Further tags

Ο Μπάμπης μας πληροφορεί ότι η πουτάνα ετυμολογείται εκ του λατινικού putidus, τουτέστιν: σάπιος, ρυπαρός και δύσοσμος.

Πριν όμως οι Λατίνοι ανακαλύψουν τις μαράκες, στα μέρη μας η εταίρα Φρύνη προσέφερε δωρεάν φραπέ στο Διογένη επειδή θαύμαζε το μυαλό του, η δε ιερόδουλη Διοτίμα έδινε τον απόλυτο ορισμό του έρωτα στο κάθε άλλο παρά πλατωνικό Συμπόσιο.

Βρωμιάρες λοιπόν ή καθαρές, αγαπάμε πουτανίτσες και ξέρουμε και να τις στολίζουμε:

  1. αδερφή του ελέους
  2. αδήλωτη
  3. ακουσμένη
  4. ακριβοπουτάνα
  5. αλανιάρα
  6. αλητόμουνο
  7. αμαρτωλή
  8. αμαρτωλό
  9. ἀνασεισίφαλλος
  10. απ’ αυτές
  11. αρτίστα
  12. αρχιπουτάνα
  13. αρχιπουτανάρα
  14. αρχιπούτανος
  15. ατιμασμένη
  16. αὐλητρὶς
  17. αχλαδομουνοπατσαβούρα
  18. βακέττα
  19. βιζιτού
  20. γεβεντισμένη
  21. γελασμένη
  22. γιαουρτομούνα
  23. γκαζοχωρίτισσα
  24. γκομενοφάση
  25. γκουφουέ
  26. γκοντώστρα
  27. γυναίκα της περιπατητικής σχολής
  28. γυναίκα του δρόμου
  29. γυναίκα του ημίκοσμου
  30. δηλωμένη
  31. δημόσια
  32. δημόσιο
  33. διαβολογητεύτρα
  34. δρομάς
  35. εκδιδόμενη
  36. ελευθεριάζουσα
  37. ελευθέρων ηθών
  38. επαγγελματίας
  39. επιλήψιμου διαγωγής
  40. έπιπλο
  41. e-πούτανος
  42. εργαζόμουνα
  43. έσκορτ
  44. εσκορτίδιο
  45. εταίρα
  46. ζιγκολέτ
  47. η Άντα που κάνει τα πάντα
  48. η Λόλα που τα κάνει όλα
  49. ημιπαρθένος
  50. Θαΐς
  51. ιερόδουλος
  52. ἱπποπόρνος
  53. καθαρή
  54. καλοπλυμένη
  55. καλντεριμιτζού
  56. καλντερίμω
  57. καλτάκα
  58. καμπαρετζού
  59. καρακαλτάκα
  60. καρακαχπές
  61. καραμουτζού
  62. καραμπιτσαριώ
  63. καραπουτάνα
  64. καραπουτανάρα
  65. καραπουταναριό
  66. καραπούτανος
  67. καραρουσπού
  68. καριόλα
  69. καριολάϊν
  70. καριολίνα
  71. καριολοτσιμπουκογλείφτρα
  72. κασαλβάς
  73. κασσωρίς
  74. καταπιοσπερμιόλα
  75. καχπές
  76. κικαρού
  77. κοινή
  78. κοκότα
  79. κομμώτρια
  80. κοντοπούτανος
  81. κορίτσι
  82. κορίτσι της χαράς
  83. κορίτσι για σπίτι
  84. κότα
  85. κουβεντιασμένη
  86. κουνίστρα
  87. κουρκουλετζού
  88. κουρτεζάνα
  89. κόφα
  90. κούρβα
  91. κουφάλα
  92. κρυφή
  93. κρυφοπουτάνα
  94. κρυφοπούτανος
  95. κυρία Καριολίδου
  96. κωλοκουνίστρα
  97. κωλοπετσωμένη
  98. Λαΐς
  99. Λάουρα
  100. λεγάμενη
  101. λεγόμενη
  102. λεωφόρος
  103. λικνιτζού
  104. λινάτσα
  105. λουλούδα
  106. Λυδία
  107. Μαγδαληνή
  108. μαντενούδα
  109. μαντετούτα
  110. μαντινούδα
  111. μαντιτούτα
  112. μαντονέτα
  113. μεγαλοκυρά
  114. μεσσαλίνα
  115. μετρέσα
  116. μιαμόρ
  117. μιξοπαρθένα
  118. μισοπαρθένα
  119. μισότριβη
  120. μοντέλο
  121. μορόζα
  122. μουνόσκυλο
  123. νανά
  124. νίτσα
  125. ντάνα
  126. ντροπιασμένη
  127. νυχτολουλούδα
  128. νυχτοπόρτισα
  129. ξεβγαλμένη
  130. ξεκωλιάρα
  131. ξέκωλο
  132. ξεκωλοπουτανόμουνο
  133. ξελόντζα
  134. ξεμπούρδελο
  135. ξεπατωμένη
  136. ξεσκισμένη
  137. ξετσίπωτη
  138. ξεψώλι
  139. όργανο ηδονής
  140. παλιογύναικο
  141. παλιοθήλυκο
  142. παλιοκόριτσο
  143. παλιοσκρόφα
  144. παλλακίδα
  145. παλλακίς
  146. πάνδημος
  147. παξιμάδα
  148. παξιμαδοκλέφτρα
  149. παπαδοξηλώτρα
  150. παξιμάδω
  151. παραστρατημένη
  152. παρδαλή
  153. πασιπόρνη
  154. παστρικιά
  155. πατσαβούρα
  156. πεταλούδα
  157. πεταλούδα της νύχτας
  158. πηδιόλα
  159. πινεζοπούτανο
  160. πλανεμένη
  161. πλύμα
  162. πολιτική
  163. πολιτικιά
  164. πομπεμένη
  165. πόπη
  166. πόρνη
  167. πόρνη πολυτελείας
  168. πορνίδιο
  169. ποττάνα
  170. πουλημένη
  171. πουσουέ
  172. πουτανάκι
  173. πουταναριό
  174. πουτανέλι
  175. πουτανίδιον
  176. πουτανικός
  177. πουτανίτσα
  178. πουτάννα
  179. πουτανοθήλυκο
  180. πουτανοθήλυκο του ανέμου
  181. πούτανος
  182. πουτανογκαβλιάρα
  183. πουτανόθρεμμα
  184. πουτολένη
  185. πουτσαρπάχτρα
  186. πουτσοπόρνη
  187. πουττάνα
  188. putz Frau
  189. πτωχελένη
  190. πωροπούτανο
  191. ρουσπού
  192. ρουφιάνα
  193. σιφιλιάρα
  194. σκεύος ηδονής
  195. σκρόφα
  196. σκύλα
  197. σκύλλη
  198. σοκακού
  199. σουρλουλού
  200. σουρτούκω
  201. σπιτικιά
  202. σπιτωμένη
  203. συνοδός
  204. τάνα
  205. την έχει καπατμά
  206. της αρέσουν τα ξινά
  207. του γλυκού νερού
  208. του δρόμου
  209. τουρίστρια
  210. τραμπαλέτα
  211. τροτέζα
  212. τρύπερ
  213. τσαπερδόνα
  214. τσαπερδονοκωλοσφυρίχτρα
  215. τσούλα
  216. τσουλάκι
  217. τσουλί
  218. φακλάνα
  219. φθηνή γυναίκα
  220. φραπεδιάρα
  221. Φρύνη
  222. φτηνή πουτάνα
  223. φτηνοπουτάνα
  224. χαζοπουτάνα
  225. χαμαιτύπη
  226. χαμούρα
  227. χανιώλα
  228. χαλκιδῖτις
  229. χαρχάλα
  230. χορεύτρια
  231. χορηγούμενη
  232. χωνί
  233. ψυχικάρα
  234. ψυχοπουτάνα
  235. ψωλαρπάχτρα
  236. ψωλομαζεύτρα

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Ή αλλιώς πορδή... Γνωστή προφανώς η σημασία της λέξης και κάθε άλλο παρά slang έννοια... Σε ένα blog όμως βρήκα ένα ξεκαρδιστικό κατάλογο από είδη κλανιών που πραγματικά είναι εξαιρετικός! Προτού παραθέσω τα γραφόμενα του blog, σημειώνω ότι στο site υπάρχουν ήδη κάποια είδη που αναφέρονται(κομπολογάτη)...

Λεβεντόπορδος

Το λέει και το όνομα… περήφανος που δεν διστάζει να λέει τα πάντα, μα τα πάντα με το όνομά τους. Που δεν ντρέπεται για αυτό που είναι!! Και το φωνάζει σε κάθε ευκαιρία!!! Μπορεί να τον συμπαθήσεις, να τον μισήσεις, ή να σε κάνει να χαμογελάσεις, να γελάσεις ή ακόμα να μουτρώσεις ή ακόμα και να ξινίσεις. Σε κάθε περίπτωση κερδίζει τον σεβασμό. Να έχεις πάντα το θάρρος της γνώμης σου!

Σωβρακοξεσκίστρα

Και ξαφνικά όλα γύρω σου τρέμουν! Πέφτει η τάση του ρεύματος, ξεκρεμάνε τα κάδρα και σπάνε όλα τα γυαλικά, τα τζάμια ραγίζουν και εσύ τα έχεις χαμένα. Αναρωτιέσαι αν μόλίς τώρα πέρασε ένα αεροπλάνο… Μήπως ρε παιδί μου ξύπνησε η μάνα Γη και τρέμει το έδαφος, μήπως ενεργοποιήθηκε το ρήγμα των Κυθήρων. Όχι αγαπητά μου ρεμάλια. Απλά έκανε την εμφάνισή της η σωβρακοξεσκίστρα. Γρήγορη, άμεση, αποτελεσματική που καμιά ραφή εσωρούχου δεν μπορεί να αντισταθεί στη δύναμή της, που κανένα ντεσιμπελόμετρο δε μπορεί να μείνει ασυγκίνητο. Κανένα κεφάλι δε μπορεί να γυρίσει με απόλυτη ανησυχία.

Κομπολογάτη

Μην είναι 10 να πάρω δρόμο; Μην είναι 100 να πάρω το ασθενοφόρο; Μην είναι 1.000 να πάρω τον πούλο; Εντάξει ρεμάλια, 1.000 δύσκολα θα έφτανε κανείς (όποιος φτάσει… πάνε τα φυτά της διπλανής αυλής) αλλά τα 10, 20 άντε 30 είναι ένα λογικό νούμερο… και μπορεί να επιτευχθεί με λίγη παραπάνω προσπάθεια. Οι καλά εκπαιδευμένοι πισινοί μπορούν να την αναπαράγουν σε κάθε στάση-θέση, ενώ οι λιγότεροι έμπειροι χρησιμοποιούν το περπάτημα “δεκανίκι” ώστε σε κάθε τους βήμα να αμολούν και μία! Κάνει ωραίο εφε στη παρέα καθώς όλοι προσπαθούν να τις μετρήσουν για να δουν μέχρι που αντέχει η χάρη τους…

Παραπονιάρα

Αν η θλίψη που αφήνει πίσω της, δεν κάνει κανέναν να δακρύσει, τότε το μοιρολόι της δεν θα άφηνε κανέναν ασυγκίνητο! Εκφράζει το ανολοκλήρωτο, το πιεσμένο, αυτό που ήθελε να βγει και να μιλήσει αλλά ποτέ δεν είχε την ευκαιρία. Ενός λεπτού σιγή σας παρακαλώ αγαπητά ρεμάλια!!

Θου-Βου (Θανάσιμα Βρομερή)

Εδώ αγαπητά μου ρεμάλια τα πράγματα σοβαρεύουν απότομα! Εδώ τα παιδιά ξεχωρίζουν από τους άντρες! Πίσω από τις αστείες και χιουμοριστικές ταινίες που κρύβει το όνομά της, κρύβεται το δράμα, η ασφυξία και η προσπάθεια για επιβίωση. Η Θου-Βου δεν παίρνει ποτέ αιχμάλωτους. Δεν καταλαβαίνει από γυναικόπαιδα. Μόλις σκάσει η βόμβα… ο σώζων εαυτόν σωθείτω. Κατευθυνθείτε προς την πλησιέστερη έξοδο και κρατήστε την αναπνοή μας! Α, και αγαπητά ρεμάλια… προς Θεού, μην ανάψετε αμέσως τσιγάρο! Κίνδυνος ανάφλεξης!!

Βεντουζωτή
Εκεί ρεμάλια που νομίζαμε πως όλα αντιμετωπίζονται με το άνοιγμα του παραθύρου και μιας πόρτας για την δημιουργία ρεύματος… (ΑερίζουμεεεΕεεεεΕΕΕΕ) ή ακόμα και το πέρασμα του χρόνου, που συνήθως γιατρεύει τα πάντα, η Βεντουζωτή έρχεται να ανατρέψει όλη μας την κοσμοθεωρία και όλους τους νόμους της Φυσικής! Γιατί επιμένει παρότι το παράθυρο παραμένει ερμητικά ανοικτό! Παραμένει αλώβητη παρόλο που ανοίξαμε και την πόρτα διάπλατα, ακόμα και αν ανοίξαμε ότι ανοίγει με το έξω κόσμο… μέχρι και το απορροφητήρα της κουζίνας!!!! Και αφού της δώσαμε και αρκετή ώρα να αποδράσει με την ησυχία της, εκείνη παραμένει στο χώρο και με το που μας βλέπει μας κλείνει πονηρά το μάτι!!!

Κρότου - Λάμψης

Εντυπωσιακή, σαν την γκομενάρα με το φοβερό σώμα που σκάει μύτη στην παραλία το καλοκαίρι! Αλλά και ακίνδυνη σαν την γκομενάρα που δεν μπορεί να ρίξει εκείνο το παιδί στην παραλία που εξέχει το πλωμάρι του 10 εκατοστά από το μαγιό του…. Αυτή είναι κρότου-λάμψης, μαγκιά, κλανιά και κώλο φινιστρίνι (κυριολεκτικά, και μεταφορικά). Σαν λιοντάρι που τρώει μόνο το γρασίδι, τρομάζει τους πάντες με την πυγμή και την αποφασιστικότητά της και εκεί που όλοι περιμένουν τα χειρότερα, αποδεικνύεται για false alarm. Κάτι σαν άσκηση ετοιμότητας πάνω κάτω…

Μουλωχτή (Ή ύπουλη ή τζούφια)

Δεν την πιάνει το μάτι σου, αλλά την πιάνει όμως η μύτη σου! Ίσα που ακούγεται και κάνει αισθητή την παρουσία της! “Ψωράλογο” λες, μόνο που μετά από την λέξη “ψωράλογο” που θα πείς, σηκώνεται στα πίσω πόδια, και τρέχει σαν αστραπή! Η μουλωχτή θέλει το χρόνο της να εξαπλωθεί και να κατακτήσει το χώρο και να επιτεθεί με την ησυχία της. Μην την υποτιμήσετε ποτέ αγαπητά ρεμάλια! Αλλιώς την βάψατε!

Μακράς Διάρκειας (Ή LP)

Ανακαλύψτε τα όρια σας! Γιατί συνεχίζει συνεχίζει συνεχίζει συνεχίζει… και κερδίζει! Δεν καταπιέζεται καθόλου. Ότι έχει να το πει, θα το πει, χωρίς το άγχος χρόνου καθώς δεν κάνει οικονομία χρόνου! Θα πλατειάσει, θα φλυαρήσει, θα επεκταθεί, θα επαναλάβει τις ίδιες κουβέντες. Θα εντυπωσιάσει, θα σχολιαστεί, θα προκαλέσει δέος, θα αποστομώσει τους πάντες. Δεν σηκώνει όμως πολλά πολλά! Όταν καπνίζει ο λουλάς, εσύ δεν θα πρέπει να μιλάς! Μην την διακόψετε… που θα πάει θα ολοκληρώσει….

Αγχωμένη
Πρέπει να “τα πει” αλλά ντρέπεται τι θα πει ο κόσμος για αυτήν! Φοβάται μην πει τίποτα παραπάνω από αυτά που θέλει να πει! Φοβάται μην φωνάξει αυτό που θέλει να πει, παραπάνω από ότι πρέπει. Αλλά αν δεν μιλήσει, θα σκάσει! Το άγχος είναι ολοφάνερο! Προσπαθεί να είναι σύντομη και αθόρυβη. Να προλάβει να ολοκληρώσει ότι έχει να πει, στα λίγα δευτερόλεπτα από την ώρα που ο καλός κύριος της ανοίξει την πόρτα να μπει, μέχρι να κάνει το γύρω του αυτοκινήτου εκείνος και μπει και κάτσει δίπλα της. Να εκμεταλλευθεί έναν ήχο που θα παραχθεί από έξω και προλάβει να καλυφτεί και να καλύψει τα ίχνη της. Είναι όμως καταπιεσμένη, γιατί νιώθει μη κοινωνικά αποδεκτή και αυτό το στίγμα θα την κυνηγάει για πάντα.

Παιχνιδιάρα

Το μέτρο και τα σταθμά χάνονται! Όλοι οι κανόνες παραμερίζονται και ξεχνιούνται για όσο η χαρωπή και παιχνιδιάρα αναλάβει να σκορπίσει το κέφι γύρω της! Ξεκινάει αργά και αναγνωριστικά και στην συνέχεια ανεβάζει στροφές, γίνεται και λίγο κομπολογάτη και ρίχνει μερικά σκασίματα σαν παλιά εξάτμιση και συνεχίζει στο δικό της τέμπο, όσο βέβαια της επιτρέπουν οι δυνάμεις της! Σε όσο κακή διάθεση και να είσαι δεν μπορείς να μην της σκάσεις ούτε ένα χαμογελάκι. Ειδοποιεί επίσης τον σκύλο ότι είναι ώρα για να φάει!

(http://www.rhodesblogs.gr)

«Μιλάνε» άπο μόνες τους!!

(από Galadriel, 04/03/09)Να και μία του Πάγκαλου που θα έπρεπε να απογορευτεί με διεθνείς συνθήκες! (από Cunning Linguist, 21/09/10)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Κείνο που μας τρώει, κείνο που μας σώζει.

  1. Calypso lit dans un mou nid au bord de l'eau.
  2. Chamonix
  3. mea colpa
  4. άβυσσος το μουνί της γυναίκας!
  5. αγαθομούνα
  6. αγαρμπομούνα
  7. αιδοίο το οδοντοφόρο - δαγκανόμουνο - vagina dentata
  8. αιδοιόκυνος
  9. Αιδοίον πέλαγος
  10. αιδοιοφόρο
  11. αιδοιοφόρος ορίζοντας
  12. ακατάσχετη μουνορραγία
  13. άλλο Τουπαμάρος κι άλλο το μουνί της Μάρως
  14. Αμοκάτσι ... Αμουνίκε ... Ρουφάι
  15. ανάγκη πού'χει η Μάρω, πού 'ν' το μουνί της μαύρο
  16. αναμουνή
  17. αναρχομούνι
  18. αντρικό μουνί
  19. άπατα
  20. Από τον κώλο στο μουνί, δυό δάχτυλα και κάτι τι.
  21. από φωνή... μουνάρα!
  22. αραχνομούνα
  23. αρχιμύδεια
  24. αρχοντομούνα
  25. αχλαδομουνοπατσαβούρα
  26. βρακί αυτοκινήτου - εσώρουχο με τρύπα
  27. βρήκαμε μουνί, το θέλουμε και ξυρισμένο
  28. βρωμομούνα
  29. γαμώ το μουνί που σε πέταγε
  30. γαμώ το μουνί της Εύας
  31. γαμώ το μουνί της Καλιρρόης
  32. γαμώ το μουνί της οικογένειάς του!
  33. γατάκι
  34. γκαστρωμένο μου μουνί, του πούτσου μου μεζές
  35. γκόμενα με αρχίδια
  36. γλειφομούνι
  37. γλωσσίδι
  38. δαγκωτό
  39. εδώ ο κόσμος καίγεται και το μουνί ξυρίζεται
  40. εδώ ο κόσμος καίγεται και το μουνί χτενίζεται
  41. έλα μουνί στον τόπο σου
  42. εμού του αιδοίου
  43. επική μουνάρα
  44. έχει να δεί μουνί από βάφτιση
  45. έχει πήξει το μουνί μας
  46. έχει πιξελιάσει το μουνί μας!
  47. ζαχαρομούνα
  48. Η λάρα, η νάρα και το καυτό συναπάντημα
  49. η ωραία μέρα του μήνα
  50. θεομουνία
  51. θεόμουνο
  52. θρυλική μουνάρα
  53. καβλομούνα
  54. και οι παντρεμένες έχουν μουνί
  55. κάλπη
  56. καμένο ντουί
  57. καμηλό
  58. κι άμα γεράσει το μουνί, η τρύπα δεν εφράζει, μα της ψωλής τα γηρατειά είναι πικρό μαράζι
  59. κλαμμένο μουνί
  60. κλαψομούνα
  61. κουτί
  62. λεβεντομούνα
  63. λιβαδομούνι, φυλάω
  64. μαδομούνι
  65. μαλλιαρομούνα
  66. Μανάρα
  67. μαυρομούνα
  68. με υπομονή κι επιμονή, ο κώλος γίνεται μουνί
  69. μύδι
  70. μι εις τη νιοστή
  71. μινέτο
  72. -μούνα, -γκόμενα
  73. μουνάθροιση
  74. μουνάκιας
  75. μουνάντερο
  76. μουνάρα
  77. μουναρδέλι
  78. μουνάρχιδο
  79. μουνάτο
  80. μουνί απ' τα Καλάβρυτα
  81. μουνί καλλιγραφία
  82. μουνί καπέλο
  83. μουνί κλαμένο
  84. μουνί με ρύζι
  85. μουνί της λάσπης και του αγρού
  86. μουνί τραγιάσκα
  87. μουνί τσοκολάτα
  88. μουνιδάκι
  89. μουνίκακας
  90. μουνίλα
  91. Μουνιόθ
  92. Μουνιόθ Καπέλο
  93. μουνιού, του
  94. μουνισμός
  95. Μουνίτις, Πέδρο
  96. μουνίτσα
  97. μουνοβατερλώ
  98. μουνόγαλα
  99. μουνοείλωτας
  100. μουνόλυσσα
  101. μουνομάχος
  102. μουνοπλαγιά
  103. μουνοπλακέτα
  104. μουνοπλημμύρα
  105. μούνος
  106. μουνόσκυλο
  107. μουνότριχα
  108. μουνοτρύπανο
  109. μουνούχω / ευνουχομούνα / μύδουσα
  110. μουνόχειλο
  111. μούνστορμ
  112. μουνώνας
  113. μουτζό
  114. μούτι
  115. μπαγαποντοξούρα
  116. μπαγαποντοπλαστική
  117. μπαργομούνα
  118. μπερδεψομουνιά
  119. μπικίνι
  120. μπουζουκομούνι
  121. μπροστομούνα
  122. μύδι
  123. νάρα
  124. νιμού
  125. ξανθό μουνί, τρελό γαμήσι
  126. ξεκωλόμουνο
  127. ξεμουνιάζω
  128. ξινομούνα
  129. ξινομουνίαση
  130. ο κώλος είναι το μουνί του μέλλοντος
  131. οδοντογλειφίδα
  132. παλιομούνι
  133. παρακαλετό μουνί, ξινό γαμήσι
  134. πες μου πότε έχεις περίοδο, να 'ρθω να μεταλάβω
  135. πηγαδομούνα
  136. πηγάδω
  137. πήρε άδεια το μουνί να παίξει πασαβιόλα
  138. πιάνω αράχνες
  139. πινελάκι
  140. πινέλο
  141. πλακομούνα
  142. πλακομούνι
  143. πολλά μουνιά τριγύρω μας, στον πούτσο μας κανένα
  144. πουνάνι
  145. πουτόπιστος
  146. πουτσοπαγίδα
  147. πούττος
  148. πυξλαμούν
  149. ραδίκι σγουρό
  150. σάντομουνιτς
  151. σεισμομούνα
  152. σίστος / σσιήστοςσισυφομούνα
  153. σκαντζόχοιρος
  154. σκεφτόμουνα
  155. σπαθί
  156. στο μουνί μου το ιδιότροπο
  157. στρειδομούνα
  158. τεστ ντράιβ
  159. την έγλειφα και άπλυτη
  160. της έδωσα το μουνί στο φουαγιέ
  161. της θειάς σου το μπουγαδοκόφινο
  162. τι να πει κανείς για το μουνί της αλληνής;
  163. το μουνί και το πριόνι, όποιος δεν τα ξέρει ιδρώνει
  164. το μουνί και το χταπόδι όσο το χτυπάς απλώνει
  165. το μούνι πηγάδι, της έκανα
  166. το μουνί σέρνει καράβι
  167. το μουνί στο πιάτο
  168. το μουνί της Χάιδως
  169. το μουνί το δίφορο, παίρνει τον κατήφορο.
  170. το μουνί το λένε βιόλα και τον πούτσο πασαβιόλα
  171. το μουνί το λένε Γιώτα και τον πούτσο Παναγιώτα
  172. του μουνιού το πανηγύρι
  173. Τουβλομούνα
  174. τούνελ
  175. τρε μουνι
  176. τριφασικό μουνί
  177. τρύπα
  178. βγάζω το φίδι από την τρύπα
  179. τρώω το μύδι με το τσόφλι
  180. φαρμακομούνα
  181. φλίτσι-φλίτσι
  182. χαζομούνα
  183. χαυνομούνης
  184. χοάνη
  185. χωρίστρα
  186. ψωλότσεπη
  187. ωδείο

Λέξεις για τους όρχεις και τα αντρικά γεννητικά όργανα συνολικά: αρχίδια, ζουβάχια, καλαμπαλίκια, καμπανέλια, καρύδες, κοκόβια, κοχόνια, κρεμαντζόλια, λιμπά, λυμπά, μπομπόλια, οικογένεια, παπάρια, τζοχανταραίοι. Ειδικά για συνώνυμα του πέους δες πέος.

Λέξεις για τα γυναικεία γεννητικά όργανα: γατάκι, κουτί, μουνί, μουτζό, μύδι, νιμού, πιπί, πουτί, πράμα, τρύπα, ψωλότσεπη.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Εκεί που σμίγουν οι γλωσσικοί αέρηδες της λεξιθηρίας, της υπερδιόρθωσης, του λογιωτατισμού και της καθημερινής γλωσσικής εκφραστικότητας που γεμίζει το στόμα, εκεί μπορούμε να βρούμε το φαινόμενο του σλανγιωτατισμού, ας μου επιτραπεί ο νεολογισμός (ή γιατί όχι της σλανγκοποίησης, κατά το αγιοποίηση, του βίαιου εκσλανγκισμού, του σλανγκικού αντιδανείου, και πάει έρποντας -δε μπορώ ακριβώς να το θέσω).

Εν προκειμένω αναφέρομαι στις περιπτώσεις που μάλλον εξεζητημένες και λόγιες λέξεις χρησιμοποιούνται αντί συνώνυμων πιο σλανγκικών της καθομιλουμένης. Κι αυτό ένεκα της ηχητικής τους μεστότητας, παρηχήσεων και αντηχήσεων, και της αλλότριας κοινωνικογλωσσικής τους προέλευσης, που όλο αυτό τέλος πάντων κάτι μας κάνει.

Δεν εννοώ όταν αυτές οι λέξεις χρησιμοποιούνται σε κάποια πλαίσια επειδή είναι πιο εύσχημες. Εννοώ όταν τις χρησιμοποιούμε ακριβώς για την εκφραστική τους δηκτικότητα, προκειμένου να τονίσουμε αντί να απαλύνουμε το περιεχόμενό τους, έστω κι αν την ίδια στιγμή τις χρησιμοποιούμε λιγάκι και για να μην πούμε κάτι βαρύτερο και να μην έχουμε κυρώσεις.

Μερικές τέτοιες λέξεις είναι το παχύδερμο (αντί π.χ. του παιδοβούβαλος), το ενθυλακώνω *(αντί του τσεπώνω), το *εσχατόγηρως (αντί σκατόγερος), κτηνοβάτης *(αντι κατσικογάμης), ***καλλίπυγος** *(αντί κωλάρα), ***κίναιδος** *(αντί πούστης), *διακορεύω (αντί ξεπαρθενιάζω ή γαμάω), ακόμα ίσως και το *παιδόφιλος *(αντί για κωλομπαράς), νυμφομανής (αντί για κρεβατογεμίστρα).

Και άλλα, ίσως. Πιθανόν φλωράδικης εμπνεύσεως γαμοσλανγκοτέτοιο φαινόμενο.

(Δηλαδή, το συμφραζόμενο έχει σημασία...).

  1. Άντε ψόφα ρε εσχατόγηρε, θες και μανούρες...

  2. Θα 'ρθω εκεί και θα σε διακορεύσω, δε σου κάνω πλάκα, μην κουνηθείς από κει, τη γάμησες!

  3. Αυτή ρε μαλάκα είναι νυμφομανής, όλοι την έχουμε πάρει να 'ούμε', βιασμός με αυτή δεν πιάνεται...

  4. Τον ενθυλάκωσες τον αναπτήρα ρε γύφτο!

  5. Έμπλεξα ρε μαλάκα με τους κτηνοβάτες εκεί στο χωριό, δεν παλεύεται η φάση.

κ.λπ.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Μέρος πρώτον: ενδεικτικά λημματούθκια

Το παρακάτω απαύγασμα Κυπριακών ιδιωματισμών μαζώχτηκε από διάφορα σάη (π.χ. δαχαμαί τζιαί τζειαχαμαί) κι από προσωπικά ακούσματα.

ακκος: παλτό
αλώπως: μήπως, πιθανώς
αμινιάζω: υπολογίζω
αμπάλατος: πεισματάρης
αμπλέπω: βλέπω
αμπούστα: κουτί
αντζελοσσιάστηκα: τρόμαξα
αντινάσσω: ανατινάσσω
αξινόστραφη: ανάποδη
α/ποδκιάντραπος (α/ποδιάντραπος): ο ξεδιάντροπος
άππαρος: άλογο, έτ του ίππος
απιδιά (προφέρεται αππιδκιά): λαικ. αχλαδιά. Από το ''απιδέα'' (βλ. ελαία=> ελιά, μηλέα=> μηλιά, κ.ο.κ.)
αποσιστώθηκα / αποσσιηστώθηκα: ξεμουνιάστηκα, ξεσκίστηκα
αππωμένος: ο έφιππος, μεταφορικά, ο καβαλημένος
άρκοψες: αύριο βράδυ
αρμαρόλα: μικρή ντουλάπα
αρφή: αδελφή
αρφός: αδελφός
αρφότεκνος (αδερφότεκνος): ανιψιός. Εκ των αδερφός (αρφός) + τέκνο (το παιδί του αδερφού μου)
ατζία: άκρη του ψωμιού αφτένω: ανάβω αχάπαρος: χαζός, πιθανώς εκ του χωρίς χαμπάρι
άψε το: άναψε το αψιουρίζομαι: φτερνίζομαι

βάκλα: η ουρά του προβάτου βαρκούμαι: βαριέμαι, εκ του αρχαίου βαρούμαι
βίλλα: πέος, Βυζαντινή ρίζα
βίτσα μαγγούρα, έγινες: αδυνάτισες βλαντζί: συκώτι βόρτακος: βάτραχος βόρτος: χοντρός βούκα: μάγουλο βουκκαλλέτικον: μπούλης βουναλλούι: μίκρος λόφος βούρνα: γούρνα, νεροχύτης βουρώ: τρέχω βρίξε: σώπα (προστακτική) βυζοκούππι: στηθόδεμος (σουτιέν)

γαμίστρα: κρεβάτι γάρος: γαϊδούρι γιουτά μου: με βολεύει

δακάνω (προφέρεται δακκάννω) : μεσν. ''δακώνω'' από τον αόριστο έ-δακ-ον του ρήματος ''δάκνω''. Στην νεοελληνική πήρε τη μορφή δαγκώνω
δαμαί: εδώ
δαχαμαί: εδώ χάμω
δκιασσιελιά (διασκελιά): δρασκελιά δκιασσιελώ (διασκελώ): δρασκελίζω, δρασκελώ, διασκελίζομαι
δρώμα: ιδρώτας

εβόλυα: πάτησα λάσπες ελαώθηκα: τρελάθηκα Ελλαδίτης: πας μη Κύπριος Έλλην
ελύσσασα: πεινάω πολύ εν να: θα, εκ του είναι να
εποζούρτισα: ξεκωλώθηκα έππεσεν το αρφάλι μου: πεθαίνω της πείνας (έπεσε ο αφαλός μου) έρκουμαι: έρχομαι έσιει: έχει έσσω: μέσα εφάτσισα: χτύπησα

ζάβαλλι: αλίμονο ζαβός: στραβός ζάμπα: μπούτι. (σ.ς.: Υπάρχει αρα δε σχέση με το ζαμπόν;)
ζιλικούρτι: κασμάς ζώλος: μπόχα

ήντα πον τούτον;: τι είναι αυτό; ήντα: τι ηττασία: δούλα

θιακλώ: ξεπλένω
θκια / θκιος: θεία / θείος
ιλ: κυλώ

καϊλώ: δέχομαι κάκκαφα: πολύ ανώμαλα εδάφη καλαμαράς: μορφωμένος, Ελλαδίτης
καλώ: αμέ καμμώ: κλείνω τα μάτια μου
καρκανίκαβλος: Ψιλόλογνος
καρκασαλλίκκι: φασαρία καρκκιά: καρδία
καρκόλα: κρεβάτι, καριόλα
καρτζί: απέναντι κάσσια (κάσα): η κάσα. Αν λέγεται ως χαρακτηρισμός γυναίκας τότε σημαίνει, η άσχημη, το μπάζο, ψαροκασέλα
κατρακύλα: τσουλήθρα κατσαρίζω: κάνω θόρυβο κατσιαρισμός: φασαρία, θόρυβος κάττος: γάτα, εκ του Βυζαντινού κάτος
καύκει: καίει κάφκα: ερωμένη παντρεμένου άντρα (σ.ς.: καμία σχέση με τον Φρανζ )
κείνη (προφέρεται τζιείνη): εκείνη
κείνος (προφέρεται τζείνος): κείνος
κελέ: κέφαλι κινέζοι: οι οπαδοί της ομάδας Ομόνοια, γιατί είναι πολλοί
κκελλέ κουλούμπρα: πονοκέφαλος
κόλλα: χαρτί κομμόροτσος: ακατέργαστη μεγάλη πέτρα κόρη: κοπέλα κοτζιάκαρη: γερόντισσα κότσιρας: κουράδα
κουλουφός: ατημέλητος κουτσακοτίρι: μανταλάκι
κουφή: φίδι κρούζω: καιω κρώννουμαι: ακούω, συμβουλεύομαι εκ του ακρουόμαι
κυλώ (προφέρεται τζιυλώ): κυλάω, κυλώ
κωλοσύρνω: τραβώ κωλοΰρα: κοφίνι

λαλώ: ομιλώ, λαλώ λαός: λαγός λάσσω: γαυγίζω λαφαζάνης: αυτός που λέει βλακείες λαστιχάριες: οπαδοί της ομάδας ΑΠΟΕΛ λημματού(δ)ιν: το λήμμα
λίξης: λιγούρης λισσιάρης: λιγούρης λυσσοπεινώ: πεθαίνω της πείνας λουβώ: μαδάω λούκκος: λακάκι, τρύπα στο έδαφος

μαίρισσα: κατσαρόλα μαϊττάππι: κορόιδεμα μαλαχτός: μαλακός, ο ευάλωτος μαννός: ηλίθιος μάππα: μπάλα μάππουρος: κουκουνάρι, κοντοστούπης (σ.ς.: Ήταν το παρατσούκλι του μακαρίτη Σπύρου Κυπριανού)
μαυρού: Η μαύρη. Σύμφωνα με ορισμένες αναφορές στο διαδίκτυο, χρησιμοποιείται ρατσιστικά για σκουρόχρωμες οικιακές βοηθούς
μεζετζής: μεζεκλής μίλλα: λίπος ζώου (χρησιμοποιείται στα σουβλάκια) μιλλοσφουντζίσματα: δουλειές μπακαλίστικες, πρόχειρες, άρπα-κόλλα. Εκ των μιλλό (λίγο) και σφουγγίζω
μιτσής: μικρός μονή: κρεβάτι μοτόρα: μοτοσυκλέτα μουβλούκα: μαξιλάρι μούλα: θηλυκό του μουλαριού μούτι: μύτη μουτσοπάιχτης: ο μαλάκας
μούτσιος: η μαλακία και το τράβηγμα αυτής
μουτταρκά: απόκρημνο έδαφος μούττη: μύτη, κορυφή μούχτη: δωρεάν μούχτιν: δωρεάν μυάλος: μεγάλος

νησιάνι: στρατιωτικό διακριτικό ντζίζω: αγγίζω

ξημαρισμένος: λερωμένος ξιμαρισμένο: λερωμένο

όϊ: όχι ολάν: τι νόμιζες όξυπνος: ξύπνιος, έξυπνος ούζω: κουνώ ούσσου: σιώπα (προστακτική) ούτσιαλης: πολύ φαΐ

παγκούι: παγκάκι παίζω κάποιον: δολοφονώ κάποιον
παίζω μούτσο: τραβάω μαλακία
παουρίζω: φωνάζω παπίλλαρος: τα πρώτα σύκα παπίρα: πάπια παραπότης: αυτός που κάνει ατιμίες παρατραβήγματα: η υπερανάληψη (λογιστικός όρος)
παρπέρης: κουρέας πασιαμάς: χαβαλές παστός: λεπτός/η
πατανία: κουβέρτα παττίχα: καρπούζι (αραβική λέξη)
πατσαρκά: χαστούκι πατσιαούρα: ατημέλητη, πατσαβούρα πατταλόνι: παντελόνι παττίχα: καρπούζι παχύς (προφέρεται πασσιύς) : ο παχύς πελλοκίκκιρος: θεότρελος
πεζούνα: περιστέρι (ιταλικό)
πελεκάνος: ο μαραγκός. Εκ του πελεκώ
πελλός: ο τρελός. Εκ του απολωλώς
πιθκιαβλοζάμπης: τα πόδια του είναι λεπτά σαν πιθκιαύλι (εκ του αυλός) πιλέ: ήδη πίσσα: τσίχλα πιττώνω: πλακώνω πλοουτσόπ: η πεομύζηση, εκ του blowjob
ποδά: απ' εδώ ποήνες: μπότες ποϊνες: μπότες πολογιάζω: διώχνω πομιλόρι: ντομάτα ποξαμάτι: παξιμάδι πορνόν πορνόν: πρωί-πρωί (σ.ς.: πουρνό- πουρνό)
πότσα: μπουκάλα ποτσεί: απ' εκεί πουλλαόφωνος: άντρας που μιλά με λεπτή φωνή πουπούξιος: κουκουβάγια πουστοκαλαμαράς: πουστο-ελλαδίτης (q.v.)
πούττος: το μουνί
πόφκαλες (απόβγαλες) με: με κούρασες ππαραόπιστος: τσιγκούνης
ππεεεεε!: επιφώνημα εκπλήξεως
ππεζεβένκης: κερατάς ππούλλι: βλήμα (ηλίθιος) ππουνία: γροθία ππουρτού: τα υπάρχοντα
πρότσα: πιρούνι πυρκόλα: του την χτύπα τον πύρουλλος: πυρά ζέστη, καύσωνας

ρα: αναφορά προς κοπέλα, αντίστοιχο του ρε
ρέσσω: περνώ ριάλια: λεφτά (σ.ς.: το τραγούδι: «Τα ριάλια ριάλια ζιε πούντα τζιο ππεζεβένκης που τα'σει στην πούγγαν» πρέπει να είναι στο Κυπριακό Top 10 τα τελευταία 40 τουλάστιχον χρόνια!)
ρότσος: πέτρα, χαζός, ντουβάρι (εκ του roche)

σαντανοσιά: ανακατωσούρα σιακατούρι: κατηφόρα σιέζομαι: Χέζομαι
σιεηττάνης: σατανάς, πονηρός σι(δ)εροκουτάλα περίεργη: κυρα-περμαθούλα
σιέσης: δειλός σιονοτός: πατημένος σιόρ: κύριος σιουσιούκκος: παραδοσιακό κυπριακό γλυκό σκουλουκού(δ)ιν: το σκουληκάκι. Πληθυντικός: σκουλουκούδκια ή σκουλουκούθκια σίστος / σσιήστος: μουνί
σσυλλόπελλος: σκυλότρελος
στον κώλον σου ρεπάνι!: κατάρα με Αριστοφανικές ρίζες.
στράτα: δρόμος συνταγχάνω: μιλώ, αρχαία λέξη
σύξηλος: άναυδος σύρνω: ρίχνω σωρόφκω: σωρεύω, μαζεύω

τάβλα: τραπέζι, κρεβάτι τάνγκα: ακριβώς (σ.ς.: μη πάει ο νους σας στο κακό...)
ταπέλλα: πινακίδα τάππος: κοντός τατάς: νονός τζειαμαί: εκεί τζισβέςς: μπρίκι (τουρκικό, όπως και το μπρίκι)
τζοιμισμένος: κοιμισμένος τσαέρα: καρέκλα, εκ του παλαιογαλλικού chaere (από το οποίο προκύπτει και το αγγλικό chair)
τσαί: και τσειαχαμέ: εκεί κάτω
τσεντί: πορτοφόλι τσιαέρα: καρέκλα, εκ του παλαιογαλλικού chaere (από το οποίο προκύπτει και το αγγλικό chair)
τσιενκένης: τεμπέλης τσιλλώ: πλακώνω τσούρα: κατσίκα τταπουροκολού: μοτοσικλέτα

φακκώ: χτυπώ φάουσα: σκασμός φεύκω / φεύγω κάποιον: διώχνω κάποιον
φιλούθκια: φιλάκια φκάλλω: βγάζω φκιολί: βιολί φκιόρο: λουλούδι, μαστουρωμένος φλόκκος: σφουγγαρίστρα (σ.ς.: και πάλι, μη πάει ο νους σας στο κακό...)
φόκο: φωτιά, εκ του ιταλικού Fuoco < λατ. Focus ‘’εστία’’
φουκού: σχάρα, Fuoco < λατ. Focus ‘’εστία’’
φουντάνα: βρύση (σ.ς.: κατά το Φουντάνα di Trevi;)
φρουταρία: η αγορά τροφίμων

χάι χούι: χαβαλές χαμαί: χάμω (αρχαίο)
χαννοπαττίχα: βλαμμένη
χαρτωμένος: αρραβωνιασμένος
χογλά: βράζει χτηνό ή κτηνό: κτήνος, κάποιος πολύ δυνατός (γομάρι)
χτίν: γουδί χτιτσιολοά: βρωμάει άσχημα χτιτζιόν (χτικιόν): το χτικιό, η αηδία
χτοσιαίριν: γουδοχέρι

ψατζί: κρύο

Μέρος δεύτερον: συμβουλές πως να μιλάτε Κυπριακά άνευ διδασκάλου

  • Ορισμένες λέξεις που αρχίζουν από «δια» προφέρονται «δκια-» ή «θκιά». Π.χ.: θκιαβάζω (διαβάζω)
  • Ορισμένες λέξεις που αρχίζουν από «κ» προφέρονται «τζ». Π.χ.: τζιαιρός (καιρός)
  • Ορισμένες λέξεις που αρχίζουν από «χ» προφέρονται «σσι». Π.χ.: σσιαιρετίζω (χαιρετίζω)
  • Ορισμένες λέξεις που τελειώνουν εις «-ρια» (εφόσον δεν τονίζεται στο προτελευταίο γράμμα «ι») προφέρονται «-ρκα». Π.χ.: ποτήρκα (ποτήρια), η αγγουρκά (η αγγουριά)
  • Ορισμένες λέξεις που τελειώνουν εις «-δια» (εφόσον δεν τονίζεται στο προτελευταίο γράμμα «ι» προφέρονται «-θκια». Π.χ.: η αναποθκιά (η αναποδιά), τα αρχίθκια (τα αρχίδια)
  • Ορισμένες λέξεις που τελειώνουν εις «-τια» (εφόσον δεν τονίζεται στο προτελευταίο γράμμα «ι» προφέρονται «-θκια». Π.χ.: τα μάθκια (τα μάτια), τα σκαλοπάθκια (τα σκαλοπάτια)
  • Ορισμένες λέξεις που τελειώνουν εις «-πια» (εφόσον δεν τονίζεται στο προτελευταίο γράμμα «ι» προφέρονται «-πκια». Π.χ.: τα κουπκιά (τα κουπιά), η πάπκια (η πάπια)
  • Ορισμένες λέξεις που τελειώνουν εις «-βια» (εφόσον δεν τονίζεται στο προτελευταίο γράμμα «ι» προφέρονται «-φκια» ή «-βκιά». Π.χ.: τα μολύφκια (τα μολύβκια)
  • Όλα τα ρήματα που λήγουν σε –εύω μετατρέπονται σε –εύκω. Π.χ.: μαζεύκω (μαζεύω), χορεύκω (χορεύω)

Σ.ς.: μερικά από τα παρακάτω σχόλια ενσωματώθηκαν στον ορισμό. Φυσικά, τα όποια μιλλοσφουντζίσματα παραμένουν αποκλειστικά δικά μου.

«Τζυίλησε η μαίρισσα τζιαί ηύρεν το καπάκιν»
(κύλησε ο τέντζερης και βρήκε το καπάκι)

«Πεύκω τσειαχαμαί στην καρκόλλαν τζιαι η κελέν μου εν κολούμπραν»
(Ξαπλώνω στο κρεβάτι μου με ισχυρή κεφαλαλγία)

«Επηαιννεν με την ταππιροκολου του τζιαι επίαι το σιακατουριν τζιαι σαν επηαιννεν καπου εκουράτζισε το αρτζιομαντρι του τζιαι εφαντην χαμαι»
(σ.ς.: sorry, δεν καταλαβαίνω Χριστό!)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Το λήμμα αυτό είναι φόρος τιμής στην ελληνική τηλεφωνική φάρσα. Ο θεσμός της ηχογράφησης ακραίων συνομιλιών στο τηλέφωνο και της αντεργκράουντ κυκλοφορίας τους μας συνδέουν απ' όσο ξέρω μόνο με τους Σέρβους.

Πρωτόγονη μορφή αυτής της κατάστασης είναι το αισχρό μπινελίκι, βλέπε τις φάρσες των Πατρινών και του Λέντη. Αν θυμάμαι καλά, γιατί έχω καιρό να τ' ακούσω και το κοπρόσκυλο που είχε τα άπαντα και ακόμα παραπάνω έχει κατέβει, ο Λέντης έβαζε και λίγο σάλτσα, αλλά η ουσία εξαντλούνταν τελικά στο δημιουργικό μπινελίκι.
Με τούτα και με τ' άλλα φτάνουμε στον Φουσέκη που έκανε την τομή στην ελληνική τηλεφωνική φάρσα, εισάγοντας τον τιραμισουρεαλισμό και περιορίζοντας αισθητά το μπινελίκι, χωρίς όμως να το εξαφανίζει. Εκεί, λοιπόν, που στοιχείο προόδου θεωρούνταν απλώς και μόνον το να συνομιλήσει ο φαρσέρ με κάποιον του οποίου το ποιόν γνώριζε εκ των προτέρων και γι αυτό ήλεγχε την κουβέντα, ο Φουσέκης περνάει στο επόμενο στάδιο του να καταφέρει να τον καλούν τα θύματα της φάρσας ή να καλεί υποβρύχιο, αλλά δεν μένει μόνο εκεί. Οι διάλογοι στις φάρσες του ξεπερνούν το ό,τι να 'ναι κατά πολύ, ενώ, όπως άλλωστε και στους πατρινούς, του αναγνωρίζουμε το θάρρος της δημοσίευσης φαρσών όπου τελικά βγαίνει χαμένος, τουλάστιχον ηθικά, πχ η κυρα-Όλγα και ο τύπος με τα φιλοσοφικά.

Οι διάλογοι από αυτές τις φάρσες αναπαράγονται συνολικά ή κατακερματισμένοι, παίζουν συστηματικά ως καθιερωμένες γειώσεις, μπορεί να εξυπηρετούν κάποιο σκοπό στην συζήτηση ή απλώς να ικανοποιούν την καΐλα κάποιου πηδώντας την κουβέντα, αλλά τα βασικά και απαράλλαχτα συστατικά είναι δύο. Η θρησκευτικά πιστή αναπαραγωγή της στιχομυθίας και η εμμονή στην μίμηση του ύφους των συνδιαλεγομένων. Αν δεν τό 'χεις, απλά μην αποπειραθείς να πεις τις ατάκες γιατί θα γίνεις αντικείμενο χλεύης από τους γνώστες.

Η επιλογή των φράσεων εξαρτάται ελαφρά από την παρέα, αλλά τελικά όσοι ασκούν το άθλημα φτάνουν να ξέρουν τα πάντα απ' έξω, οπότε το ζήτημα εξελίσσεται σε διαγωνισμό καΐλας και συσσώρευσης άχρηστης πληροφορίας.

Το περιεχόμενο που τους δίδεται μπορεί επίσης να ποικίλλει. Πουχού, αρκετός κόσμος που ξέρω στη Λευκάδα χρησιμοποιεί το Νίκος Κούκος ως συνώνυμο του άλλ' αντ' άλλων.

Ενδιαφέρουν παρουσιάζουν οι παρανοήσεις που οφείλονται εν μέρει κρίσμας στην κακή ποιότητα της ηχογράφησης, και γενικά γίνονται αντικείμενο διαφωνίας, αλλά όχι χλεύης. Νομίζω, δηλαδή. Επί παραδείγματι, επιμένω να λέω «κωλοτρυπιδότος», αντί του «κωλοτρυπιδάτος», επειδή δεν είναι καθαρό στην κασέτα και έτσι το έμαθα, αλλά και επειδή κάνει κάτι μετά-.

Τελευταίο κεφάλαιο στις φάρσες ήταν το περίφημο «τέλος» με πολλές ατάκες που έκαψαν για καιρό το πανελλήνιο, ο τύπος όμως δεν έκανε καριέρα και το σταμάτησε εκεί.

Άλλος διάττων αστήρ του αθλήματος, με μικρότερη εμβέλεια είναι ο τύπος με τα γιουσομούρια στο βιντεάκι, ο οποίος μετράει περισσότερο για το σκηνικό και το σλανγκορυχείο, αλλά και την μίμηση καγκουριάς σπουδαίας και τελείας, παρά για τις ατάκες που θα μείνουν κλασσικές.

Ο Βάγγος, ο Βάγγουρας, με την πουτσάρα τη νά!

χτύπα τον κώλο σου στην κολώνα να πέσουν οι καπότες μου.

Καρκινιάρη άντρα!

Σαπιοκωλάνια άντρα! (ξέρω, λέει σαπιοκωλάκια, αλλά τα είπαμε στον ορισμό αυτά.)

Παλιοπούμαρο. (κι εδώ λέει παλιοτόμαρο, αλλά νταξ.)

Θα σου κρεμάσω τ' αρχίδια στην πλατεία Γεωργίου.

Θα μου κλάσεις τα παπάρια αυτή τη στιγμή.

Σου γαμώ το μού το μουνί της μάνας σου.

Γελάκια, γελάκια; Γελ-α γαμήσου παλιοπούστη!!

-Ίσως. Ίσως να είναι κι απ' τα τσιμπούκια που κάνj' η αδερφή σου.
-Ε, γιατί γαμιέσαι απ' τον κώλο μωρέ κυρα-Όλγα;
-Καλά κάνω, μ'αρέσειιιι!

Ο Παναγιώτης εγάμηγε τη μάνα σου, την αδερφή σου, το σόι σου ολόκληρο.

Ο Παναγιώτης με τις διακόσες χιλιάδες τις έφαγε, πήρε αυτοκίνητα, το κάθε τι.

Εσείς γαμιόστε κούμπαροι και ΣΙΑ.

Εμένα το μουνjί μου είναι γαρύφαλλο. Εσάς τ' αρχίδια σας έχουνε πιάσει σκουλαμέντρα.

-Ρε, πες μου ρε μαλάκα μαγαζί.
-Ρε νά, ρε, σου λέω. Στο Ωλ Σταρ, στο μπαρ Γυρή.

Πώς σου φάνηκε αυτό.

Φέρε και το μαχαίρι σου μαζί.

Εσύυυυυυυυυυυυυυ! Μα, εσύ είσαι άντρας μ' αρχίδια και φοβήθηκες το κρύο;; Χαχαχαααα, τί ωραίος που είσαι μαλάκα!

Σύνελθε, ρε, καλά είσαι ή να βάλω τις φωνές;

Θυμάσαι που σε γάμαγα κι έλεγες Χριστός ανέστη;

Ο Κατσουράνης σε γαμεί;

-Λοιπόν, πούστη. Δω' μου την...τέτοιανε. Τη Μαρία.
-Άσ' τα φιλοσοφικά.

Χίλια δεν θα φτάσουν!

Τα λεφτά θα γίνουνε καλαμπόκι και κάστανα, και θα πάνε στη Ρουμανία.

Τι νομίζετε ότι είναι η Ρουμανία, κύριέ μου; Άγιος Παντελεήμονας;

Πίτσα με φυστικοβούτυρο.

Τα δεύτερα.

Για συνδέστε, για συνδέστε.

Νίκος Κούκος.

-Τι λες, παιδάκι μου, είσαι μεθυσμένος;
-Δεν είμαι μεθυσμένος, απλά είμαι νταής.
-Δε νομίζω η κόρη μου να κάνει παρέα με νταήδες.
-Το τι κάνει η κόρη σου άσε να το ξέρω εγώ καλύτερα, μωρή πουτάνα!

-Δε μου λες, μαστουρωμένος είσαι, καραγκιόζης είσαι, τι είσαι.
-Μαστουρωμένος και καβλωμένος.

Κύριος Άγγελος από Λιβανάτες.

Τον τσίμπησε μπάμπουρας.

Έχεις ήδη χάσει τη θέση σου.

Όχι βέβαια.

Πίνετε τσικουδιά;

Έχετε παρουσιάσει συμπτώματα λιγκοδίας;

-Από αυνανισμό;
-Ε, δεν ξέρω, υπάρχει.

Κερδίζετε έναν δονητή δύο εκατοστών.

Άλφα ρε γαβγάβ!

-Είμαστε ΈΚΑ.
-ΈΚΑ δεν είσατε;
-Ναι
-Ωραία.
-ΈΚΑ είσατε, έτσι;
-Ναι, ΈΚΑ είμαστε.

Σ' έχω μπανίσει ότι κάνεις μαλακίες.

Ποιο γάλα ρε κατσικοπόδαρε;

Έχει μπλέξει σε σπείρα με σπουργίτια.

Πόρνη!!!

-Αυτή τη στιγμή έγινε κάποια ειζγωρεί ή εισχωρεί σε κάποιο ηλεκτρονικό υπολογιστικό σύστημα;
-Χεχεχε, ακριβώς, σας φακελώσαμε.
-Μάλιστα. Ξέρετε, γιατί εγώ ασχολούμαι με τις ταβανόπροκες.

Πες μου πού είσαι και τι κάνjεις, τέλλλος.

Πες μου ότι είσαι άτριχος, αυτό μόνο.

Είμαι στον όνγκο.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Παρακάτω παρατίθεται η εμπεριστατωμένη λίστα των λέξεων που συντάσσονται με την αείμνηστη και πανταχού παρούσα, την μία, την μοναδική μωρή! Ας ξεκινήσουμε λοιπόν:

  1. άρρωστη (εξ' ου και η διαδεδομένη μετάφραση στα αρχαία «λάβε ταύτα μωρή νοσούσα κορασίδα»)
  2. αρχίδω
  3. άσχετη
  4. αχλαδομούνα
  5. αχλαδομουνοπατσαβούρα
  6. αχλάδω
  7. άχρηστη
  8. γαλότσα
  9. γαμημένη
  10. γαμιόλα
  11. γλωσσοκοπάνα
  12. γουρούνα
  13. γουστέρα
  14. γυναίκα (σ.ς. ανιαρό το ξέρω, αλλά είναι μια εξαιρετικά διαδεδομένη προσφώνηση ιδιαίτερα από σαφρακιασμένους -άρηδες, οι οποίοι βαριούνται μέχρι και να σηκώσουν το χέρι τους για να κάνουν οτιδήποτε και επομένως στέλνουν το δύστυχο έτερο τους ήμισυ για να φέρει εις πέρας τις δικές τους επιθυμίες)
  15. γύφτισα
  16. ζαβλακωμένη
  17. ιππαναβάτρια
  18. κάργια
  19. καριόλα
  20. κλανομουνοπουτσορουφήχτρα
  21. κλεψυδρομούνα
  22. κομμώτρια (νο οφφένσε)
  23. κουλός
  24. κουλός
  25. κουτσομπόλα
  26. κουφοχιά
  27. κωλάρα
  28. κωλαρού
  29. κωλάτζα
  30. κώλο/μουνογαμημένη
  31. λινάτσα
  32. λούγκρα
  33. λουμπινίστρα
  34. μιλφάρα
  35. μούνα
  36. μπενφίκα
  37. μπουρούχα
  38. μύξα
  39. μυξοπαρθένα
  40. μυξοπαρθενόπη
  41. μυταρού
  42. ναβουχοδονόσορα
  43. νταρντάνα
  44. νυφίτσα
  45. ξανθόψειρα
  46. ξεβιδωμένη
  47. ξεκωλιάρα
  48. παλιολινάτσα
  49. παξιμαδοκλέφτρα
  50. παρθένα
  51. πάστα φλώρα
  52. πατσαβούρα
  53. persona non grata
  54. πιπατζού
  55. πόρνη
  56. πούστρα
  57. πουτάνα
  58. πουτσογλείφτρα
  59. πρασινογουστέρα
  60. πρηξαρχίδω
  61. ρόμπα (σ.ς. δεν συνηθίζεται παρά μόνο μεταξύ φίλων και έχει φιλική διάθεση και σημασία)
  62. σαβουροχοντρή
  63. σαλούφα
  64. σκατόγρια
  65. σουρτούκω
  66. τρελή
  67. τσαχπινογαργαλιάρα
  68. τσιλιμίγκρα
  69. τσιμπουκλού
  70. τσιμπουκογλείφτρα
  71. τσούλα
  72. τσουλίδου
  73. φακλάνα
  74. φλασκομούρα
  75. φυγόπονη
  76. φώκια
  77. χαζογκόμενα
  78. χαμηλοβλεπούσα
  79. χαμουροτσιμπουροκώλα
  80. χανιώλα
  81. χλαμούτσα
  82. ψώλα
  83. ψωλαρπάχτρα
  84. ψωλίτα
  85. ψωλού

Ουφ! Φυσικά οποιαδήποτε προσθήκη η βοήθεια για τον περαιτέρω εμπλουτισμό της παραπάνω λίστας είναι ευπρόσδεκτη. Είμαι σίγουρος πως τα λαγωνικά του σάη θα έχουν και πολλές άλλες ενδιαφέρουσες φράσεις/λέξεις. αατα.

- Μωρή γυναίκαααααααα. Πάνε πιάσε τις γαμημένες τις παντόφλες μισή ώρα τώρα!
- Άι σιχτίρ αχαΐρευτε, πάρτες μόνος σ'.

- Και γυρνάω και του λέω «Άσε μας ήσυχους μωρή λουμπινίστρα που 'χεις και άποψη»...

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Οι στερεότυπες, δογματικές, κενές περιεχομένου πλην πάντα καμαρωτές κασέτες πολιτικών, δημοσιοκάφρων, συνδικαλιστών και πάσης φύσεως -πατέρων και λοιπών δημοκρατικών δυνάμεων.

Η παραδοσιακή αριστερά έχει συνεισφέρει τα μάλα στον πλούτο της ξύλινης γλώσσας, χωρίς όμως να κατέχει οποιαδήποτε αποκλειστικότητα.

Αντιδάνειο εκ των γαλλικών xyloglossie και xylolalie.

- Εξαιρετικός οδηγός ξύλινης γλώσσας άνευ διδασκάλου, εδώ.

Τυχαία δειγματοληψία ξύλινων εκφράσεων που φορέθηκαν τα τελευταία χρόνια:

Κομματική ξύλινη γλώσσα

  • Αγαπητέ σύντροφε, εάν διαβάζεις κάθε μέρα τον Ριζοσπάστη, θα ξεπηδούν από μόνα τους τα αναγκαία επιχειρήματα, χωρίς να χρειάζεται να σκέφτεσαι (Οδηγητής)
  • Αναλαμβάνω την πολιτική ευθύνη
  • Αντιλαϊκή συναίνεση
  • Αντιμνημονιακός
  • Απόψε νίκησε η δημοκρατία
  • Αστικορεβιζιονιστές
  • Αυγό του φιδιού
  • Αυτοδιοικητικοί
  • Βαθύ ΠΑΣΟΚ
  • Βάναυση αντιλαϊκή πολιτική
  • Για ένα καλύτερο αύριο
  • Δάνειες συνάμεις
  • Δεν θα διστάσουμε να θίξουμε κεκτημένα συμφέροντα
  • Διαλεκτικό προτσές
  • Διαρθρωτικές αλλαγές
  • Δημοκρατικές χώρες (κυρίες με αναφορά σε χώρες τ. Β. Κορέα)
  • Δούναβης της σκέψης (ο Νικολάε Τσαουσέσκου)
  • Εθνικά περήφανο και κοινωνικά δίκαιο
  • Εθνοσωτήριος επανάστασις
  • Το Κόμμα μας υποβάλλει σε θυσίες για να γινόμαστε καλύτεροι κομμουνιστές. Είμαστε το Κόμμα των Θυσιών!
  • Είναι «ξύλινη γλώσσα» το ότι υπάρχει ταξική εκμετάλλευση;
  • Εκσυγχρονισμός
  • Επαγρύπνηση
  • Επάρατος επταετία
  • Έχοντες και κατέχοντες
  • Ή αλλάζουμε ή βουλιάζουμε
  • Ή μαζί μας ή εναντίον μας
  • Η μεγάλη δημοκρατική παράταξη
  • Η παράταξη που ανέδειξε έναν Ελευθέριο Βενιζέλο
  • Η μεγάλη φιλελεύθερη παράταξη της Ν.Δ.
  • Θα διαφυλάξουμε με κάθε τρόπο το εισόδημα του ελληνικού λαού
  • Θα λάβουμε πρόσθετα μέτρα αν χρειαστεί
  • Θα χυθεί άπλετο φως
  • Ιδεολογική επιτροπή
  • Ιμπεριαλισμός
  • Κάνουμε πράξη το όραμα
  • Καταδικασμένος στην συνείδηση του λαού
  • Κλιμάκωση του αγώνα
  • Κρέας για κανόνια
  • Λακέδες των ντόπιων και ξένων μονοπωλίων
  • Λοιπές δημοκρατικές δυνάμεις
  • Μεγάλος Τιμονιέρης (Μάο Τσε Τούνγκ)
  • Με ενότητα κι αγώνα!
  • Μηδενική ανοχή στη διαφθορά
  • Νεροκουβαλητής στον μύλο της αντίδρασης
  • Ο τάδε είναι ένα καταξιωμένο στέλεχος του κινήματος
  • Παραμένω απλός στρατιώτης της παράταξης
  • Περήφανα νιάτα, τιμημένα γηρατειά
  • Πιστός σύντροφος
  • Πλατιές λαϊκές μάζες
  • Πολιτική (αλλά όχι κομματική) αποκατάσταση
  • Πολυκατοικία
  • Πράσινη ανάπτυξη
  • Πρώτοι στα μαθήματα και πρώτοι στον αγώνα
  • Ρήξεις με το κατεστημένο
  • Σκληρό ροκ
  • Στη δημοκρατία δεν υπάρχουν αδιέξοδα
  • Στηρίζω Κουλούρη, να πέσει το αγγούρι
  • Συμμετοχή του κυρίαρχου λαού
  • Το Κόμμα δεν κάνει λάθη
  • Τον πολέμησαν τα γνωστά κέντρα
  • Τον πολέμησαν τα γνωστά συμφέροντα
  • Τροϊκανοί
  • Φόλα στο σκύλο...
  • Χάρτινη τίγρη
  • Χρονοντούλαπο της ιστορίας

Δημοσιοκαφρική ξύλινη γλώσσα

  • Aυξήσεις- φωτιά
  • Βάλτε μια άνω τελεία
  • Βιβλική καταστροφή
  • Εξοστρακίστηκε
  • Επτασφράγιστο μυστικό
  • Εφιαλτικό σενάριο
  • Η αδρεναλίνη είναι στα ύψη
  • Η αστυνομία εξαπέλυσε ανθρωποκυνηγητό
  • Η συνέχεια επί της οθόνης
  • Κατάθεση ψυχής
  • Πύρινη λαίλαπα
  • Τελευταίο αντίο στον τάδε που μετέβη στην «γειτονιά των αγγέλων»
  • Το θερμόμετρο χτυπά κόκκινο
  • Το μαχαίρι θα φτάσει στο κόκαλο
  • Τσουνάμι αντιδράσεων
  • Ύστατο χαίρε στον στοχαστή, στον πολιτικό, στον άνθρωπο

Διανοουμενέ ξύλινη γλώσσα

  • Αμφιμονοσήμαντη σχέση
  • Aντιήρωας
  • Αποδόμηση
  • Αποξένωση
  • Μετα-

Γιάπικη ξύλινη γλώσσα

  • Λίστα του ντου
  • Σκεφτείτε έξω από το κουτί
  • Στο πίσω μέρος του μυαλού μας
  • Στο τέλος της ημέρας
  • Υπάρχει (δεν υπάρχει) πλαν μπι

Σύγκρινε: ακυρολεξίες.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Τσάκω γλωσσάρι με προσφιλείς εκφράσεις του Νίκου Τσιφόρου.

Clopyright: elena petelos, Translatum.

Α

αετός νυχάτος: πολύ έξυπνος άνθρωπος
αηδόνι: διαρρηκτικό εργαλείο
ακονισμένος: έξυπνος
ακούμπι: ενέχυρο
ακριδάτος: ματσαράγκας, πονηρός, καταφερτζής
αλαφροΐσκιωτος: γρήγορος, έξυπνος, ακίνδυνος
αλέθω το ίδιο βρωμάρι: επαναλαμβάνω
αλφάδι: πρώτης τάξης
αλωνίζω τ’ άχερο: καθορίζω την κατάσταση
αμάλλιαγος: άπειρος, πρωτάρης
αμολάω λίγδα: προδίδω
ανάβω φουφού: δημιουργώ μπελάδες
ανθίζομαι: καταλαβαίνω
ανοίγω μπερντέ: φανερώνω
ανοίγω μπουρού: γκρινιάζω
ανοίγω πλώρη: βαδίζω, περπατώ
ανοίγω υπόνομο: προδίδω μυστικό
ανοίγω φεγγίτη: καλοϋποδέχομαι
ανοιχτό το καλντερίμι: ελεύθερα
αντάμης: φίλος, αδερφός
απλώνω: τακτοποιούμαι, βολεύομαι
από φελλό: άμυαλη
αρμενίζω βαθύ ρέμα: πορεύομαι, ενεργώ απερίσκεπτα
αρμυρή: η ανοιχτή θάλασσα
ασημένια τσέπη: πλούσιος
άσπρη: ηρωίνη
αυγοτάραχο: ζευγάρωμα
αφήνω καλάμι: εγκαταλείπω
αφήνω φλούδα: αφήνω απένταρο
αφρίζω: ξεχωρίζω, διαλέγω
αφρός: εκλεκτός
αψηλό ρετιρέ: αριστοκρατία

Β

βάζω βούλα: σημαδεύω, γίνομαι στόχος απόψεων
βάζω θλιβερή μουτσούνα: ασχημίζω
βάζω στην χοντρική πώληση: αχρηστεύω
βαράω μπουρού: λέω, εμπιστεύομαι
βγάζω από τη εγγενή: ανανεώνω
βγάζω λαγό: φέρνω αποτέλεσμα
βγάζω τα ντούκα: αποκαλύπτω
βγαίνει καπνός: βγαίνει φήμη
βγαίνει μούχλα: φανερώνονται μυστικά
βεντουζιάζω: κολλάω, γίνομαι φορτικός
βίγλα: σκοπιά
βιδέλο: κορόιδο
βλεφαρίζω: βλέπω
βρέχω το θλιβερό: δακρύζω
βρίσκομαι στον ίσκιο: είμαι απένταρος
βρυκολακάτα: αθόρυβα

Γ

γαζώνω το στόρμια: περνώ την κακοτοπιά
γαζώνω φόδρα: βολεύομαι
γαλάρα: αποδοτικά
γαλατόμαγκας: συμπαθητικός νέος αλλά καλομαθημένος
γατζώνω ρεμούλκα: είμαι σελέμης
γεμίζω την κάλτσα: κάνω οικονομίες
γιαλαντζί: ψεύτικος
γιατρός: έκφραση χαρτοπαγνίου, που σημαίνει «αξιοπρεπής πελάτης»
γιουσουρουμέικο: εξευτελισμένο, χάλια
γκεζί ανώμαλο: καλή συνάντηση
γλαβάνη με τον όφι: η αμαρτία, η αξιόποινη πράξη
γλαροδόλωμα: κουτός, ανόητος
γραδάρω: υπολογίζω
γραφή: απόφαση δικαστική
γυμνοσάλιαγκας: εμπόδιο

Δ

δαγκώνω ξυλοκέρατο: καταπίνω προσβολή
δαγκώνω την κάνουλα: υποχωρώ
δαμάσκηνο: σφαίρα
δεματιάζω: συλλαμβάνω
δένω κόμπο ναυτικό: εξασφαλίζομαι
δίνω θεμέλιο: προσέχω, εκτιμώ
δίνω πόμολο: δίνω υποψίες
δίνω πορεία: πληροφορώ
διπλοβράχιολο: χειροπέδες
δόντι: ο δυνατός, αυτός που έχει τα μέσα
δοντιά: δόση χασισιού που κόβεται με το δόντι
δοντιαστός: ο δυνατός, ο σημαίνων
δούλευε τελέγραφο: λέγε γρήγορα

Ε

είμαι του ψυγείου: είμαι απαθής
είναι ψωμί: είναι χεροδύναμος
ελεύθερη τσάρκα: αποφυλάκιση
ένα καντάρι κουβέντα: κουβέντα βαρεία
έναν παρά: μια ζυγαριά
εξάτμιση: στεναγμός
έχω βαφή: έχω κακή δοσοληψία, ύποπτα προηγούμενα
έχω γραφτά: έχω τίτλους, έχω προσόντα
έχω καλλυντικά: έχω διασκεδάσεις
έχω κάνει καθαριότητα: έχω κάνει φόνο
έχω νεφρό: έχω θάρρος

Ζ

ζαρντιάζω: βολεύω
ζουμπά: σημάδι, διάνα

Η

η απόξω: η εξωτερική τσέπη που μπαίνουν τα πρόχειρα, τα χωρίς σημασία
η μάντρα έχει φράχτη: η δουλειά έχει δυσκολία

Κ

καδρόνι από μυαλό: βλάκας
καθάρισε τη φάβα: μίλα καλά
καθαρός: απένταρος
κάθομαι φακίρης στο καρφί: έχω έγνοια, στεναχώρια
καλλιόπη / χτένι: τρόποι χαρτοκλεψίας
καμπίσιο: φτωχό, ασήμαντο
κάνει τη γαλάζια κορδέλα: κάνει την αγνή (για γυναίκα μόνο)
κάνω απώσον: διώχνω
κάνω βδελλάτο: κολλάω άσχημα
κάνω γκεζί: συμφωνώ
κάνω ζύγια: υπολογίζω
κάνω καλντερίμι: (επί πόρνης) αναζητώ πελάτες στον δρόμο
κάνω κεφάλι: κάνω κέφι
κάνω κοντάρι: είμαι εξαρτώμενος
κάνω λακρεντί: υποχωρώ
κάνω μόστρα: επιδεικνύομαι
κάνω μπούκα: κάνω διάρρηξη
κάνω μόκο: σιωπώ
κάνω περίπολο: συχνάζω
κάνω πορεία: βολεύομαι
κάνω ρετάλι: εξευτελίζω
κάνω σέρβα: προσφέρω
κάνω στο ανοιχτό: δεν πλησιάζω, δεν ενοχλώ
κάνω στοπαριστό: σταματώ
κάνω σφουγγάρι: εκβιάζω
κάνω την τρελλή μου: κάνω αταξίες, σπατάλες
κάνω το στητό καδρόνι: καμαρώνω
κάνω τουμπεκί: σιωπώ, κάνω τον κουτό
κάνω τρακαριστό: βρίσκω τυχαία
κάνω χτένι: κανονίζω, καθορίζω
καραγκιοζάκι: κάλπικο ζάρι, από κείνα που κλέβουν
κάρδαμος: γερός, χεροδύναμος
καρούτα: άχρηστος, ανάξιος
καταπίνω το σκουμπρί: πιστεύω
καψουρεύομαι: ερωτεύομαι, παθιάζομαι
καψουρεύω: γουστάρω
κελαϊδάει το σίδερο: πυροβολεί το πιστόλι
κλειστή γρίλια: φυλακή
κόβω κότα: κατασκοπεύω
κόβωμάπες: εξεργάζομαι πρόσωπα, παρατηρώ
κόβω τη βασιλόπιτα: μοιράζω
κόβω χαφτάνι: διακόπτω
κόκαλο: ζάρι
κοκοράκι: σκονάκι
κολλαροκόλληση: τύλιγμα με έγγραφα
κολοκοτρωνάτα: αγαλμάτινα
κολοκυθοκορφάδα: καλοπέραση
κόνξες: κόλπα, πείσματα, αναποδιές
κόντρα πάσα: επιστροφή πράγματος
κοντραπλακέ: ηλίθιος
κορδόνι χωρίς κόμπο: κανονικά, τίμια
κότσος: κορόιδο
κουβάς με φρόκαλο: σκουπιδοτενεκές
κουβέρτα: το τραπέζι της κυβοπαιξίας
κουκκί: ψήφος
κουκουνάρι: αφελής
κουκουναριά: η μηχανή, η πονηρή δουλειά
κουλάφας: τιποτένιος
κουμαντάρω τα κόζα: διευθύνω
κουνιστή πολυθρόνα: αρσενικός θηλυπρεπής
κουνουπάτα: ψιθυριστά
κουνουπίδι: βλάκας
κουπάκι: ασήμαντο
κουπί: το χέρι
κουσουμάρω: ζυγίζω με το μάτι
κουτούκι: καταφύγιο, σπίτι, μαγαζί
κούτσουρο: τάλιρο
κούφια αχιβάδα: χωρίς σημασία
κοφτή: μαχαίρι
κρατώ τεντωμένη κλωστή: διατηρώ σχέσεις
κρεμάστρα: ηλίθιος
κρεμάω πλισέ: κάνω ρυτίδες
κρυάδα: ανάγκη

Λ

λαδή: δηλαδή
λαδιά: καταγγελία: υποψία
λακκούβα με ασβέστη: πονηριά, έγκλημα, παράβαση
λακρεντί: ομιλία
λαμαρίνα ζουπηγμένη: φιλοδοξία, μεγαλομανία, από ψώνιο
λαμόγια: αβανταδόρος, παίχτης ψεύτικος που παρασύρει τους άλλους
λαχανάς: πορτοφολάς, κλέφτης πορτοφολιών
λεκάνη: ιερόδουλος, πόρνη
λευκή: η ηρωίνη
λιμοκοντοράκι: το πενηντάρι
λιχουδιάζω: περιπαίζω
λούκια: δαπάνες, σπατάλες
λουκούμι: δουλειά με πολλά λεφτά
λουλουκιαστά: τα σεντόνια
λουλούκες: ορχήστρα πνευστών
λυπητερή: λογαριασμός
λουφές: εισόδημα ποσοστό

Μ

μαβιά βούλα: σεσημασμένο
μάγκας της άφρας: ασήμαντος
μανιτάρι: απάτη με κλεψιά
μανιταριτζής: αυτός που κλέβει με τη μέθοδο «μανιτάρι»
μάπα: παλιό, άχρηστο, κακή ποιότης, πρόσωπο
μασάω κάγκελο: είμαι έξω φρενών
μασάω το τσουένι: δεν αντιλαμβάνομαι την απάτη
ματσώνω: δίνω λεφτά
μαύροι: αστυνομικοί
μ’ έκανε όπισθεν: με αποστόμωσε
μελαχροινή: χασίς
μένω με σιρόπι στην πίτα: ευχαριστιέμαι, ενθουσιάζομαι
μένω φέρμα: στέκομαι επιφυλακή
μέσα πολιτεία: φυλακή
μεσοτοιχία: στενή σχέση
μεταφράζω: πουλώ
μετερίζι: καταφύγιο
με το στεγνό: με το ζόρι
μέχρι ψίχα μύγδαλο: μέχρι τα μυστικά
μοιράζω κερήθρες: μιλάω γλυκά, υπόσχομαι
μονό λιανοτάρι: δραχμή
μονόρριγος: ιδιότροπος, ίσιος
μουλώνω: παύω να μιλώ
μουργέλα: τεμπελιά
μουργιάζω το λάδι: παχαίνω τεμπέλικα
μούρη τσιγγελάτη: κρεμασμένα μούτρα
μπακίρια: λεφτουδάκια
μπαλαντέρ: ικανός και αφελής
μπαρμπουτιέρα: εκεί που παίζουν ζάρια
μπασκίνι: χωροφύλακας
μπάτσος: αστυνομικός
μπεγλεράω: κουνώ
μπιτσάκι: μαχαίρι
μπιτσακτζής: μαχαιροβγάλτης
μπουζουριέρα: κάτι που καλύπτει, πρόφαση, καταφύγιο
μπουκαδόρος: κάποιος που κάνει διάρρηξη
μπουράσκα: ο νοτιάς
μπρισίμι: κορόιδο
μπρατσεράτος: καμαρωτός, σαν μπρατσέρα
μπραφ: φευγιό, ή απότομο μπάσιμο
μυγδαλωτό: πονηρό, σκανδαλιάρικο
μυρίζομαι την άνοιξη: μπαίνω στο νόημα
μυτιά: δόση πρέζας που παίρνεται από τη μύτη

Ν

ναμικιόρης: αχάριστος
νερό: αβανταδόρος
νεροφιδίσα: πολύ και γρήγορα, σαν νεροφίδα (λέγεται για το ποτό μόνο)
νεφρό: κουράγιο
νηοπομπή: συνοδεία
νιόνιος: βλάκας
νογάω: καταλαβαίνω
νταβάς, νταβατζής: αγαπητικός, σωματέμπορος, εκμεταλλευτής
ντου: έφοδος, επιδρομή
ντούκος: ψευτοεπίδειξη

Ξ

ξανθαίνω περούκα: είμαι ικανός
ξάφρα: κλοπή
ξενερώνω: συνέρχομαι
ξεντουζενιάζω: είμαι άκεφος
ξεράθηκα: κοιμήθηκα
ξέρω τη φτιάξη: ξέρω τις πονηριές (στα ίσια, όλες)
ξεσηκώνω χασέ: ανακαλύπτω
ξέφτι: εξευτελισμός
ξηγιέμαι: τα λέω αντρίκια
ξηλώνομαι: πληρώνω

Ο

όπου πιάνει πόμολο: όπου βρει ευκαιρία

**Π**

παγκουέ: μετρητά
παιδί της άφρας: παλιόμουτρο
παιδί της καλούμπας: ο μικρός μάγκας που κάνει αστεία
παιδί της λίγδας: βρωμόμουτρο
παίρνω κουταλιά: χαϊδεύω ελαφρά
παίρνω στον ίσκιο μου: προστατεύω
παίρνω το σκοινί: αναλαμβάνω πρωτοβουλία
παίχτης: κομπολόι
παλληκάρι της μπουκάλας με τη φάβα: γελοίος ψευτοπαλληκαράς
πανί λευκό: πεδίο ελεύθερο
παντόφλα: πορτοφόλι
παπαρούνα: όπιο
παπούς: κατοστάρικο
παρατάω τον ονειροκρίτη: αφήνω τα ημίμετρα
παρτσινέβελος: σύρτης
περπατημένος: πεπειραμένος, έξυπνος
περπατώ με την όπισθεν: υποχωρώ
περπατώ στεγνά: πάω στα σίγουρα
πέτα σήμα: λέγε μυστικό
πετάω πετιμέζι: κάνω χάδια
πετάω σάλιο: φανερώνω μυστικό
πετάω ψίχουλα: κουβεντιάζω εμπιστευτικά
πετιμέζι: επικερδής βρωμοδουλειά
πέφτουνε στο συρτάρι: στη γκανιότα
πέφτω στη λακκούβα με τη φάβα: υποπτεύομαι
πέφτω στη λάντζα: ξεπέφτω
πέφτω στη μάρκα: με υποψιάζονται
πέφτω στη μικρή κλωστή: ξεπενταριάζομαι
πουρέκλω: γριά
πέφτω στο καλομέλανο: βρίσκω εμπόδια
πέφτω στο μπρισίμι: πέφτω σε δυσκολίες, παγιδεύομαι
πέφτω στο πάτωμα: έρχομαι στην πραγματικότητα
πέφτω στην τσιμεντόπλακα: είμαι χωρίς δουλειά, περιφρονημένος
πιάστηκα στόκο: μεγαλοπιάστηκα
πιατάκι: πόστο, περιφέρεια
πίνω πηγαδίσιο νερό: αρκούμαι στα ολίγα
πίτουρο: δόλωμα
πιτσιπίτσι: λέγειν
πέφτω στην μπούκα: του πέφτω μπροστά
πριτσίνι: καρφί
πρώτο: λίρα χρυσή

Ρ

ράφι: νοικοκυριό
ρεμάλι: χαμένο κορμί
ρέφα: μερίδιο
ρεφούζι: δεύτερης πιοτής (είδος καπνού με φύλλο κατώτερο)
ρίχνω αλλού τη βάρκα: αλλάζω κατεύθυνση, κοροϊδεύω με άλλο σύστημα
ρίχνω κοκκαλιές: παίζω ζάρια
ρίχνω κολατσό: κάνω το τραπέζι
ρίχνω λουκούμι: κάνω κόρτε
ρίχνω μπαταρέλα: παίρνω στην κοροϊδία, περιφρονώ
ρίχνω προζύμι: δίνω πληροφορίες
ρίχνω χαλίκι: προετοιμάζω
ρολάρω: τυλίγω, παρασύρω
ρολόι τυλιχτό: ρολόι του χεριού
ροσολάτο: γλυκό σαν ροσόλι

Σ

σακαράκα: σπαθί στρατιωτικό μακρύ και φαρδύ
σακουλετζέμ;: κατάλαβες;
σαλάμια του άερος: κοινός άνθρωπος
σαματατζής: εκείνος που κάνει φασαρία, παλληκαράς
σανός: είσπραξη
σαρακοστιανό σκαλτσούνι: αγράμματος
στούμπος: βλάκας
σεντόνι: μεγάλο χαρτονόμισμα
σεργιάνι: χάζι
σερμαγιά: κομπόδεμα
σεσουλιάζω: μαζεύω
σιδεράτος: πιστολοφόρος
σίδερο: όπλο
σιδερομύγδαλο: δυσκολία
σιδερώνω: βάζω στα σίδερα, συλλαμβάνω
σικέ: φτιαχτό, κίβδηλο
σίελε: η πιάτσα
σκαθάρι: έξυπνος, πονηρός, σκανταλιάρης
σκονίζω: πίνω
σκόνη: προηγούμενα, επιβαρυντικά
σκουλήκι: μόνος, έρημος
σοροπάτος: γλυκός
σούμα: λογαριασμός
σούστα: σουγιάς αυτόματος
σπάζει η βιτρίνα: χαλάει η δουλειά
σπάζω: φεύγω
σπάω μπαρούμα: διακόπτω
στεγνό λαγίνι: απένταρος, φουκαράς
στενή: φυλακή
στενάζω της πηγάδας: στενάζω βαθιά
στενάχωρο: δαχτυλίδι
στενεύουνε: τον φυλακίζουν, τον βάζουν στη στενή
στενός δρόμος: καλντερίμι, πορνεία
στήνω ξοβεργάτη: παρακολουθώ κρυφά
στήνω πυροστιά: κάνω νοικοκυριό
στη ρίγανη: ιδιαιτέρως
στίψη: φτώχια
στρίτζος: ανάποδος, ζόρικος
στέκα όρθια: καμαρωτός
στον ίσκιο: στα κρυφά
στο όμικρον: στην καζούρα
στο σέτε: στην απενταρία
στο χωνάκι: στην αφάνεια, ο ασήμαντος
στρίτζωμα: κάνω τον ιδιότροπο
στρώνω κουβέρτα: λέω το σωστό
στρώνω κουρελού: κάνω νοικοκυριό
στρώνω μπατανία: κάνω φασαρία, καθαρίζω μια εκκρεμότητα
συκωτάκι: γραβάτα φιγουράτη
σφόλι: προκλητική κουβέντα

Τ

ταγαρώνω: γίνομαι ενοχλητικός
ταμπακιάζω: εκτιμώ
τάρα: περιττό βάρος, προσβολή
ταρατσώνω: χορταίνω
ταράφι: κύκλος
ταρσανάς: ναυπηγείο
τελβές: κατακάθι
τέλια: ειδήσεις
τεμπερισάτο: βερεσέ, με πίστωση
τέρτσος: ο χάνων
τζες: μόρτης, μάγκας, παιδί
τζιβάνα: επιστόμιο
τζιμάνι: φίνος, καλός, έξυπνος
τζίνι: έξυπνος
τζιβαέρι: χρυσαφικό
τζούρα: μικρή δόση, μικρό μπουζούκι
την ψυλλιάζομαι: υποπτεύομαι
τη φουντώνω: ανάβω τσιγάρο με χασίς
τιμπιρίσι: κουμπαράς
τιριτίρι: κουμπαράς
τίρος: ο κερδίζων
τογκαδόρος: ειδικότητα καπνεργάτη που κάνει δέματα καπνού (τόγκες)
το μαβί στην κεφάλα: το αίμα στο κεφάλι
τον ρίχνω: τον κοροϊδεύω
τόρος: ίχνος
τούφα: ύπνος
τραμπάλα: πίστωση
τραμπούκος: πληρωμένος παλικαράς
τράτα: κρυφό χαρτοπαίγνιο
τριόμφο: παιχνίδι με τράπουλα
τρώω λάχανο: πιάνω κορόιδο
τρώω σουπιά: πιστεύω, εμπιστεύομαι
τσάι: η ιατρική εξέταση των ιεροδούλων
τσάκα: το τσάκισμα του υφάσματος
τσάκα πράμα: βγάζω χρήματα, κερδίζω πολλά
τσαμασίρι: εξάρτημα, όπλο, στολίδι, αντικείμενο
τσαμπουκάς: στεναχώρια, υποψία
τσαρδί: σπίτι, στέγη, καταφύγιο
τσάρκα: βόλτα
τσαρκάρω: κάνω βόλτες αργόσχολες
τσέρκι: στεφάνι
τσιγγέλι: υποδικία
τσίκα: χασίς
τσικιρικιτζής: καταφερτζής
τσιρδουλή: φανταχτερή
τσιριμπαμπούμ: φασαρία, τελετή
τσιρίμπασης: αρχηγός, διευθυντής
τσιτσίρια: τα χρειώδη
τσίφτης: λεβέντης
τσοκ μπερντέ: πολλά λεπτά (διάλεκτός ανωμάλων)
τσόλι: ασήμαντο
τσουλήθρα: ξεπεσμός
τσουλούφι: τιποτένιος
τσουλουφιάζω: αρπάζω
τσουρνεύω: κλέβω με ξάφρισμα

Υ

υφάσματα του πελάγου: λαθραίος ρουχισμός απ' αυτόν που φέρνουν οι ναύτες λαθραία

Φ

φασινάρω: ξεπλένω
φεγγίτης: γυαλιά
φεγγιτιάζω: κοιτάζω
φερμεζότο: το κλείσιμο, ο αποκλεισμός
φέρνω βόλτα την κουβέρτα: κερδίζω όλους τους παίκτες του κύκλου
φέρνω στο καράτι: εκτιμώ
φιδιάζω: κάνω το φίδι, σέρνομαι
φλομέ: πείσμα, νευρικότητα
φουμάρω φούντα: κοροϊδεύω
φούντα: χασίς
φουντανέλα: τσιγάρο στριφτό με χασίς
φουντάρω: ρίχνω στη θάλασσα
φουντούκι: στενοχώρια, υποκρισία, ψέμα
φράχτης: ο υπόκοσμος
φρόκαλο: σκουπίδι
φτερό: αθώος
φτύνω: προδίδω
φυντάνι: καινούργιος

Χ

χάνωσα: απόρησα
χασμουρήθηκε: βαρέθηκε
χήνα: χιλιάρικο
χοντρή κοιλιά: πλούσιος
χοντρό δαμάσκηνο: κακή κουβέντα
χοντρό σκοινί: μεγάλη δουλειά, μεγάλη φασαρία
χόρτο: χασίς
χωρίζω γαβάθες: δεν έχω παρτίδες πια

Ψ

ψιλή βελονιά: αδικία
ψιλοτάρι: ασήμαντος
ψωνίζω την Αγγελικούλα: τρελαίνομαι

Ω

ωχρή: χρυσή λίρα
ώρα με βουρδούλακες: μεσάνυχτα

Φιλικά, Νίκος Τσιφόρος. (από Vrastaman, 05/01/12)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Το παρακάτω αποτελεί μία προσπάθεια διευκόλυνσης των συμπατριωτών μας στην συνεχή και ακατάπαυστη ενασχόλησή τους με το εθνικό μας σπορ και -όχι- δεν εννοώ τη μαλακία. Αυτή έχει περάσει στη δεύτερη θέση (την κρίση μου μέσα) και στην πρώτη είναι βέβαια η μίζα, η επονομαζόμενη προσφάτως και Miesens.

Το λεξικό που ακολουθεί είναι μία προφανώς μη εξαντλητική λίστα σχετικών με τη μίζα όρων. Ο λόγος που η λίστα δεν είναι πλήρης είναι διότι τίποτε στη ζωή αυτή δεν είναι τζαμπαντάν. Αν βγάλω κι εγώ κάτι για τον κόπο μου, ίσως, λέω ΙΣΩΣ, μπορέσω να βρω και τα υπόλοιπα λήμματα - για τους ορισμούς δεν μπορώ να υποσχεθώ;)

  • μιζοσκόταδο, το: προσπάθεια συσκότισης και συγκάλυψης της αλήθειας στην υπόθεση της siemens. (Παρ. 1)
  • μιζοκακόμοιρος, ο: πολιτικός για τον οποίον υπάρχουν ενδείξεις ότι εμπλέκεται στο σκάνδαλο με τις μίζες , αλλά παριστάνει τον κακόμοιρο προκειμένου να πείσει σχετικά με την αθωότητά του. (Παρ. 2)
  • μιζοτιμής: ελάττωση της τιμής της μίζας κατά το ήμισυ, σε περιόδους που υπάρχει μεγάλος αριθμός πολιτικών πρόθυμων να εμπλακούν. (Παρ. 3)
  • μιζεκλίκι, το: πρόγευση / μικρή προκαταβολή μίζας. (Παρ. 4)
  • μιζονέτα, η: πολυτελής κατοικία που αποκτήθηκε ως αντάλλαγμα πολιτικής εκδούλευσης. (Παρ. 5)
  • μιζανπλί, το: προϊόν συναλλαγής που αποδίδεται εις είδος, συνήθως με μορφή κοσμημάτων ή άλλων τιμαλφών, σε συζύγους, ερωμένες ή κόρες πολιτικών. (Παρ. 6)
  • μιζολιθική εποχή, η: χρονικά συμπίπτει με περιόδους όπου εξαγγέλλονται μεγάλα έργα, μεγάλες διοργανώσεις, μεγάλες αγορές του αιώνα κλπ και πέφτουν οι μεγάλες μίζες. (Παρ. 7)
  • μιζολαβητής, ο: παρένθετο πρόσωπο που μεσολαβεί στο δαιδαλώδες σύστημα διακίνησης της μίζας, μέσα από εμβάσματα, off-shore εταιρείες κλπ προκειμένου να χαθούν τα ίχνη του μαύρου πολιτικού χρήματος. (Παρ. 8)
  • μιζάνοιχτος, ο: πολιτικός που εντέχνως αφήνει να διαρρεύσει σε επιχειρηματικούς κύκλους ότι είναι ανοιχτός σε προτάσεις συναλλαγής. (Παρ. 9)
  • απομιζώ: σύγχρονη γραφή του ρήματος απομυζώ. Tο ρήμα που σημαίνει «αναρροφώ, βυζαίνω, αποσπώ συνεχώς χρήματα» μετατρέπεται σε απομιζώ όταν ο ενεργών είναι πολιτικό πρόσωπο. (Παρ. 10)

Πηγή: FAQ και www.mybike.gr

  1. Η δικαιοσύνη ψάχνει τους ενόχους στο μιζοσκόταδο.

  2. Διάβασες τις δηλώσεις που έκανε ο Τσουκάτος βγαίνοντας από τον ανακριτή; Τον εγκατέλειψε το κόμμα του λέει ο μιζοκακόμοιρος...

  3. Εκεί που τα είχαμε βρει και ήμασταν έτοιμοι να συμφωνήσουμε, μπλέχτηκε και ο Κυριάκος και μας έκανε χαλάστρα... Η συμφωνία έκλεισε μιζοτιμής.

  4. Ο εξοπλισμός του πολιτικού γραφείου του με καινούργιο τηλεφωνικό κέντρο ήταν το μιζεκλίκι της υπόθεσης. Τα χοντρά λεφτά δόθηκαν αργότερα.

  5. Είδες την μιζονέτα του Άκη στο πανόραμα; έχει ένα wc λιγότερο από την βίλα του Μητσοτάκη.

  6. Βλέπεις την κοτρώνα που φοράει στο χέρι το τσουλί; Μιζανπλί του υπουργού από την υπόθεση του OTE είναι...

  7. Γαμώ την ατυχία μου... Τώρα βρήκαμε να είμαστε έξω από τα πράγματα; Τώρα που είναι η μιζολιθική εποχή και τρώει η μίζα σίδερο;

  8. Ισχυρίζεται ότι τον έμπλεξαν χωρίς να το θέλει. Θα την γλυτώσει φτηνά όμως. Ένας απλός μιζολαβητής ήταν.

  9. Εκλογές έρχονται... Τα έξοδα πολλά... Δηλώνω μιζάνοιχτος σε υποψήφιους... χορηγούς.

  10. Απομίζησε τους πάντες επί υπουργίας του. Να φανταστείς ότι τον αποκαλούσαν ο Μίστερ 2%. Τόση ήταν η προμήθειά του.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified