Ο τάδε, ο δείνα, ο άγνωστος, ο οποιοσδήποτε, ο δενξερωγώ... Συνήθως ειρωνικά.

- Και ποιος λες να τα έχει τώρα με την Τιτίκα;
- Ο Φούφουτος... Πού θες να ξέρω;

- Τοκ τοκ
- Ποιος είναι παρακαλώ;
- Ο Φούφουτος... Τι ποιος είναι ρε μαλάκα; Έφερα τα σουβλάκια...

- Αλήθεια σου λέω, δεν της το είπα εγώ!
- Ποιος τότε; Ο Φούφουτος;

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Ο Φούφουτος είναι η εμφατικά προσωποποιημένη μορφή ενός ανύπαρκτου ή άγνωστου χαρακτήρα (= ο κανένας, κάποιος).

Χρησιμοποιείται για να δηλώσει τον: «Ο κανένας ή ο τάδε, ο δείνα, ο άγνωστος, ο οποιοσδήποτε», ο «δεν ξέρω 'γω». Συνήθως ειρωνικά ή περιπαιχτικά.

  1. (κύρια χρήση)
    - Τοκ τοκ
    - Ποιος είναι παρακαλώ;
    - Ο Φούφουτος... Τι ποιος είναι (εγώ είμαι!), ρε μαλάκα; Έφερα τα σουβλάκια...

2.- Αλήθεια σου λέω, δεν της το είπα εγώ!
- Ποιος τότε; Ο Φούφουτος; Εννοεί: «Ο κανένας της το είπε; Σίγουρα (κατ’ εμέ) εσύ το είπες!»

  1. - Και ποιος λες να τα έχει τώρα με την Τιτίκα;
    - Ο Φούφουτος... Πού θες να ξέρω; (= τα έχει με κάποιον ή κανέναν, δεν με ενδιαφέρει / δεν ασχολούμαι).

  2. Όταν κάποιος ακούει ήχο ή κουδούνισμα, αλλά και στις δύο περιπτώσεις δεν υπάρχει ανθρώπινη επαφή / επιβεβαίωση / επικοινωνία (ανεξαρτήτως αν ήταν ανθρωπογενής ή τυχαία η πηγή του ήχου), τότε:
    - Άκουσα θόρυβο στην πόρτα / χτύπησε το τηλέφωνο, πήγαινε να δεις ποιος είναι!
    Πάει ο άλλος και δεν βρίσκει άνθρωπο, ή στο τηλέφωνο δεν απαντήσανε. Τότε λέει: - Ο Φούφουτος ήταν (=κανένας).

  3. Όταν ένας άνθρωπος δεν επιθυμεί να λάβει μέρος σε κάτι, λέει:
    - Θωμά, θα έρθεις το βράδυ στη συγκέντρωση; - Θα έρθει ο Φούφουτος! (=δεν θα πάει ο Θωμάς, κάτι δεν του αρέσει...).

  4. Η ιστορία με τον Οδυσσέα και τον Πολύφημο, όπου ο Οδυσσέας ονοματίζει τον εαυτό του ως Κανένας, δείχνει πόσο μακριά πίσω στο χρόνο πάει ο Φούφουτος!

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Φάε αυτά, φάε τα, φά' τα, φατά. Απάντηση στο κλασικό: - σκατά... - φατά.

Πρωτοακούστηκε ίσως σε ελληνική ταινία, δε θυμάμαι ποια.

- Σκατά....!
- Φατά...!!

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Η κλασσική απάντηση όταν μετά από μια εκτενή αφήγηση ενός περιστατικού την οποία ο ακροατής ουσιαστικά δεν ακούει και στο τέλος ρωτάει τον αφηγητή «ε, τί;»

- Με πήρε, που λες, τηλέφωνο και δεν έτρεχε μία που με έστησε χθες το βράδυ. Μα τι ηλίθια που είναι, δεν την αντέχω άλλο! Δεν φτάνει που με έστησε, δεν φτάνει που δεν απαντούσε στο κινητό, μου μιλούσε λες και δεν έτρεχε μία. Τέτοιο αναίσθητο άνθρωπο δεν έχω ξαναδει!
- Ε.. τί;
- Τυρί και ψωμί, ρε! Παπάρα, έ, παπάρα, σου μιλάω δέκα ώρες και σου λέω τον πόνο μου και εσύ το μυαλό σου και μια λίρα.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Ανακεφαλαιώνοντας και συμπληρώνοντας:

Προέρχεται απ’ το βλάχικο čiona που σημαίνει σπουργίτι. (άσχετο: στ’ Αρβανίτικα τσόνι= βρίσκω -παθητική φωνή, τσόνεμ= βρίσκομαι)

Είναι το στρουθιόμορφο πουλί σπίνος - σπίζα η άγαμος - (επίσης πίπιζα και τσουνάς). Ακριβώς επειδή είναι στρουθιόμορφο και λόγω ετυμολογίας, πολλές φορές σημαίνει και το σπουργίτι και γενικότερα ένα οποιοδήποτε πουλάκι.

Καθότι μικρό, χαϊδευτικά «τσόνι μου»: μικρό μου / πουλάκι μου / παιδάκι μου.

Σημαίνει:

  1. Τον έξυπνο και συνετό άνθρωπο, που αποφεύγει τις παγίδες και ξέρει να επιβιώνει. Ειρωνικά, το ντεμέκ τζένιο που σ’ ό,τι μπλέκεται «τα χέζει» / «τα γαμάει τη μάνα» (βλ & 6).

  2. Σε κυνηγετικά σινάφια: μικρό θήραμα χωρίς αξία, που δεν γεμίζει το μάτι, ένα τίποτα.

  3. Η τσουτσούνα (της παιδικής slang) οπότε και το πέος.

  4. Στην Λαρισαίϊκη έκφραση – γείωση «Τρία π’λιά (πουλιά) κι ένα τσόν» σημαίνει ό,τι και τα: «Άσχετο», «άλλ’ αντί άλλων», «από την πόλη έρχομαι και στην κορφή κανέλα», «Τι κάνεις Γιάννη; Κουκιά σπέρνω» στην καλύτερη εκδοχή - και στη χειρότερη: «μιλούνε όλοι, μιλούν κι οι κώλοι» για κάποιον που πετάγεται σαν πούτσα / πορδή εκεί που δεν τον σπέρνουν.

  5. Στην έκφραση: «Μυαλό από τσόνι» σημαίνει ό,τι και το «μυαλό κουκούτσι» κι αναφέρεται σε βλάκες, ουγκ, στόκους δηλώνοντας κάτι που δεν υπάρχει και μοιάζει πολύ με το «Μαλλιά από τσόνια, και γάλα από χελώνες» (βλ σχόλιο του krepsinis στον έτερο ορισμό)

  6. Σε πιο slang χρήσεις μπορεί να σημαίνει (συνήθως υποτιμητικά):
    α) τον σφίχτερμαν / μπρατσαρά (απ’ το μπρατσόνι),
    β) τον μπάτσο (απ’ το μπατσόνι) των ΜΑΤ.

Αναφέρω παραδείγματα όπου γίνεται παιχνίδι με πολλές έννοιες ταυτόχρονα.

  1. - Εγώ λέω μπήκε ένα τσόνι κάτω απ’ τη σέλα ... λίγο πιο πάνω απ’ τη μπαταρία περίπου και κελαηδάει σε κάθε αλλαγή ταχύτητας γιατί γουστάρει τα γκάζια!!! πάντως ειλικρινά... δεν έχω καταλάβει τίποτα γι’ αυτό το θόρυβο... γι’ αυτό δεν μπορώ να δώσω σοβαρότερη απάντηση. Πάντως ψάξε και για το τσόνι, ποτέ δεν ξέρεις!
    - Τι είναι το τσόνι; Εδώ στο χωριό μου δεν τα ξέρουμε αυτά!
    - Χα χα χα!! Από πού είσαι;
    - Ανήκω στην φυλή των δρομιάρηδων. Εμείς δεν έχουμε τέτοια πράγματα. Μόνο γράσο, λάδι και καμένο λάστιχο!
    - Το ξέρεις το τσόνι! Σίγουρα! Είναι αυτό που κελαηδάει ανάμεσα απ’ τα πόδια σου όταν είσαι με κοπέλα! Εκτός αν είσαι απ’ το χωριό Συκιές. (αγορασμένο)

  2. - Κι αν είναι προβοκάτσια που λες, μη την ψάχνεις σε ξένες πρεσβείες! Αν ήταν τέτοια, θα την έστηνε μια χαρά ο Κ..κος, που ψάχνει εναγωνίως διάψευση ότι η ΝΔ του Σαμαρά, τον οποίον έτρεξαν να στηρίξουν τα πρώην τσόνια που τον είχαν προτιμήσει για τους λόγους που περιγράφονται, αρνείται την ανάγκη υπεράσπισης και τον ανένδοτο αγώνα για το όνομα!
    - Όχι ρε φίλε! Τσόνι είμαι! Πάω όπου μπορώ να σταθώ! Κοιτώντας αν μου παρέχουν ενδιαίτημα! Όχι Ξόβεργες! (από εφημερίδα)

  3. – Χτύπησες τίποτα;
    - Μπα!! Ούτε τσόνι, γαμώ την γκαντεμιά μου.

  4. «Μιλώντας ο υφυπουργός άκουσε τον Γ. Τ..κη να τον διακόπτει λέγοντας κάτι άσχετο με την ομιλία. Έτσι, λοιπόν, επιστράτευσε κάτι που λένε στην πατρίδα του για να του «κόψει τον αέρα». «Στη Λάρισα λέμε “τρία πλιά κι ένα τσόνι” κυνηγάνε τον Αντώνη»! (προσαρμοσμένο από το δίχτυ)

  5. – Μωρό μου; Γουστάρεις τις καινούργιες μου γόβες - στιλέτο;
    – Πού θα τις βάλεις μωρή;
    - Στην εκδρομή.
    - Στο Καϊμάκ για σκι; Ε!! ρε!! μυαλό από τσόνι.
    - Κλαψ! Λυγμ!. Κι εγώ που άκουσα ξεσκί.
    - Νταξ!! Μ’ αρέσει ο τρόπος που …ακούς.

  6. α. «…Ο C…la δεν είναι άγνωστος παίχτης αλλά είναι αστείο να αναφέρεται σαν λύση, επειδή είναι τσόνι και ντούκι! Ο τύπος είναι κοκάκιας και μπασκετικά δεν είναι και τίποτα σπουδαίο! Αλλά το μπάσκετ θέλει μυαλό και μετά μούσκουλα!...» (από μπλογκ)

ένα τσόνι  (από sstteffannoss, 07/12/10)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Μέγιστο παράδειγμα ηλίθιας έκφρασης που, μερικές φορές, σημαίνει «αποκλείεται» με έντονα ειρωνικό τόνο, αλλά συνήθως δεν σημαίνει απολύτως τίποτα. Το άτομο στο οποίο απευθύνεται η έκφραση οφείλει να συμπεράνει:

  • απολύτως τίποτα για τον εαυτό του και
  • πως ο συνομιλητής του είτε είναι ελληνάρας, είτε περνάει στιγμιαία κρίση ταυτότητας, είτε είναι αφηρημένος, είτε έχει βαρεθεί τη μίζερη / αδιέξοδη ζωή του και πρόκειται να αυτοκτονήσει σύντομα.

Τι θες, βόλτα;;; Τσίμπα ένα αρχίδι!

(από protnet, 29/09/10)(από Galadriel, 14/09/12)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Έκφραση που σημαίνει ότι κάτι δεν θα γίνει, ουσιαστικά, ποτέ. Λέγεται όταν θέλουμε να ξεφορτωθούμε ενοχλητικούς (βέβαια, αν έχουν άι κιου ραδικιού, ακόμα θα ψάχνουν ποιος είναι αυτός ο μήνας και θα νομίζουν ότι αγόρασαν ελαττωματικό ημερολόγιο).

Συνώνυμο: του Αγίου Πούτσου ανήμερα.

- Πότε θα βγούμε ρε Μαράκι; Όλο ναι και ναι μου λες, αλλά όποτε σε παίρνω μου βρίσκεις δικαιολογίες.
- Θα βγούμε, σου λέω, μην ανησυχείς...
- Ε, πότε;
- Τον μήνα που δεν έχει Σάββατο. Χέσε μας τώρα!

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Το βρακί σου ανάποδα: Συνήθης απάντηση στο ερώτημα «(χμμ) τί να φορέσω (άραγε)». Η σημασία της είναι αντίστοιχη των: φόρεσε ό,τι θες, δεν θα μπορούσα να ενδιαφέρομαι λιγότερο, μη μου ζαλίζεις τον έρωτα, ξεσκότα μου τομπούτσο, δεν με αφορά το θέμα, κόψε τον σβέρκο σου.

(εδώ):
Αντζελίνα: Aγάπη μου, τι να βάλω στο event;;
Μπραντ: Ουφ, μας έπρηξες τι να βάλω και τι να βάλω!!! Το βρακί σου ανάποδα!!
Αντζελίνα: Δε φοράω βρακί, αλλά καλή ιδέα!!!

Στην μορφή το βρακί μου ανάποδα εκφράζει ίδιου βαθμού αδιαφορία ως απάντηση στο «τί θα φορέσεις», ενώ επιπλέον εκδηλώνει έμμεσα την περιφρόνηση για το κοινωνικό γεγονός (χάπενινγκ) στο οποίο αναφέρεται.

-Τί σκέφτεσαι να βάλεις στο πάρτυ της Σοφίας;
-Το βρακί μου ανάποδα, χέσε με με το πάρτυ της Σοφίας, όλοι οι μαλάκες μαζεμένοι, θα 'ναι και ο πρώην μου...

Επεξήγηση: Είναι αδιευκρίνιστη η ακριβής σημασία του «ανάποδα», αλλά συνήθως υπονοείται «το μέσα-έξω» (βλ. επεξηγ. μήδι 1). «Το μπρος-πίσω» είναι δυσχερής πρακτική, ειδικά σε περιπτώσεις στρινγκ, ενώ δημιουργεί θέματα υγιεινής εφόσον πρόκειται για φορεμένο εσώρουχο. «Το πάνω-κάτω» (βλ. επεξηγ. μήδι 2) σκαλώνει στο κεφάλι και ισοδυναμεί με το να μην φοράς βρακί, συνεπώς ξεφεύγει από τον παρόντα ορισμό.

Προέλευση: Η έκφραση προέρχεται από την λαϊκή δοξασία ότι, το να φορέσεις το βρακί σου ανάποδα φέρνει γούρι και προστατεύει από τη γλωσσοφαγιά.

(εδώ):
Πολύς κόσμος παρεξήγησε την Καλομοίρα που είπε ότι φοράει το βρακί της ανάποδα για γούρι. Πολύ υποκρισία έχει πέσει φίλοι μου. Στις μέρες που ζούμε η είδηση ήταν ασφαλώς ότι η Καλομοίρα φόραγε βρακί.

Λοιπές σημασίες: Στο πιο κυριολεκτικό του, να αναφέρω ότι μια Μαρία (υπαρκτό πρόσωπο, Μυτιληνιά, καλή της ώρα της κοπέλας) με είχε πληροφορήσει ότι, όταν ξέμενε από καθαρά βρακιά, φορούσε τα φορεμένα της ανάποδα – σε εξτρίμ περιπτώσεις που εξαντλούνταν και διπλοφορεμένα, σταματούσε να φοράει και καθόταν κατάμουνα. Ισχυριζόταν ότι αυτό ήταν οικονομικό και της έφερνε τύχη. Το να βάλεις το βρακί σου ανάποδα λοιπόν μπορεί να έχει και τέτοια έννοια, το οποίον δεν είναι σλανγκ ως φράση, αλλά είναι σαφώς σλανγκ ως πρακτική, επομένως σπεκ.

Το μέσα-έξω. (από Galadriel, 09/09/09)Το πάνω-κάτω. (από Galadriel, 09/09/09)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Φράση που απαξιώνει τα επιχειρήματα του συνομιλητή.

Κάθε φορά που επαναλαμβάνεται ως απάντηση μειώνονται οι αντοχές του άλλου καθώς και η αξία των συλλογισμών του μέχρι που παρατά κάθε προσπάθεια.

- Ρε μαλάκα, αφού το απέδειξε ο Αϊνστάιν. Τα πάντα είναι σχετικά.
- Και τι να λέει...
- Αφού η μάζα ισοδυναμεί με την ενέργεια κι έτσι.
- Τι να λέει...
- Ναι, αλλά γκλουγκλου!.
- Τι να λέει...
- Όμως σμπαρδακουάκ!.
- Τι να λέει...
- Γκχχχ ουμπφφφ!
- Τι να λέει...
- Αγκχ!
- Τι να λέει...
- ...

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

  1. Ο πολύ κοντός άνθρωπος.
  2. Όταν κάποιος απαντά σε υβριστικό λόγο του αντιπάλου του και καταφέρνει να τον κάνει να μην μπορεί να σκεφτεί κάτι να του αντιμιλήσει και σωπαίνει.
  1. Ε την τάπα! 1.20 όρθια είναι!

  2. - Άντε ρε... που δε σε κόβει ούτε 2+2 πόσο κάνει!
    - Μιλάς και συ, που δεν πέρασες ούτε την τάξη!;
    - ...
    - Φάε την τάπα τώρα και μη μιλάς!

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified