Αυτός που επεξεργάζεται το πετσί του, δηλαδή που αυνανίζεται. (Δες).
Από όταν χώρισε, έχει γίνει βυρσοδέψης από το πολύ ξεπέτσιασμα.
Αυτός που επεξεργάζεται το πετσί του, δηλαδή που αυνανίζεται. (Δες).
Από όταν χώρισε, έχει γίνει βυρσοδέψης από το πολύ ξεπέτσιασμα.
Got a better definition? Add it!
Το συμπυκνωμένο σπέρμα, όταν ένας άντρας δεν έχει κάνει έρωτα ή δεν έχει αυνανιστεί για πολύ καιρό. Διώχνω τα χοντρά ή φεύγουν τα χοντρά σημαίνει ότι κάνω έρωτα ή αυνανίζομαι μια πρώτη φορά για να εκτονωθώ, επειδή το έχω μεγάλη ανάγκη ως οργανισμός, και μετά μπορεί να ακολουθήσει κάτι το πιο ρομαντικό ως ερωτική πράξη ή περαιτέρω ξεπετσιά όταν κανείς σολοφλοκάρει.
Πρώτον. Έχω να χύσω 15 ημέρες. Σήμερα θα βαρέσω, μια παχιά να φύγουν τα χοντρά. Λεφτά για γαμιση, δεν υπάρχουν. Και μετά! Τον άλλον για παρτουζα, τη τον θες? Να κάνετε, και μαζί καμία αλαξοκωλια? Μην μου πεις όχι!! (Από διάλογο στο Μπου).
Got a better definition? Add it!
Το λέει κι η λέξη είναι η νοσταλγία της χούντας των συνταγματαρχών του 1967-1974.
Got a better definition? Add it!
Μεταφορά για το πέος.
Το έχει κατσιάσει το σελφοκόνταρό του από το πολύ τάκα-τάκα.
Got a better definition? Add it!
Got a better definition? Add it!