Further tags

Εκφράζει μια αύξηση μεν, εύθραυστη δε, η οποία γι' αυτό και διακωμωδείται.

Για την ορθή εννοιολογική του απόδοση, το λήμμα θα πρέπει κατά τη χρήση του να εκφέρεται συνεχόμενα, ως μια λέξη. Αποτελείται από μια προσαύξηση βαθμού του ποσοτικού επιρρήματος «πολύ», διανθισμένη όμως με τροπικό επίρρημα που παραπέμπει σε μείωση μάλλον παρά σε αύξηση, κάνοντας τους κλασσικούς φιλόλογους να κοκκινίζουν από θυμό.

Αν ζούσε η Πυθία θα ήταν η αγαπημένη της φράση.

Το μηχανικό ανάλογο σ' ένα αυτοκίνητο, είναι σαν να πατάς γκάζι και φρένο μαζί.

- Μωρό μου, μ' αγαπάς;
- Εντελώς παραπολύ;

(από iwn, 16/10/10)

βλ και εντελώς τελείως

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Βασικά καλοκαιρινή έκφραση.

Προέλευση: εκ του γνωστού πατσά / της γνωστής πατσάς = σούπα από (αρνίσιο συνήθως) στομάχι, χοντρή κοιλιά κλπ, βλ. και πατσοκοιλαράς (<τουρκ. paça = ποδαράκι, ενώ iskembe = κοιλιά).

Χρήση: επιρρηματικό κατηγορούμενο του τρόπου.

Απαξιωτική παιδική έκφραση, που σημαίνει ότι κάποιος πέφτει βουτιά με την κοιλιά («πέφτει πατσά» όπως λέγεται) και όχι με το κεφάλι (ή «κεφαλιά»), δεδομένου ότι το τελευταίο όσο να’ ναι θέλει τεχνική, είναι πιο στυλάτο και πιο τολμηρό (π.χ. αν δεν έχεις επαρκή χώρο για φόρα, αν πέσεις στραβά ή από πολύ ψηλά, αν έχει βράχια, στα αβαθή, αν έχει άμπωτη κλπ μπορεί να μείνεις σέκος ή φυτό βλ. ταινία Mar Adentro), χώρια που απαιτεί εκμάθηση σε κολυμβητήριο ή σε εξέδρες / βάρκες / αραγμένα πλοία, κατά τους θερινούς μήνες.

Ιδιαίτερα εντυπωσιακή (αλλά κι επικίνδυνη!) είναι η «ανάποδη κεφαλιά», δηλ. όταν ο βουτηχτής γυρίζει την πλάτη του στο νερό, υπολογίζει την απόσταση, ανοίγει τα χέρια σαν τον Χριστό στο σταυρό, δίνει ένα άλμα και πέφτει ανάποδα με άψογα ευθυγραμμισμένο το κορμί και τα χέρια σε έκταση, κάθετα στο νερό και ιδίως αν σηκώσει ελάχιστο νερό, δηλ. όσο μια αναποφάσιστη κουράδα μετά από ταλάντωση, σε βινιέτα του Εντίκα: Κλόφτ!
(Πάντως, όποιος κολυμβηταράς την κάνει, συνήθως χτυπάει τις πιο πολλές γκόμενες)...

Συναφείς, είναι και η βουτιά μπόμπα (οκλαδόν) από μεγαλύτερο ύψος, που σηκώνει πολύ νερό και η βουτιά καικαλά «Ο.Υ.Κ.-άδικη», δηλ. όρθιος και εντελώς κάθετη πτώση με το ένα χέρι γροθιά ψηλά και το άλλο να πιάνεις τ’ αμελέτητα, η οποία αν δεν είναι εφετζήδικη είναι απαραίτητη αν πέσεις από τρελό ύψος για να μην τσακιστείς (π.χ. από το δεύτερο ή τρίτο κατάστρωμα πλοίου), όπου πέφτοντας το μαλακιστήρι ακούει τα γαμώσταυρα από τους ναυτικούς, που το κυνηγούν μη σπάσει κανα παΐδι και βρουν το μπελά τους...

Πολλές φορές, η πατσά αποτελεί μιαν αποτυχημένη κεφαλιά και συνοδεύεται από χάχανα και γιούχα των παρισταμένων τσογλάνων, η χρονική διάρκεια και η ένταση των οποίων είναι ευθέως ανάλογες της πόζας που πήρε ο κολυμβητής, πριν πέσει.

Όμως και η πατσά δεν στερείται επικινδυνότητας ή επίδειξης ρίσκου. Πρώτα απ’ όλα πονάει ή τσούζει πολύ κι έτσι βλέπεις τον πατσατζή να βγαίνει απ’ το νερό κατακόκκινος (κυρίως στο στήθος και στην κοιλιά), άσε που μπορεί και να στραπατσάρεις κανα μύδι απ’ την πτώση.

Ούτω πως, μεταξύ αρρένων (αλλ’ εισέτι ανιούλων) συγκολυμβητών λέγονταν συχνά η προτροπή γενναιότητος «όποιος δεν πέσει πατσά της μάνας του ή «κωλώνεις να πέσεις πατσά στα ρηχά!», οπότε έσπευδαν οι καλούμενοι να επιδείξουν ανδρεία και να πέσουν όπως-όπως στο νερό και μάλιστα σούμπιτο, γιατί γίνονταν παγίως δεκτό από τη νομολογία των εκτάκτων Βουτοδικείων Ανηλίκων (θερινά τμήματα διακοπών) ότι «ο τελευταίος, της μάνας του»...

Εκτός βέβαια, από διάφορες κασκαρίκες που σκαρφίζονταν οι κωλοπαιδίσκοι εις βάρος του πιο μπουλούκου, π.χ. έλεγαν συνεννοημένοι «πέφτουμε όλοι πατσά ένα-δυο-τρία» και την τελευταία στιγμή συγκρατούνταν, οπότε έπεφτε μόνον o μαλάκας της παρέας.

Φυσικά, σε όλες τις ανωτέρω κλαπαρχιδιές, καίτοι η επίκληση του ονόματος της μητέρας ήταν πλέον προσφιλής, η ίδια συνήθως δεν παρακολουθούσε τα τεκταινόμενα (δεν παρίστατο ή χαζολογούσε αλλαχού), διαφορετικά το ισχαιμικό επεισόδιο θα ήταν αναπόφευκτο (όπως κι οι βατραχοπεδιλιές ύστερα).

Σήμερα, στα περισσότερα ξενοδοχεία της Δύσεως απαγορεύονται οι βουτιές στις πισίνες (για να μην μουσκεύονται οι λοιποί λουόμενοι, μη χτυπήσει κανας χριστιανός κλπ) και στα πολύ σπέσιαλ για την χρήση της υπογράφεις μέχρι και disclaimer (!), ενώ στο Ελλάντα δεν παίζει με την καμία να μαντρώσεις τα αχαλίνωτα νεοελληνάκια (χεχε)!

Τα κοριτσάκια, συνήθως, δεν αρέσκονταν σε τέτοιες δραστηριότητες – επιδείξεις (αφού τις γυναίκες δεν τις απασχολούν κάτι τέτοια θέματα) και προτιμούσαν είτε να χαριεντίζονται ασταμάτητα καθισμένες στην πετσέτα τους σε στάση παραλίας, είτε να πλατσουρίζουν στα ρηχά σαν φώκιες σε κύκλο ή δίπλα στη μαμά τους με την περικεφαλαία.

Η Βουγιούκλω, η Καρέζη κ.α. «ingenues» του νεοελληνικού σινεμά, νόμιζαν ότι έπεφταν με χάρη σε πισίνες και τα τοιαύτα, όταν τραβούσαν κάτι ξεγυρισμένους καραπατσάδες (με λυγισμένα γόνατα, ανοιχτές τις αγριομπουτάρες τους, με τον κώλο έξω, τα χέρια όπου να’ ναι κλπ), που σήκωναν τόσο νερό που θα ξεδιψούσε όλη η Μπιάφρα.

Ας είναι. Η θεματολογία των ταινιών που έπαιζαν, γαλούχησε ουκ ολίγες γενιές πεινασμένων νεοελλήνων...

(Τελετουργική λήψις στάσεως καταδύσεως):

- Πέσε ρε μαλάκα, μια ώρα!
- Κοίτα τον, το φιγουρατζή!
- Άντε ντε! Κρυώσαμε!
- Πλάαααααααααααφφφφφφφφφφφφφφφ!!!
- Ωωωωχαααα!
- Ουουουουου!
- Σιγά ρε μαλάκα, μας γιόμισες! Τί πατσά ήταν αυτή!
- Ποιος είσαι ρε, ο Λουγκάνης;
- Αφού με σπρώξατε ρε κωλόπαιδα!

(από allivegp, 14/10/10)(από Khan, 21/10/10)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Στρατογκαυλικό επίρρημα με το οποίο απαντούν οι γαλονάδες σε αναφορές που τους δίνουν υποδεέστερα όντα, ήτοι ιεραρχικώς κατώτεροι, ΥΠΑΞ ή τεμάχια. Λακωνικό (άρα εντός του στρατιωτικού πνεύματος), χωρίς να περιποιεί ιδιαίτερη τιμή στον παραλήπτη, δηλώνει ανόρεκτα, χωρίς ενθουσιασμό, ότι η περιγραφόμενη κατάσταση είναι απλά αποδεκτή (παρ. 1).

Σημ.: το λήμμα μπορεί να χρησιμοποιηθεί μόνο από ιεραρχικά ανώτερο προς κατώτερο και όχι αντιστρόφως, γιατί εκνευρίζει τον παραλήπτη.

Ωσεκτουτού, το χρησιμοποιούμε όταν θέλουμε να κόψουμε τη φόρα και να ξενερώσουμε κάποιον που προβαίνει σε βαρύγδουπες δηλώσεις, υποσχέσεις, περιγραφές και περιμένει να του πούμε μπράβο (παρ. 2).

Επίσης, μπορεί να σημαίνει «Νταξ, προχώρει» ή «Παμ' παρακάτ» (βλ. χότζειο παρ.3).

  1. (αναφορά ΔΕΑ προς τάξμαν)
    - Φυλάκιο 30: δύναμη 12, σκοπιά 2, αδειούχος 1, κωλυόμενοι 2, παρόντες 7.
    - Καλώς.

  2. - Είσαι ο μόνος άνδρας που αγάπησα αληθινά και θα αγαπώ για πάντα...
    - Καλώς.

  3. από χότζειο σχόλιο στο λήμμα ξελιξίδια:
    Περί το 1672 μ.Χ. είχε μολάρει καδένα αρόδου κατά Κατάκολο - Χλεμούτσι μεριά ένα Τζενοβέζικο πλοίο, που έρχονταν από Τζιμπεράλτα στο τράνζιτο για Ισταμπούλ. Καλώς.

Στο 0:06 (από allivegp, 06/01/11)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

  1. Μονολεκτικά, γενικό καταφατικό, ένα πολύ κουλ ναι.

  2. Με διαφορά, άνετα.

  3. Γενικός επιρρηματικός προσδιορισμός (τόπου, χρόνου, τρόπου κλπ), που προσδίδει καταφατική, θετική, υπερθετική και κουλ έννοια στο ρήμα. Πχ. ως τοπικός προσδιορισμός μπορεί να σημαίνει εδώ, ως χρονικός σε εύθετο χρόνο, ως τροπικός να υποδηλώνει ωραίο ή κατάλληλο τρόπο, κοκ.

Συνώνυμο του στάνταρ.

  1. Το απόλυτο πασπαρτού, η απάντηση σε οποιαδήποτε ερώτηση. Κατάλληλο για αλλοδαπούς που θέλουν να μάθουν να μιλάνε ελληνικά σε 10 δευτερόλεπτα.

Προφορά: Όταν είναι μέσα σε πρόταση τονίζεται έναντι των άλλων λέξεων. Όταν είναι μονολεκτικό προφέρεται χαλαρά.

Απαντά στη Βόρειο Ελλάδα, τόσο από ντόπιους όσο κι από φοιτητές.

  1. - Σ' αρέσει το καινούργιο μου φόρεμα;
    - Χαλαρά!

  2. - Αυτό είναι χαλαρά το πιο γελοίο πράγμα που έχω ακούσει!

  3. - Με τέτοια χλεχλέδικια προφορά είναι χαλαρά χαμουτζής.

- Πώς σας φαίνεται αυτό το μαγαζί; Λέω να κάτσουμε χαλαρά για έναν καφέ.

(Στο συγκεκριμένο παράδειγμα έχει ταυτόχρονα τις έννοιες «να κάτσουμε οπωσδήποτε για καφέ», «να κάτσουμε εδώ για καφέ», «να μην το ψάξουμε άλλο», «να χαλαρώσουμε πίνοντας καφέ» και φυσικά «είμαστε πολύ κουλ άτομα»).

  1. - Συγγνώμη είστε από δω;
    - **Χαλαρά!***
    - Ξέρετε πού είναι η οδός Ανθέων;
    - **Χαλαρά!***
    - Ωραία! Πού είναι;
    (αόριστο δείξιμο με το χέρι) - **Χαλαρά!****
    - Α, ευχαριστώ πολύ!
    - **Χαλαρά!*****
  • Ναι
    ** Προς τα κει
    *** Δεν κάνει τίποτα

(από protnet, 20/09/10)

Βεβαιωτικά επιρρήματα και φράσεις: αβλεπί, αεράτα, άκοπα, ανοιχτά, για πλάκα, γκαραντί, εύκολα, κανονικά, σβηστά, στάνταρ, χαλαρά.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

(κρητική διάλεκτος)
Χθες αργά το βράδυ.

Ωψάργας μες τον ύπνο μου ζούσα σε ξένους τόπους
ω τα παντέρμα όνειρα πως ξεγελούν τσ' αθρώπους.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Αποτελεί έκφραση υπερθετικού βαθμού του ξανά μανά. Προφέρεται ως μια λέξη και πολλές φορές εκφράζει την τσαντίλα κάποιου με τον συνομιλητή του.

Σε άλλες περιπτώσεις χρησιμοποιείται για να εισάγει αναφορά σε θέμα που έχουμε αναλύσει σε προηγούμενη φάση μιας συζήτησης, αλλά επανερχόμαστε είτε για να δώσουμε έμφαση είτε γιατί ο συνομιλητής δεν κατάλαβε.

Σε πολλές περιπτώσεις συνδυάζεται με το «μπράβο» ως εμφατικό.

  1. - Θα με παντρευτείς Μιχαλάκη μου;
    - Άντε ξαναματαπάλι η ίδια μαλακισμένη συζήτηση!

  2. ...(sic) και ξαναματαπάλι υποκλινόμενος σε αναβιβάζω σε μεγάλη γάτα, αμέσως αντελείφθεις τον ιδικόν...
    (www.filosofia.gr)

  3. Kαι θα ξανασυμβεί και πάλι και πάλι και ξαναματαπάλι ... (σε διάφορα forums)

  4. Μπράβο, μπράβο και ξαναματαπάλι μπράβο!!!

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Ουσιαστικό με έννοια επιρρήματος. Στην αργκό μεταφορικώς σημαίνει το minimum τίμημα μιας υπηρεσίας ή δοσοληψίας εν γένει, δηλ. όπως λέμε «ακατέβατα», το οποίο ορίζεται είτε μονοπωλιακά ή συντεχνιακά, είτε αριστίνδην, είτε καταχρηστικά, ως ελάχιστο αναμενόμενο μπουγιουρντί.

Προέρχεται από την ελάχιστη τιμή της «κούρσας» ή «σημαίας» (πλέον κομίστρων) των ταξιτζήδων, που καθορίζεται με υπουργική απόφαση.

Στην Ελλάδα μέχρι πολύ πρόσφατα, οι ελάχιστες τιμές πολλών αγαθών ήταν υπερτιμημένες (μεταξύ άλλων) λόγω ευδαιμονίστικης (κνίτικη αναβίβαση τόνου) επίδειξης των καταναλωτών, αλλά και λόγω έλλειψης συλλογικότητας στην αντιμετώπισή τους, αλλά πάνε πια αυτά (βλ. σχόλια εδώ)...

  1. — Για πού το 'βαλες με τη σακούλα;
    — Πάω κατά Μοναστηράκι να σκοτώσω έναν καινούριο επενδύτη που βούταρε ένας φίλος απ' τον ιματισμό του Παλάσκα. Πόσα λες να πιάσει;
    — Ξέρω γω; Κάνα εικοσάρικο...
    — Εικοσάρικο καινούριος ολόμαλλος επενδύτης; Αφού τους πουλάνε 150-200 το κομμάτι! — Γιατί, μαζί το 'χετε το μαγαζί; Να βγάλω και κάτι σου λέει ο άλλος...
    — Είπα γω όχι; Αλλά όχι ρε φίλε και να με γδάρουνε έτσι! Αμ δε σφάξανε, θα πάω αλλού.
    — Όπου και να πας, ταρίφα είναι. Αφού είναι συνεννοημένοι και κρατάνε τιμές, χώρια που ξέρουν πού το βρήκες...

  2. Είσαι για πίστες απόψε;
    — Έχεις να δώσεις εκατό φράγκα ν' ακούσεις τα σκυλιά; — Έλα ρε, θα πάρουμε και τα κορίτσια μαζί, που γουστάρουνε, πόσο θα μας έρθει;
    — Ένα εκατομπενηντάρι το τραπέζι ταρίφα, δυο μπουκάλια τουλάχιστον –χώρια κάτι σου 'πα κάτι μου 'πες, κατοστάρικο το κεφάλι θα πάει (κι αυτό αν δεν έχουν και την απαίτηση να τις κεράσουμε)...
    — Σαν πολλά...
    — Εμ, δε σου λέω εγώ; Άσε, πάμε 'δώ σ' ένα συνοικιακό που παίζει ντάμπα-ντούμπα και μετά τις κερνάμε πατσά, να μας δει κι ο Θεός...

  3. — Ψάχνω να νοικιάσω κανα δυαράκι προς Εξάρχεια μεριά, έχεις τίποτα υπ' όψη σου;
    — Δεν ξέρω τίποτα συγκεκριμένο, αλλά είναι γεμάτος ο τόπος από ενοικιαστήρια, κάτι θα βρεις.
    — Πόσο περίπου λες να πάει το μαλλί, θα με φτάσουν 300-350 ευρά;
    — Μπααα, ούτε γι' αστείο! Για 450-500 στο νερό σε κόβω να δίνεις, το 'χουν ταρίφα οι πούστηδες. Εκτός κι αν μείνεις σε κάνα γκρεμίδι...

  4. — Πώς να το παίξω, Πανσερραϊκός-ΠΑΟΚ;
    — Ξερό διπλό! Αφού τους έχουνε δέκα χρόνια τώρα, δυο μπαλάκια ταρίφα...

Radio Tarifa (από HODJAS, 09/06/10)Tarifas (από perkins, 10/06/10)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Αναφέρεται σε ρούχα υπερβολικά εφαρμοστά/κολλητά στο σώμα. Όπως οι κάλτσες.

Γραμματικοσυντακτικώς, πρόκειται μάλλον για επίρρημα που δηλώνει τον τρόπο.

  • Τα τζιν τα φοράω πάντα κάλτσα για να διαγράφονται τα τετρακέφαλα από μέσα.

    Συνώνυμα:

  1. τσίτα (επίθ. τσιταριστός)
  • Το παντελόνι μου έρχεται τσίτα/μου είναι τσιταριστό.

    1. τέζα
  • Μου έρχεται τέζα το μπλουζάκι, θα το αλλάξω.

    1. βαφτιστικό (μαμαδίστικη σλανγκ)
  • Τι είν' αυτό το μπουφάν που αγόρασες παιδάκι μου; Αυτό είναι βαφτιστικό σου, δεν ντρέπεσαι να κυκλοφορείς έτσι έξω;

    1. σωλήνας (συνήθουσλυ μόνο για παντελόνια).
  1. Γουστάρω αυτά τα ιταλικά πουκαμισάκια, τα μεσάτα.. Και εννοείται πάντα χτυπάω ένα νούμερο μικρότερο, μη σου πω και δύο. Τα θέλω κάλτσα, να διαγράφεται το φλεβίδι στο χέρι.

  2. Μη το πάρεις τελείως κάλτσα, θα 'σαι σα γκαραγκιόζης.

Helllllllo, big boy! (από Vrastaman, 21/05/10)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Τεχνητό επίρρημα που δηλώνει τη συνουσία από πίσω, από τον πρωκτό, σχηματισμένο κατά άλλα αρχαιοπρεπή επιρρήματα εις -(η)δόν (π.χ. πρυμνηδόν, αναφανδόν, ομοθυμαδόν κ.ά.).

Αντώνυμο: κολπηδόν

— Άντε, πού είναι το πρωκτηδόν που μου 'ταξες; Περιμένω τόση ώρα... Έχουμε κάνει τα πάντα και μπαργαλάτσο στην κωλοτρυπίδα μου δεν είδα!
— Γύρνα, τέκνον μου, γύρνα! (πού έβαλα τη βαζελίνη, ο μαλθάκας;)

Πρωκτικό σεξ: από πίσω, γάμα σούφρα, οθωμανικό, οθωμανικό δίκαιο, πουτσοκώλι, πρωκτηδόν.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Τεχνητό επίρρημα που δηλώνει τη συνουσία από μπροστά, από τον κόλπο, σχηματισμένο κατά άλλα αρχαιοπρεπή επιρρήματα εις -(η)δόν (π.χ. πρυμνηδόν, αναφανδόν, ομοθυμαδόν κ.ά.).

Αντώνυμο: πρωκτηδόν

Πάρε μου το κωλαράκι, τώρα το θέλω.
— (ατάραχος) Ας ξεκινήσουμε κολπηδόν, και βλέπουμε, τέκνον μου!

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified