Further tags

Αυτός που επεξεργάζεται το πετσί του, δηλαδή που αυνανίζεται. (Δες).

Από όταν χώρισε, έχει γίνει βυρσοδέψης από το πολύ ξεπέτσιασμα.

Got a better definition? Add it!

Published

Το συμπυκνωμένο σπέρμα, όταν ένας άντρας δεν έχει κάνει έρωτα ή δεν έχει αυνανιστεί για πολύ καιρό. Διώχνω τα χοντρά ή φεύγουν τα χοντρά σημαίνει ότι κάνω έρωτα ή αυνανίζομαι μια πρώτη φορά για να εκτονωθώ, επειδή το έχω μεγάλη ανάγκη ως οργανισμός, και μετά μπορεί να ακολουθήσει κάτι το πιο ρομαντικό ως ερωτική πράξη ή περαιτέρω ξεπετσιά όταν κανείς σολοφλοκάρει.

Πρώτον. Έχω να χύσω 15 ημέρες. Σήμερα θα βαρέσω, μια παχιά να φύγουν τα χοντρά. Λεφτά για γαμιση, δεν υπάρχουν. Και μετά! Τον άλλον για παρτουζα, τη τον θες? Να κάνετε, και μαζί καμία αλαξοκωλια? Μην μου πεις όχι!! (Από διάλογο στο Μπου).

Got a better definition? Add it!

Published

Το λέει κι η λέξη είναι η νοσταλγία της χούντας των συνταγματαρχών του 1967-1974.

  1. Και στην τελικη τι προτεινεις? Ενταξει ολα αυτα που γραφεις αλλα ''χουντικο κομμα'' σημερα δεν υπαρχει. Επισης κανει μπαμ (το εχω αποδειξει) οτι εισαι βαμμενος ΝΔ και γουσταρεις ΧΑ αλλα θα κανω τον χαζο και θα σε ρωτησω τι προτεινεις για το σημερα. Χρονομηχανη για να γυρισουμε στο μαγεμενο 67 δεν υπαρχει. Το δια ταυτα πες μας απο ολη αυτην την χουντονοσταλγια. Να αναλαβει κανενας συνταγματαρχης παλι? (Ελεύθερο)
  2. Ίσως να είναι zoomer κ να μην ξέρει ότι υπήρχε χουντονοσταλγια στα 90s :D Τότε άκουσα κ πρώτη φορά τις πολύ γνωστές φράσεις "ένας Παπαδόπουλος χρειάζεται" "α ρε Παπαδόπουλε" "που είσαι Παπαδοπουλε" κτλ. Ακόμα κ από τύπους που πρακτικά δεν έζησαν τη χούντα. (Πχόρουμ).
  3. Κεφάλαιο, βιομήχανοι, ΣΕΒ, μίζες, διαπλοκή, στρατός, ΜΑΤ, ανήκουμε εις την Δύσιν, πατρίς-θρησκεία-οικογένεια, βασιλονοσταλγία, χουντονοσταλγία, ευρώ κι ας τρώγαμε και πέτρες, οι Γερμανοί είναι φίλοι μας και χαιλ. (Μακελειό).

Got a better definition? Add it!

Published

Μεταφορά για το πέος.

Το έχει κατσιάσει το σελφοκόνταρό του από το πολύ τάκα-τάκα.

Got a better definition? Add it!

Published

Ο αυνανισμός ως εργόχειρο, κέντημα κ.ο.κ.

Έπαιξε δεξιοτεχνία. (Δες).

Got a better definition? Add it!

Published