Η κλασική μέθοδος κάλυψης / απόκρυψης φαλακρών περιοχών μακραίνοντας τα πλαϊνά υπαρκτά μαλλιά και κολλώντας τα με διάφορους τρόπους κατά πλάτος της κεφαλής ώστε να βρουν τα μαλλιά της άλλης πλευράς.
Ο Σπύρος σε λίγο θα ξεκινήσει την αλεφάντεια...
Η κλασική μέθοδος κάλυψης / απόκρυψης φαλακρών περιοχών μακραίνοντας τα πλαϊνά υπαρκτά μαλλιά και κολλώντας τα με διάφορους τρόπους κατά πλάτος της κεφαλής ώστε να βρουν τα μαλλιά της άλλης πλευράς.
Ο Σπύρος σε λίγο θα ξεκινήσει την αλεφάντεια...
Σχετικό: καραφλάζ.
Αλεφάντεια: αλεφάντεια κόμμωση, αλέφαντος, ζωγραφίζω κάποιον, καλώς τα παιδιά, 3-0!, κίνηση μεγάλου παίχτου, κονιόρδος, μάθε μπαλίτσα, μάνα καημένη, μαντουμαδόρος, μυρωδιάς, ντύνομαι Αλέφαντος, ξέρω εκατό κιλά, πες το κι έτσι (μορφωμένε), πριμαντόνα, σ' τα εξηγώ ωραία;, τα πάντα όλα, τέσσερο, τιτανοτεράστιος.
Got a better definition? Add it!
Published
Last modified
Βαρκελώνη, 5 Αυγούστου 1992. Τόπος και ημερομηνία γέννησης της συγκεκριμένης ατάκας από την χρυσή ολυμπιονίκη Βούλα Πατουλίδου. Με τα χρόνια το χρυσό στα 100 μ. εμπόδια μπορεί να ξεθώριασε κομμάτι (δεδομένης ενδεχομένως και της τούμπας που είχε φάει η προπορευόμενη αθλήτρια που μας το δώρισε), αλλά η ρήση έμεινε αθάνατη να συμβολίζει τον νταλκά του Έλληνα να πρωτεύσει σε πείσμα της διεθνούς συνομωσίας που τον κρατάει πάντα κάτω, εξ ου και το «ρε γαμώτο».
Τελικώς έχει καταλήξει να χρησιμοποιείται σε περιπτώσεις όπου η Ελλάδα δεν έχει απολύτως τίποτε να κάνει, αλλά δίνει μία υπεράνω κριτικής δικαιολογία για την πράξη μας.
Δικαιολογίες: για τ' αντέτ', για το γαμώτο, για την Ελλάδα ρε γαμώτο, για την καύλα, για τα νεφρά, για το ονόρε, για τον πούτσο του θεού, για το ρόκ, για το φολκλόρ, για τη φουκαριάρα τη μάνα μου / για την ψυχή της μάνας μου, γιατί είμαι ο Χουλκ, γιατί έτσι, γιατί έτσι γουστάρω, γιατί η γάτα έχει ένα αυτί, γιατί κλάνει το γατί, γιατί μπορώ, γούστο και καπέλο μου, πάνω στην τρέλα μου.
Got a better definition? Add it!
Προερχόμενο από τον γάλλο ποδοσφαιριστή Youri Djorkaeff, διεθνή την δεκαετία του 90, χρησιμοποιείται για να υπογραμμίσει την «ποιότητα» - ομορφιά μιας γυναίκας.
Ανεξήγητος ο λόγος που οδήγησε στην γέννηση του εν λόγω λήμματος, μάλλον πρόκειται για τον συνδυασμό της ποιότητας που χαρακτήριζε τον ποδοσφαιριστή Τζορκαέφ στο παίξιμό του, σε συνδυασμό με το εύηχο (;) και κάπως παράξενο επώνυμο που παραπέμπει σε κάτι «ευγενικό» και πολύτιμο.
- Πω πω φίλε, τζορκαέφ η γκόμενα ...
Got a better definition? Add it!
Η γνωστή Σελήνη (Ελένη Κούρκουλα) στον ρόλο της διανοητικά καθυστερημένης κόρης στα πρώτα επεισόδια της Φωσκολιάδας «Λάμψης» του Νίκου Φώσκολου. Από τις χιλιάδες αράδες σεναρίου, έχει μείνει η φράση «Σελήνη παντρευτεί Χόχο!!!». Χόχος την εποχή εκείνη ήταν ο ηθοποιός Κώστας Σπυρόπουλος. Έχει μείνει να λέμε έτσι ένα άτομο που τείνει προς διανοητική καθυστέρηση και είναι γενικά λίγο φρηκ.
Περίπου (όχι ακριβώς) συνώνυμα: γεια σου, αλλού.
Πηγή: Pointman.
- Πού την ψώνισες την Σελήνη βρε Σάββα; Στα Λίντλ; Είπαμε ό,τι κάτσει, αλλά όχι κι έτσι!
Σχετικά: αρπαγμένος, κάθυστερ - καθυστέρα, βραδυφλεγής, richard, ριτάρντεντ, Κατέλης, μογγόλι, το, ληγμένος, -η, -ο
Got a better definition? Add it!
Published
Last modified
Η εκφώνηση της λέξης ποιότητα από τον Κώστα Σημίτη
Η λέξη χρησιμοποιήθηκε από ορκισμένους εχθρούς του τέως πρωθυπουργού για να αναφερθούν απαξιωτικά στο στυλ του και την πολιτική του. Ενίοτε η λέξη προσωποποιήθηκε, “Ο κύριος Πχοιότητα”, για αναφορά στο πρόσωπο του τέως πρωθυπουργού είτε από επικριτές τους είτε από οπαδούς του με αίσθηση χιούμορ.
Στην μετά Σημίτη εποχή η λέξη χρησιμοποιείται ως προσδιορισμός, με ποικίλες και και πολλές φορές αντίθετες έννοιες, σχετιζόμενος με την τέχνη. Σε γενικές γραμμές η λέξη χρησιμοποιείται για να εκφράσει αποδοχή ή αποδοκιμασία ενός έργου τέχνης ή μιας καλλιτεχνικής αντίληψης. Το ενδιαφέρον βρίσκεται στο γεγονός ότι η χρήση της είναι αυθαίρετη και η απόδοση θετικής ή αρνητικής έννοιας στον προσδιορισμό εξαρτάται από την σχολή καλλιτεχνικής αντίληψης του χρήστη της λέξης και από την άποψή του για το έργο τέχνης ή σχολή αναφοράς.
α) Σε πολλές περιπτώσεις η λέξη χρησιμοποιείται για να αποδοκιμάσει τέχνη η οποία είναι κατ' εξοχήν καταναλωτική ή απλά χαμηλής αισθητικής (με βάση την αποδοχή της καλλιτεχνικής ελίτ).
β) Σε κάποιες περιπτώσεις η λέξη χρησιμοποιείται για να επιδοκιμάσει καλλιτεχνικά έργα τα οποία παρότι είναι υψηλής αισθητικής, σε σχέση φυσικά με τις προτιμήσεις του σχολιαστή τους, δεν τυγχάνουν ευρείας αποδοχής καθώς οι δημιουργοί τους δεν ανήκουν στο “γενικά αποδεκτό” στερέωμα της τέχνης και δεν τυγχάνουν ευνοϊκής κριτικής από τα μίντια.
γ) Σε μια “διεστραμμένη” μορφή, η λέξη χρησιμοποιείται για να εκφράσει αποδοκιμασία τέχνης η οποία, παρά το γεγονός ότι αντικειμενικά είναι υψηλής αισθητικής, δεν τυγχάνει αποδοχής από τον σχολιαστή της, που, ουσιαστικά, προτιμά μία μορφή υπο-κουλτούρας η οποία δεν «είναι γενικά αποδεκτή από το ευρύ καλλιτεχνικό κοινό.
δ) Άλλες φορές τέλος χρησιμοποιείται απλά ως υποκατάστατο της λέξης »ποιότητα«.
Δεν υπάρχει γραπτό παράδειγμα.
Βγαίνει και ο Σημίτης και έχει το θράσος να μιλάει για αναπτυξιακή πολιτική! Ναι την ξέρουμε την άχρηστη πολιτική του. Σκέτη πχοιότητα!
... Οι λόγοι για τους οποίους έκανε στροφή ο κύριος Πχοιότητα ίσως να μην είναι ολοφάνεροι...
(blogspot.com)
β)
... Kαι λίγη πχοιότητα, διότι τα 'χω πάρει με τις “ποιοτικές” αηδίες που βλέπω τριγύρω μου...
(blogspot.com)
γ)
... κλασική μουσική! καλή η πχοιότητα, αλλά εδώ (link) δε παίζεται ο Μελάς! γεια σου μανα Σαλονίκη ...
(twitter.com)
δ)
... Καλέ, εγώ δεν σχολίασα την πχοιότητα (αρνητικά ή θετικά). Απλώς έχει τύχει να δουλέψω μια φορά ένα κείμενο που ήταν η βιογραφία του. Κι έλεγε αυτά ακριβώς που έγραψα. Και με εντυπωσίασε. Αυτά ...
(blogspot.com)
Got a better definition? Add it!
Η ατημελήτως ξυρισμένη ή παντελώς αξύριστη θήλεια γάμπα, ως σλανγκιστί εκαλείτο κατά την των 90αζ δεκατίαν, ήτις καθίσταται εμφανής υπό του αδυνάτου ίνα κρύψει τις λεπτομέρειες καλσόνιου, ιδίως δε του λευκού.
(2 φίλοι στο Άλσος σχολιάζουν τον 3ο φίλο για το νέο του αμόρε)
1ος: Ωραίο το μικρό του Τόλη... Λίγο το δοντάκι το πεταχτό, λίγο το μαλλάκι αφανέ, αλλά θα το στρώσει, αυτός. Θα το σουλουπώσει...
2ος: Δεν είδες χαμηλά τι παίζει, φίλε, όμως! Δεν είδες τον καραπιάλη, να σε σκιάξει...
Got a better definition? Add it!
Τζέφρι αποκαλούν ειρωνικά τον Γιώργο Παπανδρέου πολλοί Ελληνάρες πολιτικοί του αντίπαλοι. Περνούν έτσι το υποβολιμαίο μήνυμα ότι δεν είναι βέρος Έλληνας αλλά, στην καλύτερη περίπτωση, αμερικανάκι.
Όπως προκύπτει από τα επίσημα αρχεία της πολιτείας Minnesota (βλ. μύδι 1), ο Γιωργάκης πολιτογραφήθηκε ως George Jeffrey Papandreou το 1952. Σύμφωνα δε με εξακριβωμένες πληροφορίες, όταν το πληροφορήθηκε ο επονομαζόμενος και «γέρος της δημοκρατίας» παππούς του, χτύπησε οργισμένος την γροθιά του στο γραφείο εξαπολύοντας μύδρους κατά του Andreas: «τι Τζέφρι και μαλακίες, να βαπτιστεί Γεώργιος τώρα!»
Και έτσι, ο μικρός Τζέφρι βαφτίστηκε Γ.Α.Π. στα 7 του.
- (σ)τις προετοιμασίες της οικογένειας του Α. Παπανδρέου για τη μετεγκατάστασή της στην Ελλάδα το 1960 αναφέρεται ότι ήδη από το 1959, με πρωτοβουλία του παππού τους Γεωργίου Παπανδρέου, τα τέσσερα παιδιά είχαν βαπτισθεί ορθόδοξοι χριστιανοί: «Ο Γιώργος, που μέχρι τότε τον φώναζαν Τζέφρι, πήρε και επισήμως το όνομα του παππού του» γράφει ο Γ. Λακόπουλος. Τον Γιώργο λοιπόν τον έλεγαν Τζέφρι προτού γίνει Γιώργος...
(Το ΒΗΜΑ)
- Τζέφρι Παπανδρέου, 2009: «Το ΔΝΤ δεν φέρνει αποτελέσματα»!
(εδώ)
- Ο ΤΖΕΦΡΥ ΞΗΛΩΣΕ ΤΟΥΣ ΗΡΩΕΣ ΤΗΣ ΕΠΑΝΑΣΤΑΣΗΣ ΑΠΟ ΤΟ ΠΡΩΘΥΠΟΥΡΓΙΚΟ ΜΕΓΑΡΟ!
(...προς τα δεξιά)
- ΤΑ…ΠΑΤΡΙΑ ΕΔΑΦΗ ΤΟΥ ΙΣΡΑΗΛ ΕΠΙΣΚΕΠΤΕΤΑΙ Ο ΤΖΕΦΡΥ ΠΑΠΑΝΔΡΕΟΥ ...
(...λίγο πιο αριστερά από τον Καλιγούλα)
- Ce fou de Papandréou nous sort son référendum. C’est parce qu’il est dépressif, ça sert à rien de lui taper dessus. Il est déjà à terre. Knockout!
(Sarko, ici)
Got a better definition? Add it!
Ο μπάφος, δηλαδή το τσιγάρο που περιέχει χασίσι, αφού μετατρέπεται στα ποδανά ως φοσμπά, στην συνέχεια παίρνει και μια κατάληξη τέτοια που να θυμίζει τον τραγουδιστή Kurt Cobain του συγκροτήματος Nirvana. Παλαιότερη σλανγκιά όταν ήταν περισσότερο της μοδός το συγκρότημα, ναϊντίλα κιέτσ'.
Πάσα: Χότζας.
Παίζει πολύ φοσμπαίην στο λοφάκι...
Got a better definition? Add it!
Ένας εκκεντρικός συνήθως καλλιτέχνης ροκάς / μεταλλάς / γκοθάς κτλ. με θηλυπρεπή εμφάνιση, έντονο έως προκλητικά έντονο μακιγιάζ, προσεγμένη κόμη που πραγματικά μπορεί και να μην είναι ομοφυλόφιλος. Παραδείγματα τέτοια ο Marilyn Manson, ο Βrian Molko κ.α.
Ο πούστης με έντονη θηλυπρέπεια και μακιγιάζ στο πρόσωπο, αλλά ταυτόχρονα και αντιφατικά μεν με περίσσια μαγκιά συνήθως σε μια απέλπιδα προσπάθεια του να πείσει τους επικριτές του ότι τουλάχιστον είναι μάγκας, ντόμπρος και βαρύς στα λόγια και στις πράξεις κι ας είναι πούστης. Βρίσκεται σε διαρκή άρνηση και μη αποδοχή της ομοφυλοφιλίας του και καταλήγει να γίνεται διπλή ρόμπα και ξεφτίλα μιας και δεν καταφέρνει να πείσει ούτε τον ίδιο του τον εαυτό ότι η καινοτομία που πάει να εισάγει (αυτή του μάγκα πούστη) θα του αποφέρει καρπούς / μερικούς πόντους για να ανέβει κατηγορία πάνω από τον κλασσικό πούστη. Στον Ελλαδικό χώρο καταξιωμένος πουδρόμαγκας είναι ο Ανδρέας Ευαγγελόπουλος a.k.a «Εθνικός Σταρ», trash είδωλο των 90's, που εισήγαγε την, τολμηρή ομολογουμένως, «μεγάλη Ιδέα» για την εποχή του μάγκα πούστη με πεταλουδέ μάτι(όπως τον έκραζε τότε ο ανταγωνιστής του και επίσης πουδρόμαγκας Μίστερ Μπούτιας σε μια διαμάχη που είχαν στην trash εκπομπή του Ερωτοδικείου).
Ο Εθνικός Σταρ σε πολλές εμφανίσεις του κρατούσε ένα κομπολόϊ από τα 90's μέχρι πρόσφατα. Σε μια του δήλωση είπε χαρακτηριστικά:
-«Εγώ χορεύω κορίτσι μου ζεϊμπέκικα, αυτό με εκφράζει εμένα. Είμαι βαρύς εγώ αγάπη μου κι ας φοράω πούδρα!»
Ο Λ.Λαζόπουλος σε εκπομπή του γκρέμισε το προφίλ/καινοτομία του πουδρόμαγκα πούστη ξεφτιλίζοντας δημοσίως τον εμπνευστή της μεγάλης αυτής Ιδέας και τότε μπήκε στο χρονοντούλαπο ο πρώτος και τελευταίος μεγάλος πουδρόμαγκας της εποχής μας...
-Είμαι βαρύς κι ας φοράω πούδρα. Ο πουδρόμαγκας...
Got a better definition? Add it!
Published
Last modified
Συναντάται και στην εκτεταμένη μορφή του ως «α-χα, καλό, ε;». Χρησιμοποιείται συχνά από τους πάσχοντες από σεφερλίτιδα, για να δηλώσουν το τέλος του αστείου. Αυτό είναι απαραίτητο γιατί το "πού γελάνε" δεν είναι προφανές στον συνομιλητή, ο οποίος ως τότε περιμένει να ακούσει παρακάτω, εφόσον α-πο-κλεί-εται να ήταν αυτό το σημείο στο οποίο θα έπρεπε να γελάσει.
Το λήμμα καθιέρωσε ο Μάρκος Σεφερλής όταν μετά από χαζά λογοπαίγνια - ατάκες που υποτίθεται ότι θα προκαλέσουν γέλιο, πετούσε το αυτοσυγχαρητήριο «α-χα, καλό, ε;».
Σε χρήση στον προφορικό λόγο δίνει το στίγμα πως ο αστειάτορας έχει πλήρη επίγνωση για τη μη αποδοχή της αστειότητας του αστείου από τις μάζες - οπότε ξεκαρφώνεται κιόλας από υπόνοιες βλαβών. Παρά του ότι έχει συναίσθηση όμως, ακάθεκτος και με σαδισμό - αν είναι να καώ, θα καείτε όλοι μαζί μου - συνεχίζει, οπότε η χαριτωμενιά ξεχύνεται σαν εμετός. Στο τέλος θα πει "καλό, ε;" και θα σκάσει στα γέλια μόνος του. Οι λοιποί, ανάλογα με την οικειότητα μπορεί να κοιτούν με αμηχανία, να χαμογελούν ευγενικά και ξινισμένα, έως και να εκφράζουν την βδελυγμία τους με διάφορες γκριμάτσες και ήχους, γεγονός που διασκεδάζει ακόμα περισσότερο τον ομιλητή.
Συνώνυμο: σε καλό μας, ευθυμήσαμε πάλι.
όσο πχιο πολύ επικαλείται κάποιος το μπαμπούλα του πολίτικαλ κορέκτ, τόσο περισσότερα (έμφυλα, φυλετικά, ταξικά) προνόμια έχει. αχα καλό ε; (μάστα)
Ε, θα γίνει χαμός από τα γέλια!! Καιρός για κοιλιακούς φέτες!! Τύφλα να χει η φέτα δωδώνης!! Α χα καλό ε???? (είπε η μαριλένα)
Got a better definition? Add it!