Further tags

  1. Ο τρελάρας.
  2. Ο ηλίθιος.
  3. Σε επιρρηματική χρήση (οπότε και προφέρεται μακρόσυρτα): τέλεια, γαμάτα, και γαμώ.
  1. - Της είπα ότι τά 'χω με άλλες δύο παράλληλα.
    - Έλα ρε όργιο! Και πώς το πήρε;

  2. - Τι λες ρε όργιο; Χάνεις λάδια;

  3. - Και πώς περάσατε;
    - όοοργιο!

(από ironick, 23/05/09)

Σχετικά: θέατρο

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Είναι συνδυασμός του μετά και του αργότερα...

- Θα έρθεις τώρα;
- Όχι. Θα έρθω μετότερα....

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Μέσα! Με τρέλα! Απολύτως, εντελώς!

  1. - Λέω να πάρω τα κορίτσια να πάμε για κάνα ποτό, είσαι μέσα;
    - Για πλάκα! Το ρώτας;

  2. - Τριανταφυλλίδης είπες; Πόντιος είσαι;
    - Ναι ρε, για πλάκα!

Βεβαιωτικά επιρρήματα και φράσεις: αβλεπί, αεράτα, άκοπα, ανοιχτά, για πλάκα, γκαραντί, εύκολα, κανονικά, σβηστά, στάνταρ, χαλαρά.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Ποσοτικό επίρρημα που χρησιμοποιείται στον λόγο για έμφαση. Συνώνυμο του εντελώς.

  1. Ρ' εσύ, χθες έγινες λιάρδα μιλάμε απ' τα ξίδια, πρώτη φορά σε βλέπω έτσι. — Άσε, κανονικά... Αφού ειχα να πιώ μήνες ρε.

  2. Μαλάκα, δύο πήγε. Έχουμε φύγει; — Κανονικά.

  3. Της την είχε σπάσει τόσο πολύ, που παίρνει ρ' εσείς το μπόλ με το πάντς και του το αδειάζει κανονικά στο κεφάλι. Τον έκανε τελείως ρόμπα.

Βεβαιωτικά επιρρήματα και φράσεις: αβλεπί, αεράτα, άκοπα, ανοιχτά, για πλάκα, γκαραντί, εύκολα, κανονικά, σβηστά, στάνταρ, χαλαρά.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Ένα από τα αρχαιότερα ρήματα της ελληνικής γλώσσας (γαμέω-γαμώ). Αρχικά σήμαινε νυμφεύομαι και δεν ήταν «πρόστυχη» λέξη. Σταδιακά πήρε τη σημερινή σημασία κάνω σεξ. Το ρήμα όμως έχει πολλές σημασίες σήμερα, είτε στην ενεργητική ή στην παθητική του μορφή. Επίσης χρησιμοποείται και ως επίρρημα ή αποτελεί αφορμή για πάμπολλες υβριστικές ή μη εκφράσεις.

Ενεργητικό
1. κάνω σεξ
2. έχω μεγάλη επιτυχία
3. νικώ

Παθητικό
1. κουράζομαι, ταλαιπωριέμαι
2. είμαι απαράδεκτος

Επίρρημα:
γαμάω, γαμώ, είμαι γαμάω, είμαι γαμώ, συνήθως στην απρόσωπη μορφή) τέλεια, καταπληκτικά. Τα δύο τελευταία είναι και επίθετα, ανάλογα με τη χρήση.

Εκφράσεις:
βλ. τα παραδείγματα

Ενεργητικό

  1. -Χαρούμενος ο Τέλης σήμερα...
    -Εμ βέβαια, αφού επιτέλους γάμησε την Κατερίνα μετά από μήνες πολιορκίας!
    Συνώνυμα: πηδάω, κανονίζω, καβαλάω, αυτώνω, απ' αυτώνω, ξεσκίζω (γαμώ με άγριο τρόπο), κουτουπώνω, κά.

  2. - Καλά ε, αυτό το κούρεμα γαμάει! (Συνώνυμα: σκίζει, φυσάει)

  3. - Ποιος νίκησε χθες στο σκραμπλ;
    - Η Αλίκη. Όχι απλώς μας νίκησε, μας γάμησε!
    (Συνώνυμα: σκίζω, ξεσκίζω)

Παθητικό

  1. - Σήμερα γαμήθηκα στη δουλειά και το μόνο που θέλω είναι να πέσω για ύπνο και να ξεραθώ κανα δωδεκάωρο μπας και συνέλθω
  1. - Πάμε για ένα ποτό;
    - Μπααα...
    - Εεεεε πια! Γαμιέσαι ρε μαλάκα, πάλι θα μείνεις σπίτι;
    - Γάμησέ μας τώρα (βλ. παρακάτω), άλλη φορά...

Επίρρημα:

- Το ξενοδοχείο όπου πήγαμε είναι πολύ γαμάω, μαλάκα μου. Είχε καταπληκτική θέα και μέσα στη μπανιέρα είχε υδρομασάζ.
- Και από τιμές;
- Γάμησέ τα! (βλ. παρακάτω)

Εκφράσεις:

  • γάμησέ τα (κι άφησέ τα): άσ' τα να πάνε
  • είμαι γαμώ τα παιδιά: είμαι τέλειος
  • γαμιέται ο Δίας: πάνε όλα χάλια (Χθες γαμήθηκε ο Δίας: έριξε μια νεροποντή και πνιγήκαμε στη λάσπη)
  • γαμάω και δέρνω: είμαι πολύ τέλειος
  • γαμώ το > γαμώτο: κρίμα
  • γαμώ το κέρατό μου, το ξεσταύρι μου, το φελέκι μου, τα πρέκια, τον Δία τον πούστη, τον Χριστό μου, την κοινωνία μου, το σόι μου, κ.λπ.
  • δε γαμιέται: δε βαριέσαι
  • μη γαμήσω...: μην πω καμιά κουβέντα..., μη χέσω, τι λες μωρέ, κλπ
  • γάμησέ μας: άσε μας ήσυχους
  • άει γαμήσου: άει πνίξου, άει χέσου, άει χάσου, κλπ

(από ironick, 10/10/10)

Δες και γαμιέμαι, γαμώ, ο γαμάω, πηδάω.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Και κωλοφεράτζα. Τροπικό επίρρημα που συντάσσεται με ρήματα κίνησης (πάω, φέρνω κλπ.) και υποδηλώνει τη συντριπτική υπεροχή δια της βίας έναντι του άλλου.

- Τι έγινε ρε μπήχτη; Πλακώθηκες με το Μίμη στο Σύνταγμα;
- Ναι τον πούστη! Αλλά τον πήγα κωλοφεράντζα μέχρι το Μοναστηράκι για να στανιάρει.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Τροπικό επίρρημα που προέρχεται από το ρήμα πετάω κατά το παρεμφερές τροχάδην και σημαίνει την τάχιστη εκτέλεση εργασιών ή την κίνηση προς έναν προορισμό με τη μέγιστη δυνατή ταχύτητα.

Απαντάται στο στρατό όπου οι τρεις βαθμοί κίνησης του στρατιώτη είναι:

  1. Περπατάμε (απαράδεκτος)
  2. Τρέχουμε (ανεκτός)
  3. Πετάμε (κομάντο άγρια χήνα)

- Δεν είσαι ζωηρός στρατιώτη. Πετάδην είπαμε αγόρι μου!
- Αδύνατον. Έχω βγει ελεύθερος πτήσεων κύριε Λοχαγέ.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Τσάμπα, κούτρα.

Όπου μπέχο... τρέχω κι αντέχω!

Γιαννιώτικη διάλεκτος.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Το εδωχάμου είναι το εδώ. Στην Καλαμάτα το λένε συχνά, όπως και το εφτού ή εφτουχάμου, δηλ. εκεί.

Αντί να πεις «τι μας λες τώρα;», λες «τι είναι αυτά που λες εδωχάμου;».

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Χρονικό επίρρημα το οποίο χρησιμοποιείται συνήθως ως μονολεκτική και αποστομωτική αρνητική απάντηση σε εντολές. Η προέλευσή του εντοπίζεται στον Ελληνικό Στρατό. Μια παραλαγή: «παλιά στο Τέξας».

- Πσστ, έλα 'δω που σε θέλω λίγο...
- Παλιά...

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified