Further tags

Τα βυζιά που, ακόμα και σε πολύ νεαρή ηλικία, είναι κακοσχηματισμένα και πεσμένα, έχουν ασπριδερή, φαρδιά και καθόλου πεταχτή ρώγα και στο προφίλ θυμίζουν, λέμε τώρα..., το σχήμα της μπανάνας. Στο ξαπλωτό δείχνουν πολύ καλύτερα. Στο πισοκωλλητό δεν θες να τα δεις, άρα μακριά από καθρέφτες. Σουτιέν τύπου Ουόντερμπρα τα βοηθούν να εμφανιστούν αξιοπρεπώς. Με μπαγαποντοπλαστικές όμως, γίνονται μια χαρά.

- Δεν σε βλέπω πολύ κεφάτο μετά τα χτεσινά, τι έπαιξε;
- Γάμησέ τα, θυμάσαι αυτή τη μουνίτσα που γούσταρα; Ε χθες έπεσε φίκος και τι να δω... τα πέρκια, που λέγαμε... μπανανόβυζα μεγάλε, γάμησέ τα...

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Α. Προέρχεται απ’ το αργκοτικό αγγλικό dukes: γροθιές (επίσης, ο τίτλος ευγενείας «Δούκας» στον πληθυντικό).

Σημαίνει:

  1. Το μπουνίδι, το άγριο ξύλο, τις μπουκετιές.

  2. Όταν μιλάμε για άντρες:

    • αυτόν που είναι γερός και δυνατός, γεροδεμένος, χεροδύναμος και σωματαράς (κοινώς το γομάρι), με υψηλότατα επίπεδα τεστοστερόνης, τον νταή που έχει το ζωνάρι του λυμένο για καυγά, που δε μασάει και δεν αφήνει να του βγει κανένας από πάνω.
    • τον γορίλα, το μπιλντέρι, τον μποντιμπιλντερά, το μπρατσόνι, τον σφίχτερμαν, τον φουσκωτό, τον χτιστό / χτισμένο, δηλαδή κάποιον που καταφεύγει στο συνδυασμό body building–ντόπες για λόγους αυτοερωτικής επιδειξιμανίας ή και τραμπουκισμού. Προκαλεί φόβο – τρόμο, σε συμπλεγματικές γκόμενες αίσθημα ασφάλειας και σε …μερικούς λιγούρα για ξινά. Τα μπίο – ντούκια τον απεχθάνονται και τον θεωρούν (πολύ σωστά) μεταλλαγμένο με κάθε έννοια.
    • Σχετικό σφόλι: «φαρινάπ». Υπονοεί (στερεοτυπικά) μειωμένη ευφυΐα και κάποτε - κάποτε πώρωση και φανατίλα, ειδικά αν το ντούκι αποτελεί μέλος / οπαδό κάποιου είδους ομάδας / συμμορίας. Συναντάται ως σεκιουριτάς, πόρτα, νταβατζής παντός είδους και σε μέρη όπου ενδείκνυται μινιμαλιστική ένδυση, πχ πισίνες, παραλίες.
  3. Η έκφραση «είμαι ντούκι», όταν δεν συνάδει με τον υπεράνω φαινότυπο, σημαίνει πως από υγεία είμαι τετράγερος / τσιλίκι.

  4. Όταν μιλάμε για πράγματα (συνήθως μηχανοκίνητα -αλλά όλο και συχνότερα αναφέρεται και σε κάθε είδους ηλεκτρονικό εξοπλισμό κι όχι μόνο) σημαίνει πως είτε κάτι είναι πειραγμένο, είτε μοντιφαρισμένο, είτε ενισχυμένο με πρόσθετα, οπότε το μέγεθος ή η απόδοσή του να είναι εντυπωσιακή.

  5. Λέγεται και για πανέμορφες, σεξουάλες γυναίκες που ξυπνάνε το θηρίο μέσα μας.

Β. Από την φημισμένη φίρμα (και αγωνιστικών) μοτοσικλετών Ducati που κατοικοεδρεύει στην Bologna της Ιταλίας. Σημαίνει, χαϊδευτικά, μια μηχανάρα της συγκεκριμένης φίρμας.

Γ. «ντούκια», από το βενετσιάνικο ducia.

Σημαίνει:

  1. Στα ναυτικά σινάφια: σπείρες, κουλούρες σκοινιού ή συρματόσκοινου. Το «ντουκιάρω» σημαίνει: διπλώνω, μαζεύω, κουλουριάζω, τακτοποιώ (ώστε να μην μπερδεύονται), ασφαλίζω (για να μην λυθούν κατά λάθος) τα σχοινιά ώστε να ‘ναι έτοιμα για επόμενη χρήση. Επίσης, και σαν «ντουκάρω». Εμφανίζεται και σαν συνώνυμο του νετάρω, καθαρίζω, ξεθαμπώνω.

  2. Ο άρρωστος, ο κλινήρης (στα Κεφαλλονίτικα και τα Λευκαδίτικα).

  3. Ο ύπνος. Υπάρχει και το ντουκάρω : αποκοιμιέμαι (στα Κερκυραίϊκα).

Δ. Σύμφωνα με το Φουρνιώτικο Γλωσσάρι, η έκφραση «πιάνω ντούκια» σημαίνει φτάνω το βυθό της θάλασσας με βουτιά (ελεύθερη κατάδυση) και σαν απόδειξη, φέρνω πάνω μια χούφτα άμμο, φύκια ή κάποια πέτρα.

Ε. Στα λατομικά σινάφια: οι τρύπες μετά από διάτρηση σε νταμάρια.

Α.1.α. Δεν ξέρω τι λέτε, αλλά το άτομο του έδωσε και γαμώ το ντούκι!! Νοκ-ουτ κατευθείαν! (απ’ το δίχτυ)

1.β. – Ρε ‘συ; Κανά ντούκι πέφτει ή μόνο βρίζεστε; - Από πού λες ρε μαλάκα να κονόμησα τα ράμματα;
- Ε! πάρε κι από μένα το παράσημο της ανοιχτής παλάμης να μη στο χρωστάω.

Α.2.i. – Καλώς τ' αρχίδια μας τα δυο. Βρε αμάν!! Ποιος σου κατέβασε τη μάπα;
- Μου ‘στησαν χωσιά κάτω απ’ τη γέφυρα τα τσογλάνια που ντεμέκ τους χρωστάει το καρντάσι μου.
- Και την έβγαλες καθαρή μ’ όλα τα κόκαλα σωστά; Δεν πα να ξουριστείς λέω ‘γω;
- Στο παραπέντε για το θανατάδικο τη σκαπουλάρισα ρε μαλάκα! Να ‘ναι καλά δυο ντούκια που σκάσαν μύτη απ’ το πουθενά.
- Και καθάρισαν αυτοί για σένα;
- Ανοίξανε κεφάλια, φτύσαν δόντια.. γάμησέ τα, βγάζαν γούστα οι λεβέντες!! Χέστηκα μην έχουμε όλοι τίποτε τραβήγματα και ίσα που τους σταμάτησα πριν τους κάνουν γκράφιτι.
- Κέρασες τίποτα;
- Θεούς τους έκανα για κανά ξίδι αλλά είναι πολύ μπίο. Με Αμίτα τη βγάλαμε!!!

Α.2.ii. βλ 1ο μήδι (τα λόγια είναι περιττά)

Α.3. Ι. «…Κάναμε τα τσεκάπ μας και αφού ο καρδιολόγος μας είπε ότι είμαστε ντούκια, ντυθήκαμε κι επιστρέψαμε στο Κέντρο.…»

ΙΙ.«Δεν λαχανιάζω, είμαι ντούκι εγώ.»
(απ’ το δίχτυ)

Α.4.Ι.
«Τερατούργημα το ντούκι. Τι τα ταΐζετε ρε εκεί στον Παγασητικό;» (βλ. μήδι την ψαρούκλα)

ΙΙ. «Τα αργεντίνικα κρέατα είναι ντούκια, κάτι πρέπει να τα ταΐζουν» (για τις πελώριες φημισμένες αργεντίνικες μπριζόλες)
(απ’ το δίχτυ)

Α.5. Ι. Άσε ρε μαλάκα! Κόζαρα ένα μωρό και δεν πήρα χαμπάρι ότι οι μπροστινοί μου φρενάρανε... στον πόντο τη γλίτωσα την τράκα.
- Ρίξε περιγραφή.
- Ντούκι 20χρονο καστανό πρασινομάτικο, απ 'αυτά που κλείνουν σπίτια, εταιρείες, εκκλησίες, μοναστήρια. Έπρεπε να τρακάρω και να κατέβω να τη ζητήσω για γκαφέ σαν αποζημίωση για τη συμμετοχή της στο ατύχημα. (αγορασμένο και προσαρμοσμένο)

ΙΙ. «… ΥΓ: αυτή η δημοσιογράφος είναι ΝΤΟΥΚΙ!» (βλ. μήδι τη δημοσιογράφο(!!;;!!) Christina Pedroche) (αγορασμένο)

Β. «..Όμορφο και στριφτερό όπως όλα τα ντούκια, με άψογη οδηγική συμπεριφορά...» (Σχόλιο θαυμαστή του 4ου μηδιού)

Γ.1.β. «…Λουστραδόροι τεχνίτες θεωρούνται οι εργαζόμενοι που γνωρίζουν τα διάφορα βερνίκια, ξέρουν να χρησιμοποιούν πιστόλι, να ντουκάρουν και λουστράρουν ξύλινες επιφάνειες και παλιά ή καινούργια έπιπλα στα πλοία …»
(απ’ την κωδικοποίηση διατάξεων συλλογικών ρυθμίσεων των εργατοτεχνιτών που απασχολούνται σε ξυλουργικές εργασίες στη ναυπηγοεπισκευαστική ζώνη)

Γ.1. Σπουδή Θαλάσσης (του Καββαδία)

Αγνάντευε απ' το κάσσαρο τη θάλασσα ο «Πυθέας»
κι όλο δεξιά και αριστερά σκουντούφλαγε βαριά.
Κι απάνω στο άρμπουρο, ο μουγγός, ο γιος της Δωροθέας,
είχε κιαλάρει δυο γυμνές γυναίκες στη στεριά. Τότε στην Πίντα κλέψαμε του Αζτέκου την κορνιόλα.
Τραγίσιο δέρμα το κορμί και μέσαθε πουρί.
Φορτίο ποντίκια και σκορπιοί τσιφάρι, στα πανιόλα.
Στο Πάλος κουβαλήσαμε το αγιάτρευτο σπυρί.

Και προσκυνώντας του μεγάλου Χάνου τ' αποκείνα
καβάλα στις μικρόσωμες Κινέζες στις πιρόγες,
-μετάξι ανάριο τρίχωμα, τριανταφυλλένιες ρώγες-
φέραμε κείνον τον κλεμμένο μπούσουλα απ' την Κίνα.

Δεμένα τα ποδάρια μας στου Πάπα τις γαλέρες
κουρσεύαμε του ωκεανού τα πόρτα ή τα μεσόγεια.
Σπέρναμε όπου περνούσαμε πανούκλα και χολέρα
μπερδεύοντας με το τρελό μας σπέρμα όλα τα σόγια.

Όπου γυναίκα, σε ναούς, καλύβα ή σε παλάτι,
σε κάσες με μπαχαρικά ή πίσω από βαρέλια,
μας καθαρίζαν τις παλιές πληγές από το αλάτι,
πότε ντυμένες στα χρυσά και πότε στα κουρέλια.

Απίκου πάντα οι άγκυρες και οι κάβοι πάντα ντούκια.(*)
Ορθοί πάντα κι αλύγιστοι στην ανεμορριπή,
μασώντας, σαν τα ζωντανά, μπανάνες και φουντούκια,
κατάβαθα πιστεύοντας: αμάρτημα η ντροπή.

Στα όρτσα να προλάβουμε. Τραβέρσο και προχώρα.
Να πάμε να ξοδέψουμε την τελευταία ριξιά
σε κείνη την απίθανη σ' όλο τον κόσμο χώρα
που τα κορίτσια το 'χουνε στα δίπλα ή και λοξά.

(*) εννοεί: τα σκοινιά πάντα τυλιγμένα σε κουλούρα, άρα όχι τεντωμένα, άρα το καράβι δεν είναι δεμένο σε λιμάνι, αλλά αρμενίζει.

Γ.2. - Πού ‘σαι τζόγια μου; - Ρεμεντιάρω τη νόνα που ‘ναι ντούκια απ’ το Σαββάτο.

Δ. - Πιάνεις ντούκια ρε, εδωνά;
- Σου φέρνω και μια γοργόνα.

Ε. «…Κατ’ εξαίρεση επιτρέπεται η όρυξη οριζόντιων ή παραοριζόντιων διατρημάτων (ντούκια) μόνο στις περιπτώσεις της αρχικής διαμόρφωσης των βαθμίδων, της εξόρυξης όγκων μαρμάρου με χρήση πυρίτιδας …».
(από τον κανονισμό μεταλλευτικών και λατομικών εργασιών)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Ο άνδρας που βάφει τα μαλλιά του.

Συνήθως συνδυάζει δύο αντιφατικά χαρακτηριστικά: α) Είναι κομψευόμενος και γόης. β) Είναι μεγάλης ηλικίας, ergo αρσενικό παλαιάς κοπής και πασέ. Ο συνδυασμός των δύο στοιχείων τον καθιστά συχνά γελοίο, αφού μπορεί να συνδυάσει την καραμπογιά με μύστακα παλαιάς κοπής και με τέτοια «προσόντα» να την πέφτει σε πιπινέζες. Τέτοιος τύπος είναι ο (νεκρός) ήρωας της ταινίας 4 Μαύρα Κοστούμια, για τον οποίο ο Γιάννης Ζουγανέλης εξαπολύει την κορυφαία ατάκα: «Καλύτερα ξέφωτο, παρά βαψομαλλιάς». Επίσης, μπορεί να είναι ο καθηγητής που τον κοροϊδεύουν τα παιδάκια, ο καθηγητής Πανεπιστημίου που την έχει δει βελτσίων του Βέλτσου, ή ο επίδοξος εραστής της κομμώτριας. Είναι και το ότι οι άντρες είναι συνήθως λιγότερο προσεκτικοί και διαθέτουν λιγότερο χρόνο από τις γυναίκες σε αυτά τα θέματα, οπότε δεν τo 'χουν.

Ωστόσο, τουλάστιχον τις τελευταίες δεκαετίες πολλοί αστέρες της σόου μπιζ αποφάσισαν να εξασκήσουν το άθλημα. Πολλοί γελοιοποιούνται με καραμπογιές και βαψίματα χρώματος κομοδινί. Μερικοί, όμως, επιδίδονται και σε ψαγμενιές, όπως: Ο εξηντάρης βάφει τα μαλλιά του σε χρώμα γκρι του πενηντάρη, ή ο πενηντάρης σε χρώμα γκρι του σαραντάρη. Επίσης, διάφορες άλλες σπρετσατούρες, οι οποίες συνήθως δεν βγαίνουν και τους γελοιοποιούν έτι περισσότερο.

Γενικώς, η αυτονόητη κατηγορία για έναν βαψομαλλιά είναι ότι το βάφει το μαλλί, καθιστάμενος έτσι όψιμος πουστοσέξουαλ. Πλην καθώς διάγουμε κατά Baudrillard την εποχή της διασεξουαλικότητας και του τραβεστί του πολιτικού (le travesti du politique), παρόμοιες κατηγορίες είναι αναχρονιστικές και καταδικασμένες στην συνείδηση του λαού. Εξάλλου οι γνώμες διίστανται: Ο βαψομαλλιάς παρακάμπτει την ανησυχία άσπρα μαλλιά στην κεφαλή, κακά μαντάτα στην ψωλή. Στερείται όμως και την απόλαυση να περηφανευτεί μαλλί βαμβάκι, ψωλή φαρμάκι. Αμφότερα και τα δύο είναι κοινωνικές/ γλωσσικές κατασκευές. Απλώς το πρόβλημα είναι τι γίνεται όταν έχεις ήδη αρχίσει να γκριζάρεις και μετά σκας μύτη, αίφνης, ως καραμπογιάς. Γι' αυτό έχω να προτείνω το εξής: Αν τύχει να έχουν βγει ήδη κάμποσες άσπρες τρίχες μέχρι να σκεφτείς το βάψιμο, τα βάφεις σε ένα τιραμισουρεαλιστικό χρώμα, όπως μπλε, φούξια ή ξανθά αν είσαι μελαχροινός, για να το παίξεις φρικιό, τρελό αλτέρνι κι έτσι. Και σε χρόνο ανύποπτο, όταν όλοι το έχουν ξεχάσει, το γυρίζεις σε κανά κομοδινί της αρεσκείας σου. Ήταν μια κοινωνική προσφορά του Χάνου της Χρυσής Ορδής για το σλανγκρ.

Υπάρχει και ειδικό βλόγιον, το www.vapsomalliades.blogspot.com, το οποίο κράζει τεκμηριωμένα τους απανταχού βαψομαλλιάδες και το συνιστώ εκθύμως για να περάσετε μερικές ώρες απολαυστικού κραξίματος, τώρα μάλιστα που το σλανγκρ βρίσκεται σε ύφεση. Από εκεί αρυόμαστε τις παρακάτω πληροφορίες:

Επιφανείς βαψομαλλιάδες είναι και οι χαβαλεδιάρηδες τραγουδιστές:

Πέτρος Κωστόπουλος: Βλαχοκυριλέ κομοδινί βάψιμο με εμφύτευση. Ceci n'est pas Μέγας Πέτρος!

Γιώργος Τράγκας: Μαλλί- τηγάνι, ήτοι μαύρο βάψιμο που επικάθηται σαν τηγάνι πάνω στο γκρι του πενηντάρη (ενώ ο Τράγκας είναι 65άρης) που διατηρεί στους κροτάφους. Ceci n'est pas σπρετσατούρα!

Λευτέρης Ζαγορίτης: Πρόχειρο κατάμαυρο με λευκές ρίζες.

Τόλης Βοσκόπουλος: Ερωτιάρικο καφέ θυσανωτό.

Άρης Σπηλιωτόπουλος: Κατάμαυρη ιφιγένεια, αν και ο ίδιος είχε δηλώσει παλιότερα ότι γκρίζαρε από το άγχος και τις ευθύνες...

Παύλος Τσίμας: «Εμφάνιση δημοδιδασκάλου, μύσταξ ιεροψάλτου, ύφος σεμνοπρεπές» για τον τρομπαδούρο του σοσιαλισμού, που με το κομιλφό βάψιμο προσπαθεί να αλώσει το σύστημα από τα μέσα σύμφωνα με την τακτική του «εισοδισμού» (βλ. το απολαυστικό άρθρο στο μπλογκ).

Πάνος Παναγιωτόπουλος: Αυτάρεσκος βαψομαλλιάς και προσθετάκιας, ξυρίζει τις φαβορίτες για να μην φαίνονται οι εκεί άσπρες τρίχες.

Αλέξης Κούγιας: Μια από τις πολλές κουγιές του μοντελοπνίχτη είναι η απελπισμένη καραμπογιά του.

Άδωνις Γεωργιάδης: Είναι συμβατή η βαψομαλλίαση με τα ελληνικά ιδεώδη;

Γιώργος Καρατζαφύρερ: Σκούρο καφέ έως έντονο καφεκόκκινο που ζαλίζει και τα περιστέρια.

Μιλτιάδης Βαρβιτσιώτης: Κάνει και ανταύγειες και το παραδέχεται! Εύγε για την ανδρεία!

Αλέξης Παπαχελάς: Εγγράμματο, σικ βάψιμο.

Ανδρέας Μικρούτσικος: Ένα βαψιματάκι τοσοδά μικρούτσικο.

Κίμων Κουλούρης: Όχι μόνο τα μαλλιά (ατημελήτως βαμμένα με άσπρους θύλακες), αλλά και τα φρύδια και τις βλεφαρίδες, του Άι Λάινερ δεηθώμεν! Κιμωνό ξεκούμπωτο με λίγο από thespian. Πάντως, συνάδει με την όλη θεατρική σκηνική του παρουσία.

Ron Jeremy: The Porn-Star Experience of βαψομαλλιάς. Ναι, ο άνθρωπος, που μπορούσε να κάνει αυτό για το οποίο ζηλεύουμε τους σκύλους, τα βάφει.

Ύστερα και από αυτό το τελευταίο παράδειγμα, πρέπει να το σκεφτούμε σοβαρά μήπως όντως είναι μαγκιά το να είσαι βαψομαλλιάς. Αν δεν πειστήκατε ακόμα, σκεφτείτε ότι βαψομαλλιάς είναι και ο Ρεχάγκελ.

Trivium: Όπως αναφέρεται εδώ, στις τελευταίες αμερικλάνικες εκλογές για κλανητάρχη, οι Ρεμπουπλικάνοι κατηγόρησαν τον Ομπάμα ότι βάφει τα μαλλιά του, και κατέβηκαν με το σύνθημα: «Πώς μπορείτε να εμπιστευτείτε έναν βαψομαλλιά;». Πλην ο Ομπάμας, ομπάμιας μπορεί να είναι, αλλά βαψομαλλιάς ποτέ! Απέδειξε με αδιάσειστα τεκμήρια ότι είναι φυσικός μαύρος και κέρδισε έτσι τις εκλογές, που κρίθηκαν στην αντικατηγορία ότι οι Ρεπουμπλικάνοι είναι συκοφάντες και ρατσιστές εναντίον των ευυπόληπτων βαψομαλλιάδων συμπολιτών μας.

  1. Τρελό κουνέλι για Τράγκα:

Ακόμα ένας δημοσιογράφος προστέθηκε στην μεγάλη λίστα των βαψομιαλλιάδων!! Γιωργάρα, 10 χρόνια νεότερο σε κάνει το κομοδινί!! Καλορίζικο..

  1. Δίκαιη οργή από γουορντπρέσι:

Σεμνά και ταπεινά ο άλλος βαψομαλλιάς του μπούλη: Με …ελικόπτερο στη Μύκονο ο Βαρβιτσιώτης!..
…για προσωπική κοινωνική του υποχρέωση. Δεν βάζουν με τίποτε μυαλό στην κυβέρνηση…
Για τη σεμνότητα και ταπεινότητα του βαψομαλλιά υπουργού του Καραμανλιστάν, στο press-gr
* Ρε αληταρά, κομψευόμενε ανίκανε, που δεν έχεις ένσημο στη ζωή σου, ξέρεις με τι ζει ο λαός;
Ξέρεις τενεκέ ξεγάνωτε;

  1. ΟΚ, πάντως κι ο Ιωαννίδης με τον ΠΑΟ κόντρα σε Νίνη και μετά Σαλπιγγίδη, δεν τα πήγε άσχημα από αριστερά. Το ίδιο και με τον Κουτσιανικούλη στον Τέλη.
    Δεν υπάρχει παικτική σύγκριση μεταξύ των παικτών που αναφέρεις και του Εστογιάνοφ. Ο βαψομαλλιάς υπερτερεί και σε ταχύτητα και σε τεχνική.
    (Δες).

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Χαρακτηρισμός που αποδίδεται στα μακριά και αδύνατα πόδια, κυρίως γυναικών και καλαθοσφαιριστών.

Προέρχεται από το βυζαντινό «καννίον» [κανί στα νεοελληνικά], εκκλησιαστικό σκεύος που προσομοιάζει στο καλάμι.

Συγγενής λέξη είναι η γνωστή κάννη των όπλων.

Καλά μας δουλεύεις; Έσκασες μύτη με τη γκόμενα που είχε τα κανιά στο ίσωμα, για να τή γνωρίσεις στη μάνα σου; Εσύ δεν παίζεσαι φιλαράκο... Η γυναίκα θα έχει σχηματίσει την καλύτερη άποψη!

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Το λίπος που μαζεύεται στην εξωτερική πλευρά των γυναικείων γοφών σε τριγωνικό σχήμα. Δεν έχει να κάνει με το αν η γκόμενα είναι χοντρή ή αδύνατη, υπάρχουν χοντρές χωρίς καθόλου ψωμάκια και πολύ αδύνατες που δεν βλέπονται. Συνήθως συνοδεύεται από πολλή κυτταρίτιδα. Η γυμναστική δεν βελτιώνει εκ των υστέρων την κατάσταση, ούτε το μασάζ ή οι κρέμες και τα συναφή, η μόνη λύση είναι η λιποαναρρόφηση, αν και πάλι, με την πάροδο των χρόνων, επανεμφανίζονται.

Λέγεται όμως και γενικά για «γεμάτη» γυναίκα στην περιφέρεια.

  1. - Καλά, δε θα σε δούμε μια φορά στην παραλία; Κρύβεσαι; Μπάνια δεν κάνεις εσύ;
    - Πού να βγω έξω ρε Στέλλα με αυτά τα ψωμάκια... Χάλια είμαι. Τουλάχιστον με τα ρούχα δεν φαίνονται τόσο.

  2. - Α, όλα κι όλα. Η Βίβιαν μου αρέσει περισσότερο από τη Λίλιαν. Μπορεί να έχει τα ψωμάκια της αλλά είναι γαμώ τις γκόμενες...
    - Ε είσαι εκτός, φίλε, τί να σου πω...

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Είναι τα σαγόνια, τσαούλια ή μασέλες. Το λέμε σε κάποιον που βρίσκεται δίπλα μας, όταν θέλουμε να του δείξουμε τον θυμό μας γιατί μας παρενοχλεί την ώρα που εκτελούμε μια σημαντική εργασία που χρειάζεται συγκέντρωση. Συνήθως υψώνουμε απειλητικά το χέρι στο ύψος του προσώπου, από την ανάποδη πλευρά της παλάμης (κόκαλα).

Θα σου ρίξω μια μες τα καπάνια με τα κόκαλα και θα στα σπάσω!

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Η κωλότρυπα, η σούφρα, ο πρωκτός.

Πέον να σημειωθεί ότι η σκέτη κωλοτρυπίδα έχει μηδαμινό σλανγκικό ενδιαφέρον:

- Βάζει τη γκόμενά του να τον τσιμπουκώσει και της ξεσκίζει την κωλοτρυπίδα (εδώ).

Δηλαδή, χελόου!

Σλανγκιά του κώλου...

Σκέτη βανίλια, εκτός κι εάν έχετε για ίνδαλμα τον goatse.

Εξελισσόμενη όμως, η κωλοτρυπίς αποκτά πολλά κιλά σλανγκενέργειας. Μερικά τυχαία παραδείγματα, όλα από το σάη:

Σλανγκασίστ: Μητέρα Γιουγιού, εδώ.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Λόγω του στρογγυλού σχήματος και της οπής στο κέντρο, το κουλούρι σλανγκίζεται ως:

  1. Ο πρωκτός, ο δακτύλιος του πρωκτού. Βλ. του τρώω το κουλούρι.

  2. Το μηδενικό. Αυτοαναφορικώς, τα μηδέν άστρα σε λήμμα, τα οποία συνήθως δίνονται κακοπροαίρετα, εκτός κι αν τύχει το λήμμα να είναι ταυτόχρονα εξώφθαλμα μη σλανγκ και λάθος ορισμός.

Οπότε, κερνάω κουλούρι, σημαίνει και τα δύο παραπάνω, δηλ. είτε στήνω κώλο, είτε βάζω διπλό μηδενικό στο λήμμα συσσλανγκιστή, το γνωστό ως «διπλοκούλουρο». Αυτή η κάθε άλλο παρά τυχαία σύμπτωση, δίνει αφορμή στον Σλάνγκο για έναν εύκολο (αλλά καθ΄όλα θεμιτό σλανγκικώς) αστεϊσμό εις βάρος του κατωποντοδότη σου. Μπορεί να του πει «σ' ευχαριστώ που με κέρασες κουλούρι», που μπορεί να εκληφθεί και ως ύψιστη ανεξικακία, αλλά και ως υπονοούμενο ότι «έκατσες και σε γάμησα απ' τον κώλο», και σε κάθε περίπτωση, ότι ο κατωποντοδότης κουλουρατζής είναι μια πρωκτικάντζα.

Ο κατωποντοδότης κουλουρατζής έχει σλανγκισθεί από τον χρήστη Vrastaman και ως Κίμων Κουλούρης (σ.ς.: γλωσσικός μόνο ο συνειρμός;, αναρωτώμαι) και η αόρατη χειρ του ως «χειρ του Κίμωνος» κατά το Χείρα του Μ.Α.Ο., η / Χήρα του Μ.Α.Ο., η. Επίσης, για την επέλαση ορδών από κουλουρατζήδες μπορεί να χρησιμοποιηθεί και η έκφραση γιούρ(γ)ια στον ταβλά με τα κουλούρια. Καθώς μάλιστα, κατά τον GATZMAN, τα κουλούρια είναι ένα νηστήσιμο έδεσμα που τρώγεται ιδιαίτερα κατά την περίοδο της Σαρακοστής.

  1. Από bourdela.tv:

Αποφασισμένος για κουλούρι καταθέτω το σεβαστό ποσό και διαβαίνω εις το στρόγγυλο κρεβάτι.Κάνω ένα τσιγαράκι, χαζεύω λίγο τσόντα (παρεμπιπτόντως, δεν έχω πετύχει ποτέ σε κάποιον εκ' των οίκων τσόντα με γνωστούς πρωταγωνιστές) και μπαίνει η καυλιάρα η οποία μου λέει πως μόλις έχει κάνει μπάνιο (στα θετικά αυτό).

  1. -Με κέρασε κουλούρι η καθηγήτρια!
    -Τυχεράκια!

  2. Πικραμένος Σλάνγκος που το ρίχνει στο χιούμορ:
    -Ρε παιδιά, ποιος από σας ήταν που με κέρασε κουλούρι; Πολύ μ' εξίταρε, να το ξανακάνει!

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Ο γλουτός, το κωλομάγουλο, το καπούλι.

- Έδειξε σε μια φευγαλέα σκηνή τον Τζορτζ Κλούνι γυμνό από πίσω. Φοβερά κωλομέρια!

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Η περιοχή της κοιλιάς γύρω από τον αφαλό (λογοπαίγνιο με την υφαλοκρηπίδα).

Στιγμιότυπα απείρου φιλολογικού κάλλους από την αείμνηστη εκπομπή «Το ζευγάρι της χρονιάς» του παλιού καλού Άλτερ:

ΑΝΤΡΕΑΣ Ο ΠΑΠΠΟΥΣ: Θέλω να δείς την αφαλοκρηπίδα της.
ΦΙΛΙΠΠΑΣ Ο ΑΙΘΙΟΠΑΣ: Ποιά;!...
ΑΝΤ. Π.: Θέλω να δείς την αφαλοκρηπίδα της! [...] Θέλω δείς τον αφαλό της. Θέλω να της σκίσ'ς την καλτσοδέτα της. [...] Το καλτσόν της!...
Φ. ΑΙΘ.: Όχι «καλτσόν»! «Καλσόν»... Έτσι λέγεται.

Το παράδειγμα το ακούτε λίγο μετά το 2:40. Άι μάμι, άι αμίγο!... (βάι βάι...) (από vikar, 04/02/09)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified