Selected tags

Further tags

Κατάσταση ακραίου ναρκισσισμού κατά την οποία ψωνισμένοι ντραμάκουιν κάνουν ο,τιδήποτε (καλό ή κακό, δεν έχει σημασία) προκειμένου να στραφούν όλα τα λέιζερ επάνω τους. Αν τα καταφέρουν την αυτοβρίσκουν, σε αντίθετη περίπτωση έχουν νευράκια ή κλαψομουνιάζουν. Εκ του αγγλικάνικου attention whore.

Άλλο ένα παράδειγμα του γλωσσολογικού φαινομένου να σλανγκεξελληνίζονται αγγλικές λέξεις εις -έισιον με την αφαίρεση του τελικού n (βλ. πιχί απλικέησιο, ινσέψιο, κ.ά.).

1.
Δε θέλω να γίνω κακός αλλά αυτό το ατενσιοχοριλίκι του να κάνετε ρητουήτ τον εαυτό σας απ το φάβσταρ είναι χειρότερο κι απ το σηκωμένο γιακά

2.
Δε με πειθεις, κοπελια. Ατενσιοχοριλικι μου κανει, σαν τα πολλα στα οποια μας εχεις συνηθισει. Lady Gaga vomits live on stage in Barcelona.

3.
Αυτοθυματοποίηση, ατενσιοχοριλίκι και ντραμακουινισμός, αυτό ειναι το νέο ΠΑΣΟΚ

4.
ΤΡΟΜΟΚΡΑΤΕΣ. ΕΝΟΠΛΗ ΠΑΛΗ. ΑΥΤΟ ΤΟ ΑΤΕΝΣΙΟΧΟΡΙΛΙΚΙ ΤΟΥ ΝΑ ΘΕΣ ΝΑ ΣΩΣΕΙΣ ΤΟΝ ΚΟΣΜΟ ΜΕ ΤΟ ΖΟΡΙ..

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Ο σφίχτης body-builder που έχει γυμνασμένους κοιλιακούς τύπου εξαπάκετο στο οποίο με λίγη φαντασία μπορεί κάποιος να παίξει τρίλιζα.

Τον γκόμενο τον τριλιζάτο που η γυμναστική είναι απλά χόμπι και όχι η κύρια δουλειά του τον αποφεύγω γιατί θα σου βγάλει πρόβλημα. (Από βιντεάκι στο Tik Tok).

Got a better definition? Add it!

Published

Το ορθογώνιο κομμάτι από το τριχωτό του εφηβαίου που αφήνουν ορισμένες γυναίκες, ενώ έχουν αποτριχώσει το υπόλοιπο άκα διάδρομος προσγείωσης.

Δεν είχε κάνει πλήρη αποτρίχωση, διατηρούσε ένα τριμαρισμένο μουστάκι του Χίτλερ.

Got a better definition? Add it!

Published

Ο γομαράς, το ντερέκι, ο γεροδεμένος από φυσικού του ή από τη δουλειά. Όχι δηλαδή ο σφίχτερμαν και σίγουρα όχι ο μπρατσορακέτας, αλλά ο παιδαράς. Λέγεται στη Δ. Κρήτη και κυριολεκτικά είναι το πέτρινο πεζούλι (η λέξη έχει τούρκικη προέλευση - beden = έπαλξη, πολεμίστρα). Λέγεται και ειρωνικά για τύπους που τους κάνεις φου και πάνε 4 μέτρα πιο κάτω.

  1. - Έλα ρε Γιώργη κάτσε ε να πιεις έναν καφέ....
    - Κοπέλια άλλη φορά, πρέπει να πάω με τον φαταούλα ν' αδειάσω έναν βόθρο, και μετά έχω να φορτώσω ελιές...
    - Α ρε Γιώργη, μπεντένι (ακολουθεί φιλική καρατιά στην πλάτη, ο Γιώργης δεν παίρνει χαμπάρι).

  2. - Γεια σου ρε Στελάκη μπεντένι (χτύπημα στην πλάτη)... εε πού πας κάτσε να τα πούμε... είσαι όμως πολύ μπεντένι ρε Στελάκη, κρέας δεν έχεις απάνω σου.

(από xalikoutis, 31/10/08)Έκανα Google Pics την λέξη Beden και να το μου έβγαλε... (από Vrastaman, 31/10/08)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Ο Μιλφιάδης, ο μιλφομανής, ο μιλφόσαυρας.

Όστις συνοδεύει το μιλφέιγ του με μιλφ σέηκ, μιλφάροντας μόνο με μιλφάρες, μιλφομάνες, μιλφούδες και μιλφίδια.

Εκ του μιλφ και του γαμοσλανγκοτέτοιου -άκιας.

1. Τώρα που είδα την Λυμπεράκη κατάλαβα γιατί έκανε κόμμα ο Θεοδωράκης. Είναι μιλφάκιας!!!

2. Mετά την Άντζελα Γκερέκου και η Νόνη Δούνια στη ΝΔ. Αντώνης ο μιλφάκιας.

3. Μιλφάκιας από μικρός. Στα 4 προτιμούσε τις 7χρονες. Μετά μεγάλωσε, άλλαξε γούστα και γι'αυτό τώρα τον κυνηγάει ο Πα-τέρας της Κατερινούλας.

4. Ο Στιβ Νας οχι απλά είναι μιλφάκιας, αλλά το παράκανε! Σαν την μάνα του είναι αυτή

Ο μιλφάκιας Μιλφιάδης φουχτώνει τα καλά γινωμένα θέλγητρα της Χριστίνας (από σφυρίζων, 30/03/15)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Σε συμπλήρωση του έτερου ορισμού, λέγεται για τον άνθρωπο προχωρημένης ηλικίας γενικά. Για κάποιον που περιμέναμε ότι θα είχε ήδη πεθάνει, αλλά παραδόξως ζει. Αλλά και ειδικότερα, για κάποιον που έχει παγιώσει στο πρόσωπό του μία ανέκφραστη έκφραση σαν μάσκα. Ο λόγος μπορεί να είναι ότι έχει χρησιμοποιήσει αισθητικές μεθόδους συντήρησης, όπως μπότοξ, που του έχουν αλλοιώσει την εκφραστική του προσώπου. Ή μπορεί να έχει πάθει και μια σειρά από εγκεφαλικά ή Αϊζεν(χ)άουερ ή άνοια, που του έχουν προσδώσει μία απόκοσμη έκφραση αλλούφο. Όταν μαζεύονται πολλές μούμιες μαζί, γίνεται τουταγχαμός.

  1. Θα ψήφιζα τη Μαριάννα Βαρδινογιάννη για Πρόεδρο. Γιατί; Δεν κάνει η μούμια για Πρόεδρος; Εδώ έχουμε τον Παπούλια! (Μακελειό).
  2. Σε λίγο καιρό, η Μέγκαν Φοξ θα μπορεί να παίξει μόνο στην Μούμια.

Τουταγχαμός!

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Έκφραση που χρησιμοποιείται για να χαρακτηρίσει ατάλαντες και φάλτσες πλην όμως προικισμένες εμφανισιακά τραγουδίστριες. Είναι ο τύπος της τραγουδίστριας που κάνει καριέρα καβαλώντας καλλιτεχνικούς διευθυντές, μάνατζερ και λεφτάδες... Τα χειρότερα δείγματα του είδους τα συναντάμε σε πρωινές και μεσημεριανές εκπομπές κοινωνικής κριτικής και ξεκατινιάσματος.

Σχετικά λήμματα: Μαρία Κάβλας, Κακοφωνίξ, εκτελώ.

- Καλά φίλε την έχεις δει αυτή που τραγουδάει «το νινί σέρνει καράβι»;
- Πώω... Τι είναι αυτή ρε μαλάκα;! Από φωνή μουνί κι από μουνί φωνάρα... Μαρία Κάβλας σου λέω!!

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Εύκωλοι αποκαλούνται με νόημα όσοι διαθέτουν κώλο αναφοράς.

Εκ των εὖ και κῶλος.

Πλάστηκε από τον Cunning Linguist σε διάλογό του με τον διακεκριμένο πλαθολόγο και ακτιβιστή Λύο Καλοβυρνά στο περιθώριο εαρινής συνάντας του σλανγκρρ (βλ. παράδειγμα).

Ασιστ: patsis, ironick. Δ.Π.: Khan.

Λύο: - Ψάχνω ρε παιδιά μια λέξη για τον άντρα που έχει ωραίο κώλο.
Ironick: - Χμμμ...
Cunning Linguist: - Εεε... [χαϊδεύει το μούσι - θυσία στον Ε.Σ. κι αυτό τεσπά...]
Patsis: - Κοίτα... Εεεε...
[και μετά του λέει ο] Cunning Linguist: - ΕΥΚΩΛΟΣ! [και μας έστειλε όλους!]

(Βλ. Πρακτικά Συνάντας Σλανγκρρ, Μάιος 2009)

Η Βραζιλιάνα Melanie Nunes Fronckowiak πρόσφατα ψηφίστηκε η πιο «Εύκωλη Γυναίκα του Κόσμου». (από Vrastaman, 01/12/09)Εύκωλοι, όπως οι αρχαίοι ημών πρόγονοι! ("Τὸ δὲ εὔψυχον τὸ εὔκωλον κρίναντες"). (από Khan, 22/02/15)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Είναι ο φρύνος, είδος μεγάλου βραδυκίνητου καφέ βατράχου γνωστος και ως αφορδακός ή μπράσκα ή μπάκακας ή φρύνος ή ράνα ή μπουσάκα ή ασκουβάζα, ανάλογα με την περιοχή που συναντάται.

Συμπαθές αμφίβιο που ο λαός, τουλάχιστον στην ιδιαίτερη πατρίδα μου, την Αχαΐα, το λέει βούζα.

Συνήθως έτσι αποκαλούμε και τους χονδρούς ανθρώπους με φουσκωμένη κοιλιά!

Σταμάτα να τρως μωρή, έχεις γίνει σαν βούζα!

Βουζα (από dragontas, 18/12/09)βουζας (από dragontas, 18/12/09)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Χαρακτηριστικό ανδρικό χτένισμα σύμφωνα με το οποίο:

α) Επιβάλλεται χωρίστρα αλφαδιασμένη, κυρίως στο πλάι αλλά και στη μέση του σκαλπ ενίοτε.
β) Το σύνολο του μαλλιού είναι γυαλιστερό και κολλημένο στο κρανίο με τη βοήθεια μπρι(γ)ιόλ, μπριγιαντίνης ή λεμονίτας (με ζάχαρη η σκέτη).

Ο βοϊδογλειμμένος είναι συνήθως γόνος «καλών »οικογενειών, κουστουμάτος ή ντυμένος με πόλο, σορτσάκι και σοσόνια. Πρέπει δε να αναφερθεί ότι η βοϊδογλειψιά ήταν της μόδας κατά καιρούς αρκετές δεκαετίες πριν, αλλά τη σήμερον ημέρα είναι ντεμοντέ.

Επίσης στα σχολεία φοριέται στους σπασίκλες και πάει πακέτο με τα καβλόσπυρα, το σμήγμα και τη γυαλαμπούκα.

- Καλώς τον Λέλο. Πού ήσουνα ρε φίλε, στο μαντρί;
- Όχι, σπίτι.
- Ά, γιατί μου φαίνεσαι σαν να σε έγλειψε γελάδα.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified