- Ο τρελάρας.
- Ο ηλίθιος.
- Σε επιρρηματική χρήση (οπότε και προφέρεται μακρόσυρτα): τέλεια, γαμάτα, και γαμώ.
- Της είπα ότι τά 'χω με άλλες δύο παράλληλα.
- Έλα ρε όργιο! Και πώς το πήρε;- Τι λες ρε όργιο; Χάνεις λάδια;
- Και πώς περάσατε;
- όοοργιο!
- Της είπα ότι τά 'χω με άλλες δύο παράλληλα.
- Έλα ρε όργιο! Και πώς το πήρε;
- Τι λες ρε όργιο; Χάνεις λάδια;
- Και πώς περάσατε;
- όοοργιο!
Σχετικά: θέατρο
Got a better definition? Add it!
Published
Last modified
Είναι συνδυασμός του μετά και του αργότερα...
- Θα έρθεις τώρα;
- Όχι. Θα έρθω μετότερα....
Got a better definition? Add it!
Μέσα! Με τρέλα! Απολύτως, εντελώς!
- Λέω να πάρω τα κορίτσια να πάμε για κάνα ποτό, είσαι μέσα;
- Για πλάκα! Το ρώτας;
- Τριανταφυλλίδης είπες; Πόντιος είσαι;
- Ναι ρε, για πλάκα!
Βεβαιωτικά επιρρήματα και φράσεις: αβλεπί, αεράτα, άκοπα, ανοιχτά, για πλάκα, γκαραντί, εύκολα, κανονικά, σβηστά, στάνταρ, χαλαρά.
Got a better definition? Add it!
Ποσοτικό επίρρημα που χρησιμοποιείται στον λόγο για έμφαση. Συνώνυμο του εντελώς.
— Ρ' εσύ, χθες έγινες λιάρδα μιλάμε απ' τα ξίδια, πρώτη φορά σε βλέπω έτσι. — Άσε, κανονικά... Αφού ειχα να πιώ μήνες ρε.
— Μαλάκα, δύο πήγε. Έχουμε φύγει; — Κανονικά.
Της την είχε σπάσει τόσο πολύ, που παίρνει ρ' εσείς το μπόλ με το πάντς και του το αδειάζει κανονικά στο κεφάλι. Τον έκανε τελείως ρόμπα.
Βεβαιωτικά επιρρήματα και φράσεις: αβλεπί, αεράτα, άκοπα, ανοιχτά, για πλάκα, γκαραντί, εύκολα, κανονικά, σβηστά, στάνταρ, χαλαρά.
Got a better definition? Add it!
Ένα από τα αρχαιότερα ρήματα της ελληνικής γλώσσας (γαμέω-γαμώ). Αρχικά σήμαινε νυμφεύομαι και δεν ήταν «πρόστυχη» λέξη. Σταδιακά πήρε τη σημερινή σημασία κάνω σεξ. Το ρήμα όμως έχει πολλές σημασίες σήμερα, είτε στην ενεργητική ή στην παθητική του μορφή. Επίσης χρησιμοποείται και ως επίρρημα ή αποτελεί αφορμή για πάμπολλες υβριστικές ή μη εκφράσεις.
Ενεργητικό
1. κάνω σεξ
2. έχω μεγάλη επιτυχία
3. νικώ
Παθητικό
1. κουράζομαι, ταλαιπωριέμαι
2. είμαι απαράδεκτος
Επίρρημα:
γαμάω, γαμώ, είμαι γαμάω, είμαι γαμώ, συνήθως στην απρόσωπη μορφή) τέλεια, καταπληκτικά. Τα δύο τελευταία είναι και επίθετα, ανάλογα με τη χρήση.
Εκφράσεις:
βλ. τα παραδείγματα
Ενεργητικό
-Χαρούμενος ο Τέλης σήμερα...
-Εμ βέβαια, αφού επιτέλους γάμησε την Κατερίνα μετά από μήνες πολιορκίας!
Συνώνυμα: πηδάω, κανονίζω, καβαλάω, αυτώνω, απ' αυτώνω, ξεσκίζω (γαμώ με άγριο τρόπο), κουτουπώνω, κά.
- Καλά ε, αυτό το κούρεμα γαμάει! (Συνώνυμα: σκίζει, φυσάει)
- Ποιος νίκησε χθες στο σκραμπλ;
- Η Αλίκη. Όχι απλώς μας νίκησε, μας γάμησε!
(Συνώνυμα: σκίζω, ξεσκίζω)
Παθητικό
Επίρρημα:
- Το ξενοδοχείο όπου πήγαμε είναι πολύ γαμάω, μαλάκα μου. Είχε καταπληκτική θέα και μέσα στη μπανιέρα είχε υδρομασάζ.
- Και από τιμές;
- Γάμησέ τα! (βλ. παρακάτω)
Εκφράσεις:
Got a better definition? Add it!
Και κωλοφεράτζα. Τροπικό επίρρημα που συντάσσεται με ρήματα κίνησης (πάω, φέρνω κλπ.) και υποδηλώνει τη συντριπτική υπεροχή δια της βίας έναντι του άλλου.
- Τι έγινε ρε μπήχτη; Πλακώθηκες με το Μίμη στο Σύνταγμα;
- Ναι τον πούστη! Αλλά τον πήγα κωλοφεράντζα μέχρι το Μοναστηράκι για να στανιάρει.
Got a better definition? Add it!
Τροπικό επίρρημα που προέρχεται από το ρήμα πετάω κατά το παρεμφερές τροχάδην και σημαίνει την τάχιστη εκτέλεση εργασιών ή την κίνηση προς έναν προορισμό με τη μέγιστη δυνατή ταχύτητα.
Απαντάται στο στρατό όπου οι τρεις βαθμοί κίνησης του στρατιώτη είναι:
- Δεν είσαι ζωηρός στρατιώτη. Πετάδην είπαμε αγόρι μου!
- Αδύνατον. Έχω βγει ελεύθερος πτήσεων κύριε Λοχαγέ.
Got a better definition? Add it!
Γιαννιώτικη διάλεκτος.
Got a better definition? Add it!
Το εδωχάμου είναι το εδώ. Στην Καλαμάτα το λένε συχνά, όπως και το εφτού ή εφτουχάμου, δηλ. εκεί.
Αντί να πεις «τι μας λες τώρα;», λες «τι είναι αυτά που λες εδωχάμου;».
Got a better definition? Add it!
Χρονικό επίρρημα το οποίο χρησιμοποιείται συνήθως ως μονολεκτική και αποστομωτική αρνητική απάντηση σε εντολές. Η προέλευσή του εντοπίζεται στον Ελληνικό Στρατό. Μια παραλαγή: «παλιά στο Τέξας».
- Πσστ, έλα 'δω που σε θέλω λίγο...
- Παλιά...
Got a better definition? Add it!