Αυτός που είναι πολύ ευσυγκίνητος και ευαίσθητος.
Αυτός που βλέπει σαπουνόπερες και λιώνει σαν σαπούνι!
Πολύ κλάμα χτες στην τιβούλα! Έλιωσα σαν σαπούνι!
Αυτός που είναι πολύ ευσυγκίνητος και ευαίσθητος.
Αυτός που βλέπει σαπουνόπερες και λιώνει σαν σαπούνι!
Πολύ κλάμα χτες στην τιβούλα! Έλιωσα σαν σαπούνι!
Got a better definition? Add it!
Το μεγάλο καβούρι. Ο αρχιτσιγκούναρος. Η μητέρα όλων των καβουρομαχών. Ο δεν πληρώνω-δεν πληρώνω. Αυτός που έχει καβουροπολυκατοικία στην τσέπη.
Καβουρομάνα ο πεθερός του Τάκη. Σε σαντουιτσάδικο του έκανε το γαμήλιο τραπέζι.
Got a better definition? Add it!
Published
Last modified
Χαρακτηρισμός για δύο διαφορετικές κατηγορίες ανθρώπων.
- Ρε μαλάκα τραβιέμαι δυο μήνες στην πολεοδομία, και από τον Άννα με στέλνουν στον Καϊάφα. Τι σύστημα έχουν εκεί μέσα;
- Ότι σύστημα επικρατεί σε όλες τις πολεοδομίες. Πρέπει να βρεις το κλειδί, που θα σε ξαλαφρώσει από κάποια ευρώ, αλλά θα λαδώσει το μηχανισμό για να δουλέψει.
- Από το γραφείο του θείου σου γυρίζω. Τι κλειδί μωρέ αδερφάκι μου; Από τα λίγα!
- Εμένα μου λες. Την άλλη φορά μου έβγαλε την πίστη να αγοράσει ένα κουπόνι ενίσχυσης για την ομάδα. Και να πεις ότι δεν είχε λεφτά! Κολυμπάει στο χρήμα. Αλλά κλειδί ο πούστης.
Got a better definition? Add it!
Ο μπούλης που το παίζει και πολύ άντρας, μάγκας και νταής, γαμιάς της γειτονιάς, και γενικά έχει πάααααααρα πολύ καιρό να κατουρήσει.
Θεωρείται σλανγκ της φυλακής, αλλά και της νύχτας με το caveat ότι ό,τι έχει φτάσει να καταγραφεί ευρέως πιθανόν να μην είναι η τελευταία λέξη της σλανγκ αυτών των χώρων. Από την άλλη, χρησιμοποιείται και σε ιντερνετικές φοράδες, λίγα χτυπήματα.
- ρε συ, μιλα λιγο πιο δυνατα! Δεν ακουγεσαι! ρε ΣΠΑΘΟΛΟΥΡΟ... - Ρε συ, εσυ που εισαι και μαγκας κι αλανι και ΣΠΑΘΟΛΟΥΡΟ, μπορεις να μας πεις τι δουλεια εχεις με κατι ελεεινους χλεχλεδες;
Το χαρτί όμως που πιστοποιούσε τον τραυματισμό του είχε πάει και το είχε παραλάβει κάποιος “Γκλίτσας”, που τελικά αποδείχτηκε ότι ήταν ο δεύτερος καταζητούμενος με παραφρασμένο όνομα, τον οποίο οι αρχές θεωρούν σκληρό ποινικό και “σπαθόλουρο” της νύχτας, κατά το κοινώς λεγόμενο, μπράβος, πρωτοπαλλήκαρο δύο άλλων ποινικών που βρίσκονται στη φυλακή.
(εδώ).
Σπαθόλουρο μας προέκυψες...
I like you more now :-) (εκεί).
Got a better definition? Add it!
Συνεκδοχικώς, ο διαιτητής αθλητικού αγώνα. Όταν αποσύρεται λέμε ότι κρεμάει την σφυρίχτρα, ενώ όταν δεν είναι δίκαιος / ικανός λέμε πάρτε του την σφυρίχτρα. Ένας διαιτητής που σφυρίζει πολύ εύκολα λέγεται σφυρίχτρα με πολλά στραγάλια, ενώ για έναν που δεν δίνει τίποτα και σφυρίζει λίγο μπορεί να ειπωθεί ότι του έκλεψαν το στραγάλι.
Got a better definition? Add it!
(αλλιώς τυρόγαλο): λέγεται ο Λαρισαίος, -α.
- Τι έγινε ρε φίλε με την γκόμενα χτες;
- Άσε ρε, τι να μας πει το τυρί;
Got a better definition? Add it!
Βούρλο ονομάζονταν παλαιότερα πριν το Β'ΠΠ και η γυναίκα ιερόδουλος η οποία θεωρούνταν πολύ χαζή. Η ονομασία συνδέονταν με το Μέγα-Πορνείο των Βούρλων που υπήρχε στον Πειραιά (Δραπετσώνα). Πιθανόν επίσης βούρλο να ονομάζονταν κόρες αυστηρών οικογενειών οι οποίες έχασαν την τιμή τους εκτός γάμου και οι "γονείς" τους τις έστειλαν να δουλέψουν στα Βούρλα. Υπάρχουν υποψίες ότι αυτό πράγματι είχε συμβεί αρκετές φορές.
.
Η έκφραση "άντε ρε βούρλο" είναι υποτιμητική και προέρχεται από τα πιοπάνω λήμματα ή ειδικότερα την τραγική κατάσταση μιας ιερόδουλης στο πορνείο των Βούρλων.
Got a better definition? Add it!
Published
Last modified
Μια αστεία λέξη που χρησιμοποιείται ως αόριστος κωμικός χαρακτηρισμός για άτομο που θέλουμε να παρωδήσουμε. Στο έργο του Νίκου Σαραντάκου Λέξεις που Χάνονται (Αθήνα: Εκδόσεις του Εικοστού Πρώτου, 2011, σ. 44) βρίσκω την ετυμολογία της: "Ο βαρδαλαμπούμπας ήταν η δερμάτινη καλύπτρα (δαχτυλήθρα) που χρησιμοποιούσαν οι πολυβολητές στα παλιά εμπροσθογεμή κανόνια για να προστατεύσουν τον αντίχειρά τους, που έκλεινε την οπή του οπαίου. Ετυμολογείται από το ενετικό varda-la-bomba, όπως λεγόταν το σύνεργο αυτό. Συνεκδοχικά, βαρδαλαμπούμπας είναι ο αντίχειρας και μεταφορικά έτσι λέγεται ο κοντόχοντρος άνθρωπος, που μοιάζει με αντίχειρα".
Ο Νίκος Σαραντάκος παραθέτει παραδείγματα από τον Κωνσταντίνο Οικονόμο τον εξ Οικονόμων που έδωσε αυτήν την ονομασία σε έναν ήρωα του Φιλάργυρου του Μολιέρου κατά τη μετάφρασή του, και από τον Γιάννη Σκαρίμπα που ονόμασε το 1976 τον Αλέξανδρο Σολζενίτσιν ως "βαρδαλαμπούμπα του φαρισαϊσμού"! Για περισσότερα βλέπε στο σχετικό σημείωμα. Τα παραδείγματα που βρίσκω στο Διαδίκτυο δείχνουν ότι, με κάποιες εξαιρέσεις που θα δείτε, συνήθως έχει χαθεί η αρχική ετυμολογία και το βαρδαλαμπούμπας χρησιμοποιείται ως γενικός μειωτικός κωμικός χαρακτηρισμός, κάπως όπως τα χλιμίτζουρας και φίτσουλας. Κάποιοι που γνωρίζουν την αρχική σημασία επικεντρώνουν και αυτοί μάλλον στη χαρακτηριολογική σημασία για να δηλώσουν άνθρωπο κοντόχοντρο και ωσεκτουτού αμπλαούμπλα, μαλθακό, νωθρό, κλασικό μαλάκα Έλληνα και άλλα, ανάλογα με την ερμηνεία που δίνει στη λέξη ο κάθε βαρδαλαμπούμπας.
Got a better definition? Add it!
Άνθρωπος ζαλισμένος ή μεθυσμένος από την κατανάλωση αλκοόλ ή την χρήση ελαφρών ναρκωτικών. Αφορά όμως κυρίως στη χρήση του ναργιλέ.
Πώπω αδερφέ μου! Εχτές στον τεκέ του Τάσου γίναμε όλοι μανουάλια απ' το μπάφο.
Δες και λιάρδα.
Got a better definition? Add it!
Ο τσιγκούνης, αυτός που δεν αφήνει τα λεφτά να φεύγουν από πουθενά... (ιδιότητα της τσιμούχας σαν αντικείμενο είναι να εμποδίζει τις διαρροές, εξ ου και ο όρος τσιμούχα /τσιμούχας).
- Πάμε για κάνα καφέ ρε μλκ;
- Μπα ρε συ, δεν έχω λεφτά...
- Μια ζωή αυτό λες... Είσαι πολύ τσιμούχας τελικά!
- Με έκανε παζάρια για 1 ευρώ, το πιστεύεις;!;!
- Καλά, δεν ξέρεις τι τσιμούχα είναι;
Got a better definition? Add it!