Further tags

Άκλιτη έκφραση, εν είδει επιρρήματος, για κάτι που διατηρείται από γενιά σε γενιά, ή κατά το γνωστότερο από πάππου προς πάππου.

Προέρχεται από τα τουρκικά, προφανώς μέσω Μικρασιατών, ana (μητέρα), baba (πατέρας).

(Απόσπασμα από την Καθημερινή)
«Γύρω στο 1700 η οικογένεια Πουλή, «αναντάμ- παπαντάμ» Γιαννιώτες, ήρθαν στο Κωστήτσι και μαγεμένοι από το τοπίο αλλά και από το κλίμα έχτισαν εδώ πέτρα την πέτρα, όπως έπρεπε, ένα μεγάλο σπίτι, όπου ζούσαν τα καλοκαίρια.»

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Είναι η σλανγκ βερσιόν του επιρρήματος ξαφνικά.

Αποτελεί την μάγκικη απάντηση σε ενοχλητικούς που μας πρήζουν με την ίδια ερώτηση όλη τη μέρα. Η μετατροπή του επιρρήματος, έχει να κάνει με την παρήχηση του «α», η οποία όπως έχω ξαναματαειπεί, γεμίζει το στόμα, και κάνει πιο μάγκικες τις λέξεις.

Ιδιοκτήτης μπαρ ανακαινίζει μετά από 35 χρόνια το κωλόμπαρό του. Βρίσκεται εκεί το πρωί για να διευθύνει την εργατική δύναμη:

- (Πρώτος περαστικός) Άντε ρε Γιωργάκη, πότε θα το ανοίξεις πάλι το μαγαζί. Η γυναίκα μου δεν με αντέχει στο σπίτι.
- Σε καμιά βδομάδα…
- (Δεύτερος περαστικός) Αργείτε ακόμα;
- Προσπαθούμε να προλάβουμε την Ανάσταση...
- (Τρίτος περαστικός) Πότε θα ανοίξετε ξανά;
- Άξαφνα...και δεν θα στο πούμε κιόλας (από μέσα του έχει κατεβάσει όλους τους αποστόλους).

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Προέρχεται από το γαλλικό ''vis-a-vis = απέναντι, αντίκρυ. Επιρρηματική φράση, μάγκικη.

Στο τέλος του δέκατου ένατου αιώνα με αρχές του εικοστού, ''βιζαβία'' ονομάστηκαν στην Αθήνα οι άμαξες με δύο άλογα και με τέσσερις θέσεις, δύο μπρος και δύο πίσω. Έτσι, οι επιβάτες καθόντουσαν βιζαβί και απεναντίας.

Έλα λενιώ, κάτσε απέναντι, δια να είμαστε βιζαβί και απεναντίας.

από το γαλλικό vis-à-vis

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Ένα από τα αρχαιότερα ρήματα της ελληνικής γλώσσας (γαμέω-γαμώ). Αρχικά σήμαινε νυμφεύομαι και δεν ήταν «πρόστυχη» λέξη. Σταδιακά πήρε τη σημερινή σημασία κάνω σεξ. Το ρήμα όμως έχει πολλές σημασίες σήμερα, είτε στην ενεργητική ή στην παθητική του μορφή. Επίσης χρησιμοποείται και ως επίρρημα ή αποτελεί αφορμή για πάμπολλες υβριστικές ή μη εκφράσεις.

Ενεργητικό
1. κάνω σεξ
2. έχω μεγάλη επιτυχία
3. νικώ

Παθητικό
1. κουράζομαι, ταλαιπωριέμαι
2. είμαι απαράδεκτος

Επίρρημα:
γαμάω, γαμώ, είμαι γαμάω, είμαι γαμώ, συνήθως στην απρόσωπη μορφή) τέλεια, καταπληκτικά. Τα δύο τελευταία είναι και επίθετα, ανάλογα με τη χρήση.

Εκφράσεις:
βλ. τα παραδείγματα

Ενεργητικό

  1. -Χαρούμενος ο Τέλης σήμερα...
    -Εμ βέβαια, αφού επιτέλους γάμησε την Κατερίνα μετά από μήνες πολιορκίας!
    Συνώνυμα: πηδάω, κανονίζω, καβαλάω, αυτώνω, απ' αυτώνω, ξεσκίζω (γαμώ με άγριο τρόπο), κουτουπώνω, κά.

  2. - Καλά ε, αυτό το κούρεμα γαμάει! (Συνώνυμα: σκίζει, φυσάει)

  3. - Ποιος νίκησε χθες στο σκραμπλ;
    - Η Αλίκη. Όχι απλώς μας νίκησε, μας γάμησε!
    (Συνώνυμα: σκίζω, ξεσκίζω)

Παθητικό

  1. - Σήμερα γαμήθηκα στη δουλειά και το μόνο που θέλω είναι να πέσω για ύπνο και να ξεραθώ κανα δωδεκάωρο μπας και συνέλθω
  1. - Πάμε για ένα ποτό;
    - Μπααα...
    - Εεεεε πια! Γαμιέσαι ρε μαλάκα, πάλι θα μείνεις σπίτι;
    - Γάμησέ μας τώρα (βλ. παρακάτω), άλλη φορά...

Επίρρημα:

- Το ξενοδοχείο όπου πήγαμε είναι πολύ γαμάω, μαλάκα μου. Είχε καταπληκτική θέα και μέσα στη μπανιέρα είχε υδρομασάζ.
- Και από τιμές;
- Γάμησέ τα! (βλ. παρακάτω)

Εκφράσεις:

  • γάμησέ τα (κι άφησέ τα): άσ' τα να πάνε
  • είμαι γαμώ τα παιδιά: είμαι τέλειος
  • γαμιέται ο Δίας: πάνε όλα χάλια (Χθες γαμήθηκε ο Δίας: έριξε μια νεροποντή και πνιγήκαμε στη λάσπη)
  • γαμάω και δέρνω: είμαι πολύ τέλειος
  • γαμώ το > γαμώτο: κρίμα
  • γαμώ το κέρατό μου, το ξεσταύρι μου, το φελέκι μου, τα πρέκια, τον Δία τον πούστη, τον Χριστό μου, την κοινωνία μου, το σόι μου, κ.λπ.
  • δε γαμιέται: δε βαριέσαι
  • μη γαμήσω...: μην πω καμιά κουβέντα..., μη χέσω, τι λες μωρέ, κλπ
  • γάμησέ μας: άσε μας ήσυχους
  • άει γαμήσου: άει πνίξου, άει χέσου, άει χάσου, κλπ

(από ironick, 10/10/10)

Δες και γαμιέμαι, γαμώ, ο γαμάω, πηδάω.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Το κοινό τροπικό επίρρημα έτσι και το μάλλον κοινό πήλινο σκεύος γιουβέτσι -και το νοστιμότατο φαγητό που παρασκευάζεται μέσα σ' αυτό- δεν έχουν καμία σχέση, πέραν της ομοιοκαταληξίας. Αλλά, η ομοιοκαταληξία αυτή ήταν αρκετή για να φέρει τις λεξούλες κοντά και να τις κάνει τη σύγχρονη εκδοχή του «ήξεις - αφήξεις».

Το έτσι και το γιουβέτσι συνδυάζονται σε τρεις κυρίως εκφράσεις που έχουν μεταξύ τους λεπτές νοηματικές διαφορές.

Η έκφραση «μια έτσι, μια γιουβέτσι» σημαίνει «μια ζεστό, μια κρύο» -κάτι σαν σκοτσέζικο ντους- και χρησιμοποιείται για να περιγράψει καταστάσεις και άτομα ευμετάβλητα και απρόβλεπτα.

Η έκφραση και έτσι και γιουβέτσι δηλώνει, συνήθως, κάποιον που θέλει να τα 'χει καλά και με τη μια μεριά και με την άλλη, λέει πράγματα που νομίζει ότι θα ικανοποιήσουν αμφοτέρους και, φυσικά, αντιφάσκει.

Σπανιότερα λέγεται και το ούτε έτσι ούτε γιουβέτσι για να περιγράψει κάτι μεσοβέζικο που προσπαθεί να τα κάνει όλα και καταλήγει να μην κάνει τίποτα καλά.

  1. Όπως ξέρουν οι “τακτικοί αναγνώστες” (χα, χα, χα… μ’ άρεσε αυτή η έκφραση “κονσέρβα”), ετούτο το blog είναι, “μία έτσι, μία γκιουβέτσι”. Πάνω που πας να πεις, “σοβαρός άνθρωπος αυτός ο Παραμυθάς”, σου ανάβει κάτι τύπου, “τρία πουλάκια κάθονται” και αλλάζεις γνώμη. (Από blog)

  2. - Δεν μπορείς να βασιστείς σ' αυτά που λέει. Μια έτσι, μια γιουβέτσι.
    - Ναι, ρε γαμώτο, το ξέρω. Και δεν μπορώ με τίποτα τους ανθρώπους είπα-ξείπα, ήξεις-αφήξεις, έτσι-γιουβέτσι.

  3. Υποσχέθηκε «σκληρή αντιπολίτευση προς τον κ. Ψωμιάδη», τον οποίο επέκρινε για την τακτική με την οποία πολιτεύεται, τακτική «κι έτσι και γκιουβέτσι», όπως είπε. (Δηλώσεις Β. Πατουλίδου, ΜΑΚΕΔΟΝΙΑ, 22/12/06)

  4. Στα τεχνικά χαρακτηριστικά του πάντως, το Accupower αναφέρει ότι δίνει τροποποιημένη ημιτονοειδή κυματομορφή, από ότι ξέρω είναι μια νέα ενδιάμεση μπάσταρδη κατάσταση, ούτε έτσι ούτε γιουβέτσι, ούτε καθαρά τετράγωνη μορφή αλλά ούτε και καθαρά ημιτονοειδή μορφή. (Από το avsite.gr)

Βλ. και: ...κι έτσι., έτσι, έτσι!, ετς

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Κλασική αγγλιά. Από το αγγλικό in, σημαίνει κυρίως της μοδός. Χρησιμοποιείται σε και καλούα διαλέκτους, όπως η τρεντογλωσσούζ, αλλά είναι ελαφρώς παρωχημένο, υπερβολικά κλασικό. Να μην συγχέεται με το ελληνοπρεπές μέσα, που έχει ελαφρώς άλλη σημασία.

Πηγή: Βικάριος.

Είναι προχώ να λες «προχώ», αλλά πολύ φοβούμαι ότι δεν είναι πλέον ιν, να λες «ιν».

Σχετικό: engreek

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Ως επίρρημα: (α) τέλεια, πολύ καλά. Συνώνυμα: γαμάτα, μπόμπα, σούπερ, τζάμι, τζιτζί, φίνα. (β) (επιτατικό) πολύ, εντελώς. Συνώνυμα: κάργα, φουλ. Χρησιμοποιείται και ως επίθετο (βλέπε γαμάτος).

Συντάσσεται είτε ως κατηγορούμενο, είτε συνηθέστερα με το ουσιαστικό έναρθρο, στον πληθυντικό και σε αιτιατική: (και) γαμώ τους/τις/τα <ουσ. σε πληθ.>. Συγκεκριμένα, η κανονική σύνταξη <επίθ.> + <ουσ.> αποφεύγεται.

  1. (απο συνέντευξη του Evnus, εδώ)
    Την τελευταία φορά που πέρασα και γαμώ ήταν ένα πρωί που είχα πάρει ένα τόξο με βεντούζα και σημάδευα σκατόφατσες [...] στην τηλεόραση.

  2. (από το διαδίκτυο)
    Πρέπει να ομολογήσω ότι ο τύπος είναι και γαμώ τα άτομα. Παρ' όλο που έχασε την πτήση από το Λονδίνο και έφτασε στις 1 μετά τα μεσάνυχτα, βγήκε στην σκηνή [...] και έδωσε και γαμώ τις συναυλίες.

  3. (από το διαδίκτυο)
    Αυτό πρέπει να το πω. Οι Γερμανίδες είναι και γαμώ τις γκόμενες. Σταμάτα να είσαι Στάθης Ψάλτης και να τις σκέφτεσαι με σαντάλι και ξεπλυμένο σορτς. Ντυμένες κανονικά είναι φα-ντα-στι-κές. Και γδυμένες ακόμη περισσότερο.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Στρατογκαυλικό επίρρημα με το οποίο απαντούν οι γαλονάδες σε αναφορές που τους δίνουν υποδεέστερα όντα, ήτοι ιεραρχικώς κατώτεροι, ΥΠΑΞ ή τεμάχια. Λακωνικό (άρα εντός του στρατιωτικού πνεύματος), χωρίς να περιποιεί ιδιαίτερη τιμή στον παραλήπτη, δηλώνει ανόρεκτα, χωρίς ενθουσιασμό, ότι η περιγραφόμενη κατάσταση είναι απλά αποδεκτή (παρ. 1).

Σημ.: το λήμμα μπορεί να χρησιμοποιηθεί μόνο από ιεραρχικά ανώτερο προς κατώτερο και όχι αντιστρόφως, γιατί εκνευρίζει τον παραλήπτη.

Ωσεκτουτού, το χρησιμοποιούμε όταν θέλουμε να κόψουμε τη φόρα και να ξενερώσουμε κάποιον που προβαίνει σε βαρύγδουπες δηλώσεις, υποσχέσεις, περιγραφές και περιμένει να του πούμε μπράβο (παρ. 2).

Επίσης, μπορεί να σημαίνει «Νταξ, προχώρει» ή «Παμ' παρακάτ» (βλ. χότζειο παρ.3).

  1. (αναφορά ΔΕΑ προς τάξμαν)
    - Φυλάκιο 30: δύναμη 12, σκοπιά 2, αδειούχος 1, κωλυόμενοι 2, παρόντες 7.
    - Καλώς.

  2. - Είσαι ο μόνος άνδρας που αγάπησα αληθινά και θα αγαπώ για πάντα...
    - Καλώς.

  3. από χότζειο σχόλιο στο λήμμα ξελιξίδια:
    Περί το 1672 μ.Χ. είχε μολάρει καδένα αρόδου κατά Κατάκολο - Χλεμούτσι μεριά ένα Τζενοβέζικο πλοίο, που έρχονταν από Τζιμπεράλτα στο τράνζιτο για Ισταμπούλ. Καλώς.

Στο 0:06 (από allivegp, 06/01/11)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Τυχαία, "με το μάτι", χωρίς να υπολογίζω (την ποσότητα, το χρόνο κτλ, για να φτιάξω κάτι).

- Για πόση ώρα ανακατεύω το μίγμα...
- Ε, στα κουτουρού.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Και κωλοφεράτζα. Τροπικό επίρρημα που συντάσσεται με ρήματα κίνησης (πάω, φέρνω κλπ.) και υποδηλώνει τη συντριπτική υπεροχή δια της βίας έναντι του άλλου.

- Τι έγινε ρε μπήχτη; Πλακώθηκες με το Μίμη στο Σύνταγμα;
- Ναι τον πούστη! Αλλά τον πήγα κωλοφεράντζα μέχρι το Μοναστηράκι για να στανιάρει.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified