Further tags

Ψακί-μουνί: η γυναίκα - κοπέλα που δεν κάνει χρήση του ξυραφιού στο συγκεκριμένο σημείο ή έχει να κάνει μπάνιο από το Πάσχα. Συνήθως χρησιμοποιείται για κοπέλες πού έχουν κάνει το σεξ καθημερινότητα... και όχι με τον ίδιο άντρα!

  1. Πω ρε φίλε χτες γάμησα μία ψακομούνα, τρία προφυλακτικά έβαλα.

  2. Μέσα σε μπαρ-κλάμπ (αντροπαρέα)
    - Ρε φιλέ ωραία γκόμενα αυτή.
    - Άσε ρε μαλάκα, αυτή είναι ψακομούνα, έχει πάρει όλη την περιοχή.

βλ. και παρτόλα

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Ο δίκαιος, ο μη στημένος, ο αμερόληπτος, αυτός που τηρεί ίσες αποστάσεις από τα δύο αντίπαλα μέρη, που παίζει το παιχνίδι πενήντα-πενήντα.

Κυρίως προσδιορίζει διαιτητή / διαιτησία αλλά και τον αντίστοιχο αγώνα (πρβλ. τα σπόρια). Υπάρχει και επίρρημα, πενηνταρίσια (όπως λέμε παλικαρίσια).

  1. Από εδώ:

Δεν λέω ότι έπαιξε η ομάδα μου αλλά έτσι χαλαρά όπως έπαιζε εάν ήταν πενηνταρίσιος ο διαιτητής το ματς τουλάχιστον θα έληγε Χ.

  1. Από εδώ:

Πάμε να δούμε τα αγωνιστικά και πάντα υπό την συνθήκη ότι θα δούμε ένα κανονικό παιχνίδι, σε κανονικές συνθήκες, με κανονική πενηνταρίσια διαιτησία.

  1. Από εδώ:

Επόμενος αγώνας την Κυριακή 21/02/2010 στις 19.00 με το βάζελο στην Τούμπα. Με νίκη χτυπάμε ακόμα και πρωτάθλημα. Εκεί δεν θα φανεί μόνο πόσα απίδια χωράει ο σάκος μας, αλλά και πόσα απίδια χωράει ο σάκος του ελληνικού ποδοσφαίρου. Είμαι περίεργος να δω πόσο πενηνταρίσιο παίξιμο θα έχουμε από τη διαιτησία (προβλέπω Κάκο...)

  1. Από εδώ:

Δεν θα τον ξανααναφέρω με την προϋπόθεση πως η ΚΕΔ θα ορίσει φέτος στο ΠΑΟΚ-Άρης τον μοναδικό διαιτητή που σας έχει παίξει «πενηνταρίσια» σε μεταξύ μας μάτς (όπως λέτε), τον μεσιέ Σπάθα.

Στο 0:40 και πιο μετά. (από patsis, 16/09/11)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Μεγεθυντικό καταληκτικό επίθημα ονομάτων, επιθέτων κ.ά. της Νεοελληνικής με μεγάλη παραγωγική δύναμη.

Είναι αβέβαιης ετυμολογικής προέλευσης. Πιθανώς προήλθε από ονόματα σε -άρι (πρβλ. παλληκάρι - παλληκαράς, καλαμάρι - καλαμαράς, ποδάρι - ποδαράς > βρωμοποδαράς) ή από συμφυρμό των καταλ. -άρος και -άς ή -άρα και -άς (πρβλ. παπάρα - παπάρας). Κατ' άλλη άποψη, δυνατόν να προέκυψε απευθείας από μεγεθυντικά σε -άρα (πρβλ. κοιλάρα - κοιλαράς, κωλάρα - κωλαράς), πράγμα που δικαιολογείται για ονόματα όπως μυταράς, χειλαράς κ.ά. (π.χ. μυταράς «αυτός που έχει μυτάρα, μεγάλη μύτη» κ.ο.κ.).

Από (αφηρημένα) ουσιαστικά ή επίθετα προήλθαν ονόματα σε -αράς ή -άρας, που δηλώνουν πλησμονή του πρωτοτύπου, επίταση, μεγέθυνση, χλευασμό / εμπαιγμό, ειρωνεία ή ύβρη, (πρβλ. κλέφτης - κλεφταράς, ψεύτης - ψευταράς, πουτσαράς, καυλάρας, Ελληνάρας, ανθελληνάρας κ.λπ.).

Συχνά η κατάλ. -αράς χρησιμοποιείται για να δηλώσει αυτόν που ασχολείται με κάτι (πρβλ. άλογο - αλογαράς, μηλαράς).

Παραδείγματα από λέξεις του slang που έχουν το -άρας / -αράς ως καταληκτικό επίθημα:

e-λληνάρας / e-λληναράς, ΑΕΚάρας, ανθελληνάρας, βρωμοποδαράς, Ελληνάρας, καλαμαράς, καυλάρας, κωλαράς, κωλομπαράς (θεωρώντας ότι προέρχεται από τη λέξη κωλόμπαρο), μηλαράς, κλαπανάρας, βροντάρας, κακσάκαρας, ματζαφλάρας

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Ετυμολογικά, απ’ τη «ντρόγκα» που μας ήρθε απ’ την ιταλική «droga» κι αυτή απ’ το αβέβαιης προέλευσης γαλλικό «droge»: προμήθεια, στοκ, εφόδιο. Πιθανώς απ’ το ολλανδικό «droge-vate»: ξηρά βαρέλια ή το «droge waere»: ξηρό υλικό.

Παρεμπιπτόντως, το ξηρό αυτό υλικό συσχετίστηκε λανθασμένα με το περιεχόμενο των βαρελιών που ήταν εμπορεύματα, κυρίως μπαχαρικά και αποξηραμένα βότανα. Όμως τα τότε φάρμακα αποτελούνταν κυρίως από αποξηραμένα βότανα. Έτσι, προήρθε ένας συσχετισμός με φάρμακα και χημικά συστατικά (14ος αιώνας), κατόπιν με δηλητήρια (16ος αιώνας) και μόνο στα τέλη του 19ου αιώνα έγινε συσχετισμός με ναρκωτικά και οπιούχα.

Σημαίνει τον φαρμακωμένο από κάθε είδους φαρμάκι είτε αυτό είναι ντρόγκα, είτε ντόπα, είτε οποιοδήποτε άλλο χημικό κατασκεύασμα που εξασφαλίζει παροδικά είτε επιπλέον αντοχή στην καθημερινή παράνοια, είτε καταστολή των παρενεργειών της (π.χ. κατάθλιψη).

Έτσι, κάποιοι δύστυχοι απόγονοι του homo sapiens παραμένουν στους κόλπους της πολιτισμένης πλην κακούργας κοινωνίας τους προσπαθώντας είτε να της ξεφύγουν έστω και για λίγο, είτε να φανούν αντάξιοι των προδιαγραφών της, είτε να ανταπεξέλθουν τόσο στους απάνθρωπους ρυθμούς της, όσο και στους υπεράνθρωπους στόχους επιτυχίας και κοινωνικής καταξίωσης που αυτή θέτει.

Για το θηλυκό ακούγεται το «ντρογκάτα».

1.
…εδώ τα πράγματα έχουν αρχίσει να σοβαρεύουν, πριν κάνα μήνα είχαμε τους «σουηδούς» που κυκλοφορούσαν με μαχαίρια στην παραλία της πόλης, μετά γεμίσαμε από κλεφτρόνια και ντρογκάτους, τελικά μήπως θα πρέπει να πάρει η πολιτεία-δήμος δραστικά μέτρα, πριν αρχίσουμε να φτάνουμε σε σημεία αυτοδικίας για να προστατέψουμε τις οικογένειές μας;

2.
Αν ζούσαν σήμερα και ήταν κάτι ανάλογο με αυτό που ήταν τότες, ο Γκαίτε θα ήταν νεοταξίτης υπουργός της Μέρκελ και ταυτόχρονα εστέτ συγγραφέας, και πολύ καθίκι της άρχουσας τάξης, ενώ ο Ντασταιέφκσι, θα ήταν ντρογκάτος, αλκοόλας, πανκ άρτιστ στη Μόσχα, αβανγκαρντίστας που θα τον καταλάβαιναν οι συντηρητικοί φιλότεχνοι όσο καταλαβαίνω εγώ από μανδαρίνικα.

3.
όταν α) έχεις το σημαντικότερο παιχνίδι της ιστορίας σου στην Ευρώπη, σε 4 μέρες, β) παίζεις αποδεκατισμένος, χάριν της ελληνικής διαιτησίας, γ) δεν παίρνεις ούτε τα τσόφλια μέσα στο γήπεδό σου, είναι αστείο να συζητάμε για πάθος, αγωνιστικότητα, καλή μπάλα και τα τοιαύτα. Εκτός και είσαι ντρογκάτος σαν τα αστέρια των ουσιών της ιβηρικής.

(Όλα απ’ το δίχτυ)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Κάτι το παράλογο, το μπλε, το τιραμισουρεαλιστικό, το εντελώς κουκουρούκου τόσο με την καλή όσο και με την κακή έννοια.

Εκ του σουρεαλιστικού χιούμορ των Monty Python.

Αγγλιστί: pythonesque.

- Ειναι ενα μοντυπαιθονικο κειμενο που δειχνει την γελοιοτητα της σκεψης των ακροδεξιων, οι οποιοι ειναι η ΕΝΣΩΜΑΤΩΣΗ του ανθελληνικου ιδεωδους εν αντιθεση με τους αντεθνικους…
(εδώ)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Προσβλητικός όρος που χρησιμοποιείται για την ξiνή, δύστροπη γυναίκα. Λέγεται και για τις μπουρναζογκόμενες που παριστάνουν τις δύσκολες. Δυνητικά και για όσες έμειναν στο ράφι.

Ρε Σταμάτη, φοβερή γκόμενα η Γιάννα.
– Άσε ρε Νίκο με την ξυλομούνα! Αυτή όπως πάει θα μείνει στο ράφι!

Δες και -μούνα.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Από το αγγλικό extreme που σημαίνει ακραίος, υπέρτατος, έσχατος, μέγιστος, υπερβολικός και χρησιμοποιείται για να δώσει ακριβώς τις ίδιες έννοιες, του ακραίου υπερβολικού, κλπ.

Συνηθέστερη έκφραση εξτρίμ καταστάσεις (γκουγκλάρεται και extreme καταστάσεις) Περιλαμβάνει μεγάλη γκάμα, καθώς δηλώνει οτιδήποτε δεν περιλαμβάνεται στις κανονικές συνθήκες μέχρι πραγματικές ακρότητες (θα μπορούσαμε βέβαια να ανοίξουμε μεγάλη συζήτηση για το τι είναι κανονικές συνθήκες και τι ακρότητες, αλλά δεν θα έβγαζε πουθενά).

Άλλη συνηθισμένη έκφραση είναι τα extreme sports που είναι ολόκληρη κατηγορία. Ανάμεσά τους συγκαταλέγονται τα Bungee jumping, rafting, kayak, rappel, canyoning, mountain bike, αιωροπτερισμός κ.α.

Σαν εξτρίμ σπορ μπορούν να χαρακτηριστούν και πολλές, κατά τα άλλα καθημερινές δραστηριότητες, σε ιδιαίτερες συνθήκες, πχ να διασχίσεις την Κηφισίας όταν δεν δουλεύουν τα φανάρια, να βρεις ταξί στην Πανεπιστημίου μεσημεριάτικο κ.α.


πάσα: Galadriel στο ΔΠ

Για εφτακάβαλο και οχτακάβαλο δεν γίνεται λόγος, γιατί τότε πάμε σε εξτρίμ καταστάσεις. (allivegp στο εξακάβαλο)

Για πιο εξτρίμ φλεβοκαταστάσεις, το φαρμακάκι επιβάλλεται. (johnblack στο φλεβίδια)

…όταν ξέμενε από καθαρά βρακιά, φορούσε τα φορεμένα της ανάποδα – σε εξτρίμ περιπτώσεις που εξαντλούνταν και διπλοφορεμένα, σταματούσε να φοράει και καθόταν κατάμουνα. (Galadriel στο το βρακί ανάποδα)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Η γκόμενα που έχει τόσο παχιά και προτεταμένα μουνόχειλα που παραπέμπουν σε πέοντα σε κατάσταση λήθαργου.

-Τσέκαρε ένα άρρωστο ντόγκι εκεί στην μπάρα που χοροπηδάει...
-Τον πάπαρδο δεν τον βλέπεις που πετάγεται από το φέιγ-κολάν;
-Παρ' την πεομούνα από μπροστά μου!

Πεομούνα άλλου είδους (Λούβρο) (από Vrastaman, 02/08/11)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Συνήθως αναφέρεται για να χαρακτηρίσει ένα άτομο όσον αφορά τις εντελώς ανύπαρκτες ή κατά πολύ μειωμένες δεξιότητες που κατέχει σε κάποιο συγκεκριμένο τομέα.

  1. - Νομίζω ότι ο Τάσος είναι και γαμώ τους λογιστές.
    - Ποιός, αυτός; Μεγάλη φλούδα ρε αδελφάκι μου! Αυτός νομίζει ότι το Φ.Π.Α. σημαίνει Φάε Πούστη Αχλάδια!!!

  2. - Προχθές στο μπιλιαρδάδικο ο Χρήστος έκανε δηλώσεις ότι θα σκίσει τον Μπάμπη μεθαύριο. Θα γίνει χαμός!!!
    - Τι χαμός ρε γκοτζίλα; Αφού ο Χρηστάρας είναι και μεγάλη φλούδα... Θα τον πιει κανονικά από τον Μπάμπη!!

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Σάπιο ονομάζουμε ένα αντικείμενο όταν δεν είναι τόσο καλό ποιοτικά.

Το αντίθετο, δηλαδή όταν κάτι είναι πολύ καλό, το ονομάζουμε μουνάρα.

- Καλός ο καφές στο νέο μαγαζί;
- Μπα, σάπιος ήταν.

- Σάπιο το φτηνοκινητό που αγόρασα, ούτε bluetooth δεν έχει.

- Καλή η νέα γκόμενα του Μήτσου;
- Όχι ρε, σάπια ήταν.

- Το ηχοσύστημα στο αμάξι σάπισε, μία διαβάζει τα cd, μία όχι...

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified