Further tags

Μπαίνω μπροστά και/η εμποδίζω, στη ντοπιολαλιά της Κύθνου. Στις περισσότερες περιπτώσεις εμποδίζεται η διέλευση κάποιων ζώων με κινήσεις των χεριών και αντίστοιχα ηχητικά μηνύματα του τύπου: Οοοοόξ! Ξουτ! κττ.

Πάντα Καλλίτσα, πάντα κι ο τράος άκουρος! (εδώ η Καλλίτσα πρέπει να εμποδίσει την "απόδραση" του τράγου, από το χώρο που έχουν στριμωχτεί τα "ζα" για να τα κουρέψουν).

Ετυμολογία από το απαντώ (με την έννοια του αντικρίζω, στέκομαι απέναντι)

Στο επόμενο παράδειγμα, που κυκλοφορεί στο νησί σαν ανέκδοτο, το παντώ δεν αναφέρεται σε ζώα:

Ήντα να κάμω μάνα; Το βρατσί θε να βαστώ, τη ψωλή θε να παντώ; Ώσπου να μπήξω τη φωνή, μου τον έκαμε χωνί!

Το παντώ με την έννοια του συναντώ υπάρχει με την μορφή "μου πάντηξε".

-Μωρέ Μανωλιό, μπας κι είδες το προκομένο το Γιαννούλη;

-Ναι μπάρμπα, μου πάντηξε παραπάνω. Ενούς τσιγάρου δρόμος θά'ναι και δε θά'ναι.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Σημαίνει δουλεύω, ασχολούμαι, τραβιέμαι

Άλλη μια λέξη από τη ντοπιολαλιά της Κύθνου με "δυτική" προέλευση αυτή τη φορά. Πιθανή προέλευση από το γαλλικό "travailler". Ψάχνοντας εδώ βρήκα και τα εξής : το παλαιό γαλλικό traveillier (“υποφέρω”), το "κοινό" (vulgar) λατινικό tripaliare, από το tripalium. Επίσης το ομόρριζα: καταλανικό treballar, πορτογαλικό trabalhar και ισπανικό trabajar.

Οι δυτικές επιρροές στη ντοπιολαλιά της Κύθνου είναι κυρίως ιταλικές (βενετσιάνικες), πράγμα που φαίνεται να μην ισχύει για τη συγκεκριμένη λέξη, τουλάχιστον από τη μικρή έρευνα που έκανα στο διαδίκτυο. Αν υπάρχουν πρόσθετες πληροφορίες (λέγε με Χαν) ευπρόσδεκτες όπως πάντα.

-Τι έγινες ρε βλάμη* και σε χάσαμε τόσες μέρες; Πού τραβαγιάρεις; -Άστα, χτίζω κάτι βουλιάχτρες** στη Κατωμεριά κι έχω μπλέξει άσκημα. Δε ξεμπερδεύω ούτε σε δέκα μέρες!

*βλάμης: φίλος, λέξη με αρβανίτικη προέλευση.

Οι λέξεις με αρβανίτικη προέλευση είναι σχετικά περιορισμένες, στη ντοπιολαλιά της Κύθνου, όπου, εξ όσων γνωρίζω, δεν υπήρξε μαζική εγκατάσταση "αρβανίτικων" πληθυσμών. Στη νησιωτική χώρα, εκτός των νησιών του Αργοσαρωνικού και την Εύβοια, αρβανίτες υπάρχουν στην Άνδρο, όπου διεκπεραιώθηκαν από τα απέναντι Καβοντορίτικα χωριά. Φυσικά, οποιαδήποτε σχετική πληροφορία είναι ευπρόσδεκτη.

**βουλιάχτρα: γκρεμισμένος τοίχος από ξερολιθιά, εξ αιτίας κάποιας δυνατής νεροποντής.

Όπως στα περισσότερα νησιά του Αιγαίου η καλλιέργειες, γινόταν σε αναβαθμίδες ("σκάλες" στην Κύθνο, "τράφους" στη Νάξο, "πεζούλες" σε διάφορα άλλα μέρη), δηλαδή ατέλειωτα χιλιόμετρα τοίχων από ξερολιαθιά, στις πλαγιές των λόφων, που συγκρατούσαν το λιγοστό χώμα. Η συντήρηση αυτών των τοίχων ήταν απαραίτητη προκειμένου να "υπάρχουν" τα χωράφια. Διαφορετικά το χώμα έφευγε και έμεναν σκέτα βράχια.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Χαρακτηριστική έκφραση της Κύθνου, που σημαίνει πως κάποιος έχει μπει για τα καλά στην εφηβεία. Είναι σαφής ο σεξουαλικός υπαινιγμός. Η έκφραση ήταν σε χρήση τις παλιότερες εποχές. Σήμερα δεν χρησιμοποιείται πια (έχω χρόνια να την ακούσω) μιας κι η νεολαία του νησιού "ενηλικιώνεται" πολύ πιο γρήγορα από τις παλιότερες γενιές.

Ρε συ, ούλη την ώρα στο καθρέφτη σε βλέπω και τη κολώνια που σού' φερα από την Αθήνα την κοντεύεις. Μου φαίνεται πως μπήκε ο πεντικός στη μάνικα.

...εχεις ξενυχτησει με τους αλλους,τρεχετε τις κοπελιες εχει αρχισει να περπατει ο πεντικος στη μανικα... από εδώ

Ενδιαφέρον παρουσιάζει η μετατροπή του όμικρον σε έψιλον στη λέξη ποντικός => πεντικός. Τί λένε οι ειδικοί επ' αυτού;

Μιας κι αναφερθήκαμε στα όχι και τόσο συμπαθή τρωκτικά ας αναφέρουμε μερικές ακόμα εκφράσεις με πεντικούς:

-Ψωμί πατείς!

Πεντικό μασείς!

Τυπική ανταλλαγή (ομοιοκατάληκτων) φράσεων που οδηγεί σε γείωση, αυτού που ξεκίνησε το διάλογο. Εν τούτοις ο "γειωμένος" έχει πετύχει να βάλει τον άλλον να πει τη "απαγορευμένη" λέξη πεντικός την ημέρα που δεν πρέπει: Την πρώτη του Φλεβάρη, ανήμερα του αγίου Τρύφωνα. Σύμφωνα με κάποια λαϊκή δοξασία-πρόληψη του νησιού, όποιος πει αυτή τη λέξη τη συγκεκριμένη ημέρα θα υποστεί την καθόλου ευπρόσδεκτη επίσκεψη των τρωκτικών στο σπίτι, στην αποθήκη, στη σοδειά του ή όπου αλλού έχει φυλαγμένα τρόφιμα. Αυτή η δοξασία πρέπει να έχει παλιές ρίζες και να σχετίζεται με αντίστοιχες προλήψεις για την Πρωτοχρονιά, αν και προσωπικά δεν γνωρίζω κάποιο ημερολόγιο, που ν' αρχίζει την Πρώτη του Φλεβάρη. Όσον αφορά στη μή αναφορά και/ή στη μετονομασία επιβλαβών ζώων, ασθενειών κλπ. υπάρχουν πολλά παραδείγματα από την αρχαιότητα ως τις μέρες μας όπως: Εύξεινος Πόντος, Ευλογιά, Cavo d' Oro, παλιοαρρώστια (καρκίνος) κλπ. Δεν είναι τυχαίο ότι σε πολλά μέρη δεν λένε τη λέξη "ποντίκι" όλο το χρόνο και τα αποκαλούν "κουφά".

... Οξω ψύλλοι πεντικοί, πάρτε όρη και βουνί...

... Όπως λουλουδίζει ο σταυρός να λουλουδίζουνε τα ορνίθια σας.

Απόσπασμα από ένα είδος καλάντων (νομίζω πως αλλού λέγονται χελιδονίσματα) και ευχές που λέγονται την Κυριακή της Ορθοδοξίας. Στην Κύθνο υπήρχε ( και σε κάποιο βαθμό διατηρείται) το έθιμο οι νεοι,την ημέρα αυτή, να φτιάχνουν ένα καλαμένιο σταυρό στολισμένο με λουλούδια και να επισκέπτονται τα σπίτια των κοριτσιών που έκαναν μαζί Κούλουμα, όπου λένε αυτά τα "κάλαντα". Εκεί τους φιλεύουν με αυγά. Αυτά τ'αυγά είναι ο "μεζές" για το φαγοπότι που ακολουθεί και το απαραίτητο γλέντι. Για το λόγο αυτό η Κυρική της ορθοδοξίας λέγεται και "Αυγουλού".

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Εκ των λέξεων "αστακός" και "δίχτυ", το δίχτυ για το ψάρεμα του αστακού. Το εν λόγω είναι δίχτυ βυθού, από χοντρό και γερό νήμα με μεγάλα μάτια, μανωμένο, χωρίς φελλομόλυβα κι αφού προορίζεται για συγκεκριμένο θήραμα, ανήκει στα λεγόμενα επιλεκτικά αλιευτικά εργαλεία.

Με δεδομένο δε ότι ο αστακός εξαιτίας του τραχέος κελύφους του, περαιτέρω της περιορισμένης κινήσεώς του επί του βυθού και τέλος της έλλειψης ευελιξίας του, αρκεί απλά να πλησιάσει στο δίχτυ για να συλληφθεί, γίνεται κατανοητό ότι το αστακόδιχτο κατά κανόνα δεν χρειάζεται (συνεπές)λέντισμα και νετάρισμα, πολλώ δε μάλλον μαντάρισμα.

Οι περισσότεροι ερασιτέχναι αλιείς άμα τω σαλπαρίσματι, το ξαναμολάρουν για την επόμενη καλάδα κι έτσι το δίχτυ βρίσκεται σε μόνιμη δραστηριότητα, πράγμα που είναι και λογικό και πρακτικό αφού η διάρκεια του συγκεκριμένου ψαρέματος (= παραμονής του διχτυού στο βυθό)ξεκινάει από τις δέκα ώρες και σε περιπτώσεις τρικυμίας μπορεί να φτάσει μέχρι και δύο μέρες.

Επειδή όμως μέχρις εδώ δεν διαφαίνεται η σλανγκική χρήση του αστακόδιχτου, πάμε στα ετρούσκικα:

Αστακόδιχτο είναι το κακοπαθημένο δίχτυ, το οποίο προοριζόταν για άλλη χρήση, αλλά το γαμήσανε οι φώκιες, τα υφαλοπιασίματα με τα επίμονα βιντζοτραβήγματα και κυρίως η βαρεμάρα (και η απογοήτευση) του ψαρά να ασχοληθεί σοβαρά με το εν γένει συγύρισμά/συντήρηση του διχτυού. Για να μην πεταχτεί και βέβαια για να μην αντικατασταθεί(κόστος που απαιτείται για 500 μέτρα νάιλον δίχτυ τη σήμερον Μάη του 2015, γύρω στα 700 ευρώ) ο ψαράς του τροποποιεί τη χρήση, το βαφτίζει αστακόδιχτο, το απογυμνώνει από φελλά- μολύβια (αν έχει)και το πετάει στη θάλασσα κι ό,τι βγάλει.

σ.σ: Προκειμένου να του πιάνει άχρηστο τόπο, καλύτερα να το ψαρεύει. Κι άμα βγάλει; Τότε είναι που δε θα πεταχτεί ποτέ. Οι αλιείς είναι φύσει προληπτικοί κι ότι τους βγάλει μια φορά μεροκάματο το αγαπάνε μέχρι θανάτου. Από βάρκες μέχρι αλιευτικά μέσα, μέχρι σημάδια (τόποι ψαρέματος) και καιρικές συνθήκες, οι εμμονές και η μυστικοπάθεια πάνε και σύννεφο και χέρι-χέρι.

Η καταγωγή του είναι νησιωτική από Χίο, βεβαίως, και φαντάζομαι όχι μόνον. Τα Ψαρρά μπορεί να έχουν τη χάρη της πληθώρας των αστακών, στα Καρδάμυλα όμως το έχω ακούσει να χρησιμοποιείται κατά κόρον από τον Νικόλα και τους συν αυτώ που έχουν βαλθεί να γεμίσουν τις αποθήκες των (αλλά και άλλων, μη τρεφόντων αγάπη εις το hoardıng) με κουρέλια.

Αντώνυμο μάλλον είναι το αψάρευτο δίχτυ, του κουτιού που λέμε.

Συνώνυμο το κουρέλι/κουρελόδιχτο.

Πλάτων καρδαμυλίτης αλιεύς: εδώ δε πως το κάμανε..να γαμήσω και τις χελώνες, να γαμήσω και τα δολφίνια..Τι 'α ράψεις απο έδεφτο το πράμα;

Γιώργος λαγκαδούσος παραγιός: 'Α το κάμεις αστακόδιχτο αφεντικό, όπως έκαμες και τα άλλα δύο που σου πεφτώσανε τα κήτη.

Πλάτων αλιεύς: αστακόδιχτο 'α κάμω το σώβρακό σου που το φορείς από πρόπερσυ...

Γλωσσίδιον:

- νήμα: προφ. το χρυσίζον κομμάτι του διχτυού. Μπορεί να είναι νάιλον, "πολύκλωνο κρυσταλιζέ" και μεταξωτό (για επιδέξια ψαρέματα). Αν και η σκέψη ότι οι Κινέζοι ως πρωτοπόροι στην εν λόγω μέθοδο (από το 2800 πΧ) τα φιάνανε από μετάξι είναι ρομαντικοτάτη, η μέχρι τούδε αλήθεια υποστηρίζει ότι τα πρώτα δίχτυα ήσαν φτιαγμένα μεταξύ άλλων από ήμερη κάνναβη. Οι δικοί μας που ήσαν πιο ξύπνιοι φτιάναν δίχτυα από την εύκαμπτη ιτιά - και τρώγανε τους σπόρους της κάνναβης για να ρίχνουν τα τριγλυκερίδια (αφού ως γνωστόν εμείς είχαμε από τότε χοληστερίνη).

- μάτια: τα ανοίγματα του διχτυού, [μετριέται και τεντωμένο και χαλαρό]. ενδεικτικά 7mm για την αθερίνα, 220mm για τον αστακό. Εξού και το επιλεκτικό του αλιευτικού εργαλείου, μόνο αστακός πιάνεται σε φτούνη τη χοάνη. Μάτι πάντως λένε οι μυημένοι στα αλιευτικά και το άνοιγμα του διχτυωτού καλσόν.

- μανωμένο : με περισσότερα του ενός φύλλα διχτυού (δύο-τρία). το "απλάδι" επί παραδείγματι είναι μονό φύλλο και κερδίζει σε (κατά νόμο)ύψος(έως 10μ αντί των έως 4μ του μανωμένου). "μανός": ο χαλαρός, αραιός βρόγχος που διευρύνει το πάχος του διχτυού και καλύπτει έτσι μεγαλύτερη επιφάνεια σε πλάτος στο βυθό.

- φελλά: φελλοί, τα σαν λουκουμάδες πορτοκαλοκόκκινα κοκκάλινα/από PVC μέρη, που περνώνται από το πάνω σκοινί των διχτυών. Εσχάτως αντικαθίστανται από φελλόσχοινο (σχοινί με καρδιά από φελλό) για να μην ζορίζονται τα δίχτυα στο σήκωμα και να μην κακοπαθαίνουν, όπως τα αστακόδιχτα, κακή ώρα.

- μολύβια: βαρίδια από μολύβι, συνήθως μακρόστενα κυλινδρικά, περνώνται στο κάτω σχοινί. Εσχάτως αντικαθίστανται από μολυβόσχοινο (σχοινί με βάρος έως και 500 γρ. ανά μέτρο) για τους ως άνω λόγους. Πάνω φελλοί και κάτω βαρίδια δια της άνωσης και της βαρύτητος εξασφαλίζουν την επιθυμητή υποθαλάσσια στήση, ναι,ναι στήση του διχτυού.

- Λέντισμα: το ξεμπέρδεμα των διχτυών μετά το μάζεμα. Σε άλλα μέρη (Μεσολόγγι κατά το νετ και Πορτοχέλι όπου μετέφεραν οι Μεσολογγίται την τεχνογνωσία των)το λέντισμα αναφέρεται ως ιδιότυπος τρόπος ψαρέματος που θυμίζει ένα συνδυασμό του ποταμίσhου"παρακλαδιού"(για τους Πελοποννησίους αναγνώστας) με "βολόδιχτο" (για τους μερακλήδες και ατρομήτους μεταμεσονυκτίους αλιείς).

- Νετάρισμα: το καθάρισμα από υπολείμματα οστρακοειδών, φυκιών κλπ. Οι Χίοι το χρησιμοποιούν στην καθομιλουμένη αρκετά:

1) Πα' νετάρω (τελειώσω-σπατσάρω- καθαρίσω) τις δουλειές μου

2) Νετάριζε (βγόδωνε, σάλευγε) να φεύγωμε

- σαλπάρισμα: μάζεμα του διχτυού εκ του ιταλ. salpare, πιθανολογώ ως παραλληλισμό με το σήκωμα της άγκυρας ως τελευταία πράξη των προς αναχώρηση πλοίων. Όποιος γνωρίζει, σχολιάζει.

- μολάρισμα: ρίξιμο των διχτυών εκ του ιταλ. mollare , να αμολάς, να αφήνεις, να χαλαρώνεις. ΟΧΙ εκ του ψωνίζω με τα μάτια στο δα μωλλ.

-Καλάδα: το σύνολο της ψαριάς, αντιδάνειο εκ του ιταλ. calare- να χαμηλώνεις (βυθίζεις) κι αυτό με τη σειρά του από το Χαλάω/Χαλαρώνω. Γενικώς γίνεται της καργιόλας με τη λέξη καλάρω. Άλλος τη χρησιμοποιεί για σηκώματα διχτυών, άλλος για ριξίματα κι άλλος για το σύνολο του ριξιμοσηκώματος.

- μαντάρισμα: ότι κάνουμε και στις τρούπιες κάρτσες.. με τη διαφορά ότι βλέπεις τον άλλο ολόκληρο γαϊδούρι κοκκινόσβερκο να κάθεται με τη σακοράφα στα βότσαλα αξυπόλητος με γυρισμένα τα μπατζάκια και δώστου σταυροβελονιά. Έχει κάτι το σουρεάλ η όλη σκηνή. Ειδικά όταν παρεμβαίνει σε κουβέντες που νομίζεις ότι δεν παρακολουθεί γιατί έχει δήθεν το μυαλό του στον αργαλειό. Μέγιστη αφορμή για κοπροσκύλιασμα μακριά απ' τη γυναίκα το μαντάρισμα..

Και δύο μπόνους που προκύπτουν από το γλωσσάρι αλά ινσέψιο:

βολόδιχτο:δίχτυ μικρού σχετικά μήκους (100-200 μ) με πυκνότατη πλέξη (πολύ μικρά ανοίγματα) με το οποίο κυκλώνεις την περιοχή ενδιαφέροντος, έπειτα προκαλείς θόρυβο χτυπώντας τα κουπιά στη βάρκα για να ωθήσεις τα ψάρια προς το δίχτυ και το μαζεύεις σε πολύ μικρό χρονικό διάστημα (άμα τη γραφή του κύκλου).

Παρακλάδι: Γαμώ τις φάσεις. Εκτροπή της ροής του ποταμού στα σημεία που διακλαδίζεται με πασσάλους και λοιπά σύνεργα(μουσαμάδες, κλαδιά κτλ) προκειμένου να διοχετευθεί όλο το νερό στο ελεύθερο κλαδί. Στη συνέχεια στερεύει το νερό στο ταμπουριασμένο κλαδί και καταλήγει εν είδει ρυακίου να φιλτράρεται όλο μαζί με τα εντός του ψάρια μέσα από ένα συρμάτινο χωνί ("καλαμωτή") στρατηγικά τοποθετημένο. Μετά από τρεις ώρες δουλειάς δέκα ατόμων βγάζεις κάνα κιλό ψαράκια.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

το Χρι, το Κω, το Φλω

Η μανία που έχουν στη Σίφνο (ίσως κι αλλού, δεν ξέρω) να λένε 1-2 μόνο συλλαβές από τα ονόματα και να τα κάνουν όλα ουδέτερου γένους.
Ο Χρήστος, ο Κώστας, η Φλώρα, η Ευγενία, ο Απόστολος, ο Μανώλης, η Κατερίνα, ο ... Σφυρίζων, γίνονται το Χρι, το Κω, το Φλω, το Ευγέ, τ' Από, το Μανώ, το Κατέ, το Σφυ.

  • Με κοίταξε κι ύστερα άρχισε να μου χαμογελά: ― Είσαι φχαριστημένος, Μανώ μου;…

  • ― Γιάντα δε μου τηλεφώνησες να κατέβω να σε πάρω απ’ τις Καμάρες; με μάλωσε η κεράτσα.
    ― Γιάντα να σε βάλω σε κόπο;
    ― Θα σου ‘στελνα τ’ Από να σ’ ανεβάσει με τη γαδάρα του. (από δω)

Την πολύ ιδιαίτερη γλώσσα των Σιφνιών ανάδειξε στο έργο του ο Μανόλης Κορρές (1922-1998), θεατρικός συγγραφέας και πεζογράφος.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

σαλούβαρδος / σαλουβάρδα / σαχλιαμπάκος

Ονομασία του εικονιζόμενου ψαριού με την επιστημονική ονομασία Phycis Phycis, που ζει στις περισσότερες ελληνικές θάλασσες και αναγνωρίζεται με πολλά ονόματα, ανάλογα με την περιοχή, όπως σαραβάνος, ποντικός, ποντίκι, ποντικόψαρο, σκορδαλός, μιχάλης με πιο συνηθισμένο το σαλούβαρδος. Το σαχλιαμπάκος δεν τό'χω ακούσει πουθενά αλλού, εκτός από την Κύθνο. Αν υπάρχουν κι άλλες ονομασίες ή τυχόν διορθώσεις, ευπρόσδεκτες.

ΣΑΛΟΥΒΑΡΔΟΣ

Είναι ψάρι χαμηλού κόστους, αλλά κατά τη γνώμη μου ιδανική συνοδεία της σκορπίνας (μαζί με λύχνους, δράκαινες, χειλούδες και ό,τι άλλο πετρόψαρο υπάρχει διαθέσιμο) για νόστιμες κακαβιές! Έχει άσπρο, τρυφερό και αρκετά νόστιμο κρέας, αλλά, εξ αιτίας της κακομούτσουνης εμφάνισής του, δεν είναι ιδιαίτερα δημοφιλές στο ευρύ κοινό, εξ ου και η χαμηλή τιμή. Η εμφάνισή του είναι η αιτία και άλλων χρήσεων του ονόματός του στη ντοπιολαλιά της Κύθνου. Αυτός, άλλωστε, είναι ο λόγος και της παρουσίας του στο παρόν λήμμα.

Έτσι μια γυναίκα με άσκημη κορμοστασιά ή κακομούτσουνη τη λένε σαλουβάρδα.

-Τά 'μαθες Πελέγρα*; Ο Νικολός θα πάρει τη Μαρία. -Αυτή τη σαλουβάρδα; Κρίμας ταύτονε!

*Πελέγρα: γυνακείο όνομα, αρκετά συνηθισμένο στην Κύθνο. Ταυτίζεται με το Πελαγία. Ετυμολογικά προέρχεται από το Ιταλικό pellegrino:προσκυνητής (τα χρόνια της Ενετοκρατίας [13ος-16ος αιώνας] οι προσκυνητές, των αγίων τόπων συνήθως, ερχόταν από το πέλαγος).

Άλλη χρήση του,από τους ψαράδες συνήθως (λόγω του σχήματός του) υπονοεί το πέος.

(Από τα χρόνια του μεσοπολέμου) Νέος ψαράς,με πέντε αδερφές που πρέπει να παντρέψει (κλασσική ιστορία) παραπονιέται στον πατέρα του, γιατί δέν τον έκανε κι αυτόν κορίτσι. Η απάντηση του πατέρα: "Άμα ήσουνε κορίτσι θά 'τρωες ένα σαλούβαρδο να!" φέρνοντας τη παλάμη του ενός χεριού στο ύψος του αγκώνα του άλλου.

Τέλος το όνομα σαχλιαμπάκος, που χρησιμοποιείται (όπως πιστεύω) αποκλειστικά στην Κύθνο και επιτείνει την άσκημη εικόνα που έχει ο κόσμος για το καημένο το ψάρι, χρησιμοποιήθηκε τις δεκαετίες του ΄70 και του '80, από τους ανθρώπους του λιμανιού κυρίως, για να χαρακτηρίσει (υποτιμητικά) τους "αδέσποτους" τουρίστες με τα σακκίδια, που έφταναν στο νησί και δεν φημίζονταν για την επιμελημένη εμφάνιση και την καθαριότητά τους.

Διάλογος μεταξύ "καμακιών" της εποχής:

-Έφερε πράμα το βαπόρι σήμερα; -Ψιλοπράματα! Ένα τρία-μηδέν* και πεντέξι σαχλιαμπάκους!

*τρία-μηδέν: τρεις τουρίστριες μόνες τους (αυτές, πάντα ευπρόσδεκτες!)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Η έκφραση αυτή, της οποίας η αυθεντική προφορά είναι απ΄ Αγιάσιου τσι Πλουμάρ΄ μήδι Γναίκα μήδι Μλάρ, ανήκει στη μεγάλη οικογένεια απαξιωτικών αποφθεγμάτων τοπικιστικής αντιζηλίας και μικρογεωγραφικού ρατσισμού.

Ο ευρισκόμενος στην νεκρική του κλίνη παππούς παιδικού μου φίλου από την Ερεσό Λέσβου, μου το ψιθύρισε στο αυτί δίκην ευχής και κατάρας πριν αποδημήσει από τον μάταιο τούτο κόσμο. Και δεν επρόκειτο για κύκνειο χιούμορ, ο παππούς ήταν απόλυτα σοβαρός.

Στον ίδιο αυτόν αναπαυόμενο εν ειρήνη παππού οφείλεται και η υπέροχη λέξη πουτσύλατο.

«...κάποιος ξένος είχε αγοράσει ένα μουλάρι από Αγιάσο το οποίο ήταν μαύρο αλλά μόλις έβρεξε αποδείχτηκε ότι ήταν βαμμένο με Φούμο και έγινε γκρι.Σε κάποιον άλλον ξένο προξένευαν μια γυναίκα για παρθένα και κατά την διάρκεια του κρίσιμου test αποδείχτηκε το άκρως αντίθετο.( Η προέλευση της γυναίκας και του Μουλαριού αλλάζουν ανάλογα με τα χωριά).Τώρα η αλήθεια πια είναι τρέχα γύρευε! (…) Από κοινωνιολογικής πλευράς έχει ενδιαφέρον ο παραλληλισμός της γυναίκας με το ζώο εργασίας...»

(Από το Ρεμπέτικο φόρουμ)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Τα σύκα στη ντοπιολαλιά, και στην (πάλαι ποτέ) αγροτική οικονομία της Κύθνου

Το πόσο σημαντικό είναι κάτι για τη ζωή των ανθρώπων μιας περιοχής φαίνεται από το πόσες διαφορετικές λέξεις υπάρχουν για να το περιγράψουν. (Έχω ακούσει ότι υπάρχουν δεκάδες λέξεις για τον πάγο στη γλώσσα των Ινουίτ ή Εσκιμώων, όπως τους έλεγαν παλιότερα. Μου φαίνεται λογικό χωρίς να μπορώ να το επιβεβαιώσω.)

Η συκιά (ficus carica) καλλιεργείται στην Ελλάδα από τα προϊστορικά χρόνια. Συγκεκριμένα στον προϊστορικό οικισμό Πολιόχνη, στο νησί της Λήμνου, έχουν βρεθεί απανθρακωμένα σύκα. Η καλλιέργεια της συκιάς ήταν εξαιρετικά διαδεδομένη στην νεότερη Ελλάδα, έπαιζε σημαντικό ρόλο στην διατροφή του πληθυσμού και αποτελούσε βασικό εξαγώγιμο προϊόν. Πριν τον Β' ΠΠ αντιπροσώπευε το 20% της αξίας των εξαγόμενων αγροτικών προϊόντων. (Από εδώ.)

Στην Κύθνο τα σύκα αποτελούσαν βασικό στοιχείο της διατροφής ανθρώπων και ζώων καθώς και ένα από τα εξαγώγιμα προϊόντα του νησιού (μαζί με το κριθάρι, τα αμνοερίφια, το τυρί, τα σταφύλια και το μέλι) μέχρι και τη δεκαετία του '60.

Τα σύκα τα κατανάλωναν (ή τα εξήγαν) νωπά κατά τους καλοκαιρινούς μήνες, ή αποξηραμένα τον υπόλοιπο χρόνο.

Η συκιά είναι δέντρο που ευδοκιμεί στο ξηρό και άνυδρο κλίμα της Κύθνου και δεν απαιτεί ιδιαίτερη φροντίδα για την ανάπτυξη του δέντρου (πολλές είναι και αυτοφυείς). Ιδιαίτερη φροντίδα απαιτείται για να καρπίσει το δέντρο, επειδή η θηλυκή συκιά είναι δέντρο δίοικο, διότι έχει μόνο θηλυκά άνθη τα οποία για να γονιμοποιηθούν απαιτείται μεταφορά γύρης απο τα αρσενικά άνθη της αρρενοσυκιάς.

Ορνός

Για τη γονιμοποίηση της συκιάς πρέπει να τοποθετηθούν σε διάφορα σημεία της συκιάς οι ορνοί, τα εαρινά σύκα της αρσενικής συκιάς. Από τα σύκα αυτά φεύγουν κάποια ειδικά έντομα (Blastophaga grossorum) τα οποία γονιμοποιούν τα άνθη της συκιάς.

Τον ορνό τον βάζουμε πρωί-πρωί γιατί άμα ζεστάνει η μέρα "ξεπουλιάζει", δηλαδή φεύγουνε τα έντομα πού'ναι μέσα και κάνουνε τη γονιμοποίηση του σύκου. (Από αφήγηση του θείου μου του Λευτέρη που μού'δωσε τις σχετικές πληροφορίες). Η τοποθέτηση των ορνών ή όρνιασμα στην ντοπιολαλιά γινόταν στο πρώτο δεκαπενθήμερο του Ιούνη και συνήθως είχαν τελειώσει με τ' όρνιασμα (είχαν απορνιαστεί ή 'πορνιαστεί κατά τη ντοπιολαλιά) μέχρι τη γιορτή του Άϊ-Γιάννη στις 24 του μήνα. Γι' αυτό αυτή η γιορτή, που αλλού τη λένε του Κλήδονα, στη Κύθνο τη λένε τ' Αί-Γιάννη του 'Πορνιαστή.

Λίθι

Τα σύκα μόλις πρωτοδέσουνε είναι ίσαμε ένα αμύγδαλο. Αυτά τα λένε λίθια.

Πρηστό

Μόλις μεγαλώσει και γυαλίσει το σύκο, χωρίς όμως νά'ναι έτοιμο να το φάμε, το λέμε πρηστό.

Φουσκομαΐδα

Τα σύκα τα κόβουμε μόλις γίνουνε. Αν τ'αφήσουμε λίγο παραπάνω ανοίγουνε στο πίσω μέρος. Αυτά τα λένε φουσκομαΐδες.

Η λέξη φουσκομαΐδα χρησιμοποιείται μεταφορικά και για το αιδοίο.

Κουνάλι

Όταν παραγίνουν τα σύκα και αρχίζουν να πέφτουν από τις συκιές λέγονται κουνάλια.

Τα κουνάλια ήταν μια από τις βασικές ζωοτροφές ιδιαίτερα για τους χοίρους.

Τελειώνοντας παραθέτω δυό σχετικά γνωμικά που λέγονται ακόμα από τους παλιούς με σκωπτική διάθεση:

Την ευκή μου και μιά ζίκα και μια συκιά να τρως τα σύκα!

*ζίκα: η κατσίκα

Από μικρός φαινούσουνα πως αγαπάς τα σύκα

θα σου φυτέψω μια συκιά στου κώλου σου τη τρύπα.

.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Α. Προέρχεται απ’ το αργκοτικό αγγλικό dukes: γροθιές (επίσης, ο τίτλος ευγενείας «Δούκας» στον πληθυντικό).

Σημαίνει:

  1. Το μπουνίδι, το άγριο ξύλο, τις μπουκετιές.

  2. Όταν μιλάμε για άντρες:

    • αυτόν που είναι γερός και δυνατός, γεροδεμένος, χεροδύναμος και σωματαράς (κοινώς το γομάρι), με υψηλότατα επίπεδα τεστοστερόνης, τον νταή που έχει το ζωνάρι του λυμένο για καυγά, που δε μασάει και δεν αφήνει να του βγει κανένας από πάνω.
    • τον γορίλα, το μπιλντέρι, τον μποντιμπιλντερά, το μπρατσόνι, τον σφίχτερμαν, τον φουσκωτό, τον χτιστό / χτισμένο, δηλαδή κάποιον που καταφεύγει στο συνδυασμό body building–ντόπες για λόγους αυτοερωτικής επιδειξιμανίας ή και τραμπουκισμού. Προκαλεί φόβο – τρόμο, σε συμπλεγματικές γκόμενες αίσθημα ασφάλειας και σε …μερικούς λιγούρα για ξινά. Τα μπίο – ντούκια τον απεχθάνονται και τον θεωρούν (πολύ σωστά) μεταλλαγμένο με κάθε έννοια.
    • Σχετικό σφόλι: «φαρινάπ». Υπονοεί (στερεοτυπικά) μειωμένη ευφυΐα και κάποτε - κάποτε πώρωση και φανατίλα, ειδικά αν το ντούκι αποτελεί μέλος / οπαδό κάποιου είδους ομάδας / συμμορίας. Συναντάται ως σεκιουριτάς, πόρτα, νταβατζής παντός είδους και σε μέρη όπου ενδείκνυται μινιμαλιστική ένδυση, πχ πισίνες, παραλίες.
  3. Η έκφραση «είμαι ντούκι», όταν δεν συνάδει με τον υπεράνω φαινότυπο, σημαίνει πως από υγεία είμαι τετράγερος / τσιλίκι.

  4. Όταν μιλάμε για πράγματα (συνήθως μηχανοκίνητα -αλλά όλο και συχνότερα αναφέρεται και σε κάθε είδους ηλεκτρονικό εξοπλισμό κι όχι μόνο) σημαίνει πως είτε κάτι είναι πειραγμένο, είτε μοντιφαρισμένο, είτε ενισχυμένο με πρόσθετα, οπότε το μέγεθος ή η απόδοσή του να είναι εντυπωσιακή.

  5. Λέγεται και για πανέμορφες, σεξουάλες γυναίκες που ξυπνάνε το θηρίο μέσα μας.

Β. Από την φημισμένη φίρμα (και αγωνιστικών) μοτοσικλετών Ducati που κατοικοεδρεύει στην Bologna της Ιταλίας. Σημαίνει, χαϊδευτικά, μια μηχανάρα της συγκεκριμένης φίρμας.

Γ. «ντούκια», από το βενετσιάνικο ducia.

Σημαίνει:

  1. Στα ναυτικά σινάφια: σπείρες, κουλούρες σκοινιού ή συρματόσκοινου. Το «ντουκιάρω» σημαίνει: διπλώνω, μαζεύω, κουλουριάζω, τακτοποιώ (ώστε να μην μπερδεύονται), ασφαλίζω (για να μην λυθούν κατά λάθος) τα σχοινιά ώστε να ‘ναι έτοιμα για επόμενη χρήση. Επίσης, και σαν «ντουκάρω». Εμφανίζεται και σαν συνώνυμο του νετάρω, καθαρίζω, ξεθαμπώνω.

  2. Ο άρρωστος, ο κλινήρης (στα Κεφαλλονίτικα και τα Λευκαδίτικα).

  3. Ο ύπνος. Υπάρχει και το ντουκάρω : αποκοιμιέμαι (στα Κερκυραίϊκα).

Δ. Σύμφωνα με το Φουρνιώτικο Γλωσσάρι, η έκφραση «πιάνω ντούκια» σημαίνει φτάνω το βυθό της θάλασσας με βουτιά (ελεύθερη κατάδυση) και σαν απόδειξη, φέρνω πάνω μια χούφτα άμμο, φύκια ή κάποια πέτρα.

Ε. Στα λατομικά σινάφια: οι τρύπες μετά από διάτρηση σε νταμάρια.

Α.1.α. Δεν ξέρω τι λέτε, αλλά το άτομο του έδωσε και γαμώ το ντούκι!! Νοκ-ουτ κατευθείαν! (απ’ το δίχτυ)

1.β. – Ρε ‘συ; Κανά ντούκι πέφτει ή μόνο βρίζεστε; - Από πού λες ρε μαλάκα να κονόμησα τα ράμματα;
- Ε! πάρε κι από μένα το παράσημο της ανοιχτής παλάμης να μη στο χρωστάω.

Α.2.i. – Καλώς τ' αρχίδια μας τα δυο. Βρε αμάν!! Ποιος σου κατέβασε τη μάπα;
- Μου ‘στησαν χωσιά κάτω απ’ τη γέφυρα τα τσογλάνια που ντεμέκ τους χρωστάει το καρντάσι μου.
- Και την έβγαλες καθαρή μ’ όλα τα κόκαλα σωστά; Δεν πα να ξουριστείς λέω ‘γω;
- Στο παραπέντε για το θανατάδικο τη σκαπουλάρισα ρε μαλάκα! Να ‘ναι καλά δυο ντούκια που σκάσαν μύτη απ’ το πουθενά.
- Και καθάρισαν αυτοί για σένα;
- Ανοίξανε κεφάλια, φτύσαν δόντια.. γάμησέ τα, βγάζαν γούστα οι λεβέντες!! Χέστηκα μην έχουμε όλοι τίποτε τραβήγματα και ίσα που τους σταμάτησα πριν τους κάνουν γκράφιτι.
- Κέρασες τίποτα;
- Θεούς τους έκανα για κανά ξίδι αλλά είναι πολύ μπίο. Με Αμίτα τη βγάλαμε!!!

Α.2.ii. βλ 1ο μήδι (τα λόγια είναι περιττά)

Α.3. Ι. «…Κάναμε τα τσεκάπ μας και αφού ο καρδιολόγος μας είπε ότι είμαστε ντούκια, ντυθήκαμε κι επιστρέψαμε στο Κέντρο.…»

ΙΙ.«Δεν λαχανιάζω, είμαι ντούκι εγώ.»
(απ’ το δίχτυ)

Α.4.Ι.
«Τερατούργημα το ντούκι. Τι τα ταΐζετε ρε εκεί στον Παγασητικό;» (βλ. μήδι την ψαρούκλα)

ΙΙ. «Τα αργεντίνικα κρέατα είναι ντούκια, κάτι πρέπει να τα ταΐζουν» (για τις πελώριες φημισμένες αργεντίνικες μπριζόλες)
(απ’ το δίχτυ)

Α.5. Ι. Άσε ρε μαλάκα! Κόζαρα ένα μωρό και δεν πήρα χαμπάρι ότι οι μπροστινοί μου φρενάρανε... στον πόντο τη γλίτωσα την τράκα.
- Ρίξε περιγραφή.
- Ντούκι 20χρονο καστανό πρασινομάτικο, απ 'αυτά που κλείνουν σπίτια, εταιρείες, εκκλησίες, μοναστήρια. Έπρεπε να τρακάρω και να κατέβω να τη ζητήσω για γκαφέ σαν αποζημίωση για τη συμμετοχή της στο ατύχημα. (αγορασμένο και προσαρμοσμένο)

ΙΙ. «… ΥΓ: αυτή η δημοσιογράφος είναι ΝΤΟΥΚΙ!» (βλ. μήδι τη δημοσιογράφο(!!;;!!) Christina Pedroche) (αγορασμένο)

Β. «..Όμορφο και στριφτερό όπως όλα τα ντούκια, με άψογη οδηγική συμπεριφορά...» (Σχόλιο θαυμαστή του 4ου μηδιού)

Γ.1.β. «…Λουστραδόροι τεχνίτες θεωρούνται οι εργαζόμενοι που γνωρίζουν τα διάφορα βερνίκια, ξέρουν να χρησιμοποιούν πιστόλι, να ντουκάρουν και λουστράρουν ξύλινες επιφάνειες και παλιά ή καινούργια έπιπλα στα πλοία …»
(απ’ την κωδικοποίηση διατάξεων συλλογικών ρυθμίσεων των εργατοτεχνιτών που απασχολούνται σε ξυλουργικές εργασίες στη ναυπηγοεπισκευαστική ζώνη)

Γ.1. Σπουδή Θαλάσσης (του Καββαδία)

Αγνάντευε απ' το κάσσαρο τη θάλασσα ο «Πυθέας»
κι όλο δεξιά και αριστερά σκουντούφλαγε βαριά.
Κι απάνω στο άρμπουρο, ο μουγγός, ο γιος της Δωροθέας,
είχε κιαλάρει δυο γυμνές γυναίκες στη στεριά. Τότε στην Πίντα κλέψαμε του Αζτέκου την κορνιόλα.
Τραγίσιο δέρμα το κορμί και μέσαθε πουρί.
Φορτίο ποντίκια και σκορπιοί τσιφάρι, στα πανιόλα.
Στο Πάλος κουβαλήσαμε το αγιάτρευτο σπυρί.

Και προσκυνώντας του μεγάλου Χάνου τ' αποκείνα
καβάλα στις μικρόσωμες Κινέζες στις πιρόγες,
-μετάξι ανάριο τρίχωμα, τριανταφυλλένιες ρώγες-
φέραμε κείνον τον κλεμμένο μπούσουλα απ' την Κίνα.

Δεμένα τα ποδάρια μας στου Πάπα τις γαλέρες
κουρσεύαμε του ωκεανού τα πόρτα ή τα μεσόγεια.
Σπέρναμε όπου περνούσαμε πανούκλα και χολέρα
μπερδεύοντας με το τρελό μας σπέρμα όλα τα σόγια.

Όπου γυναίκα, σε ναούς, καλύβα ή σε παλάτι,
σε κάσες με μπαχαρικά ή πίσω από βαρέλια,
μας καθαρίζαν τις παλιές πληγές από το αλάτι,
πότε ντυμένες στα χρυσά και πότε στα κουρέλια.

Απίκου πάντα οι άγκυρες και οι κάβοι πάντα ντούκια.(*)
Ορθοί πάντα κι αλύγιστοι στην ανεμορριπή,
μασώντας, σαν τα ζωντανά, μπανάνες και φουντούκια,
κατάβαθα πιστεύοντας: αμάρτημα η ντροπή.

Στα όρτσα να προλάβουμε. Τραβέρσο και προχώρα.
Να πάμε να ξοδέψουμε την τελευταία ριξιά
σε κείνη την απίθανη σ' όλο τον κόσμο χώρα
που τα κορίτσια το 'χουνε στα δίπλα ή και λοξά.

(*) εννοεί: τα σκοινιά πάντα τυλιγμένα σε κουλούρα, άρα όχι τεντωμένα, άρα το καράβι δεν είναι δεμένο σε λιμάνι, αλλά αρμενίζει.

Γ.2. - Πού ‘σαι τζόγια μου; - Ρεμεντιάρω τη νόνα που ‘ναι ντούκια απ’ το Σαββάτο.

Δ. - Πιάνεις ντούκια ρε, εδωνά;
- Σου φέρνω και μια γοργόνα.

Ε. «…Κατ’ εξαίρεση επιτρέπεται η όρυξη οριζόντιων ή παραοριζόντιων διατρημάτων (ντούκια) μόνο στις περιπτώσεις της αρχικής διαμόρφωσης των βαθμίδων, της εξόρυξης όγκων μαρμάρου με χρήση πυρίτιδας …».
(από τον κανονισμό μεταλλευτικών και λατομικών εργασιών)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Χαρακτηρισμός ατόμων που επισκέπτονται ένα συγκεκριμένο νησί του Αιγαίου (Ικαρία, αλλιώς Τζαμάικα) και οι οποίοι σεληνιάζονται καθ’ όλη την περίοδο παραμονής τους εκεί.

Για τους κατοίκους: ο όρος παραπέμπει σε φρικιό που κάνει τις άπειρες καγκουριές (κυκλοφορεί μέσα στην φρίκη, λερώνει παντού, κλέβει και φαίνεται αποφασισμένος να φέρεται σαν νεάντερνταλ όσο βρίσκεται εκεί).

Για τους ίδιους: σημαίνει εναλλακτικός, ένας μεταλλαγμένος χίππυ που το παίζει αντεξουσιαστής.

Τελευταία είναι είδος προς εξαφάνιση λόγω της ανάπτυξης του νησιού, αλλά ακόμα εμφανίζονται κάποιοι την καλοκαιρινή περίοδο.

Από Ικαριώτικο λεξικό:

γκρούβαλος = όρος για τον τουρίστα που κατασκηνώνει για μήνες στην Ικαρία, κάνει επιδρομή στα φαγητά που υπάρχουν στα τραπέζια στα πανηγύρια όταν ο υπόλοιπος κόσμος χορεύει, ενώ συνηθίζει να χοροπηδά σε ρέιβ ρυθμούς κατά τη διάρκεια του ικαριώτικου

ξένος = κάθε επισκέπτης στο νησί, Ελληνας ή μη, που όμως δεν ανήκει στην κατηγορία των «γκρούβαλων» και γι' αυτό μπορεί να απολαύσει απλόχερα την ικαριώτικη φιλοξενία

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified