Further tags

Ο μη έχων τρίχες επί των οπισθίων του.

Προέρχεται από τις λέξεις μαδαρός (γυμνός) και κώλος (οπίσθια).

Η θηλυκή εκδοχή του είναι η μαδαροκώλα.

Ούτε με κερί να τις είχε βγάλει παιδί μου σου λέω... Μαδαρόκωλος εντελώς... Αλλά μου άρεσε, δε μπορώ να πω...

(από GATZMAN, 19/06/13)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Οι τρίχες απ' τα κάκαλα, των όρχεων. Ποντιακή διάλεκτος.
Κοινώς μπούρδες, μαλακίες, παπαριές.

- Υπομονή, η ανάπτυξη θα 'ρθει το 2013.
- Κακαλί μαλλία, πούτσες, ούτε το 2023 δε θα 'ρθει!

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Ο κώλος γκόμενας που αποτελεί ποίημα πάντα κατά τις προσωπικές προτιμήσεις του καθενός. Άλλοι τον προτιμούνε τουρλωτό, άλλοι σφιχτό, οπότε εξυπακούεται το θέμα. Κυρίως όμως η έκφραση αναφέρεται στους ελαφρώς τουρλωτούς και ταυτόχρονα σφιχτούς κώλους, χωρίς κυτταρίτιδες, ραγάδες και τα συναφή.

Θυμάσαι ρε τη Μόνικα Μπελούτσ; Είχε μια κωλάρα στα νιάτα της... κι ακόμα κρατάει σκέψου.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Είδος εγχώριας οπισθοβαρούς μουνίδας που (όπως και η στάμνα) πλαταίνει στην μέση.

Περιλαμβάνει ευρύτατο φάσμα μούνων, από την πα-μαλ κωλαρού της οικογένειας κοντούλα μέχρι και την ειδεχθή αχλαδομουνοπατσαβούρα.

Βλ. επίσης: αχλαδομούνα, αχλάδω, μπομπιστάμνα, μποχλάδω, μπουρέκλα,

1. - Τώρα αν πω ότι και στις γυναίκες αρέσουν οι καμπύλες, θα ακουστεί περίεργο; :roll:
- ειδικα κατι σταμνοκωλες τις αγαπανε πολυ τις καμπυλες τους

2. Πορωτικές λεξούλες: κατές, σταμνοκώλα, ταμτιριριρί, μπαζολία.

(από σφυρίζων, 12/03/13)nice ass (από perketis, 12/03/13)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Φράση ειρωνείας υπερθετικού βαθμού, αναφερόμενη στην σωματική δύναμη ή/και στη αγριότητα / επιθετικότητα κάποιου. Ενίοτε χρησιμοποιείται για να χαρακτηρίσει άτομα τα οποία, εάν και έχουν μια εξέχουσα σωματοδομή και φυσική δύναμη, ο εγκέφαλός τους δεν ξεπερνά το μέγεθος φασολιού(βλ. και «μιλάς με γρίφους, γέροντα»).

Πηγάζει από την προφανή παράφραση του γνωστού φανταστικού ήρωα με το όνομα, «Κόναν ο Βάρβαρος», ο οποίος έκανε το ντεμπούτο του σε βιβλία στις αρχές του '30.

Ιστορική αναδρομή της παραφράσεως: η παράφραση, αρχικά, έγινε στον τίτλο του ήρωα, που από «βάρβαρος», έγινε «μάρμαρος» ως εύκολη και επιτυχημένη, αφού με την αλλαγή δυο μόνον γραμμάτων, κρατώντας τον ίδιο αριθμό συλλαβών καθώς και την ηχητική ομοιότητα, κατάφερε να μετατρέψει το νόημα της φράσης σε ειρωνική. Κατόπιν, σε δεύτερο χρόνο, εξίσου απλά και επιτυχημένα, έγινε και η αλλαγή του ονόματος από «Κόναν» σε «Σκόναν» με την αλλαγή ενός μόνο γράμματος και κρατώντας τον ίδιο αριθμό συλλαβών. Η μεγάλη επιτυχία ήταν δε, ότι η παράφραση πλέον έλαμψε και νοηματικά, λόγω της γνωστής συνάφειας που υπάρχει μεταξύ μαρμάρου, και της σκόνης αυτού.

  1. - Ρε κοίτα το χλέμπονα πως χαλβαδιάζει το Λιτσάκι, θα τον σκίσω το πούστη!
    - Μα ποιος είσαι δικέ μου, ο Σκόναν ο Μάρμαρος;

  2. «Έρχεται και ο σφίχτης ωσάν τον Σκόναν τον Μάρμαρο να σπρώξει το αμάξι του που έμεινε, αλλά δε κουνιόταν ντιπ. Πού πα ρε Καραμήτρο, λύσε το χειρόφρενο...»

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Ένας από τους καυλύτερους γυναικότυπους, πρόκειται για την γυναίκα της οποίας τα βυζιά επιμένουν να αψηφούν τους νόμους της βαρύτητας και να ξευτιλίζουν τον Νεύτωνα, όντας στητά, σφριγηλά και ανωφερή. Νιάτα και μπερεκέτι!

Η λέξη είναι πολύ παλαιάς κοπής, και εμφανίζεται ήδη σε λογοτεχνικά έργα των αρχών του 20ου αιώνα. Για να κάνουμε μια φιλολογική βραδιά για χάρη της ορθοβύζας, να πούμε ότι σπουδαίοι λογοτέχνες έχουν αποδώσει τον ύψιστο αυτό χαρακτηρισμό σε επικές μορφές του Ελληνισμού και της Ρωμιοσύνης. Ο Νίκος Καζαντζάκης θεωρεί ως ορθοβύζα την ωραία Ελένη, ο Λορέντζος Μαβίλης την λεβεντομάνα Κρήτη (τέτοια έλεγε και τον κάνανε πλατεία), ενώ ως ορθοβύζα φαντάζεται άλλος ποιητής και την μάνα Ελλάδα μας (παράδ. 4). Αλλά δεν περιγράφω άλλο, τον λόγο έχουν οι ποιητές!

  1. Από την «Οδύσσεια» του Νίκου Καζαντζάκη:

Μα πήρε το πικρό παράπονο την κράχτισσα ορθοβύζα·
πώς έτσι, Θε μου, δίχως θλίψη πια την παρατούν, σα να 'χε
κιόλας χαθεί η δριμιά της μυρωδιά που ξάγκριζε τους άντρες·
πεισμάτωσε και σύντριψε με οργή στα ροδοπάλαμά της
το φιλντισένιο κρίνο που έλαμπε στου κόρφου τη ρουφήχτρα. (Δες).

  1. Κρήτη
    Ποίημα του Λορέντζου Μαβίλη (1860-1912)

Σειρήνα πρασινόχρυση, με μάτι
σαν της αγάπης, με λαχτάρας χείλια,
αχτιδομάλλα, ορθοβύζα, με χίλια
μύρια καμάρια και λέπια γεμάτη,

τραγούδι τραγουδάς μες τη ροδάτη
κατάχνια του πελάου, και στην προσήλια
του αγέρος πλατωσιά και στα βασίλεια
της γης πνοή το σέρνει μυρωδάτη :

«Σαν το γάλα της Αίγας Αμαλθείας
θρέφει θεούς και το φιλί μου εμένα.
Ελάτε να χαρείτε μες της θείας

αγκαλιάς μου το σφίξιμο ενωμένα,
πρόσφυγες της Ζωής, δώρα άγια τρία·
θάνατο, αθανασία κ΄ ελευτερία».

Περιοδικό Γράμματα, Τόμος 2, αρ. 13 (1913) (Δες).

  1. Γιάννης Σκαρίμπας, Ο καπετάν Σουρμελής ο Στουραίτης:

«Σαν μιά κολώνα ολόχρυση, ολόρθα βυθισμένη, θάμοιαζε η αναβρική φεγγοβολιά του μες στη θάλασσα.
Κι ανάμεσα του –φάντασμα λευκό νυχτερινό– η Αννίκα η ορθοβύζα.
Θεέ μου !
Άμπουλας σκοτεινός, στιλπνός, τα μαλλιά της, θα χύνονταν –μαύρη νεροσυρμή και κύμα– πα στη μαρμάρινη ασπράδα των δυό ώμων της και γυμνά όπως στ' αγάλματα θα της κρεμόντουσαν τα χέρια, θ' ασπρολογούσαν οι παχουλές φούσκες των δυό μπράτσω της». (Δες).

  1. Κωστας Βαρναλης, Ποιητης-χ.ν.κουβελης
    ΣΤΟΝ ΚΩΣΤΑ ΒΑΡΝΑΛΗ-ΦΑΛΛΙΚΟ
    κι αν ειναι να γιομισει απ'ακρου σ'ακρη
    η χωρα η ελληνικη γονιμους θεους
    το κοτσονατο κριαρι τον φαλλο-ισοκρατη Πριαπο
    το γαιδουρι το βαρβατο.
    Αξιον Εστι η Γεννα!Παναξια!
    η Ορθοβυζα Πλαση μου Ελλαδα (Δες).

  2. Να τη βλέπουν να ταρναρίζη ορθοβύζα τα στήθια, να τρεμουλιάζη τα μαστάρια πλαδαρά· να σιγοκλή ηδονικά, φλογισμένα τα βλέφαρα· (Δες)

  3. Το νου σας όμως, τσιμουδιά, να ’χετε εχεμύθεια
    διότι οι γυναίκες μας δεν είναι κουτορνίθια.
    Και προπαντός η Δέσποινα μην τύχει και το μάθει
    γιατί μετά θα υποστώ του λιναριού τα πάθη.
    Αν μάθει ότι ψάχνομαι για νέα κι ορθοβύζα
    είναι ικανή το ¨επίμαχο¨ να κόψει απ’ τη ρίζα.
    (Λιγότερο διάσημος αλλά επίσης εμπνευσμένος ποιητής εδώ)

Ε, να μην βάλουμε κι ένα μύδι σαν παιδιά κι εμείς... (από Khan, 13/12/12)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Ένας από τους καυλύτερους γυναικότυπους, πρόκειται για την γυναίκα που έχει πεταχτά τουρλωτά οπίσθια που την καθιστούν αντικείμενο του πόθου όταν τουρλοκωλιάζεται.

Ετυμολογείται από τα ρήματα τουρλώνω και τρουλώνω, συγγενή με το τρούλος. Δικαιώνεται, λοιπόν, ετυμολογικώς, ο Gatzman που αποκαλεί τον συγκεκριμένο γυναικότυπο Βασιλική μετά τρούλου. Ετυμολογία του κώλου, πάντως, δεν κάνω.

Ψιλοκυκλοφορεί και ως τουρλόκωλο και ως επίρρημα τουρλόκωλα.

Συνώνυμα: καρπουζοκώλα, ορθοκώλα, μπουζουκοκώλα.
Αντώνυμο: χαμηλοκώλα.

  1. Εγω δεν ειμαι ρατσιστης. Μου αρεσε πολυ η τουρλοκωλα Ουκρανεζα (Γιουροβύζιον 2007).

  2. Να κάνεις την προσευχήσου στην παναγία την τουρλοκωλα που κατάφερες να μπεις σεκιούριτι στο δημόσιο και τρως ένα κομμάτι ψωμί. (Εδώ).

  3. Ως επίρρημα: παντως παιδια γερη κραση εχουμε οι Ελληνες!!!!!και τον μαλακομαγνητη απο οτι φαινεται που θα παει ομως θα ερθει τουρλοκωλα ο ερμης και θα γλυτωσουμε (Εδώ).

Jennifer Lopez, η μάνα για όλες τις τουρλοκώλες! (από Khan, 08/12/12)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Γυναίκα που διαθέτει ευμεγέθη και παράλληλα στρογγυλό κώλο. Να μην συγχέεται με την κάθε τυχάρπαστη χοντροκώλα, καθώς στην περίπτωση της καρπουζοκώλας, οι γλουτοί είναι σφιχτοί και σφαιρικοί, αυτό που λέμε τριζάτοι. Είναι αισθητικό το θέμα.

Δεν αρνούμαστε και στους εκπροσώπους του αρσενικού φύλου, το προνόμιο να χαρακτηρίζονται καρπουζοκώληδες.

1. Στον 1ο κυκλο εχει φαρδια περιφερεια και ειναι λιγο καρπουζοκώλα,την οποια οι ενδυματολογοι την κρυβουν ωραια με μπλουζες φορεματα ...

2. Τρελή καρπουζοκώλα ... 5 αστέρων! Γιατι έτσι μας αρέσουν ...

(από Khan, 28/11/12)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Λίγο πιο δόκιμα είναι η μάνα κατά την περίοδο όπου βυζαίνει το μωρό της. Κατ' επέκταση όμως είναι κάθε βυζαρού, η οποία μας ξυπνάει την επιθυμία να γίνει μιλφομάνα μας.

Όπως άλλωστε λέει και το ανέκδοτο:
- Τι κοινό έχουν τα ηλεκτρικά τραινάκια και το γυναικείο στήθος;
- ;
- Και τα δύο είναι φτιαγμένα για παιδιά, αλλά τελικά παίζουν με αυτά μεγάλοι.

  1. Σεβομαι τα φετιχ και τις επιθυμιες σου ,αλλα θεωρω οτι οταν καποιος κοιταζει/ποθει σεξουαλικα μια βυζομανα ειναι «αρρωστημενο» ! Σορυ . (Από το Πουτσοπόλιταν).

  2. Η βυζομανα Geri Halliwell σε κοτερο. (Από σάιτ για ενήλικες).

  3. ρε η δικηγορος η βυζομανα που ειναι μηπως ζωοδοχου πηγης; καμια αλλη να τρεξουμε; (Από θρεντ «Βυζοπούλες γειτόνισσες» γνωστού μπουρδελοσάι).

Η μάνα των βυζομανάδων. (από Khan, 28/10/12)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

  1. Αυτός που έχει άσπρο κώλο. Για την ακρίβεια, όχι αυτός που έχει κάνει λεύκανση πρωκτού, αλλά αυτός που διαθέτει άσπρα γαλακτερά κωλομάγουλα. Έχει δύο χρήσεις περαιτέρω:

α) Σημαίνει τον φλώρο, που δεν εκτίθεται στον ήλιο και κατ' επέκταση στους κινδύνους, στην εργασία κτλ., ούτε και κάνει ένα ψωλάριουμ βρε αδερφέ! Από τους ομηρικούς χρόνους, η πολύ ασπρουδερή επιδερμίδα θεωρείτο κακή για τον άνδρα, αφού αυτός έπρεπε να είναι ψημένος στην ζωή.

β) Συναφώς, αποτελεί (αντίστροφη) ρατσιστική έκφραση για τον ανήκοντα στην λευκή φυλή, σαν το χλωμό πρόσωπο ένα πράμα. Δηλαδή ο λευκός και δη ο βόρειος (λ.χ. Γερμανός, Άγγλος, Σκανδιναβός, Αμερικανός, Καναδός, αλλά και Αυστραλός) δεν μπορεί παρά να είναι φλωρεντζέτουλας ή στην καλύτερη ξεπλένω. Ο ασπρόκωλος είναι συνήθως και κρυόκωλος, το ίδιο κάνει. Το αυτό και οι κυρίες τους.

  1. Στην ζωολογία, ασπρόκωλος είναι είδος αετού με άσπρα νώτα, που έχει και ωραίο καθαρευουσιάνικο όνομα λεγόμενος πύγαργος (< πυγή + αργός = λαμπρός, όπως στο άργυρος κ.ο.κ.). Επίσης, και άλλα πτηνά, όπως το είδος Οenanthe & Oenanthe hispanica ονομάζονται έτσι ή και στο θηλυκό, ασπροκώλα, λόγω λευκών φτερών γύρω από την έδρα τους.

  2. Ομοίως, στην βοτανική, είναι είδος άγριου φυτού με λευκή ρίζα.

  3. Στα καλιαρντά, Ασπρόκωλη είναι η Ακρόπολη των Αθηνών. Όπως παρατηρεί ο Ηλίας Πετρόπουλος (Τα Καλιαρντά, 1971), πρόκειται για λέξη- παρωδία με ίσο αριθμό συλλαβών, ίδια φωνήεντα, και ολόιδια κατάληξη, η οποία δίνει και το υπόλευκο χρώμα των κιόνων. Συνώνυμο: Τουριστόφακα.

  1. αντε να κανεις κανα σολαριουμ ασπροκωλη,οσοι δουλευουνε στη ζωη τους τους κατατρωει ο ηλιος,γι 'αυτο ειναι ετσι. (Εδώ).

  2. α) ο γυφτος μπορει να με λεει «μπαλαμε» αλλα εγω οχι «ρε γυφτο» γιατι ειναι ρατσισμος
    ο μαυρος μπορει να με λεει «ασπρουλη» και «ασπροκωλη» εγω οχι «αραπη» γιατι ειναι ρατσισμος
    ο εβραιος μπορει να με λεει «γκωϊμ» δηλαδη «βρωμοζωο» αλλα εγω οχι «γαμψομυτη» γιατι ειναι ρατσισμος (Το παράπονο ενός ρατσιστή (εδώ)

β) Χιλιες φορες προτιμω σε μια χωρα του Τριτου Κοσμου ένα τέτοιο σοσιαλιστικό ολοκληρωτικό καθεστως-σαν αυτό της Κουβας,παρα ενα «ελευθερο» και «δημοκρατικό» σαν των περίχωρων του Ρίο ή της Ταυλανδης,όπου θα έστελνα την κόρη μου να γαμιέται με τον ασπροκωλη Αγγλο κοιλαρά για να ταίσει τον άνεργο και κακομοίρη πατέρα της!!! (Εδώ).

γ) νομοτυπα το αγορασε το σπιτι η ασπροκωλη. ετσι, «νομοτυπα» γινονται οι συναλαγες στην περηφανη ελλαδα.
στους ασπροκωλους του βορρα μπορουμε να καταλογισουμε πολλα.
ομως παρομοιες πρακτικες τους ειναι αγνωστες, για αυτο και οι οικονομιες τους πανε καλυτερα απο τη δικη μας. (Εδώ).

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified