Further tags

Είναι η γκόμενα που, κατά την διάρκεια της σχέσης της με τον άντρα των ονείρων της, τον βλέπει μια μέρα να φεύγει μακριά της στο εικονικό μέτωπο που λέγεται φανταριλίκι. Η φανταρογκόμενα βασικά πήζει όσο κι ο φαντάρος (λέμε τώρα...), όχι επειδή είναι μόνη, να μην τα παραλέμε, αλλά επειδή κάθε μα κάθε που ο φαντάρος παίρνει άδεια, πρέπει να υφίσταται έστω και για λιγουλινάκι τον πόνο του και να κάνει τουμπεκί ακούγοντας όλες αυτές τις συνήθως, αλλά ευτυχώς όχι πάντα, θεοβάρετες ιστορίες (κάτι χειρότερο από το ποδόσφαιρο) γιατί τον αγαπάει -ή επειδή έτσι πρέπει να δείχνει.

Έχουν γίνει πολλά φριχτά κατά τις μεγάλες αυτές στιγμές. Έχουν αποφασίσει φανταρογκόμενες να τον χωρίσουν επειδή είναι ευκαιρία (!). Άλλες έχουν παραπλανηθεί από την απουσία και έχουν πιστέψει ότι πράγματι τον θέλανε πάντα και ότι οι εκάστοτε αμφιβολίες τους ήταν παραμύθια -και τελικά ο οριστικός χωρισμός λαμβάνει χώρα άμα τη απολύσει του φαντάρου ή λίγο πιο μετά.

Άλλες όμως στενάζουν πραγματικά που δεν τον έχουν κοντά τους και δεν χάνουν επισκεπτήριο για επισκεπτήριο, περιμένουν στα αεροδρόμια και στα λιμάνια, είναι κρεμασμένες από το τηλέφωνο, θα του δώσουν και μπόλικα τηλεφωνικά γαμήσια να τον στείλουν στα ουράνια...

Όλ' αυτά χωρίς να μπούμε στις λεπτομέρειες της αντίθετης πλευράς (την ανακούφιση του φαντάρου που επιτέλους δεν θα την ξαναδεί για ένα διάστημα, ή αντίθετα τον πόνο του που δεν θα την ξαναδεί σύντομα, την ανακάλυψή του ότι υπάρχουν και οι πουτάνες, την ανακάλυψή του ότι υπάρχουν και οι τουρίστριες, την ανακάλυψή του ότι υπάρχουν και οι άντρες, κλπκλπκλπ)

Η διαφορά μεταξύ φανταρογκόμενας και φαντάρου δεν είναι απλώς το ότι αυτός τραβάει άλλο ζόρι από αυτήν, είναι και το ότι αυτός μια φορά θα πάει, ενώ αυτή μπορεί να το ζήσει πολλές φορές το σενάριο αυτό. Είναι βέβαια σημαντικό για το σιβί σου να έχεις διατελέσει φανταρογκόμενα, είναι εμπειρία που συγγενεύει από μακριά με αυτή του φαντάρου, είναι ρε παιδί μου σα να τον έχεις τον άλλον στη φυλακή ή στο νοσοκομείο, ή για να το πω πιο ζεστά: σα να τον έχεις παιδί σου -και η σχέση παίρνει άλλο χρώμα, και κει οφείλεις να δεις τι νιώθεις γι' αυτόν τον καψερό.

Αρκεί να σου αρέσει αυτό που θα ανακαλύψειςςςςς...

- Πόσες φορές έχεις κάνει φανταρογκόμενα;
- Τρεις...
- Όχι ρε πούστη! Εγώ μία και τά 'χα φτύσει!

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Είναι εκτός του κανονικού αιμοδότη και ο παθιασμένος η άγρια εθισμένος άνθρωπος σε μια συνήθεια. Με τη συνήθεια αυτή πληρώνει σε ορισμένους έμπορους το προς αγορά εμπόρευμα. Τώρα οι έμποροι, αν τον δουν κατά τα λημέρια τους, γελάνε και μεταξύ τους λένε: «Ωπ! Να τονα τον αιμοδότη, έσκασε μύτη».

Αναφέρομαι στο παζάρι (μοναστηράκι), που εκεί το πρωτάκουσα και εννοούν ότι, αφήνοντας χρήματα είναι η αιμοδοσία για τα μαγαζάκια τους.

Αν ο ορισμός παίζει και στα ναρκωτικά δεν το γνωρίζω, μια και δεν το έχω δοκιμάσει το σπορ, εφόσον είναι άκρως εθιστικό και καλα θα κάνουν οι νέοπες να μη δοκιμάζουν και ας λένε παπαγαλάκια για αφορισμούς, δοκιμές και άλλα χαζά. Όσο για τους παλαίοπες, ας κάνουν ότι θέλουν και ας μη διαφημίζουν την συνήθεια τους.

Σκέψεις κάποιου: Αχ ρε γαμώτο, πότε θα έρθει η Κυριακή, να κατέβω στο μοναστηράκι και να βουτήξω στις ευκαιρίες και να αγοράσω οτιδήποτε και ας μη το χρειάζομαι άμεσα που ξέρεις θα το χρειαστώ κάποτε
Σκέψεις κάποιου άλλου: Αχ ρε γαμώτο, ποτέ θα έρθει η Κυριακή, να κατέβω στο μοναστηράκι στο μαγαζί και να πλακώσουν οι αιμοδότες να βγάλουμε κάνα ευρουλάκι.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Ἐπρόκειτο διὰ τόν ναρκομανῆ, ἦτοι πρεζόνιτζὰνκι, ὁ ὀποἶος εὐρίσκεται εὶς προκεχωρημένη κατάστασιν χρήσης μὲ ὄτι αὐτό συνεπάγεται. Μεταφοῥικῶς δὲ καί χιουμοριστικῶς, ἁναφέρεται εῖς ἇτομο ἑξαρτημένο από μία οὑσία διαδικασία ἦ ἑργασία.

Ὑφικλῆς: «Μὰ διὰ ὄνομα τοῦ Ὑψίστου Φιφακλῆ, εῖς πόσα γυμναστήρια εἶσαι ἑγγεγραμένος πλέον;»
Φιφακλῆς: «Εῖς τρία! Τὰ ἑπισκέπτομαι διαδοχικώς ἑπί 8 ὥρες καθημερινῶς ἐκαστο! Τῖς ὑπόλοιπες 8 κοιμῶμαι.»
Ὑφικλῆς: «Ἐ μὰ πλέον! Εῖσαι κακοπρέζονο τῆς γυμναστικὴς, gym freak ἀμερικανιστί!!!»

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Μπουζουκογκόμενα καλείται η συνηθισμένη γκόμενα που:

  • Νυχτοπερπατά σε όλους τους χώρους άνευ εξαίρεσης όπου κυκλοφορούν αμάξια τύπου Mercedes, αγωνιστικά και γενικά μουράτα.
  • Το μαλλί είναι σταθερά ντεκαπαρισμένο με καμένες τούφες από το πολύ πιστολάκι και τις πάρε να 'χεις βαφές ή extreme ανταύγειες.
  • Δεν κυκλοφορεί ποτέ χωρίς το make-up της ή το φρουτένιο lip της.
  • Ακόμα και το πρωί μπορεί να την πετύχεις με γόβα-πίπτω και με μαλλί που να μην έχει ξεφύγει ούτε τρίχα από το πιστολάκι.
  • Δεν ξέρει ποτέ απ' έξω τον αριθμό του κινητού της.
  • Τα μπλουζάκια της είναι σχεδόν όλα έτσι ώστε να αφήνουν ένα σημείο hot για εκείνη τουλάχιστον ακάλυπτο.

Πάντα όμως υπάρχουν και οι μπουζουκογκόμενες high-classάτες. Αυτές που:

  • θα κρατήσουν την Louis Vuitton τους αλλά το μαλλί θα παραμένει καμένο και το νύχι σταθερά επιμηκυμένο.
  • Χρησιμοποιούν φράσεις όπως: ρε μωρό, ρε συ, ρε κοίτα τι αμάξι έχει, αχ σταμάτα (ακόμα κι αν τίποτα δεν έχει αρχίσει αυτές το θεωρούν πολύ σέξυ).
  • Οι σχέσεις τους διαρκούν ένα μήνα το πολύ.
  • Κάθε Σάββατο πηγαίνουν σε club ή μπουζούκια και ακούνε γενικά Σάκη, μπουζουκοτράγουδα, ενώ αν τις ρωτήσεις τι είναι έντεχνο θα σου πουν όλες Χατζηγιάννης.
  • Τρελαίνονται για άντρες που φορούν mocassinia με φόρμες (έλεος), πουκάμισο οπωσδήποτε λίγο ανοιχτό το βράδυ και αρκετά τζελαρισμένοι.
  • Έχουν κάψει αρκετά έως πολλά εγκεφαλικά κύτταρα με το να διαβάζουν Cosmopolitan και να τα μαθαίνουν απ' έξω μέχρι να έρθει ο κατάλληλος για να τα εφαρμόσουν.

Ενώ ο όρος χρησιμοποιείται και για τα σκυλιά, η μπουζουκογκόμενα έχει μία πιο προσεγμένη εμφάνιση.

– Αχ ρε συ κοίτα ένα αμάξι!
– Λες να πηγαίνει στο club που πάμε;
– Σκέφτεσαι;
– Αχ σταμάτααα! Λες να μου την πέσει;
– Αυτός που το οδηγεί ή το αμάξι;
– Ε;!

(Διάλογος μπουζουκογκoμενών)

Βλ. και μπουζουκομούνι καθώς και -μούνα, -γκόμενα

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Ο δύσμοιρος φαντάρος ο οποίος έχει φαει εμπλοκή στην χειρότερη υπηρεσία που μπορεί να του τύχει. Κεντρική πύλη ή αλλιώς «κ.π.». Έτσι παρήχθη ο όρος. Η υπηρεσία είναι η χειρότερη δυνατή γιατί χαιρετάς ανωτέρους , είσαι γυαλισμένος ξυρισμένος, πρέπει να κρύψεις το φραπεδάκι πίσω σου και γενικώς είσαι προβλεπέ.

- Σειρά τι υπηρεσία έχεις σήμερα;

- Kεντρική πύλη για άλλη μια φορά μια και ο Βυσματόπουλος έχει πάρει επ’ ώμου την ΑΟΤ. Γάμησε τα καπαπής έχω καταντήσει ο παλιός!

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Η γκόμενα στα Γιαννιώτικα. Πιθανότατα εβραϊκής καταγωγής, από την παλιά παροικία των εβραίων του παζαριού της πόλης, που ξεκληρίσανε οι Ναζί.

Γκάιντα ρε, τάχα το χαλόνι ! (= κοίτα ρε κώλο το γκομενάκι !)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Η γκόμενα που έχει κορμάρα που φουσκώνει παντελόνια αλλά μούρη που εκτροχιάζει τρένα από την ασχήμια της .... και ωσεκτουτού η χρησιμότητά της είναι αυτή της γαρίδας: τρως το σώμα και φτύνεις το κεφάλι ...

- Κολλητέ τσέκαρε κώλο το μωρό...!!
- Το είδα αλλά η τύπισσα είναι γαριδογκόμενα, άμα γυρίσει πρόσωπο θα πάθεις εγκεφαλικό!....

βλ. επίσης γαρίδα, γκόμενα-γαρίδα, γυναίκα-γαρίδα και πεσκανδρίτσα

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

α. Στις πορείες:

Μπάχαλος /-οι είναι τα άτομα που συνήθως κατεβαίνουν στις πορείες για τις υλικές ζημιές. Συνήθως δεν πιστεύουν σε κάποια συγκεκριμένη πολιτική ιδεολογία και ούτε έχουν κάποιο συγκεκριμένο (πολιτικό) σκοπό για τις καταστροφές που προκαλούν. Γι αυτό και συνήθως οι στόχοι στους οποίους επιτίθενται δεν είναι συγκεκριμένοι.

β. Στα γήπεδα:

Μπάχαλος /-οι είναι τα άτομα που είναι πολύ φανατισμένα με μια ομάδα και συχνά επιτίθενται κατά άλλων (αστυνομικών, διαιτητών, αντίπαλων ποδοσφαιριστών / οπαδών κτλ). Οι τελευταίοι ονομάζονται επίσης και χούλιγκανς, φανατικοί.

α) Χθες έγινε χαμός στην πορεία. Ξαφνικά κάτι μπάχαλοι την άρχισαν να σπάνε μαγαζιά και μας την πέσανε οι Ματάδες.

β) Κάτι οπαδικοί μπάχαλοι επιτέθηκαν σε οπαδούς της αντίπαλης ομάδας καθώς προσπαθούσαν να βγουν από το γήπεδο.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

(Κλασική αργκό της φυλακής): Ο κουμανταδόρος, το άτυπο αφεντικό των φυλακισμένων, συχνά με την ανοχή του τυπικού αφεντικού (Διευθυντή) και σίγουρα με το δέος των φυλάκων. Ο υπερθετικός του βαρύμαγκα, αλλά και με σαφή ηγετικά προτερήματα. Πιθανότατα τούρκικης προελεύσεως.

Μεταφορικώς: Το αφεντικό με το άστε-ντούα.

Σερέτης, έξυπνος, δίκαιος και επικίνδυνος, ήταν ο εξισορροπητής των πολυσχιδών συμφερόντων μέσα στη φυλακή (π.χ. ζάρια, άδειες, πουστράκια, δουλειές επ' αμοιβή, ξεκαθαρίσματα, τιμωρία ρουφιάνων, ναρκωτικά, προστασία κ.τ.λ.). Γαμούσε κι έδερνε.

Συνήθως είχε αρκετά βαριά ποινή, όχι όμως για έγκλημα κατά περίσταση (π.χ. φόνος αντίπαλου βοσκού για τα γίδια) ή ειδεχθές (βιασμός ανηλίκων), αλλά κατ' εξακολούθησιν, κατ' επάγγελμα και κατά συνήθεια τελέσεως συγκεκριμένων εγκλημάτων (π.χ. μαστροπεία, αποδοχή προϊόντων του εγκλήματος, κιβδηλεία, λαθρεμπόριο, ναρκωτικά, εκβίαση κ.τ.λ.) και δη σε ρόλο αφεντικού-ενορχηστρωτή. Δηλαδή για εγκλήματα του δομημένου υποκόσμου 2-3 πόλεων και όχι χωριατίστικα καμώματα ή φλάς που έφαγε ένας μουρλός. Άλλωστε, λένε: «Ό,τι είσαι έξω απ' τη φυλακή είσαι και μέσα», δηλαδή αντιμετωπίζεσαι αναλόγως. Εξ άλλου, μέσα στην φυλακή έχει να κάνει κανείς, με ανθρώπους που οδηγήθηκαν εκεί κυρίως λόγω ιδιαιτέρως ανεπτυγμένων ενστίκτων (κατά τον Λομπρόζο!) και δεν θα είναι καθόλου εύκολο να τους γελάσει περί το ποιόν του. Έτσι, ο ψιλικατζής παραμένει ψιλικατζής, ο χρεοφειλέτης είναι ένα συμπαθητικό ανθρωπάκι, ο πρεζάκιας είναι ξεφτίλας κ.ο.κ.

Ο τσιρίμπασης όμως, μέσα-έξω ήταν αφεντικό και έπαιρνε ρέφες (=πόντους) απ' όλα τα επαγγέλματα του υποκόσμου, χάρη στη σωματική του ρώμη, το ψυχικό του σθένος και το μυαλό του, που δούλευε με διπλό διαφορικό. Χώρια που το φύσαγε από παραδάκι, ένεκα οι δουλειές έξω, που τις συνέχιζε ο έμπιστός του κι είχε και χρημάτιζε τους πουλημένους εκτελεστές του σωφρονιστικού συστήματος...

Ο σημαντικότερος τσιρίμπασης του παρελθόντος αιώνος, ήταν ο Νίκος Σκριβάνος, του οποίου πρωτοπαλίκαρο ήταν ο Νίκος Μάθεσης (ή τρελάκιας). Γνωστός τσιρίμπασης κι ο Σακαφλιάς, στη φυλακή Τρικάλων, που τον έφαγε η μαρμάγκα (ο Αντωνίτσης), είτε για να γίνει αυτός τσιρίμπασης είτε για λογαριασμό άλλου επίδοξου αφεντικού (δεν έχει εισέτι διευκρινισθεί, ακόμα και οι τρικαλινοί λένε μαλακίες).

Ο τσιρίμπασης γνώριζε ότι κατέχει ζηλευτή θέση στην μικρο-κοινωνία της φυλακής, δεν διακινδύνευε το κύρος του για μηδαμινά πράγματα (έστελνε άλλους) και όφειλε να προσέχει όλες τις κινήσεις, στον μικρό και περιορισμένο χώρο της φυλακής, του κάθε βαρύμαγκα που βυσσοδομούσε εναντίον του. Άλλωστε, η αποκαθήλωσή του ήταν ιδιαιτέρως οδυνηρή: Είτε ο θάνατος του στερούσε το αξίωμα, είτε (χειρότερα) η δημόσια διαπόμπευση = τον βαράγανε ή τον πηδάγανε πεν-έξι βαλτοί μπεχλιβάνηδες... Τη θέση του, την έπαιρνε ατάκα ο μάγκας που του την έστησε, για να μην δημιουργηθεί κενόν εξουσίας (!)

Βλ. σχετικά «Το εγχειρίδιο του καλού κλέφτη», «το άγιο χασισάκι» κ.α. (Ηλίας Πετρόπουλος) και «Τα παιδιά της πιάτσας» και «Παραμύθια πίσω απ' τα κάγκελα» του Νίκου Τσιφόρου. Ειδικά, στο «Τουμπεκί» του Πέτρου Πικρού, ψυχογραφείται θαυμάσια η έννοια και η νοοτροπία του τσιρίμπαση εν έτει 1927 (!)

- Παιδιά, μην παίζετε άλλο τάβλι, βαρέθηκα μόνη μου!
- Τώρα, τελειώνουμε...
- Λοιπόν, τέλος, δεν παίζετε άλλο είπα!
- Και τί 'σαι σύ ρε; Ο τσιρίμπασης; Δώσε πίσω τα ζάρια, για θ' ανοίξω το τάπερ με τις καρπαζές!

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Άτομο εθισμένο στην κοκαΐνη, κοκαϊνομανής.

Η κοκαΐνη (κόκα, κοκόρι, κοκορέτσι, χιόνι, πάχνη, blow, βράχος) θεωρείται η ντρόγκα του πλουσίου, το ναρκωτικό της καλής κοινωνίας. Εξ ού και οι ονομασίες Κυρία, Λευκή Κυρία, Λαίδη, Μόδα. Την τιμούν πολιτικοί, δημοσιογράφοι, επιχειρηματίες και λοιποί νταβατζήδες, μεγαλοτοκογλύφοι, μεγαλοτζογαδόροι και μεγαλοαλογομούρηδες, αθλητές, μοντέλα, τραγουδιάρες και τραγουδιάρηδες, αρτίστες, πόρνες και πούστηδες πολυτελείας. Όλο το ανφάν γκατέ, η κρεμ ντε λα κρεμ...

Οι πλέον ισχυροί και χλιδάτοι κοκάκηδες είναι τα πλατινένια ρουθούνια. Έχουν επενδύσει εκατομμύρια σ' αυτά τα ρουθούνια, όπως οι κοιλιόδουλοι στο στομάχι τους. Ο δε αστικός μύθος, θέλει τα καμένα απ' τη συνεχή χρήση ρουθούνια, να αντικαθίστανται με μεταλλικά...

Αν τον ρωτήσεις τι παρενέργειες έχει η κόκα και τι νίλα μπορεί κανείς να πάθει απ' αυτήν, θα σου απαντήσει με χαμόγελο και ψιλοειρωνικά: «Τίποτα, απολύτως τίποτα. Μπορείς να παίρνεις όσο βαστάει η τσέπη σου».

Δεν έχει και εντελώς άδικο. Σε σχέση με την πρέζα, η κόκα είναι πολύ πιο light ποτό, ενώ κι η εξάρτηση που προκαλεί δεν είναι σωματική, αλλά μόνο ψυχολογική. Εξ ου και τα ακόλουθα συνθηματικά / σλανγκικά: κοκό ή candy (που παραπέμπει σε λιχουδιά των παιδικών χρόνων), αναψυκτικό ή κοακόλα (σε σχέση με τη ζα, που ανήκει στα βαριά οινοπνευματώδη), σκόνη της ευτυχίας.

Aπό πολλές απόψεις, ο κοκάκιας είναι το άκρως αντίθετο του πρεζάκια. Ανήκει συνήθως στα μεσαία και βάλε οικονομικοκοινωνικά στρώματα, ενώ ο δεύτερος είναι πιο λαϊκό παιδί. Θέλει να τα έχει όλα δικά του, και την πίτα χορτάτη και το σκύλο ολόκληρο, δλδ και να μαστουριάζει και να είναι κοινωνικά ευυπόληπτος, τη στιγμή που τα ζάκια είναι αυτοκαταστροφικά, χαίρονται με το ξεφτιλίκι τους και την παρακμή τους. Διαφέρουν και στο lifestyle: οι κοκάκηδες ψοφάνε για χλιδές, καταναλωτισμό, μπουζούκια, clubs, mainstream και χορευτική μουσική, ενώ τα ζάκια (πριν μπλέξουν) ήταν συνήθως αλτέρνια, αντισυμβατικοί, αντικομφορμιστές κλπ. Επίσης, οι μεν κράζουν ανηλεώς τους δε: οι κοκάκηδες κάνουν λόγο για ψοφίμια, ξέφτιλους, πεθαμένους, κατεστραμμένους, ενώ τα ζάκια (μαζί με τους συμπαθούντες αυτά) αντεπιτίθενται και τους χαρακτηρίζουν εγωιστές, παλιοχαρακτήρες, παρτάκηδες. Πρόκειται σε μεγάλο βαθμό περί στερεοτύπων, που θέλουν τους πρεζάκηδες «καλά παιδιά», ευαίσθητα και ψυχοπονιάρικα, που κύλησαν στην παραμύθα με ευθύνη της πουτάνας της κενωνίας...

Την σήμερον, την εποχή της παγκοσμιοποίησης, όπου τα στερεότυπα σφυροκοπούνται από παντού, τέτοιου είδους διακρίσεις και διαχωρισμοί μόνο σχετική αξία έχουν. Όλο και περισσότερα ΒουΠου (βουτυρόπαιδα Βορείων προαστείων και μη) αρχίζουν να το παίζουν τοξοτάκια, ενώ και η κόκα έχει προ πολλού ξεφύγει απ' τα στενά όρια του Κολωνακίου και μεταδίδεται ως καλπάζων καρκίνος στους λαϊκούς φτωχομαχαλάδες...

Το πορτρέτο ενός τυπικού κοκάκια.

Είναι σήμερα γύρω στα 35-40. Ανδρώθηκε τη δεκαετία του '90, διαβάζοντας μανιωδώς τα λαϊφσταλάδικα περιοδικά του Πέτρου Κωστόπουλου. Ονειρευόταν λεφτά, γκόμενες, ταξίδια, σόου-μπίζνες και μπίζνες της νύχτας. Ενίοτε κατάφερε να βάλει κάποια γκαφρά στην άκρη, ώστε να μπορεί να χλιδαμπουριάζει και να το παίζει χαΐστας. Ίσως κονόμησε και στο Χρηματιστήριο το '99. Είναι πάντα πολύ λαρτζ, κιμπάρης και χουβαρντάς, κι ας τη βγάζει με δανειοδάνεια. Οδηγάει ακριβό αυτοκίνητο, ενώ στάνταρ μια-δυο φορές τη βδομάδα έχει κλεισμένο τραπέζι σε κυριλέ μπουζουκάδικο ή mega club της Παραλιακής.

Alex James, former Blur bass player (από allivegp, 20/07/09)αυτό ακριβώς κρατά ο κύριος  (από johnblack, 20/07/09)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified