Υπερβολική κατανάλωση αλκοόλ.
Συντόμευση της καβάντζας, βλ. καβάντζα.
Μωρό μου έχω πιει μια κάβα, μόνο εσύ λείπεις.
- Με τη Γιάννα τι έγινε τελικά;
- Τίποτα, την έχω για κάβα τώρα.
Υπερβολική κατανάλωση αλκοόλ.
Συντόμευση της καβάντζας, βλ. καβάντζα.
Μωρό μου έχω πιει μια κάβα, μόνο εσύ λείπεις.
- Με τη Γιάννα τι έγινε τελικά;
- Τίποτα, την έχω για κάβα τώρα.
Got a better definition? Add it!
Χαρακτηρισμός για άτομο που μετά από υπερβολική κατανάλωση αλκοολούχων ποτών έχει οδηγηθεί σε μέθη.
Χαρακτηρισμός για άτομο που κλαίει για τη γκόμενα που έχασε.
Χελώνα αφού επιχείρησε να περάσει την εθνική οδό.
Κοίτα τον! Πάλι λιώμα είναι!
Τον καημένο τον Μάκη! Από τότε που τον άφησε η Μαρία έχει γίνει λιώμα!
Μπαμπά κοίτα την χελώνα! Είναι λιώμα μετά τη εμπειρία με το φορτηγό του θείου Λάκη!
Δες και λιάρδα, κωλίδι, κόκαλο, κόκκαλο, πίτα.
Got a better definition? Add it!
Published
Last modified
Συνοδεία του, καβάλα σε καναπέδες, έχουν γράψει ιστορία πολλές παρέες, συχνότατα μπροστά σε τηλεοπτικές οθόνες όπου λαμβάνουν χώρα ποδοσφαιρικά κι άλλα πρωταθλήματα, διαγωνισμοί της Eurovision, εκλογικά αποτελέσματα, εγκληματικά αποκτημένες ταινίες αλλά κι όποτε άλλοτε κάτι φέρνει πιο κοντά.
Βολικό· δεν χρειάζεται να πλυθεί σχεδόν τίποτε μετά, αφού «η κότα, η πίτσα κι η γυναίκα θέλουν χέρι», συχνά ρεφενέ, με χρόνο προετοιμασίας ένα τηλέφωνο κι ένα μισάωρο, έχει μεν σχεδόν αντικαταστήσει πλήρως τον κοντινότερο στην παράδοση συνδυασμό ούζου – μεζέ, αλλά δίνει δουλειά σε πολλούς πιτσαδόρους που νιώθουν κάτω από παντελόνι και ..σκελέα πως το δίπλωμα δίτροχου είναι, φευ, αποδοτικότερο του μεταπτυχιακού.
Αν και δύναται να προσφέρει τεράστια γευστική ποικιλία ανάλογα με τα γούστα, σαφώς ο συνδυασμός χορτοφαγική με μοναστηριακή υπολείπεται τραγικά τού απ’ όλα με οποιαδήποτε ξανθιά.
Για την ώρα ελάχιστοι έχουν προβληματιστεί αν το περιεχόμενο λουκάνικο παλιά χλιμίντριζε.
Με μόνο σκοπό την πληρότητα ενός πικάντικου menu, να πληροφορήσω πως η αβέβαιη ετυμολογία της ιταλικής «pizza» από το ελληνικό «πίττα» έχει πολλά ερείσματα, ενώ η «μπύρα» μας ήρθε από το βενετσιάνικο «bira» κι αυτό απ’ το γερμανικό «Bier».
Σαφώς σπανιότερα σερβίρεται και το «πιτσόμπιρο».
1. Πώς σας αρέσει να παίρνετε μάτι τον Θρύλο; Άλλοι με πιτσόμπυρο, άλλοι με βουντού και μόνοι, άλλοι με παρέα γένους θηλυκού να τους σπάει τα παπάρια με το οφσάιντ, άλλοι να ασφαλίζουν το σπίτι κα να αυτοσυγκεντρώνονται...
2.
Για να καταλάβεις μαντάμ ΑΚΡΙΒΩΣ τι πιστεύει για τη μόδα ο οπαδός, κάνε αυτό το πείραμα. Κουραστική μέρα στη δουλειά τέλος και γυρνάει το αρρωστάκι σπίτι το βράδυ. Παραγγέλνει τηλεφωνικά το πιτσόμπυρο, βάζει τα πόδια πάνω στο τραπεζάκι του σαλονιού και βλέπει με το στόμα ανοιχτό το παιχνίδι μπάσκετ της ομαδάρας του. Εσύ περνάς μια, δυο, τρεις φορές μπροστά απ την τηλεόραση και στο τέλος κάθεσαι μπροστά της (κόβοντας τον Μπατίστ στο κάρφωμα) και του λες:
“Κοίτα αγάπη, αγόρασα αυτό το τζιν σήμερα στις εκπτώσεις. Απ τη «γραμμή» του μπορείς να καταλάβεις ότι είναι ARMANI;”
Σου κόβω στοίχημα μαντάμ, ότι θα στο σκίσει το ΑRΜΑΝΙ ο ΠΑΝΑΘΑΣ
3. Pro evolution πρωταθληματάκια με πιτσόμπιρο από 8 βράδυ μέχρι 8 το πρωί!! α, και το Ninja Gaiden στο χρονόμετρο του παιχνιδιού έχει γράψει 62 ώρες αλλά για να βγάλεις τα bosses σου έβγαινε η ψυχή . οπότε υπολογίζω να μου έχει φάει περίπου 90-100 ώρες καθαρού gaming.
(Όλα απ’ το δίχτυ)
Got a better definition? Add it!
Published
Last modified
Πρόκειται περὶ τοῦ συντηρητικοῦ meta-bi-sulfite (ἕνας δισουλφίτης), ποὺ χρησιμοποιεῖται στὴν οἰνοποιία, ὡς ἀνασταλτικὸ τῆς ὀξικῆς ζυμώσεως (σὲ ἁπλᾶ ἑλληνέζικα, γιὰ νὰ μὴ ξυδιάζῃ ὁ μοῦστος).
Τὸ ἔτυμον εἶναι προφανές· ἡ διαδικασία παραγωγῆς τῆς λέξεως δὲν ἀκολουθεῖ στάδια, ἀλλὰ γίνεται διὰ μιᾶς, ὡς μπερδεψοπαρετυμολόγησις ἐκ μέρους τῶν ἁπλῶν χρηστῶν τῆς οὐσίας, τὴν ὁποίαν τοὺς δίνει μαζὶ μὲ ἄλλα μαντζούνια ὁ κρασοχημικὸς (καὶ καλὰ οἰνολόγος...) σὲ ἕνα σακκουλάκι γιὰ νὰ τὴ ρίξουν στὸ βαρέλι, καὶ αὐτοὶ δὲν πολυσκοτίζονται νὰ καταλάβουν οὔτε πῶς ἀκριβῶς λέγεται, οὔτε τί ἀκριβῶς κάνει αὐτὸ τὸ σατανικὸ δηλητήριο.
Ἐκφέρεται κυρίως ὡς οὐδέτερο, τὸ μπολσεβίκο, τὸ ἔχω ὅμως ἀκούσει καὶ ὡς ἀρσενικό, ἀπὸ διάφορα (πρώην) κουμμούνια, ποὺ κάτι τοὺς θυμίζει, τελείως ἄσχετο ὅμως.
Κάποιοι ἄλλοι χρῆστες προλαβαίνουν νὰ συγκρατήσουν τὶς πρῶτες συλλαβὲς σωστά, καὶ τὸ λένε μεταμπί.
Τὸ λῆμμαν ἀφιεροῦται στὴν σλάγκαρχο ironick.
(Ψάχνεται νὰ βρῇ κρασὶ χωρὶς μεταμπισουλφίτ, διότι ὁ γιατρὸς τῆς εἶπε ὅτι τὴ βλάπτει):
_Θὰ ρωτήσω τὸ θεῖο μου ἂν βάζῃ μπολσεβίκο στὸ κρασί.
Got a better definition? Add it!
Ήδη χρησιμοποιείται στο slang.gr με την έννοια του μεγάλος - μέγας.
Ασφαλώς και είναι είδος φυσιγγιοθήκης για περίστροφα μ' αποτέλεσμα οι μη σχετικοί να εννοούμε πλέον το περίστροφο κι όχι την φυσιγγιοθήκη.
Ήταν και πετυχημένη τηλεοπτική σειρά με τον Tom Selleck.
Αλλά χάρη στον Χάρρυ Κλυν απέκτησε και την έννοια:
Η ατάκα του νονού Χάρρυ Κλυν «Άσ' το μάγκνουμ, βρε παιδάκι μου!!» όσο χαμουρεύονται με τη δικιά του, έχει γράψει ιστορία.
Got a better definition? Add it!
Published
Last modified
Κλέφτης ή κλεφτής αποκαλείται είδος αυτοσχέδιου αποστακτήριου στην ψειρού.
Η μαγκαϊβεριά αυτή αποτελείται από αντίσταση ηλεκτρικού ρεύματος που βράζει φρούτα μέσα σε ένα τσίγκινο κουβά με νερό μέχρι να δέσει το τσίπουρο-μπόμπα των φυλακόβιων.
Η διαδικασία είναι ιδιαίτερα επικίνδυνη και πολλοί χειριστές κλέφτη (οι επονομαζομένοι και τσιπουράδες) τα έχουν κακαρώσει εν ώρα εργασίας (βλ. ρεπορτάζ).
- Στις φυλακές Κορυδαλλού -και όχι μόνον, αφού τα οινοπνευματώδη ως γνωστόν απαγορεύονται- με τον επονομαζόμενο «ΚΛΕΦΤΗ» γίνεται το ναρκωτικό των φτωχών, που είναι ένα είδος αυτοσχέδιου τσίπουρου ή κρασιού. (εδώ)
- κλέφτης: το αποστακτήριο όπου φτιάχνουν τσίπουρο.
(Το γλωσσάρι πίσω από τα σίδερα της φυλακής)
Got a better definition? Add it!
Άνθρωπος ζαλισμένος ή μεθυσμένος από την κατανάλωση αλκοόλ ή την χρήση ελαφρών ναρκωτικών. Αφορά όμως κυρίως στη χρήση του ναργιλέ.
Πώπω αδερφέ μου! Εχτές στον τεκέ του Τάσου γίναμε όλοι μανουάλια απ' το μπάφο.
Δες και λιάρδα.
Got a better definition? Add it!
(Κυριολεκτικά:) Κουνούπι που ζει και πεθαίνει γύρω από την κάνουλα του κρασοβάρελου.
Got a better definition? Add it!
Κλασσική λέξη της σχολής Χρόνη Μίσσιου. Είναι το μισό τσιγάρο που φουμάρουν οι χαρμάνηδες φυλακωμένοι για να πάνε τα φαρμάκια κάτω. Το τσιγάρο είναι μισό, είτε γιατί ήταν αποτσίγαρο που το μαζέψανε από κάτω (γόπα), είτε γιατί ο μαγκίτης κάτοχός του το έκοψε μόνος του στα δύο για να το μοιραστεί με τον ατσίγαρο συγκρατούμενό του ή για να φυλάξει το υπόλοιπο για αργότερα. Όταν το τσιγάρο ήταν λιγότερο και από μισό, το λέγανε «τριτάκι».
Το μισό κιλό κρασί, που παραγγέλνεις σε ταβέρνα.
Επίσης δηλώνει κάθε τι το ατελές, το μισό, το λίγο, το σκάρτο, το μπασμένο και το ανολοκλήρωτο. Βλ. και μισοριξιά, μισοχυσιά
Συνειρμική ασίστ: ο Πονηρόσκυλος και τα στούκας του.
Έφαγα και εκεί που παιδευόμουνα με την τιριτόμπα να ανάψω ένα μισαδάκι, να σου πάλι οι σιδεριές. Κρύβω τα σύνεργα και πιάνω φινιστρίνι.
(Χρόνης Μίσσιος).
Μια από αυτές τις νύχτες και μετά από αρκετά μισαδάκια, εγώ ο Ματθαίος και ο Μανόλης ξεκινήσαμε για τα σπίτια μας, αφήνοντας τον καφετζή να μαζέψει τα τελευταία ποτήρια από το τραπέζι.
Μετά από αρκετή σκέψη και κουβέντα με αρκετούς καταξιωμένους συναδέλφους αποφάσισα να φτιάξω μερικά μικρά πατώματα που τα λέω μισαδάκια ... Όπως έχω ξαναγράψει σταμάτησα να κάνω μόρσα (δόντια) εδώ και καιρό φτιάχνω μόνο πατώματα με πατούρες κόλλα πολιουρεθάνης και βίδες για γρηγορότερα. Μου στοίχισαν 2,40€ το μισαδάκι (χωρίς τελάρα, κόλλα, και βίδες). Πιστεύω να δουλέψουν τα μελισσάκια την Άνοιξη και να τα γεμίσουν γρήγορα. (από μελισσοκομικό σάιτ !!!).
Aνοιξα τη θήκη για τα κέρματα του πορτοφολιού μου και την έψαξα νευρικά. Το μισαδάκι lexotanil που βρήκα μέσα, ήταν μια ανακούφιση. Το κατάπια με το σάλιο, ιδεολογικά δεν αγοράζω νερό από περίπτερο – παλιά οι κεντρικοί δρόμοι είχαν ψύκτες. (από το μπλογκ του Μ. Φάις)
Και στην πιάτσα των προπονητών ο μόνος που επέμενε για το τεράστιο ταλέντο του Καστίγιο ήταν ο Νίκος Αλέφαντος. Ήταν ο μόνος που τον στήριξε μέσα στον Ολυμπιακό στις δύσκολες στιγμές του. Και όταν πέρυσι χίμηξαν όλοι πάνω του για να τον φάνε και οι εφημερίδες τον αποκαλούσαν «μπαρμπαδάκι και μισαδάκι» και ότι είναι τσαρλατάνος σαν ποδοσφαιριστής, ο Γεωργίου βγήκε και έγραψε φόρα παρτίδα, ότι ο Καστίγιο είναι ο Μέσι της Ελλάδας. (από το καφενείο των φιλάθλων)
βλ. και σλανγκιές διαφημιστών
Got a better definition? Add it!
(ουσ.)
[πορδή + σαμπάνια]
Ένα είδος αφόδευσης κατά την οποία τα κόπρανα αποβάλλονται σε υγρή μορφή και με έντονη ορμή συνοδευόμενα από μεγάλες δόσεις αερίων. Έχει σαν αποτέλεσμα τα κόπρανα να διασκορπίζονται σε όλη την περιφέρεια της λεκάνης.
Ήπια γάλα και καφέ το πρωί και μόλις κάπνισα έτρεξα στην τουαλέτα οπου ακολούθησε τρελλή πορδοσαμπάνια
Got a better definition? Add it!
Published
Last modified