Οι διασυνδέσεις, από το αγγλικό connections.
- - Κάνε ρε Πέτρο κάνα κονέ μπας και πιούμε τίποτα απόψε.
- - Έχεις τίποτα κονέ καλά να μας βάλουν τσαμπέ;
Οι διασυνδέσεις, από το αγγλικό connections.
Got a better definition? Add it!
Κουτσομπολιά, συζητήσεις χωρίς θέμα, απλά κουβέντα να γίνεται, συνηθίζεται στην Β. Ελλάδα.
-Πέρνα από δω, είμαστε με την Μαρία και λέμε μασάλια.
Got a better definition? Add it!
Οι δικαιολογίες που εκφράζουμε για το χάος που επικρατεί σπίτι μας σε επισκέπτη προτού προλάβει εκείνος να πει τίποτα.
«Συγνώμη για το χάος που βλέπεις αλλά δεν πρόλαβα να μαζέψω», είπε ο Πέτρος χωρίς καμιά πειστικότητα.
Πηγή: Πλαθολόγιο , εκδ. Intro 2007, του Λύο Καλοβυρνά
Got a better definition? Add it!
Η συνάντηση, η μάζωξη. Εμπαικτική μεταφορά της αγγλικής λέξης meeting, κυρίως όταν αυτή εκφράζει τις επαγγελματικές συναθροίσεις μεγαλοστελεχών ή και πιο παρακατιανών γιάπηδων. Αντί να γραφεί «μίτινγκ» ή «μήτινγκ», γράφεται με -υ- ώστε να παραπέμεπει στη λέξη μύτη. Προφέρεται δε και αναλόγως, όπως δηλαδή λένε οι γερμανοί το y ή οι γάλλοι το u.
Αν και δεν έχει καμία θέση η μύτη στον εμπαιγμό ή στο πραγματικό μήτινγκ, εντούτοις προσδίδει κάτι το γελοίο στη λέξη, γιατί φέρνει στο νου λέξεις όπως ψηλομύτης, («ψηλομύτινγκ» θα μπορούσε να είναι το μήτινγκ υψηλοβάθμων στελεχών), «σκάω μύτη» (εμφανίζομαι απροειδοποίητα σε μήτινγκ), ή θυμίζει τη μύτη του Πινόκιο που έλεγε ψέματα, έτσι ακριβώς όπως κάνουν όλοι οι συνδαιτημόνες αυτών των συναντήσεων.
Στη σλανγκ μύτινγκ είναι κάποιο «δήθεν» μήτινγκ, είτε ψεύτικο (δικαιολογία για την απουσία μας ή για το κλειστό κινητό μας) ή απλώς η συνάντηση μιας παρέας για χαβαλέ.
- Γιατί άργησες αγάπη μου σήμερα και ήρθα σπίτι και δεν ήταν κανείς, τα φώτα σβηστά και φαγητό ούτε για δείγμα; Και σε έπαιρνα τηλέφωνο και δεν το σήκωνες;
- Μωρέ είχαμε μύτινγκ στη δουλειά και δεν μπορούσα να φύγω ούτε να έχω ανοιχτό το κινητό.
Ρε παίδες, να κανονίσουμε ένα μύτινγκ επί τέλους, χρόνια και ζαμάνια έχουμε να βρεθούμε!
Got a better definition? Add it!
Η συνάντηση σλανγκιστί.
Πότε θα παίξει συνάντα με τα θεόμουνα, που γνωρίσαμε προχτές;
Got a better definition? Add it!
Published
Last modified
Η μαγκιά που επιδεικνύει ο αρχηγός σε μια παρέα από μάγκες. Βαριά και ασήκωτη.
- Αυτό που σε λέω εγώ θα γίνει να 'ούμε, τέλος.
- Ναι καλά... πρόσεχε μη σου πέσει η πρωτομαγκιά φίλε...
Got a better definition? Add it!
Published
Last modified
(Σ.ς. Οι τεχνικές λεπτομέρειες περί του κοινωνικού περιβάλλοντος, στο οποίο χρησιμοποιείται και βρίσκει εφαρμογή το λήμμα, περιγράφονται προς γνώση και μόρφωση στο κάτω μέρος του ορισμού. Σο, πριν απερίσκεπτα μαυρίσετε ό,τι δεν κατανοείτε, πάτε να ανοίξετε τα μάτια σας για το πως ζει ο κόσμος στο ίντερνετ και επανέρχεστε δημήτριοι)*.
Οπατζίδικο: Ειρωνικός (συνήθως) χαρακτηρισμός chat room μουσικού ενδιαφέροντος σε πρόγραμμα voice chat (που πα να πει ότι έχει και ήχο εκτός από κείμενο), όπου ο κόσμος διασκεδάζει ακούγοντας τραγούδια. Αναφέρεται και απλούστερα ως «όπα όπα» ή, για να ακριβολογούμε, «opa opa» (η λέξη room εννοείται εδώ).
Χρησιμοποιείται κατά κύριο λόγο από χρήστες άλλων chat rooms (όπου γίνονται συζητήσεις αμπελοφιλοσοφικού ενδιαφέροντος ή απλές ανταλλαγές μπινελικίων), οι οποίοι θεωρούν τους εαυτούς τους πολύ πιο σπουδαίους ή πολύ πιο κουλ από τους οπατζίδες. Με αυτό τον τρόπο εκδηλώνεται μια, να την πω, περιφρόνηση για τους τύπους αυτούς που και καλά το μόνο που τους νοιάζει είναι το σάιμπερ σα-δε-ντρέπονται (τρίχες κατσαρές, άμα είναι να το χεις με το σάιμπερ το 'χεις σε όποιο room και να 'σαι).
**Κάτω μέρος του ορισμού*: Ιδιαίτερα κατατοπιστικά τα αρχικά μήδια για το οπτικό του θέματος. Το πρωτόκολλο ενός οπατζίδικου έχει ως εξής:
'• .Έ.•'΄―) (―
'•. Έ.•'΄―) (―'• .Έ.•'΄―) (―
'• .Έ.•'΄―) (―'•. Έ.•'΄―) (―
'• .Έ.•'΄―)[/I]Στα «δωμάτια» αυτά δεν πηδάμε στο μικρόφωνο και δεν βρίζουμε, επειδή απαγορεύεται και επειδή έτσι ρισκάρουμε μπανάνα. Είμαστε σοβαροί ακόμα και αν είμαστε από τους απέξω γιατί θα έρθει μια μέρα που θα μπουν όλοι οι κολλητοί μας να κάνουν χαβαλέ κι εμείς δεν θα μπορούμε να συμμετάσχουμε γιατί είμαστε μπαναρισμένοι. Τα ξέρατε; Είδατε τί μάθατε σήμερα;
Σ.ς. το πρόγραμμα από το οποίο προέρχονται τα μήδια κ.λπ. είναι ετούτο. Έχει κι άλλα αντίστοιχα και είναι όλα εθιστικά.
Διάλογος σε άσχετο room απ' αυτά της ανταλλαγής φιλοφρονήσεων - μπινελικίων:
(7:22 PM) DIAOLakos: malakes varethika pame na gamisoume kana opatzidiko;
(7:22 PM) aLiTiRiOs2: xese mas re pali
(7:23 PM) aLiTiRiOs2: me tous malakides
(7:23 PM) aLiTiRiOs2: me exoune gamisei sta bounce ke den mporo na mpo pouthena
(7:24 PM) DIAOLakos: ke ti 8a kanoume tora 8a vrizomaste meta3i mas;
(7:25 PM) aLiTiRiOs2: katse re olo ke kapio 8ima 8a mpei
Got a better definition? Add it!
Εργαλείο για να βιδώνεις και ξεβιδώνεις μεταλλικά αντικείμενα, του οποίου η λαβίδα θυμίζει δαγκάνα κάβουρα, εξ ου και το όνομα.
Καβούρι είναι και το Crab louse, η γνωστή καβουρογαμόψειρα.
Ο κολλητσίδας, αυτός που σε πιάνει στις δαγκάνες του και δεν σε αφήνει να φύγεις. Όχι μόνο η γκόμενα καβουρογαμόψειρα, αλλά και ο φίλος /-η.
Ασφαλώς και ο καβουροσλανγκόσαυρος.
Ανακεφαλαιώνοντας, το εξαιρετικά σλανγκενεργό αυτό οστρακόδερμο μας δίνει τουλάστιχον 8 σημασίες, εκ των οποίων οι 5 βασικές (ο μποντιμπιλντεράς, ο κάγκουρας, ο τσιγκούνης, το εργαλείο και ο κολλητσίδας) συν μία αγγλιά, μία αυτοαναφορική και μία πραγματολογική σημασία.
Ακόμη μας δίνει τις εκφράσεις:
Ο λαός μας έχει ακόμη τις εκφράσεις:
πάω σαν τον κάβουρα βαδίζω πλάγια, κινούμαι αργά και νωθρά.
Δες τη Βικούλα.
Πάσα: ΑυτοχτοΝούλης.
- Μπα, δεν γίνεται με το κλειδί, για φέρ' τον κάβουρα ρε μάστορα.
- Πρόσεχε Χάνκυ μη κολλήσεις καβουρογαμόψειρες, γιατί πλησιάζει και η 27η Φεβρουαρίου (Παγκόσμια Ημέρα Frappernité)!
(Ο σλανγκομπαμπάς Vrastaman δίνει την πατρική του συμβουλή εδώ).
Εἶπεν οὖν ὁ διδάσκαλος:
- Οὐκ ἔστιν καλὸν λαβεῖν τὸ λῆμμα τῶν Σλάνγκων καὶ βαλεῖν τοῖς καβουρίοις.
- Ναὶ, κύριε, πλὴν καὶ οἱ καβουροσλανγκόσαυροι ἐσθίουσι ἀπὸ τῆς λημματολάσπης τῆς πιπτούσης ἀπὸ τῆς τραπέζης τῶν Σλάνγκων καὶ εὐφραίνονται.
- Ὦ τέκνον κάβουρα, μεγάλη σου ἡ δαγκάνα!
(Από την παραβολή του κάβουρα).
Got a better definition? Add it!
Προέρχεται από τις λέξεις σταφ και «φίλοι». Αναφέρεται στην ομαδική κατανάλωση ναρκωτικών ουσιών, κυρίως χασίς.
Παράγωγα: σταφυλιάζω, σταφύλιασμα, πάτημα σταφυλιών (αναφέρεται στο στρίψιμο τσιγάρου με χασίς)
- Πσιτ,Μάκη, πάμε για... σταφύλι; (κλείσιμο ματιού)
- Έλα ρε φίλεε... Πάτημα σταφυλιών κι έτσι; Το 'ψησα!
Got a better definition? Add it!
Φίλη τόσο κολλητή που της κοτσάρουμε και μια -ούμπα. Σε υπερθετικό BFF βαθμό: το κολλητουμπινάκι μ.
Μαθητική αργκό τελευταίας κοπής, σπαρταράει.
σορρυ ρ κολλητουμπα μ!! απλα τ σ/κ ειχα παει στν κολλητη μ εκτοσ path κ δν μπηκα καθολου!! τ νεα;; μ ελειψεσ ρρ!!
Εβελίνααααααααααααααααααα: κολλητουμπα μου :D
axxxuuu to... i kollitumpa m.
(Από διάφορα σάη)
Got a better definition? Add it!