Further tags

Οι Εβραίοι, οι μεγάλοι νταβατζήδες της Μέσης Ανατολής και όλου του πλανήτη.

- Άκου ρε Μήτσο, τι είπε στις ειδήσεις, 2000 άμαχοι παλαιστίνιοι έπεσαν νεκροί μετά από βομβαρδισμούς Ισραηλινών.
- Γαμώ τον Δαβίδ τους, με τους κωλοσταυρόχριστους!

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Θρυλική προσβλητική χειρονομία, όπου το χέρι υψώνεται με την παλάμη προς τα έξω, ο βραχίονας κάμπτεται προς τα πίσω και ξαναεκτοξεύεται απότομα μπροστά ούτως ώστε το χέρι να είναι τεντωμένο, και η ορθάνοιχτη παλάμη δείχνει προς το πρόσωπο του θύματος. (Για άλλα είδη μούντζας, δες εδώ.) Παράγωγο ρήμα: μουντζώνω.

Δηλώνει απαξίωση ή περιφρόνηση (οπότε αποτελεί βρισίδι και προσβόλα, βλ. παράδειγμα 5) ή κοροϊδία (συνήθως φιλικά, βλ. παρ. 6). Μεταφορικά, η λέξη μπορεί να σημαίνει και κακοτυχία, γκαντεμιά (βλ. παρ. 2) ή απλώς αποτυχία (βλ. παρ. 3). Αυτά όταν την τρως. Όταν τη ρίχνεις, μπορεί να σημαίνει και παραίτηση (βλ. παρ. 4). Η χειρονομία συχνά συνοδεύεται από τις φράσεις:

• Να!
• Στα μούτρα σου!
• Στα μάτια σου!
Όρσε!
• Πάρ' τα (μη στα χρωστάω)!
• Πάρε πέντε!
• Πάρε δέκα! (σημ.: για μούντζα ντούμπλεξ, να κάνει παφ! - βλ. μήδι 2)

Συνώνυμα: φάσκελο/φασκελώνω, παράσημο ή βραβείο της ανοικτής παλάμης.

Ετυμολογία: Κατά Ανδριώτη, Φυτράκη και Μπαμπινιώτη η μούντζα προέρχεται από το μσν. μούτζα > μούζα (= μαυρίλα), ίσως από το *μούντα > *μούντη > μσν. επίθ. μουντός. Κατά Γιαννουλέλλη και Μωυσιάδη, προέρχεται από το περσ. muzh (πάλι μουντός).

Προέλευση: Στο Βυζάντιο, η διαπόμπευση (βλ. μήδι 3) ήταν μια συνήθης συμπληρωματική τιμωρία, που συνόδευε τη φυλάκιση, τον ακρωτηριασμό ή τη θανάτωση. Ήταν «η περιαγωγή του καταδίκου και η παράδοσή του στη χλεύη, στους ονειδισμούς αλλά και στις βάναυσες επιθέσεις του όχλου». Η διαπόμπευση υπήρχε, με τον ένα ή τον άλλον τρόπο, από την αρχαιότητα, και στην Ανατολή και στην Ελλάδα και στη Ρώμη, αλλά οι Βυζαντινοί την ανήγαγαν σε τέχνη: πρώτον, συνέβαινε για ψύλλου πήδημα (όχι μόνο για εσχάτη προδοσία, αλλά και για μικροκλοπές και όλα τα ενδιάμεσα). Και δεύτερον, είχε γίνει αναπόσπαστο κομμάτι του κοινωνικού βίου. Ήταν συχνότατο φαινόμενο, πολλές φορές λάμβανε χώρα στον Ιππόδρομο και ο λαός έβγαζε έτσι τ’ απωθημένα του κι εκτονωνόταν. Μεγάλη υπόθεση, σε μια περίοδο που δεν το 'χαν σε τίποτα να βγάλουν τα δικράνια και τους μπαλτάδες κι όποιον πάρει ο Χάρος. Ταυτόχρονα, αποτελούσε πολιτικό όπλο για τους άρχοντες (κοσμικούς και εκκλησιαστικούς), που πάντα καταδίκαζαν σε διαπόμπευση τον στασιαστή που απέτυχε, τον αυτοκράτορα ή πατριάρχη που μόλις εκθρόνισαν για να πάρουν τη θέση του, τον παπά ή τον ευγενή που τους έκανε κριτική. Εφόσον ο λαός συμμετείχε με χαρά στην τιμωρία και το διασυρμό του πολιτικού αντιπάλου, δε σκότωναν μόνο τον ίδιο, σκότωναν και το κύρος του και ό,τι αυτός πρέσβευε.

Η διαδικασία της διαπόμπευσης ήταν η εξής: Πρώτα έγδυναν τον κατάδικο, τον μαστίγωναν , τον κούρευαν και τον ξύριζαν. Τον έβαζαν καβάλα σε κάποιο όχι ιδιαίτερα ευγενές ζώο (συνήθως γάιδαρο) ανάποδα και συχνά τον υποχρέωναν να κρατάει την ουρά. Τον στεφάνωναν με σκόρδα και κρεμούσαν στο λαιμό του άντερα από το «χασαπειό» και κουδούνια. Και τον μουτζούρωναν, άλειφαν δηλαδή το πρόσωπό του με καπνιά. Αυτό το αναλάμβαναν άλλοτε οι δήμιοι στο στάδιο της προετοιμασίας, και άλλοτε ο όχλος στην πομπή: «μουτζούρωναν παλάμες και δάχτυλα με την καπνιά και τη γάνα των τσουκαλιών και των τζακιών, ζύγωναν τον «γαϊδουροκαθισμένο» και τον πασάλειβαν.» Από αυτή την κίνηση, μας έμεινε η μούντζα ως λέξη και ως χειρονομία. Όπως καθετί στην όλη διαδικασία, παραπέμπει στη χλεύη και στο ξεφτίλισμα.

Βέβαια, η διαπόμπευση δεν τέλειωνε εκεί, ούτε περιοριζόταν στο ψυχολογικό βασανιστήριο. Ο κατάδικος, και πριν και κατά τη διάρκεια, έτρωγε βρομόξυλο. Ο όχλος δεν τον πασάλειβε μόνο με καπνιά, αλλά του πέταγε και λάσπες, σάπια εντόσθια και ζαρζαβατικά, ούρα, κόπρανα, βραστό νερό, πέτρες και δε συμμαζεύεται. Και δεν κρατούσε απόσταση ασφαλείας: έσπαγε παΐδια, έβγαζε μάτια, ακρωτηρίαζε. Συχνά σκότωνε.

Η διαπόμπευση συνεχίστηκε επί Τουρκοκρατίας και ακόμα και στην ελεύθερη Ελλάδα, μέχρι τις αρχές του 20ου αιώνα (όπου συνήθη θύματα ήταν οι πόρνες και οι μοιχαλίδες - οι μοιχοί ποτέ!). Χώρια οι «αναβιώσεις», όπως η μέθοδος Μπαϊρακτάρη για τους κουτσαβάκηδες και ο Νόμος 4000 περί τεντιμποϊσμού (βλ. μήδι 4). Και φυσικά εντυπώθηκε στη λαϊκή συνείδηση. Άλλα γλωσσικά κατάλοιπα του ευγενούς αυτού αθλήματος: αποσβολώνομαι (από την ασβόλη, την καπνιά δηλαδή), για το γάιδαρο καβάλα, (μ)πομπές («τις ξέρουμε τις μπομπές της!»), βγαίνω ασπροπρόσωπος (όχι μουτζουρωμένος), άντε να κουρεύεσαι, προπηλακίζω (ρίχνω λάσπες), θα σε συγυρίσω (περιφέρω στους δρόμους για διασυρμό), γίνομαι βούκινο (από τους σαλπιγκτές που προπορεύονταν της πομπής), του κρέμασαν κουδούνια.

Ειδικές χρήσεις της μούντζας στη νεοελληνική πραγματικότητα:

1. Στο τιμόνι.
Επειδή, ως γνωστόν, ο κλασικός ο μαλάκας ο Έλληνας οδηγός είναι ευέξαπτος ανάθεμά τονε, και επειδή, ως γνωστόν, όλοι οι άλλοι οδηγοί στο δρόμο είναι σούργελα και μόνο αυτός ξέρει να οδηγεί, και επειδή όταν κατεβάζει καντήλια μέσα απ’ τ’ αμάξι παίζει να μην τον ακούνε απ’ έξω οπότε τζάμπα γκαρίζει, λογικό είναι να καταφεύγει στη χειρονομία. Τι πιο άμεσος τρόπος έκφρασης και ιδού πεδίον δόξης λαμπρόν για τον μουντζώνοντα: οι μούντζες που φεύγουν προς πάσα κατεύθυνση στους ελληνικούς δρόμους είναι συντριπτικά περισσότερες απ’ όλες τις υπόλοιπες μαζί, σε όλη την επικράτεια και για οποιονδήποτε άλλο λόγο.

Βγήκε ο απέναντι απ’ το κόκκινο και σ’ έκοψε; Πάτησε ο μπροστά φρένο απότομα; Πήγε ο αριστερά να μπει στη λωρίδα σου χωρίς φλας; Σου πετάχτηκε η γιαγιά-νίντζα στο δρόμο, να τη φας και να την πληρώνεις για άνθρωπο; Έχεις μπροστά σου το μπάρμπα-Μπρίλιο καρφωμένο στην αριστερή λωρίδα με 35 χλμ/ώρα; Πήγαν να σου κάνουν προσπέραση από δεξιά; Σου φάγανε μπαμπέσικα τη θέση για παρκάρισμα; Μουντζώνεις!

Αλλά και: Έχουν περάσει ήδη 0,018 μsec από τότε που άναψε πράσινο κι ακόμα να ξεκινήσει ο μπροστινός; Τη βγήκες από στοπ στον ταλαίπωρο κι αυτός (ο ηλίθιος!) κορνάρει; Έχεις σε απόσταση βολής γυναίκα οδηγό; (Δεν είναι ανάγκη να κάνει κάτι μεμπτό, αρκεί που είναι γυναίκα οδηγός, δηλαδή κότα). Έχεις σε απόσταση βολής ποδηλάτη; (Δεν είναι ανάγκη να κάνει κάτι μεμπτό, αρκεί που είναι ποδηλάτης, δηλαδή αδερφή). Είσαι στην εθνική με 120 χλμ όριο ταχύτητας και ο βλαξ στην αριστερή λωρίδα πάει μόνο με 160, ενώ η δική σου η μηχανή μουγκρίζει και θέλει γκάζια; Περνάει πεζός από διάβαση; Περνάει πεζός από πεζοφάναρο; Πάτησες πεζό; Τράκαρες και φταις εσύ; Μουντζώνεις! Έτσι εκφράζεται ο άντρας ο σωστός ο πρόστυχος! (Κατηγορία που σαφώς περιλαμβάνει και γυναίκες βέβαια...) Βλ. παρ. 7, μήδι 5.

2. Προς απόντα. Ίσως οι πιο εμβληματικές μούντζες στην τέχνη της νεότερης Ελλάδας να είναι τα 4.836 (κατά προσέγγιση) φάσκελα που πέφτουν στο «Υπάρχει και φιλότιμο» (βλ. μήδι 6), και σχεδόν όλα φεύγουν στον αέρα, προς έναν απόντα, υποτίθεται, βουλευτή Μαυρογιαλούρο. Το καλό με τη μούντζα είναι ότι δε χρειάζεται να έχεις μπροστά σου το θύμα. Τη ρίχνεις στον αέρα (πλάγια, προς τα πίσω, «κάπου προς τα κει» και βασικά τυχαία) και ξεσπάς και ξεμπερδεύεις.

3. Προς αντικείμενο.
Μιας και μουντζώνουμε ό,τι μας εκνευρίζει, πολλά φάσκελα τρώνε και τα αντικείμενα, κυρίως μηχανήματα που χαλάνε, μαραφέτια που δε δουλεύουν, ξυπνητήρια που δουλεύουν (που να μην έσωναν) και υπολογιστές που κρασάρουν. Βλ. παρ. 8.

4. Προς θεσμό.
Πολλές μούντζες φεύγουν στον αέρα για να δηλώσουν περιφρόνηση προς κάποιο θεσμό (αλλά και οργανισμό, κόμμα, νομικό πρόσωπο, εκπαιδευτικό ή άλλο ίδρυμα κλπ). Για παράδειγμα, όταν τα πλήθη μουντζώνουν εν χορώ τη Βουλή των Ελλήνων (βλ. μήδι 7) ή την Αμερικανική Πρεσβεία ή τη ΔΟΥ της γειτονιάς τους, είναι σαφές ότι οι τα φάσκελα πάνε προς το θεσμό που συμβολίζουν τα εν λόγω κτίρια - ή ενδεχομένως τη διαφθορά που πάει πακέτο με δαύτονα - και όχι στα ντουβάρια per se.

5. Αυτοφασκέλωμα.
Η αυτοκριτική και ο αυτοσαρκασμός είναι μεγάλο πράμα. Όταν έχεις κάνει μαλακία και το παραδέχεσαι (βλ. παρ. 9), όταν έχεις τσαντιστεί με την πάρτη σου, όταν νιώθεις αφόρητα μαλάκας, ρίχνεις ένα μεγαλοπρεπές φάσκελο στη μούρη σου. Και είσαι κύριος.

Η άχρηστη πληροφορία της ημέρας: Στα ρουμάνικα, η μούντζα λέγεται tiflă και βγαίνει βέβαια από την τύφλα.

Υ.Γ. Να μη συγχέεται με τον μουτζαχεντίν, το μουτζό και τα παράγωγά του (αν και, κατά Πετρόπουλο, κι αυτό απ' τη μούντζα βγαίνει) και το facepalm (βλ. μήδι 8.)

Η μούντζα στο λόγο:

  1. - Και τότε, κυρία, ο Γιαννάκης με είπε στόκο και του 'ριξα κι εγώ μια μούντζα και μου 'κανε κωλοδάχτυλο και κάτι του είπα για τη μάνα του, ε, και πλακωθήκαμε.

  2. - Με μουντζώσανε σήμερα, ρε Βαγγέλη. Χάλασε τ' αμάξι, λεωφορεία στο δρόμο μου δεν πέρναγαν γιατί κάναν έργα, το μετρό δεν κουνιόταν γιατί κάποιος φούνταρε στις γραμμές, ταξί δεν είχε λόγω απεργίας, η πιπεριά γαμήθηκε...

  3. - Ρε συ, πώς γράφεται αυτός ο Χοφστάντερ-πώς-τον-είπες; Γιατί πάω να τον γκουγκλάρω και τρώω μούντζες απ' το ψαχτήρι.

  4. - Έφτασα μια ανάσα πριν το πτυχίο, και φρίκαρα. Ξυπνάω μια μέρα και λέω «δε θέλω, γαμώ την πουτάνα μου, να γίνω δικηγόρος, οι γονείς μου θέλουνε». Και τα μούντζωσα όλα, πήρα δάνειο κι άνοιξα μπαράκι. Δε βγάζω πολλά, αλλά δεν μπαίνω και μέσα, περνάω και καλά. Να κεράσω σφηνάκια;

Η μούντζα επί τω έργω:

  1. - Αρχίδι! Σκατόπουστα! Γαμώ το σπίτι σου μέσα, κερατά!
    - ΝΑ ρε μαλάκα! Άντε χάσου από μπροστά μου μη σε γαμήσω με αμμοχάλικο νυχτιάτικα!

  2. - Ωχ! Τα γυαλιά μου! Πού πήγαν τα γυαλιά μου; Έχασα τα γυαλιά μου!
    - Παρ' τα μη στα χρωστάω! Τα φοράς, ηλίθιε.

  3. - Όρσε, μαλάκα! Πώς βγαίνεις έτσι απ' το στοπ, κύριος; Θες να μας σκοτώσεις; Νύχτα το πήρες το δίπλωμα; ΝΑ! γαμώ την πανακόλα σου, πούστη άντρα, το μουνί που σε πέταγε...
    (συνεχίζει να βρίζει για κάνα πεντάλεπτο)

  4. - Λοιπόν, έχω ξαναπεράσει Windows, έχω ξαναεγκαταστήσει όλα τα προγράμματα, έχω βάλει διπλάσια μνήμη και καινούργια κάρτα οθόνης. Δεν μπορεί, θα το τρέξει τώρα το παιχνίδι.
    (δέκα δευτερόλεπτα αργότερα)
    - ΝΑ μωρή μαλακία, που θα μου πεις εμένα «an unexpected error occurred»!

  5. - Ρε συ, τι έχεις κάνει εδώ;
    - Τι;
    - Έχεις πατσάρει λάθος αρχείο, να, κοίτα, αυτό είναι για την προηγούμενη έκδοση. Και μετά απορείς που δεν τρέχει το παιχνίδι.
    - Ε, είμαι μαλάκας.
    (μουντζώνεται)

Ο Λένιν μουτζώνει την Τυφλίδα... (από HODJAS, 22/02/10)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Η κρυφή, ο γκέι που δεν έχει βγει από την ντουλάπα. Σε σχέση με το κρυφή, του οποίου αποτελεί συνώνυμο, ο όρος κρυφόπουστας χρησιμοποιείται περισσότερο ως βρισιά, και στιγματίζει περισσότερο το κρύψιμο ως υποκρισία. Είναι, όπως και να το κάνουμε, πιο βαρύς και προσβλητικός. Βλ. και το λαϊκό γνωμικό: «Ο χειρότερος εχθρός του πούστη είναι ο κρυφόπουστας.»

Υπάρχουν βέβαια πολλοί τρόποι να μείνεις εντός της ντουλάπας και να μην κάνεις την ντεκλαρέ παραδοχή της πουστείας σου. Με κίνδυνο σχηματικότητας θα διαλέγαμε να εξετάσουμε τρεις από αυτούς.

  1. Άνθρωποι που είναι τόοοοοοσο αντερκάβερ, ώστε ποτέ δεν θα ξέρουμε σίγουρα.

  2. Γκέι καρατσεκαρισμένοι αλλά όχι τυπικά κραγμένοι, που υποκριτικώ τω τρόπω δεν βγαίνουν τελείως από την ντουλάπα, για να μας κρατάνε στο περίμενε και για λόγους άλλων συμφερόντων.

  3. Γκέι που δεν έχουν πρόβλημα να το πούνε ότι είναι, αλλά δεν θέλουν να το «πανηγυρίσουν», και δεν θέλουν να «βγουν από την ντουλάπα» σώνει και καλά με τελετουργικό και πανηγυρικό τρόπο.

Σε ποιον από τους τοιούτους τύπους αφορά ο όρος κρυφόπουστας; Θα λέγαμε κυρίως στον δεύτερο, ίσως λιγότερο και στον πρώτο, ενώ ελάχιστα ή καθόλου στον τρίτο. Γιατί ο όρος κρυφόπουστας καυτηριάζει κυρίως την υποκρισία με συμφέρον. Χαρακτηριστικά η ironick ορίζει ως εξής τον κρυφόπουστα (βλ. σχόλια): «αυτός που σκοπίμως και μόνο σκοπίμως (δηλαδή όχι από αδυναμία, από κοινωνικό περιορισμό, από ταμπού κ.λ.π.) κρύβει το πουστριλίκι τους, ζει διπλή ζωή και εκμεταλλεύεται και τους ομοφυλόφιλους και το μη γκέι περιβάλλον του, ρυθμίζοντας με τον πούτσο του τους πάντες». Ο John Black αναλύει περαιτέρω αυτήν την κατηγορία γκέι ως εξής (βλ. σχόλια): «Με τα κρυφή- κρυφόπουστας στιγματίζεται η υποκρισία ουσιαστικά - αλλά όχι τυπικά - κραγμένων αδερφών. [...] Εις εκ των βασικών λόγων για τον οποίο όλες αυτές οι κρυφές δεν βγαίνουν να δηλώσουν ανοικτά την ιδιαιτερότητά τους, είναι - σωστά μαντέψατε - διαφημιστικός. Πιο απλά, μας έχουν διαρκώς στο περίμενε, να αδημονούμε πότε τελικά κάποιος απ' αυτούς θα βρει το θάρρος να βγει από το ερμάριον. Όπως ακριβώς οι διάφορες μοντέλες / τραγουδιάρες / ηθοποιές κ.λ.π. δεν φωτογραφίζονται γυμνές, αλλά προτιμούν τις περίφημες «αισθησιακές» φωτογραφίσεις, και καλά καλλιτεχνικές και αγγούρια, που ψάχνεις να δεις ρώγα και δε βρίσκεις. Γιατί δεν το κάνουν; Μήπως από συστολή; Όχι, πολύ απλά για να μας έχουν στην καψούρα, να πηγαίνουμε να αγοράζουμε τα λαϊφσταλάδικα περιοδικά περιμένοντας τη «μεγάλη αποκάλυψη» η οποία συνήθως ποτέ δεν έρχεται. Όλη αυτή η εις μάτην αναμονή, τοποθετείται στον πυρήνα της λεγόμενης βιομηχανίας της κουλτούρας (kulturindustrie)». Σύμφωνα με την ενδιαφέρουσα αυτή θεώρηση του John Black ο κρυφόπουστας/ κρυφή είναι ένα συστατικό στοιχείο της μεταμοντέρνας κενωνίας μας, όπου το ενδιαφέρον ανακυκλίζεται συνεχώς για κάποιαν αναμονή, εν προκειμένω πότε ο ουσιαστικά αλλά όχι τυπικά εγνωσμένος γκέι θα βγει από την ντουλάπα, ενώ «τα γεγονότα απεργούν' και η έξοδος εσαεί αναβάλλεται.

Ύστερα από συζήτηση με τον John Black στα σχόλια, θα συμφωνούσα μάλλον ότι είναι κυρίως αυτός ο τύπος εγνωσμένου υποκριτή που στιγματίζεται ως κρυφόπουστας. Για τους μη εγνωσμένους δεν μπορούμε να τους αποδώσουμε με βεβαιότητα υποκρισία, αλλά πιστεύω ότι μπορεί δυνητικά να αποδοθεί και σ' αυτούς ο χαρακτηρισμός, αν υπάρχει μια έστω ασθενής ένδειξη, όπως λ.χ. η διατήρηση πολύ στενών σχέσεων με έναν »προτεζέ«.

Τέλος, για να μην κολλήσουμε μόνο στους επωνύμους, ο όρος, όπως γράφει ο John Black, »κολλάει γάντι σε κάτι τυπάκια χαμηλών τόνων, αδιόρατα θηλυπρεπή, που τους ξεφεύγει που και που κανά υγρό και λάγνο βλέμμα προς μπουτάλ σερνικά, ΑΛΛΑ που ποτέ δεν έχουν δώσει κάποιο δικαίωμα, π.χ. να την πέσουν στα ίσα σε κάποιον«.

Οφείλουμε, βέβαια, να παρατηρήσουμε ότι το κρύφιον είναι ένα στάδιο που λίγο πολύ όλοι οι γκέι έχουν περάσει ή καλούνται να περάσουν, έτσι όπως είναι δομημένες οι κοινωνίες μας. Κανείς δεν ήταν εξ αρχής φανερός. Το πέρασμα από την άλλη πλευρά της ντουλάπας είναι ένα δυναμικό γεγονός.

Χαρακτηριστικά παρατηρεί το queer.gr:

«Ο όρος «κρυφόπουστας» είναι αρκετά ευρύς και καλύπτει ένα πλήθος τρόπων άμυνας, μίσους προς τον εαυτό, έλλειψη δύναμης και συνήθεια. Είμαστε όλοι κρυφοί πούστηδες κατά μια έννοια [σ.ς.: Ο συγγραφέας απευθύνεται σε γκέι κοινό], και όλοι μας έπρεπε να αποκαλυφθούμε· ελάχιστοι από εμάς ήταν ανοικτοί από τα επτά τους! Πρέπει να δώσουμε στους αδελφούς και στις αδελφές μας το χρόνο τους, όπως δώσαμε και στους/στις εαυτούς /-ές μας. Και, παρ' ότι η κλειστότητά τους είναι μέρος της καταπίεσής μας, είναι περισσότερο μέρος της δικής τους. Μόνο αυτοί /-ές μπορούν να αποφασίσουν πότε και πώς».

Υπάρχει, επομένως, και ένας τύπος γκέι που δεν είναι υποκριτής, απλώς δεν θέλει να βγει απ' την ντουλάπα εν χορδαίς και οργάνοις.

Εδώ αξίζει να παρατηρήσουμε ότι υπάρχουν δύο πολύ διαφορετικές προσεγγίσεις μεταξύ αγγλοσαξονικού και γαλλικού μετα(σο)δομισμού για το εξέρχεσθαι της ντουλάπας, όπως θίγεται και στο αχαρτογράφητος:

Οι Γάλλοι γκέι της γενιάς του Φουκώ θεωρούσαν ότι το να βγαίνεις ντε και καλά από την ντουλάπα είναι κάτι που σου το επιβάλλει ο εξουσιαστικός κυρίαρχος λόγος. Και θεωρούσαν ότι είναι υποτιμητικό για έναν γκέι να νιώθει την ανάγκη ότι πρέπει να βγει από την ντουλάπα κτλ. Είναι καλύτερο να φέρεται φυσικά.

Αντιθέτως, οι αγγλοσάξονες τείνουν μάλλον να θεωρούν ότι είναι απολύτως απαραίτητο να «πανηγυρίσεις» το να βγεις από την ντουλάπα (με τους δικούς σου όρους βέβαια) ως ένα sine qua non στάδιο της διεκδίκησής σου. Ένα χαρακτηριστικό παράδειγμα: στη Γαλλία σνομπάρεται το να θεωρείται κάτι ως γκέι μυθιστόρημα, γκέι συγγραφέας κτλ, ενώ στην Αγγλία-ΗΠΑ «πανηγυρίζεται». Άλλο παράδειγμα: στα 80ς οι Γάλλοι γκέι δυσανασχετούσαν όταν τα ΜΜΕ συνέδεαν το Έιτζ με την γκέι κοινότητα σε βαθμό του να υποτιμάται η σημασία του Έιτζ, ενώ στην Αγγλία οι γκέι θεωρούσαν ότι πρέπει να συζητηθεί πολύ το θέμα στο πλαίσιο και γκέι στράτευσης. Γενικά, οι Γάλλοι έχουν μια παράδοση ουνιβερσαλισμού, στο στυλ είμαι άνθρωπος πρώτα και μετά γκέι ή στρέιτ (βλ. στα θρησκευτικά θέματα και την απαγόρευση της μαντήλας που για Αγγλία είναι αδιανόητη), και η μεταδομιστική γενιά κατά κάποιο τρόπο το συνέχισε παραδόξως με το να κατακρίνει την αναγκαστική ετερότητα που επιβάλλεται από τον κυρίαρχο λόγο. Στην Αγγλία-ΗΠΑ αντιθέτως κυνηγάνε την έκφραση της διαφορετικότητας με κάθε τρόπο, και φτάνουν ακόμη και στο να πανηγυρίζουν όρους κραξίματος, όπως το queer και πολλά άλλα.

Υπάρχουν αντίστοιχα διλήμματα στην Ελλάδα; Θαρρώ πως ναι, υπάρχουν αρκετοί γκέι, μάλλον μακριά από τα φώτα της δημοσιότητας και της πουστρομανιέρας του μιντιακού σταρ σίστεμ, οι οποίοι αντιμετωπίζουν διλήμματα για το πώς πρέπει να διαχειριστούν την έξοδό τους από την ντουλάπα. Πολλοί από αυτούς θεωρούν ότι είναι πιο αξιοπρεπές να μην ενδώσουν στις απαιτήσεις του ολοκληρωτικού Πανοπτικού της εποχής μας που αξιώνει να κατηγοριοποιεί πλήρως τους ανθρώπους ανάλογα με τις επιθυμίες τους και να τους κατατάσσει σε στεγανές κατηγορίες. Ασφαλώς, μια τέτοια διεκδίκηση αξιοπρέπειας απέναντι στον ολοκληρωτισμό δεν εμπίπτει στον όρο κρυφόπουστας, ο οποίος θίγει την ιδιοτελή υποκρισία. Βέβαια, καθώς ο όρος εμπεριέχει στοιχεία σεξισμού δεν αποκλείεται οι χρήστες του να τον χρησιμοποιήσουν και εναντίον καθ' όλα αξιοπρεπών γκέι, που απλώς δεν θέλουν να ενδώσουν στην ταμπελοποίηση. Ποιος είπε ότι η σλανγκ είναι δίκαιη;

  1. Από φόρουμ: κατ'αρχάς ως ετεροφυλόφιλος που είσθε, όπως δηλώνετε δηλαδή, θα γνωρίζατε πολύ καλά το ευεργετικό έργο των πουτάνων. Έχουμε λιγότερους βιασμούς γυναικών και σεξουαλικές παρενοχλήσεις. Οι πουτάνες που τόσο μισείτε επιτελούν κοινωνικό έργο και πρέπει να προστατεύνται από ανθρώπους δήθεν ανοικτόμυαλους. Δεν αναφέρομαι σε εσάς. Εσείς έχετε φίλους γκέι άρα είσθε προοδευτικός, δεν χρειάζεται να κάνετε τίποτε άλλο. Αρκεί αυτό.
    Στο μπαρ -και όχι σάουνα ή πάρκο- ανώνυμος ή ψεύτικο όνομα θα δώσει ένας κομπλεξικός, ένας παντρεμένος, ένας κρυφόπουστας, ένας βιαστής, ένας δολοφόνος. Ένας υγειής άνθρωπος δεν έχει λόγο να μείνει ανώνυμος. Οπότε οι συμβουλές σας είναι επικίνδυνες.

  2. Από μπλογκ, όπου μπλόγκερ τις ζηλοί την δόξαν του Ζουρλάρι: Δὲν ὑπάρχει ποιό συντετριμμένος μαλθάκας ὥστε να γράψῃ κάτι ποιό ἀποτυχημένο…Ὁ σιχαμερὸς φωνακλὰς ἐμετοπότης ἡμίφρων κρυφόπουστας ἀρκουδιάρης τρακτερόβλαχος γαμψομύτης Καραγεωργίου, ἐκφυλιστικὸς γόνος τῆς …Χυσοῦλας καὶ τοῦ …Χυσόδουλου, στὰ τελευταῖα του κείμενα τὸ ἔχει «γυρίσει στὸ τσάμικο» καὶ συνεχῶς γράφει ὁ κομπλεξικὸς ὅτι «οἱ Κορεάτες εἶναι μογγόλοι» ἐκεῖ ποὺ ἀνέκαθεν ἔγραφε ὅτι «τὰ μόνα ἀμιγῶς κίτρινα ἔθνη εἶναι ἡ σινέζικη φυλή (Κίνα) καὶ ἡ κορατικὴ φυλή (Κορέα)».Πές στοὺς 4 χιλιαστὲς ἁγιορεῖτες Ῥαββίνους ποὺ σὲ «τροφοδοτοῦν» ἀπὸ τὸ 1982, ὅτι αὐτὸ τὸ τελευταῖο ᾖταν …χοντράδα ὀλκῆς καὶ να ἀναμένουν τὴν ἐκτέλεσί τους.

  3. Παναγιώτης Χατζηστεφάνου, βλ. λήμμα κωλοκαούρα, τελευταίο παράδειγμα: Οι κρυφόπουστες αυτές ποζάρουν πάνω σε έναν σωρό από χεσμένα βουλευτικά έδρανα και γραφεία, ενδεικτικό σκηνικό του χιούμορ τους, μια και πιστεύουν ότι η κουτοπονηριά της γηραλέας τσιμπουκλούς είναι ταιριαστή με τα δημόσια αξιώματα και καταπίνεται εύκολα από όσους τις παρατηρούν.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Λέξη εξαιρετικά κλασσική, χτυπάει κάμποσο.

Πρόκειται για το κατ' εξοχήν μπινελίκι που απευθύνεται σε κάποιον του οποίου οι ιδέες, τα λεγόμενα ή οι πράξεις προσήκουν σε ιδεολόγο ή δηλωμένο υποστηρικτή της χούντας της επταετίας. Αν και δικτατορίες είχαμε και παλιότερα σ' αυτόν τον ευλογημένο τόπο, η χούντα, όπως και το Κόμμα και η πρεσβεία, είναι μία, αυτή του '67-'74. Βεβαίως, το κράτος και ο μηχανισμός του κράτησε την απαιτούμενη συνέχεια των θεσμών, «σταθερότητα» στο νιούσπηκ, οπότε τα χουντόσκυλα έχουν ιδεολογική συγγένεια με τους υποστηρικτές παλαιότερων (και επερχόμενων) δικτατορικών καθεστώτων, αλλά δεν χαρακτηρίζονται έτσι γι αυτό.

  1. - Ό,τι και να λέτε, πάντως, ο Παπαδόπουλος, ο Μακαρέζος και όλοι, πέθαναν στην ψάθα, όχι σαν τους πολιντικάντηδες που έχουνε χεστεί στο τάλιρο.
    - Δε μας γαμάς ρε χουντόσκυλο και συ, που σας πήρανε οικογενειακώς μπάτσους το '71 και θα μας κάνεις και καθοδήγηση.

  2. - Γαμάει ο Ζαμπέτας ρε φίλε!
    - Τι να σου πω ρε συ, αυτόν και τ' άλλο το χουντόσκυλο τον Κωνσταντάρα δεν μπορώ να τους κρίνω αντικειμενικά.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Ο Μπάμπης μας πληροφορεί ότι η πουτάνα ετυμολογείται εκ του λατινικού putidus, τουτέστιν: σάπιος, ρυπαρός και δύσοσμος.

Πριν όμως οι Λατίνοι ανακαλύψουν τις μαράκες, στα μέρη μας η εταίρα Φρύνη προσέφερε δωρεάν φραπέ στο Διογένη επειδή θαύμαζε το μυαλό του, η δε ιερόδουλη Διοτίμα έδινε τον απόλυτο ορισμό του έρωτα στο κάθε άλλο παρά πλατωνικό Συμπόσιο.

Βρωμιάρες λοιπόν ή καθαρές, αγαπάμε πουτανίτσες και ξέρουμε και να τις στολίζουμε:

  1. αδερφή του ελέους
  2. αδήλωτη
  3. ακουσμένη
  4. ακριβοπουτάνα
  5. αλανιάρα
  6. αλητόμουνο
  7. αμαρτωλή
  8. αμαρτωλό
  9. ἀνασεισίφαλλος
  10. απ’ αυτές
  11. αρτίστα
  12. αρχιπουτάνα
  13. αρχιπουτανάρα
  14. αρχιπούτανος
  15. ατιμασμένη
  16. αὐλητρὶς
  17. αχλαδομουνοπατσαβούρα
  18. βακέττα
  19. βιζιτού
  20. γεβεντισμένη
  21. γελασμένη
  22. γιαουρτομούνα
  23. γκαζοχωρίτισσα
  24. γκομενοφάση
  25. γκουφουέ
  26. γκοντώστρα
  27. γυναίκα της περιπατητικής σχολής
  28. γυναίκα του δρόμου
  29. γυναίκα του ημίκοσμου
  30. δηλωμένη
  31. δημόσια
  32. δημόσιο
  33. διαβολογητεύτρα
  34. δρομάς
  35. εκδιδόμενη
  36. ελευθεριάζουσα
  37. ελευθέρων ηθών
  38. επαγγελματίας
  39. επιλήψιμου διαγωγής
  40. έπιπλο
  41. e-πούτανος
  42. εργαζόμουνα
  43. έσκορτ
  44. εσκορτίδιο
  45. εταίρα
  46. ζιγκολέτ
  47. η Άντα που κάνει τα πάντα
  48. η Λόλα που τα κάνει όλα
  49. ημιπαρθένος
  50. Θαΐς
  51. ιερόδουλος
  52. ἱπποπόρνος
  53. καθαρή
  54. καλοπλυμένη
  55. καλντεριμιτζού
  56. καλντερίμω
  57. καλτάκα
  58. καμπαρετζού
  59. καρακαλτάκα
  60. καρακαχπές
  61. καραμουτζού
  62. καραμπιτσαριώ
  63. καραπουτάνα
  64. καραπουτανάρα
  65. καραπουταναριό
  66. καραπούτανος
  67. καραρουσπού
  68. καριόλα
  69. καριολάϊν
  70. καριολίνα
  71. καριολοτσιμπουκογλείφτρα
  72. κασαλβάς
  73. κασσωρίς
  74. καταπιοσπερμιόλα
  75. καχπές
  76. κικαρού
  77. κοινή
  78. κοκότα
  79. κομμώτρια
  80. κοντοπούτανος
  81. κορίτσι
  82. κορίτσι της χαράς
  83. κορίτσι για σπίτι
  84. κότα
  85. κουβεντιασμένη
  86. κουνίστρα
  87. κουρκουλετζού
  88. κουρτεζάνα
  89. κόφα
  90. κούρβα
  91. κουφάλα
  92. κρυφή
  93. κρυφοπουτάνα
  94. κρυφοπούτανος
  95. κυρία Καριολίδου
  96. κωλοκουνίστρα
  97. κωλοπετσωμένη
  98. Λαΐς
  99. Λάουρα
  100. λεγάμενη
  101. λεγόμενη
  102. λεωφόρος
  103. λικνιτζού
  104. λινάτσα
  105. λουλούδα
  106. Λυδία
  107. Μαγδαληνή
  108. μαντενούδα
  109. μαντετούτα
  110. μαντινούδα
  111. μαντιτούτα
  112. μαντονέτα
  113. μεγαλοκυρά
  114. μεσσαλίνα
  115. μετρέσα
  116. μιαμόρ
  117. μιξοπαρθένα
  118. μισοπαρθένα
  119. μισότριβη
  120. μοντέλο
  121. μορόζα
  122. μουνόσκυλο
  123. νανά
  124. νίτσα
  125. ντάνα
  126. ντροπιασμένη
  127. νυχτολουλούδα
  128. νυχτοπόρτισα
  129. ξεβγαλμένη
  130. ξεκωλιάρα
  131. ξέκωλο
  132. ξεκωλοπουτανόμουνο
  133. ξελόντζα
  134. ξεμπούρδελο
  135. ξεπατωμένη
  136. ξεσκισμένη
  137. ξετσίπωτη
  138. ξεψώλι
  139. όργανο ηδονής
  140. παλιογύναικο
  141. παλιοθήλυκο
  142. παλιοκόριτσο
  143. παλιοσκρόφα
  144. παλλακίδα
  145. παλλακίς
  146. πάνδημος
  147. παξιμάδα
  148. παξιμαδοκλέφτρα
  149. παπαδοξηλώτρα
  150. παξιμάδω
  151. παραστρατημένη
  152. παρδαλή
  153. πασιπόρνη
  154. παστρικιά
  155. πατσαβούρα
  156. πεταλούδα
  157. πεταλούδα της νύχτας
  158. πηδιόλα
  159. πινεζοπούτανο
  160. πλανεμένη
  161. πλύμα
  162. πολιτική
  163. πολιτικιά
  164. πομπεμένη
  165. πόπη
  166. πόρνη
  167. πόρνη πολυτελείας
  168. πορνίδιο
  169. ποττάνα
  170. πουλημένη
  171. πουσουέ
  172. πουτανάκι
  173. πουταναριό
  174. πουτανέλι
  175. πουτανίδιον
  176. πουτανικός
  177. πουτανίτσα
  178. πουτάννα
  179. πουτανοθήλυκο
  180. πουτανοθήλυκο του ανέμου
  181. πούτανος
  182. πουτανογκαβλιάρα
  183. πουτανόθρεμμα
  184. πουτολένη
  185. πουτσαρπάχτρα
  186. πουτσοπόρνη
  187. πουττάνα
  188. putz Frau
  189. πτωχελένη
  190. πωροπούτανο
  191. ρουσπού
  192. ρουφιάνα
  193. σιφιλιάρα
  194. σκεύος ηδονής
  195. σκρόφα
  196. σκύλα
  197. σκύλλη
  198. σοκακού
  199. σουρλουλού
  200. σουρτούκω
  201. σπιτικιά
  202. σπιτωμένη
  203. συνοδός
  204. τάνα
  205. την έχει καπατμά
  206. της αρέσουν τα ξινά
  207. του γλυκού νερού
  208. του δρόμου
  209. τουρίστρια
  210. τραμπαλέτα
  211. τροτέζα
  212. τρύπερ
  213. τσαπερδόνα
  214. τσαπερδονοκωλοσφυρίχτρα
  215. τσούλα
  216. τσουλάκι
  217. τσουλί
  218. φακλάνα
  219. φθηνή γυναίκα
  220. φραπεδιάρα
  221. Φρύνη
  222. φτηνή πουτάνα
  223. φτηνοπουτάνα
  224. χαζοπουτάνα
  225. χαμαιτύπη
  226. χαμούρα
  227. χανιώλα
  228. χαλκιδῖτις
  229. χαρχάλα
  230. χορεύτρια
  231. χορηγούμενη
  232. χωνί
  233. ψυχικάρα
  234. ψυχοπουτάνα
  235. ψωλαρπάχτρα
  236. ψωλομαζεύτρα

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Αρχικά, προ αμνημονεύτων σήμαινε το κακάσχημο ξύλινο άγαλμακάποιας θεότητας, αργότερα όμως επήλθε ισοπέδωση και χαρακτηρίστηκαν έτσι! τα αγάλματα πάσης φύσεως υλικού.

Στα σλανγκέζικα σημαίνει τον χαζό και τον στόκο, επικεντρώνεται δε στους εκπροσώπους αυτών, εκ του ασθενούς φύλου. Τελευταία το προνόμιο να αποκαλείται έτσι έχει και ο Τζέφρι.

- ΑΝΤΕ ΡΕ ΞΟΑΝΟ ΜΑΝΩΛΙΔΟΥ ΠΟΥ ΘΑ ΚΑΝΕΙΣ ΚΑΙ ΠΟΛΙΤΙΚΗ!Σ’ΕΤΣΟΥΞΕ ΠΟΥ ΤΑ ΝΕΑ ΕΛΛΗΝΟΠΟΥΛΑ ΕΝΔΙΑΦΕΡΟΝΤΑΙ ΓΙΑ ΠΟΛΙΤΙΚΑ ΚΑΙ ΕΘΝΙΚΑ ΘΕΜΑΤΑ ΚΑΙ ΤΟΥΣ ΑΠΟΚΑΛΕΙΣ ΑΝΑΡΧΙΚΟΥΣ,Ε;ΔΕ ΘΑ ΣΟΥ ΠΕΡΑΣΕΙ,ΟΥΤΕ ΕΣΕΝΑ ΟΥΤΕ ΤΩΝ ΑΛΛΩΝ ΣΙΧΑΜΕΝΩΝ ΠΡΟΔΟΤΩΝ!
(εκείθε).

- Καλέ τί λες; ο Α.Π “εξορίστηκε” από τη χούντα!!!! Και ήρωας ο ανδρέας!!!
Έτσι δε μας είπε το ξόανο, ο προδότης ο ΓΑΠ μέσα στη βουλή και ΚΑΝΕΙς μα ΚΑΝΕΙΣ από τη ΝΔ δεν τον αποστόμωσε…!
Είναι να πιστέψει ο ελληνικός λαός κανέναν από δαύτους;
(εδώθε)

Ξόανο Ξόανο αλλα με κάτι @ρχιδι@ να!! (από perkins, 05/10/10)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Το λήμμα αυτό είναι φόρος τιμής στην ελληνική τηλεφωνική φάρσα. Ο θεσμός της ηχογράφησης ακραίων συνομιλιών στο τηλέφωνο και της αντεργκράουντ κυκλοφορίας τους μας συνδέουν απ' όσο ξέρω μόνο με τους Σέρβους.

Πρωτόγονη μορφή αυτής της κατάστασης είναι το αισχρό μπινελίκι, βλέπε τις φάρσες των Πατρινών και του Λέντη. Αν θυμάμαι καλά, γιατί έχω καιρό να τ' ακούσω και το κοπρόσκυλο που είχε τα άπαντα και ακόμα παραπάνω έχει κατέβει, ο Λέντης έβαζε και λίγο σάλτσα, αλλά η ουσία εξαντλούνταν τελικά στο δημιουργικό μπινελίκι.
Με τούτα και με τ' άλλα φτάνουμε στον Φουσέκη που έκανε την τομή στην ελληνική τηλεφωνική φάρσα, εισάγοντας τον τιραμισουρεαλισμό και περιορίζοντας αισθητά το μπινελίκι, χωρίς όμως να το εξαφανίζει. Εκεί, λοιπόν, που στοιχείο προόδου θεωρούνταν απλώς και μόνον το να συνομιλήσει ο φαρσέρ με κάποιον του οποίου το ποιόν γνώριζε εκ των προτέρων και γι αυτό ήλεγχε την κουβέντα, ο Φουσέκης περνάει στο επόμενο στάδιο του να καταφέρει να τον καλούν τα θύματα της φάρσας ή να καλεί υποβρύχιο, αλλά δεν μένει μόνο εκεί. Οι διάλογοι στις φάρσες του ξεπερνούν το ό,τι να 'ναι κατά πολύ, ενώ, όπως άλλωστε και στους πατρινούς, του αναγνωρίζουμε το θάρρος της δημοσίευσης φαρσών όπου τελικά βγαίνει χαμένος, τουλάστιχον ηθικά, πχ η κυρα-Όλγα και ο τύπος με τα φιλοσοφικά.

Οι διάλογοι από αυτές τις φάρσες αναπαράγονται συνολικά ή κατακερματισμένοι, παίζουν συστηματικά ως καθιερωμένες γειώσεις, μπορεί να εξυπηρετούν κάποιο σκοπό στην συζήτηση ή απλώς να ικανοποιούν την καΐλα κάποιου πηδώντας την κουβέντα, αλλά τα βασικά και απαράλλαχτα συστατικά είναι δύο. Η θρησκευτικά πιστή αναπαραγωγή της στιχομυθίας και η εμμονή στην μίμηση του ύφους των συνδιαλεγομένων. Αν δεν τό 'χεις, απλά μην αποπειραθείς να πεις τις ατάκες γιατί θα γίνεις αντικείμενο χλεύης από τους γνώστες.

Η επιλογή των φράσεων εξαρτάται ελαφρά από την παρέα, αλλά τελικά όσοι ασκούν το άθλημα φτάνουν να ξέρουν τα πάντα απ' έξω, οπότε το ζήτημα εξελίσσεται σε διαγωνισμό καΐλας και συσσώρευσης άχρηστης πληροφορίας.

Το περιεχόμενο που τους δίδεται μπορεί επίσης να ποικίλλει. Πουχού, αρκετός κόσμος που ξέρω στη Λευκάδα χρησιμοποιεί το Νίκος Κούκος ως συνώνυμο του άλλ' αντ' άλλων.

Ενδιαφέρουν παρουσιάζουν οι παρανοήσεις που οφείλονται εν μέρει κρίσμας στην κακή ποιότητα της ηχογράφησης, και γενικά γίνονται αντικείμενο διαφωνίας, αλλά όχι χλεύης. Νομίζω, δηλαδή. Επί παραδείγματι, επιμένω να λέω «κωλοτρυπιδότος», αντί του «κωλοτρυπιδάτος», επειδή δεν είναι καθαρό στην κασέτα και έτσι το έμαθα, αλλά και επειδή κάνει κάτι μετά-.

Τελευταίο κεφάλαιο στις φάρσες ήταν το περίφημο «τέλος» με πολλές ατάκες που έκαψαν για καιρό το πανελλήνιο, ο τύπος όμως δεν έκανε καριέρα και το σταμάτησε εκεί.

Άλλος διάττων αστήρ του αθλήματος, με μικρότερη εμβέλεια είναι ο τύπος με τα γιουσομούρια στο βιντεάκι, ο οποίος μετράει περισσότερο για το σκηνικό και το σλανγκορυχείο, αλλά και την μίμηση καγκουριάς σπουδαίας και τελείας, παρά για τις ατάκες που θα μείνουν κλασσικές.

Ο Βάγγος, ο Βάγγουρας, με την πουτσάρα τη νά!

χτύπα τον κώλο σου στην κολώνα να πέσουν οι καπότες μου.

Καρκινιάρη άντρα!

Σαπιοκωλάνια άντρα! (ξέρω, λέει σαπιοκωλάκια, αλλά τα είπαμε στον ορισμό αυτά.)

Παλιοπούμαρο. (κι εδώ λέει παλιοτόμαρο, αλλά νταξ.)

Θα σου κρεμάσω τ' αρχίδια στην πλατεία Γεωργίου.

Θα μου κλάσεις τα παπάρια αυτή τη στιγμή.

Σου γαμώ το μού το μουνί της μάνας σου.

Γελάκια, γελάκια; Γελ-α γαμήσου παλιοπούστη!!

-Ίσως. Ίσως να είναι κι απ' τα τσιμπούκια που κάνj' η αδερφή σου.
-Ε, γιατί γαμιέσαι απ' τον κώλο μωρέ κυρα-Όλγα;
-Καλά κάνω, μ'αρέσειιιι!

Ο Παναγιώτης εγάμηγε τη μάνα σου, την αδερφή σου, το σόι σου ολόκληρο.

Ο Παναγιώτης με τις διακόσες χιλιάδες τις έφαγε, πήρε αυτοκίνητα, το κάθε τι.

Εσείς γαμιόστε κούμπαροι και ΣΙΑ.

Εμένα το μουνjί μου είναι γαρύφαλλο. Εσάς τ' αρχίδια σας έχουνε πιάσει σκουλαμέντρα.

-Ρε, πες μου ρε μαλάκα μαγαζί.
-Ρε νά, ρε, σου λέω. Στο Ωλ Σταρ, στο μπαρ Γυρή.

Πώς σου φάνηκε αυτό.

Φέρε και το μαχαίρι σου μαζί.

Εσύυυυυυυυυυυυυυ! Μα, εσύ είσαι άντρας μ' αρχίδια και φοβήθηκες το κρύο;; Χαχαχαααα, τί ωραίος που είσαι μαλάκα!

Σύνελθε, ρε, καλά είσαι ή να βάλω τις φωνές;

Θυμάσαι που σε γάμαγα κι έλεγες Χριστός ανέστη;

Ο Κατσουράνης σε γαμεί;

-Λοιπόν, πούστη. Δω' μου την...τέτοιανε. Τη Μαρία.
-Άσ' τα φιλοσοφικά.

Χίλια δεν θα φτάσουν!

Τα λεφτά θα γίνουνε καλαμπόκι και κάστανα, και θα πάνε στη Ρουμανία.

Τι νομίζετε ότι είναι η Ρουμανία, κύριέ μου; Άγιος Παντελεήμονας;

Πίτσα με φυστικοβούτυρο.

Τα δεύτερα.

Για συνδέστε, για συνδέστε.

Νίκος Κούκος.

-Τι λες, παιδάκι μου, είσαι μεθυσμένος;
-Δεν είμαι μεθυσμένος, απλά είμαι νταής.
-Δε νομίζω η κόρη μου να κάνει παρέα με νταήδες.
-Το τι κάνει η κόρη σου άσε να το ξέρω εγώ καλύτερα, μωρή πουτάνα!

-Δε μου λες, μαστουρωμένος είσαι, καραγκιόζης είσαι, τι είσαι.
-Μαστουρωμένος και καβλωμένος.

Κύριος Άγγελος από Λιβανάτες.

Τον τσίμπησε μπάμπουρας.

Έχεις ήδη χάσει τη θέση σου.

Όχι βέβαια.

Πίνετε τσικουδιά;

Έχετε παρουσιάσει συμπτώματα λιγκοδίας;

-Από αυνανισμό;
-Ε, δεν ξέρω, υπάρχει.

Κερδίζετε έναν δονητή δύο εκατοστών.

Άλφα ρε γαβγάβ!

-Είμαστε ΈΚΑ.
-ΈΚΑ δεν είσατε;
-Ναι
-Ωραία.
-ΈΚΑ είσατε, έτσι;
-Ναι, ΈΚΑ είμαστε.

Σ' έχω μπανίσει ότι κάνεις μαλακίες.

Ποιο γάλα ρε κατσικοπόδαρε;

Έχει μπλέξει σε σπείρα με σπουργίτια.

Πόρνη!!!

-Αυτή τη στιγμή έγινε κάποια ειζγωρεί ή εισχωρεί σε κάποιο ηλεκτρονικό υπολογιστικό σύστημα;
-Χεχεχε, ακριβώς, σας φακελώσαμε.
-Μάλιστα. Ξέρετε, γιατί εγώ ασχολούμαι με τις ταβανόπροκες.

Πες μου πού είσαι και τι κάνjεις, τέλλλος.

Πες μου ότι είσαι άτριχος, αυτό μόνο.

Είμαι στον όνγκο.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

σκυλοκουράδα, σκυλοκούραδο

Αλλιώς το σκυλόσκατο, η κουράδα του σκύλου. Όπως λέει και ο Dry Hammer, "σου γεμίζει περισσότερο το στόμα" από ό,τι η μικρότερη λέξη σκυλόσκατο. Το βρίσκουμε ήδη στη Λωξάντρα της Μαρίας Ιορδανίδου, γραμμένη το 1962.

  1. "Η Λωξάντρα φοβότανε τα γιατροσόφια της κόνα-Αννίκας, της πλάτρας. Τα σιχαίνουνταν. Πράματα ήτανε εκείνα να μήν τα σιχαθείς; Από κατρουλιό αρσενικού παιδιού έκανε η κόνα-Αννίκα γιατρικό για τις χιονίστρες και για τα σκασίματα των χεριών. Από σκυλοκούραδο έκανε σκονάκια για το βήχα, και τα φυσούσε μέσα στο λάρυγγα με καλαμάκι. Από ψόφια ποντίκια και λάδι έκανε ποντικαλοιφή. Μέσα στο καύκαλο του μυδιού έκανε τρεμπεντιναλοιφή, καλλυντικό για το πρόσωπο. Έκοβε το σιριλίκι, γήτευε την ιλαρά, σήκωνε τον αφαλό...και τί δεν έκανε η αδικιωρισμένη, αλλά η Λωξάντρα τη σιχαίνουνταν." (Μαρία Ιορδανίδου, Λωξάντρα, Αθήνα: 1962).
  2. Εχθές όπως γυρνούσα σπίτι, πάτησα πάνω σε κάτι περιττώματα σκύλου και αυτό με έβαλε σε σκέψεις. Ενώ κάποιος άλλος θα προσπερνούσε ενοχλημένος ένα τέτοιο συμβάν, εγώ ένιωθα πως μου είχε συμβεί κάτι πολύ σημαντικό, ένα γεγονός κοσμοϊστορικής αξίας, καθώς μου άνοιξε τα μάτια για το νεφελώδη τρόπο με τον οποίο λειτουργεί το σύμπαν. [...] Το μυαλό μου είχε απορροφηθεί σε τέτοια θεμελιώδη ερωτήματα και σκεπτόμενος ακατάπαυστα τη σχέση αιτίου αιτιατού που πιθανώς συνέδεε τη Παπαρίζου με το σκυλοκούραδο, έτρεξα γρήγορα σπίτι να καταγράψω τις σκέψεις μου. [...] Στη γαλήνη και ησυχία του δωματίου μου κοίταξα προσεκτικά το παπούτσι μου και το πώς είχαν απλωθεί τα σκυλίσια υπολείμματα πάνω του. Δε μπορούσα παρά να είμαι σίγουρος πως η ίδια συμπαντική δύναμη που έστειλε στο Νεύτωνα το μήλο και έκανε τον κατά τ' άλλα σεμνότατο Αρχιμήδη (ή τον Αριστείδη;) να τρέχει γυμνός στους δρόμους φωνάζοντας «Εύρηκα! Εύρηκα!», προσπαθούσε να μου πει κάτι. «Μίλα μου! Σ' ακούω» είπα στο παπούτσι μου και το κοίταξα ανυπόμονα. (Η συνέχεια του διανοητικού θρίλερ εδώ).
  3. Οι ευρωπαίοι νεοέλληνες που βγάζουν το κατοικίδιό τους βόλτα, θεωρούν εικαστική παρέμβαση υψίστης πολιτιστικής αξίας τις σκυλοκουράδες. (Εδώ).

Μεγαλύτερο σλανγκικό ενδιαφέρον έχει το ότι το βρίσκουμε και ως βρισιά, για να περιγράψει έναν άνθρωπο ξευτίλα, μηδαμινό, σκατιάρη, σκατένιο, ένα σκουπίδι, ένα απόρριμμα.

  1. "Είσαι ο επόμενος! Είσαι ο επόμενος σκυλοκούραδο!" Ύστερα ο Παξ μουγκρίζει το όνομά μου. Κι έπειτα το επαναλαμβάνει η φωνή του Τάκτου, μετά η Νάιλα από τον Ψηλό Πύργο. Και γρήγορα εκατό φωνές το τραγουδούν σε όλο το κατακτημένο κάστρο, από την αυλή μέχρι τα ψηλά προκαλύμματα και τους πύργους. (Πιρς Μπράουν, Κόκκινη Ανατολή, εκδ. Μεταίχμιο, μετάφραση: Τιτίνα Σπερελάκη).
  2. ΓΙΑΥΤΟ ΒΓΑΛΕ ΤΟΝ ΣΚΑΣΜΟ ΗΛΙΘΙΟ ΣΚΥΛΟΚΟΥΡΑΔΟ ΟΥΣΤ ΚΟΠΡΙΤΗ. (Άλλος ένας φωνακλάς που μας ξυπνάει με φωνακλάδικες βρισιές στο Ξυπνήστε Ρε!).
  3. Τράβα γαμήσου ρε σκυλοκούραδο ρουφιάνε βρωμότουρκε. Αυτοί οι μογγόλοι γαμάνε την μάνα σου. (Από βρις-οφ στο συσιφόνι).
  4. Εναλλακτικός τίπλος: "Με χρησιμοποίησαν σαν σκεύος και αφού ικανοποίησαν τις ορμές τους, με πέταξαν σα σκυλοκούραδο". (Εναλλακτικός τίτλος διαδικτυακού αρρωστουργήματος εδώ).

Αρρωστούργημα του Ολλανδού καλλιτέχνη Schippers, απεικονίζει ένα σκυλοκούραδο μνημειωδών διαστάσεων, τοποθετημένο στους περίφημους ολλανδέζικους κήπους Keukenhof, κοντά στην πόλη Lisse της Ολλανδίας

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Από την πολύ συχνή της χρήση η φράση «πουτάνας γιός» καθιερώθηκε τόσο πολύ στην γλώσσα μας που πλέον μπορεί εύκολα να θεωρηθεί ως μία, ενιαία και αδιαίρετη λέξη. Κάτι σαν την Αγία Τριάδα. Συχνότατη η χρήση της λέξης αυτής στα γήπεδα, στις δημόσιες υπηρεσίες και όπου βασιλεύει η κλασσική ελληνική καφρίλα.

Κλίση του ουσιαστικού

Ενικός Αριθμός

Ο πουτανασγιός
του πουτανασγιού
τον πουτανασγιό
πουτανασγιέ

Πληθυντικός Αριθμός

Οι πουτανασγιοί
των πουτανασγιών
τους πουτανασγιούς
πουτανασγιοί

  1. - Τι έδωσε ρε ο πουτανασγιός; ΠΕΝΑΛΤΥ;
    - Όχι ρε. Θέατρο
    - Α. Δεν είναι και τόσο πουτανασγιός τότε. ΑΛΛΑ ΟΤΙ ΕΙΝΑΙ, ΕΙΝΑΙ!!

  2. - Μία ώρα περιμένω για μια κωλοϋπογραφή ρε αρχίδια, πουτανασγιοί!
    - Σας παρακαλώ κύριε, ηρεμήστε
    - Σκάσε μωρή πουτανασκόρη.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Πρόσεξε το φιλαράκι μου που το άφησα μόνο και το εκμεταλλεύεσαι παλιολουμπίνα!

Επικριτικός και υβριστικός χαρακτηρισμός, προερχόμενος από το ψευδώνυμο της ονομαστής ιερόδουλης του συνοικισμού Βούρλων (που το 1920-1930 βρισκόταν στα σύνορα Πειραιά–Δραπετσώνας, 80 μέτρα από τον Άγιο Διονύσιο) Κικής Λουμπίνα. Ο χαρακτηρισμός αναφέρεται στα χαρακτηριστικά της πονηριάς και της ικανότητας εξαπάτησης των άλλων για την επίτευξη ορισμένου στόχου με κάθε τρόπο και την εν γένει αναξιοπιστία, δηλ. συμπεριφορές που σύμφωνα με την αγοραία (υπο)κουλτούρα αποδίδονται σε εκδιδόμενες γυναίκες (ιερόδουλες).

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified