Further tags

Ο κόλακας, ο γλείφτης.

- Δημήτρη μου, είσαι το καλύτερο παιδί, τι θα κάναμε χωρίς εσένα, είσαι μία όαση μέσα στη ζούγκλα της πόλης, είσαι ό,τι καλύτερο έχουμε για παρέα!!!!!
- Μαλάκα μην τον ακούς. Είναι Γιώργος Αυτιάς. Σε όλους τα ίδια λέει.....

Το απόλυτο επίτευγμα του Αυτιά! (από Khan, 17/10/09)(από Khan, 14/03/11)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Ο Κωστάκης Καραμανλής, όπως τον αποκαλούσε η αείμνηστη Μαλβίνα Κάραλη στις τηλεοπτικές εκπομπές της (Μαλβίνα Hostess κλπ), προάγγελους των σατιρικών πολιτικών εκπομπών τύπου Αλ Τσαντίρι Νιούζ, οι οποίες και της στοίχισαν δεκάδες απολύσεις, αλλά σε μας πρόσφεραν άφθονο γέλιο και προβληματισμό.

- Βγήκε πάλι ο δάμαλος και τα έχωσε στον Τάπερμαν! (= στον Σημίτη)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Ο τσιγκούνης ολκής. Ο όρος επικράτησε από την ερμηνεία του Δήμου Σταρένιου στην τηλεοπτική μεταφορά του βιβλίου του Καζαντζάκη «Ο Χριστός ξανασταυρώνεται», όπου υποδύθηκε τον ρόλο του τσιγκούνη γερο-Λαδά.

- Ρε Σταρένιο, 80 χρονών είσαι, παιδιά σκυλιά δεν έχεις... Ζήσε λίγο τη ζωή σου. Μαζεύεις, μαζεύεις... Μαζί σου θα τα πάρεις;

ο ηθοποιός Δήμος Σταρένιος (1905-1983) (από allivegp, 21/05/10)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Χασάπης στην περίπτωση αυτή είναι ο άγαρμπος τεχνικός οπτικοακουστικού υλικού (τεχνικός προβολής, μοντέρ κττ) που δεν δίνει δεκάρα για τη δουλειά του και την εκτελεί ορθά-κοφτά με την τεχνική με την οποία οι χασάπηδες δίνουν μια στη σπάλα, πχ, και την κάνουν δέκα κομμάτια. Συνώνυμο του σκιτζής.

Ως επιφώνημα, ακουγόταν τον παλιό (καλό;) καιρό στους σινεμάδες όταν ο τεχνικός προβολής ξεχνιόταν (κοιμόταν; γαμούσε;) και κοβόταν ο ήχος της ταινίας ή κόλλαγε κάποιο πλάνο. Το κοινό τότε είτε χειροκροτούσε για να διαμαρτυρηθεί, ή φώναζε «χασάπηηηη!» μπας και ξυπνήσει το παλικάρι και δει ο κόσμος την ταινία. Αυτά βέβαια προ ντιβιντί και νεότερης τεχνολογιάς.

Χασάπης είναι και ο μοντέρ ο οποίος πετσοκόβει το υλικό του, με αποτέλεσμα να «πηδάνε» τα κατ, να μπαινοβγαίνουν άτσαλα οι σκηνές γενικώς.

- Μάκη, εδώ πρέπει να προσέξεις να βάλεις τον λόγο να ξεκινάει λίγο νωρίτερα, να μην ακουστεί «ατάκα».
- Έλα ρε Αντώνη, λες και δε με ξέρεις... για καναν χασάπη με πέρασες;

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Η λέξη προέρχεται εκ της λεκτικής συνουσίας των λέξεων παράθυρα και μουρμούρα. Μιλάμε για μια συνουσία χωρίς δημιουργία που οδηγεί στην πολλαπλή εκμετάλλευση του θεατή. Μιλάμε για τη διοργάνωση συζήτησης πάνω σε φλέγοντα θέματα που απασχολούν τον κόσμο (άρα προσδοκάται τηλεθέαση) από δημοσιοκάφρο, που για λόγους τηλεθέασης, έχει προσκαλέσει άτομα που με το παραμικρό παίρνουν φωτιά. Έτσι προκύπτει μια ατέλειωτη τηλεοπτική μουρμούρα μεταξύ των καλεσμένων των τηλεοπτικών παραθύρων. Κι όσο πιο πολλά είναι τα παράθυρα, τόσο πιο δυνατό γίνεται το κοκτέιλ της αναμπουμπούλας. Αυτό είναι λοιπόν το reality show που λέγεται παραθυρομουρμούρα.

Ο στόχος των προσκεκλημένων δεν είναι η αποκάλυψη της αλήθειας, η ενημέρωση του κόσμου, η καλοπροαίρετη εξέταση των απόψεων και η σύνθεση τους ώστε να δημιουργηθεί μια κοινώς αποδεκτή πρόταση που θα τυγχάνει της κοινής αποδοχής των παρισταμένων, αλλά και της αποδοχής των θεατών, αλλά το καπέλωμα των αντιθέτων μέσω τρικλοποδιών και φθηνών κόλπων εντυπωσιασμού.

Η ατέλειωτη μουρμούρα και χάβρα που επικρατεί μεταξύ των καλεσμένων στα τηλεοπτικά παράθυρα, διαθέτει διακοπές, επί διακοπών, ύβρεις τσαμπουκαλέματα, κινδυνολογίες, ψευδο-οράματα, αποτυχημένους σωτήρες, που θέλουν να ξανάρθουν για να σώσουν τον τόπο από τους νυν αποτυχημένους σωτήρες, που είχαν έρθει για να σώσουν τον τόπο απ’ αυτούς. Σωτήρες (νυν και τέως) που βουλιάζουν τον τόπο κάθε μέρα όλο και πιο βαθιά. Όλοι τους ποντάρουν στη λήθη του θεατή. Τον θεωρούν χαπατο και τον ταΐζουν κόντρα παραμύθι. Του πιπιλίζουν το μυαλό κι αυτός ελπίζει. Ελπίζει κι εμπιστεύεται. Το νοητικό επίπεδο του κόσμου μπορεί να είναι περισσότερο ανεπτυγμένο σε σχέση με το παρελθόν, αλλά φαίνεται πως οι λαοπλάνοι έχουν κάνει περισσότερα βήματα. Είναι απειροελάχιστες οι διαφορές των καλεσμένων, αλλά, σαν σωστοί λαοπλάνοι, τις μεγεθύνουν και ο καθένας ωραιοποιεί τη θέση του για να έχει λόγο υπάρξεως στο μέλλον. Αν βέβαια τεθεί θέμα που τους αγγίζει συλλογικά, όπως π.χ. η αύξηση των αποδοχών τους, ή το πόθεν αίσχος, τότε ισχύει η ρήση: Στη μάσα ενωμένοι στον αγώνα χωριστά.

Ο δε δημοσιοκάφρος, αντί να προσπαθεί να αμβλύνει τις αντιθέσεις ώστε να προκύψει ένα πολιτισμένος διάλογος που θα γεφυρώνει, τουναντίον με τις ενέργειες του προκαλεί και επιδιώκει τη βαβούρα και το μπάχαλο για να ανεβάσει τη θερμοκρασία και την ένταση και να εγκλωβίσει τους τηλεθεατές που έκατσαν να ενημερωθούν. Για το δημοσιοκάφρο, παρ' όλο που το κανάλι του έχει κάποια πολιτική γραμμή, το κύριο μέλημα του δεν είναι να υποστηρίξει τη γνώμη των καλεσμένων που τάσσονται πλησίον προς τη γραμμή του καναλιού, αλλά την αποτροπή του θεατή να κάνει ζάπινγκ και να πάει σε άλλη παραθυρομουρμούρα, γιατί, γι' αυτόν τα ποσοστά τηλεθέασης μετράνε. Κι αν καταφέρει να σκοράρει κόντρα στους απέναντι (απέναντι κανάλια) και το κανάλι του θα πάρει τα εύσημα κερδίζοντας κι απ’ τις διαφημίσεις που πέφτουν ανάμεσα στην «ενημέρωση». Έτσι κι αυτός εδραιώνεται καλύτερα στη θέση του. Γι' αυτό λοιπόν προκαλεί με τις ενέργειες του την παραθυρομουρμούρα, την ένταση και το χαλασμό. Κι όταν η κατάσταση, ξεφύγει, τότε προσπαθεί με στημένες κι άκομψες διαδικασίες να μαζέψει την κατάσταση που ο ίδιος δημιούργησε, τόσο με την επιλογή των ατόμων, όσο και με το δαύλισμα της φωτιάς, που έντεχνα κατά τη διάρκεια της κουβέντας μεθόδευε. Παίζει τη δική του θεατρική παράσταση, το δικό του Καραγκιόζ μπερντέ για να γοητεύσει το εγκλωβισμένο κοινό του, τους θεατές που, αντί να ενημερωθούν, γίνονται μάρτυρες σε μια ποδοσφαιροποίηση του πολιτικού λόγου. Στο τέλος αυτοί, αντί να είναι ανακουφισμένοι, αισθάνονται μπερδεμένοι και απογοητευμένοι. Ωστόσο, την άλλη μέρα θα επαναλάβουν το ίδιο λάθος. Θα κάτσουν ξανά σαν άλογα όντα να φάνε το τηλεοπτικό σανό που θα τους προσφέρουν οι λογής εισαγγελάτοι, που απ ότι φαίνεται είναι μάστορες στη δουλεία τους και δε διαθέτουν κανένα ίχνος τσίπας πάνω τους. Ο «καλύτερος» δε απ' αυτούς, καταλήγει αρχιδη(ι)μοσιοκάφρος. Αντί αυτοί να βρεθούν στο καρφί, συνεχίζουν τις μηχανορραφίες τους.

-Τι κάνεις ρε μαλάκα αποσβολωμένος μπροστά στην τηλεόραση;
-Σώπα… παρακολουθώ. Μιλάνε για το ασφαλιστικό. Σε ενδιαφέρει.
-Με ενδιαφέρει δε λέω… Αλλά αν αυτή την παραθυρομουρμούρα, τη λες ενημέρωση τότε εγώ... είμαι ο Πατριάρχης Ιεροσολύμων.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Νεοσύστατος ορισμός για τις πάσης φύσεως τηλεπαρουσιάστριες τις μεσημεριανής ζώνης, που ασχολούνται με κάθε είδους άχρηστες πληροφορίες για ντεμέκ vip πρόσωπα.
Στην λίστα περιλαμβάνονται οι λαμπιρο-καραβατο-μουτσινο-τατιανα κ λοιποί.

- Άλλαξε κανάλι, ρε Mαρίνα. Τις βαρέθηκα τις μεσημεριανούδες. Αμάν πια !

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Μπαμπαδίστικη λέξη για την τηλεόραση. Παρόμοια λέξη: το κουτί.

Χρονολογείται από τη δεκαετία '70. Εκείνα τα χρόνια οι τηλεοράσεις ήταν πράγματι σαν κουτιά, ξύλινα ή τύπου, με μια μικρή οθόνη που εξέπεμπε, κατά τη γνώμη όσων την χαρακτήριζαν έτσι, μόνο πράγματα που αποβλακώναν τον κόσμο και τον καθιστούσαν χαζό. Πού να ήξεραν ότι οι Πανθέοι και το Λούνα Παρκ έχουν γίνει καλτ παρελθόν και πως μια μέρα θα βλέπανε κει το Ερωτοδικείο, την κυρία Λουκά, τη Στέλλα Μπεζεντάκου κλπ (πού τα θυμήθηκες ρε φίλε...).

(ατάκα δεκαετίας 70-80)
- Βασιλάκηηηηη! Κλείσε το χαζοκούτι και πήγαινε στο δωμάτιό σου να διαβάσεις, ΑΚΟΥΣ;;;;;;;

(από ironick, 28/11/08)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Στα τηλεοπτικά στούντιο ειδήσεων, η χειρίστρια γεννήτριας χαρακτήρων. Με άλλα λόγια, η κοπέλα -οι άνδρες είναι σπανιότατοι στο επάγγελμα- που κάθεται σ' ένα κομπιούτερ και ρίχνει τα σούπερ. Όπου σούπερ, είναι οι ταινίες ή κάρτες με τα γράμματα που εξηγούν ποιος μαϊντανός παπαρολόγος είναι σε κάθε παράθυρο, ποιος πανελίστας αφιερώνει αυτή τη στιγμή και πόσοι είναι οι νεκροί από τις επιθέσεις στη Βομβάη. Σε ορισμένα κανάλια, η σουπερατζού χειρίζεται επίσης και το λογισμικό που χωρίζει τα παράθυρα, φτιάχνει κάποια γραφικά κλπ. Οι σουπερατζούδες δουλεύουν υπό μεγάλη πίεση -διότι πολλά πρέπει να γίνουν ζωντανά και σε χρόνο dt και, έτσι κι αλλιώς, λόγω των ατόμων που τις περιστοιχίζουν.

Το σουπερατζού είναι κατ'αρχήν απαξιωτικό αλλά έχει καθιερωθεί. Πιο προσβλητικό είναι στην τρέχουσα το superwoman το οποίο εκφέρεται πάντα με μεγάλη δόση ειρωνείας από τους πολ μουρ συναδέλφους.

Μετά από συμπλήρωση εικοσαετίας σε αυτή τη δουλειά, οι σουπερατζούδες συνταξιοδοτούνται και η Εκκλησία μας τις ανακηρύσσει αγίες. Καμμία δεν έχει αντέξει τόσο πολύ.

- Νταξναούμ, το μάνα ρέιβερ έμεινε ... αλλά, είναι γεγονός ότι οι κοπέλες δουλεύουνε με φοβερή πίεση ...
- Ναι, ρε μαλάκα, αλλά έχουνε πλάκα ... προχτές θέλανε να πούνε «Εύα Καϊλή - τώρα» και στο σούπερ βγάλανε «Εύα Καυλή - τώρα» ...
- Πώς ήτανε εκείνο το έργο, ρε συ ... Τόρα-Τόρα-Τόρα ... τύφλα νάχει ο Μπεν Χουρ ...
- Γιατί, παιδιά, άδικο είχανε με την Καϊλή; ... Εγώ σας το λέω, δε φταίνε, οι σουπερατζούδες ... οι δημοσιοκάφροι τους τα λένε λάθος ... για να μη σου πω κι επίτηδες λάθος, για να γίνει τζόγος ...
- Σωστόστ ... σα την άλλη φορά πούχανε ρίξει «Κωνσταντίνος Μητσοτάκης, φοιτητής στο Βελιγράδι» ...

(σ.σ. Όλα τα παραδείγματα είναι πραγματικά)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Μειωτικός / ειρωνικός χαρακτηρισμός, για άτομα τα οποία επιδεικνύουν μια ανησυχητική ομοιότητα στην επαγγελματική τους απόδοση, η απόδοση αυτή είναι κάτω του μετρίου και δεν διαθέτει ίχνος φαντασίας ή προσωπικής πρωτοβουλίας/περαιτέρω ανάπτυξης.

Παρόλο που η έκφραση μπορεί να χρησιμοποιηθεί σε οποιονδήποτε επαγγελματικό τομέα, η κύρια εφαρμογή γίνεται σε χώρους όπου έχουν ευρεία επαφή με το κοινό (βλ. Χαρακτηριστικές Σχολές στη συνέχεια).

Όπως είναι σαφές, ο χαρακτηρισμός δεν αναφέρεται σε πραγματική «σχολή», αλλά στο πανομοιότυπον που παρουσιάζουν οι εν λόγω «επαγγελματίες», θυμίζοντας προϊόντα βιομηχανικής παραγωγής.

Η πλήρης έκφραση: «Είναι της Σχολής [τάδε]» συμπληρώνεται με: «...στο Χ έτος», εφόσον ο εκφέρων την φράση έχει διακρίνει τις μικροδιαφορές που κατατάσουν το θύμα σε κάποιο έτος.
Εννοείται ότι όσο μικρότερο το έτος, τόσο πιο άχρηστο το θύμα. Προφανώς οι μεταξεταστέοι, βρίσκονται στον πάτο της τροφικής αλυσίδας.

Οι σχολές δυστυχώς έχουν λάβει τη μορφή επιδημίας και ταλαιπωρούν χιλιάδες συνανθρώπους μας. Το βασικό χαρακτηριστικό τους, είναι κάτι που σε αυτή τη χώρα έχουμε ανάγαγει σε τέχνη: αντί να προσπαθούμε να βρούμε κάτι νέο, αντιγράφουμε (συνήθως κακά) κάτι το οποίο έχει κάνει επιτυχία και του αλλάζουμε τα φώτα. Όπως είναι φυσιολογικό, η φαντασία, η πρωτοβουλία, η πρωτοτυπία πάνε περίπατο.

Χαρακτηριστικές Σχολές

Σχολή DJ
Μακράν η σχολή με τις περισσότερες αναφορές. Οι «απόφοιτοι» διακρίνονται από χιλιόμετρα καθώς:

- Θεωρούν ότι είναι Tiesto (τουλάχιστον) και ότι κάθε φορά παίζουν στο Ολυμπιακό Στάδιο κατά την έναρξη των Ολυμπιακών. Συνεπώς και τα 1200db είναι λίγα (άσχετα αν είναι Κυριακή απόγευμα σε καφετέρια στα προάστια).
- Παίζουν ΜΟΝΟ mainstream και ότι τους δίνουν γνωστοί/εταιρίες (τελειόφοιτοι με τα κονέ) γιατί «αυτά θέλει να ακούει ο κόσμος».
- Αποκλειστική χρήση «κλεμμένων» CD και MP3 για να γίνεται η δουλειά ακόμη πιο ξεκούραστη (στην ανάγκη, πετάνε ένα playlist και πάνε για καφέ, ποτό, τουαλέτα, πήδημα).
- Το set είναι ίδιο και απαράλλακτο, ασχέτως αν ο κόσμος δεν κουνιέται ρούπι και ασχέτως αν παίζουν σε μπαράκι, Club, γάμο, βαφτίσια, στην Αθήνα, στην επαρχία, σε νησί το καλοκαίρι.
- Ξεκινάμε με γνωστά Lounge-οειδή και τρέχοντα R&B (τώρα πως αυτές οι σοροπάτες αηδίες έχουν ονομαστεί R&B δεν έχω ιδέα αλλά τέλος πάντων, ο BB King να βάλει το χέρι του), περνάμε σε διάφορα χιτάκια ντάπα-ντούπα μπλέκοντας ξένες επυτιχίες με ότι αηδία Φοίβο-Βισσοβανδορουβοτσαλικο-δήθεν-Ελληνικό-παπαροειδές κυκλοφορεί και φυσικά τελειώνουμε με Κλαψομούνικες Ελληνικουρίες που μόνο λαϊκά δεν είναι. Εννοείται ότι ενδιάμεσα θα παρελάσουν τα τιμημένα 80s και τα ηρωικά 70s (πώς νομίζετε ότι ζει η Gloria Gaynor; Με τα δικαιώματα από το I will survive!). Αναλόγως της εποχής, πασπαλίζουμε με επίκαιρα άσματα (Last Christmas, κλπ.). Εννοείται ότι δεν υπάρχει περίπτωση να γλυτώσεις από τον ΟΤΕΓιάννη.

Σχολή Δημοσιογράφων
Μαζί με τους DJ, μοιράζονται τα πρωτεία. Βρίσκονται κυρίως στα ηλεκτρονικά μέσα και ειδικά στην τηλεόραση. Ειδική κατηγορία είναι τα παπαγαλάκια.

- Περισπούδαστο ύφος καθώς είναι γκουρού επί παντός επιστητού (από όπλα τελευταίας τεχνολογίας μέχρι τα μυστικά των μονών και τα αίτια της οικονομικής κρίσης, τους επιταχυντές σωματιδίων, τα είδη των δέντρων τα οποία πρέπει να φυτευτούν στην Πάρνηθα, κλπ.).
- Όπλο μας η υπερβολή. Δεν υπάρχει θέμα το οποίο δεν απαιτεί δραματική μουσική, τρεμάμενη τσιριχτή φωνή και γουρλωμένα μάτια. Έστω κι αν μιλάμε για την τσούχτρα που την έπεσε στον μικρό Γιαννάκη στην Αιδηψό (ζωντανή σύνδεση).
- Δεύτερο όπλο μας η ανικανότητα να κάνουμε καλά, 5 ηλίθιους σε περιμετρικά παράθυρα (Ελληνική πατέντα τα 6 παράθυρα), οι οποίοι γκαρίζουν ταυτόχρονα (σύστριγγλο να γίνεται και ανεβαίνει η τηλεθέαση).
- Έχουν αποστηθίσει τις φράσεις κλισέ/πασπαρτού (είδες η Σχολή;) για οποιαδήποτε περίπτωση:

  • δραματικές οι εξελίξεις
  • πύρινη λαίλαπα
  • απροειδοποίητα χτύπησε ο Εγκέλαδος (την άλλη φορά θα σου στείλει SMS)
  • πολικές θερμοκρασίες (-8C… τι να πει κανείς για τον Πόλο όπου έχει -50C)
  • στο έλεος του/της...
  • οι ασκοί του Αιόλου (άσχετα αν ο ρημάδης ο ασκός ήταν ένας και μοναδικός)
  • σε κλίμα [κατάνυξης, αντιπαράθεσης, έντονο] – φράση τζακ-ποτ
  • καλπάζει ο καύσωνας/τιμάριθμος/χιονιάς (μουσική από Bonanza παρακαλώ)
  • κρανίου τόπος ή/και βιβλική καταστροφή
  • απελπισία
  • εγκλωβισμένοι (από νερό, χιόνι, φωτιά, βίσωνες, ζουλού)
  • γνωστοί/άγνωστοι, αντιεξουσιαστές, αναρχικοί, κουκουλοφόροι (εδώ και 30 χρόνια)
  • γυρίζουμε σελίδα στο δελτίο μας
  • αλλάζουμε θέμα, αλλάζουμε κλίμα (μετά τις σφαγές θα σας δείξουμε τα βυζιά της τάδε γλάστρας).

Σχολή Μεταγλωτιστών
Δυστυχώς το παρόν γραπτό μέσο, δεν μας επιτρέπει να ξεδιπλώσουμε την πλήρη γελoιότητα, αταλαντοσύνη και την φρίκη που προξενούν τα μέλη της σχολής, ειδικά στις περιπτώσεις κλασικών κινουμένων σχεδίων, τα οποία οι εν λόγω κατεβάζουν σε επίπεδο μικιμάου. Θεωρώντας ότι οι ακροατές είναι πανάσχετοι και χωρίς αιθητική (ακόμη και τα μικρά παιδιά), χρησιμοποιούν πανομοιότυπες ηλίθιες φωνές στην (αποτυχημένη) προσπάθεια τους να επιτύχουν τον κάθε χαρακτήρα.

Δυστυχώς, η «αγορά» είναι κλειστό κλαμπάκι, οπότε ακούς τους ίδιους και τους ίδιους με τις ίδιες εκνευριστικές φωνές ανεξαρτήτως αν μεταγλωτίζουν διαφημίσεις Barbie, μεξικανο-ισπανικές σαπουνόπερες, Μπομπ Σφουγγαράκη, Powerpuff Girls, Super Heroes, κλπ. Το μεγαλύτερο έγκλημα βέβαια, είναι με τα παλιά κλασικά καρτούν (Looney Toones, Disney), όπου ακούς τον καραγκιόζη να αλλάζει τα φώτα στην φωνή του Μπαγκς, του Έλμερ και φυσικά του Ντάφυ. Όπως είναι φυσικό, το φάντασμα του Mel Blanc πλανάται πάνω από τη χώρα ζητώντας δικαίωση αλλά φευ.

Σχολή Γλαστρών
Ίσως η παλαιότερη σχολή της υφηλίου και σε βάθος χρόνου. Μπορούμε να ισχυριστούμε ότι υφίστανται και πολλά παρακλάδια αλλά η κυρίως σχολή, εφοδιάζει τις αποφοίτους της (ή καλλιεργεί ήδη υπάρχοντα «ταλέντα» τους) με:

- Πανομοιότυπα μαλλιά, ντύσιμο (γδύσιμο), μακιγιάζ 3-κιλά-στόκο και λευκασμένα/τεχνητά δόντια
- Το ύφος της ξανθιάς: Μάτια μισάνοιχτα, πόδια ορθάνοιχτα, μυαλό μεσάνυχτα
- Προσωπική φιλοδοξία: Φωτογραφήσεις -> Καλλιστεία -> Εκπομπή στην TV -> Τραγουδιάρα/Ηθοποιός -> ματσωμένος γαμπρός ή έστω μακροπρόθεσμος χορηγός.
- Πλήρη αποχαύνωση και απουσία επαφής με την πραγματικότητα – άλλωστε τι Barbie είμαστε αν δεν ζούμε στον δικό μας ονειρικό κόσμο, όπου τα πιο σημαντικά πράγματα είναι τα ρούχα, το μανικιούρ και η Μύκονος. ΠΡΟΣΟΧΗ: Ακόμη κι αν η γλάστρα είναι στην παραγματικότητα γατόνι (όπως πολλές είναι), στη σχολή μαθαίνουν να πλασάρουν την εικόνα της χαζοξανθιάς (βλ. Επίτιμη παρακάτω).

Ηρωικές απόφοιτοι της σχολής: Μπεζεντάκου, Μελέτη, Μαστροκώστα, Αλεξανδράτου, Λαζοπούλου (στο μελαχροινό). Επίτιμη Διδάκτωρ: Μενεγάκη. Επίκουρη Καθηγήτρια Πολεμικών Τεχνών: Βατίδου.

Άπειρα γύρω μας καθημερινά...

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Η κοπέλα -σχεδόν όλες είναι γυναίκες- που έχει την ευθύνη να βρει και να κλείσει τους διάφορους μαϊντανούς οι οποίοi θα εμφανισθούν στα τηλεοπτικά παράθυρα για τον γνωστό σωκρατικό διάλογο με τον εισαγγελάτο του καναλιού. Είναι δημοσιογράφοι, συχνά έμπειρες, αλλά από τη στιγμή που θα εξειδικευθούν στο ρόλο της κλείστρας, οι δημοσιοκάφροι τις θεωρούν, εννοείται, παιδιά ενός κατώτερου θεού.

Συνώνυμο: παραθυρατζού. Δες και: σουπερατζού

Πίσω από κάθε τηλεπαράθυρο κρύβεται μια «κλείστρα». Με τσαμπουκά ή κλάμα, με θεμιτά (ή και αθέμιτα) μέσα, πείθουν τους καλύτερους... μαϊντανούς να εμφανιστούν στα δελτία για να μας δώσουν τα φώτα τους. (Ελευθεροτυπία, 09/03/2003)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified