλούν τη λίστα αλλά αποτελούν μία καλή αρχή προς επίτευξη του αντικειμενικού σκοπού, ο οποίος είναι η χρήση μίας μοναδικής έκφρασης ανά αδελφή εντός του ελλαδικού χώρου.

τα βερνικώνει τα φασόλια
τα κουνάει τα ζάρια
τα λέει τα κάλαντα
τα τραβάει τα βυζιά της πεταλούδας
τη βάζει τη κάλτσα στο συρτάρι
τη γαργαλάει την μπάμια
τη γυαλίζει την κάννη
τη γυρνάει τη μπετονιέρα
τη ζευγαρώνει την κάλτσα
τη μαδάει τη μαργαρίτα
τη μαδάει την παπαρούνα
τη μαρκαλίζει την κατσίκα
τη ματσακονιάζει τη βάρκα
τη ρυθμίζει την ένταση
τη σουρώνει την κουρτίνα
τη σουρώνει την ψαρόσουπα
τη στύβει την αντσούγια
τη φυσάει την σούπα
τη χαλαρώνει τη βαλβίδα
την αδειάζει την μπομπονιέρα
την ανοίγει την πίσω πόρτα
την ζουπάει την κέτσαπ
την καβουρδίζει την καραμέλα
την καθαρίζει την οδοντόβουρτσα
την καίει τη βάτα
την καρφώνει την μπαγλαντόπηχα
την καρφώνει την τσιμούχα
την κομποζάρει την πολυθρόνα
την κουνάει την αχλαδιά
την κουνάει την καμπάνα
την κρατάει την τιάρα
την κυνηγάει την πέρδικα
την ματσακονιάζει τη βάρκα
την ξελεπιάζει την ζαργάνα
την ξεφλουδίζει τη μπανάνα
την ξυρίζει τη μασχάλη
την οπισθογραφεί την επιταγή
την παριστάνει τη μπασκέτα
την παριστάνει τη σκούπα
την πλένει την εξωλέμβιο
την τζαγκουρνάει την πεύκα
την τινάζει την βερικοκιά
την τυπώνει τη σελίδα
τις βλέπει τις ειδήσεις των 8
τις γυρίζει τις μπριζόλες
τις μαζεύει τις ελιές
τις παίζει τις χορδές
το αλατίζει το γιαούρτι
το αρμέγει το φίδι
το βάζει το βέλος στη φαρέτρα
το βάζει το καλαμάκι στο φραπέ
το βάζει το ταψί στο φούρνο
το βγάζει το καπέλο
το βιδώνει το τιρμπουσόν
το γρασάρει το ρουλεμάν
το γυαλίζει το πόμολο
το γυαλίζει το σκαρπίνι
το γυαλίζει το φυνιστρίνι
το δαγκώνει το αντίδωρο
το δαγκώνει το μαξιλάρι
το δένει το μπουρνούζι
το δίνει το μπουρμπουάρ
το διπλώνει το σεντόνι
το εξαερώνει το καλοριφέρ
το ευλογάει το γένι
το ζυμώνει το μπιφτέκι
το καβουρδίζει το φιστίκι
το κανελώνει το ριζόγαλο
το καταπίνει το κουκούτσι
το κουνάει το μίλκο
το κουρδίζει το ρολόι
το κρατάει το δόρυ
το κρεμώνει το γαλακτομπούρεκο
το κρύβει το σαλάμι
το λαδώνει το σασμάν
το λαδώνει το τηγάνι
το λερώνει το πουκάμισο
το μαζεύει το λάστιχο
το μακιγιάρει το μπαρμπουνάκι
το μασουλάει το τουλουμπάκι
το μαστιγώνει το δελφίνι
το ματώνει το γόνατο
το μελώνει το παστέλι
το ξεβγάζει το πινέλο
το ξεπλένει το μαρούλι
το ξύνει το μολύβι
το ξυρίζει το ακτινίδιο
το πάει σούζα το τρίκυκλο
το πάει το γράμμα
το παρκάρει το μηχανάκι
το πατάει το γκαζι
το πεταλώνει το μυρμήγκι
το πιπιλίζει το καλαμάκι
το πλάθει το σουτζουκάκι
το πνίγει το κουνέλι
το ρουφάει το μύδι
το σηκώνει το σακάκι
το σηκώνει το χειρόφρενο
το σκουπίζει το μπαλκόνι
το στρώνει το σεντόνι
το στύβει το λεμόνι
το σφίγγει το καπάκι
το σφίγγει το μπουλόνι
το σφουγγαρίζει το κατάστρωμα
το τεντώνει το σεντόνι
το τινάζει το χαλί
το τραβάει το καζανάκι
το τρίβει το πιπέρι
το τσουλάει το διφραγκάκι
το τυλίγει το καλώδιο
το φοράει το περουκίνι
το φτύνει το κουκούτσι
το φυσάει το αχνιστό
το φυσάει το καλάμι
το χαϊδεύει το τριζόνι
το χαστουκίζει το δελφίνι
το χορεύει το λάτιν
το ψέλνει το ευαγγέλιο
το ψήνει το μπιφτέκι (κι από τις δυο μεριές)
τον αδειάζει το σκουπιδοτενεκέ
τον απλώνει τον τραχανά
τον αχνίζει τον κουραμπιέ
τον βάζει τον φορτιστή στην πρίζα
τον βαφτίζει τον Αλβανό
τον βοσκάει τον κένταυρο
τον βουτάει τον κολιό στο ξύδι
τον γυαλίζει τον αστακό
τον ζωγραφίζει τον πίνακα
τον κάνει τον σημαιοφόρο
τον μπουγελώνει τον παπαγάλο
τον ντραλονάρει τον καναπέ
τον ξεπατώνει τον αργαλειό
τον ξηλώνει τον καβάλο
τον πάει καλά τον σκαραβαίο
τον πάει τον απορροφητήρα
τον παλουκώνει τον δράκουλα
τον πασπαλίζει τον κουραμπιέ
τον πνίγει τον ιππόκαμπο
τον στρίβει τον ντολμά
το τινάζει το μυτζηθροκούλουρο
τον τσουρουφλίζει τον αστακό
τον φεσώνει τον περιπτερά
τον φτύνει τον ταραμά

Αξιοσημείωτο είναι το φαινόμενο ότι η συνδήλωση της ομοφυλοφιλίας οφείλεται αποκλειστικά στα συμφραζόμενα και τα εξωγλωσσικά στοιχεία και την σύνταξη προληπτική αντωνυμία + ρήμα + έναρθρο ουσιαστικό και καθόλου στις λέξεις που αποτελούν τη φράση. Έχουμε, δηλαδή, το φαινόμενο της υπό συνθήκες παραγωγής νοήματος από την σύνταξη της πρότασης και μόνον, εξ ου και η εν τέλει ανεξάντλητη ποικιλία των φράσεων αυτού του τύπου.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Καρακλασική έκφραση που σημαίνει ότι αδιαφορώ τελείως για κάποιον, τον περιφρονώ, και κυρίως αδιαφορώ για υποδείξεις, συμβουλές, προτροπές, νόρμες, κανόνες.

  1. Ποιο σύστημα; Τους γράφω στα αρχίδια μου. Το σύστημα δε με αντέχει εμένα, το έχω χακάρει. Τώρα προσπαθεί να με αγκαλιάσει, τώρα που βλέπει ότι δεν μπορεί να κάνει διαφορετικά. (Εδώ).
  2. Στ' αρχίδια μου γράφω τους νόμους. (Εδώ).
  3. Άνδρας των ΜΑΤ: "Τον γράφω στα αρχίδια μου τον Υπουργό". (Εδώ).

Σωστή χρήση

Λίγο πιο εύσχημο είναι το γράφω στα παλιά μου τα παπούτσια, ενώ το γράφω στα αρχίδια μου έχει δώσει το έναυσμα για τις παρακάτω εκφράσεις:

"Στ' αρχίδια μου τον γράφω τον Αρούλη, σύνθημα του ΠΑΟΚ"

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified