Further tags

Αρχαιοπρεπές επίρρημα που απλώς σημαίνει πολύ.

(Σημειωτέον πως δεν είναι σωστοί οι τύποι ταμάλα, όπως λανθασμένα το γράφουν πολλοί, ούτε βεβαίως τα μάλλα! Πρόκειται για ένα ακόμα επίρρημα του στυλ τα μείζω, τα κρείττω, τα χείρω, κλπ.)

Οι νεότερες γενιές το ανακάλυψαν και το κατέστησαν σλανγκ της καθομιλουμένης, χάρη στον πασίγνωστο τηλεοπτικό καθηγητή Κωνσταντίνο Καντακουζηνό, ο οποίος δεν χάνει ευκαιρία για να διατρανώσει το διανοουμενιλίκι του μέσα από απαρχαιωμένο πλέον λεξιλόγιο που μοιάζει ακατάληπτο στους φυσιολογικούς ανθρώπους του περίγυρού του.

Αυτόματα λοιπόν η έκφραση τα μάλα παίρνει μια ειρωνική χροιά, όταν χρησιμοποιείται από μη διανοούμενο, στον καθημερινό λόγο. Μια τέτοια διάθεση ειρωνείας φανερώνει το αιώνιο χάσμα μεταξύ της λόγιας και καθομιλουμένης ελληνικής που ακόμα και σήμερα είναι ένα θέμα.

  1. Η Ελένη Μενεγάκη«συμβάλει τα μάλα στην αποβλάκωση της ελληνίδας νοικοκυράς».

  2. - Γκαρσόνα με εκνευρίζεις τα μάλα!
    - Κι εσύ τα μαλάκα!

  3. Ομάδα στο Facebook: Με εκνευρίζεις ΤΑΜΑΛΑ!

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Από την παλιά καλή και ξένοιαστη εποχή της δραχμής, ο τσιγκούνης, φραγκοκίλερ, φραγκοφονιάς.

Πάλι μια μελιτζανοσαλάτα μόνο παράγγειλε στην ταβέρνα ο δραχμολάτρης και φυσικά μετά πλήρωσε ρεφενέ.

(από joe909, 04/07/11)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Στρατογκαυλικό επίρρημα με το οποίο απαντούν οι γαλονάδες σε αναφορές που τους δίνουν υποδεέστερα όντα, ήτοι ιεραρχικώς κατώτεροι, ΥΠΑΞ ή τεμάχια. Λακωνικό (άρα εντός του στρατιωτικού πνεύματος), χωρίς να περιποιεί ιδιαίτερη τιμή στον παραλήπτη, δηλώνει ανόρεκτα, χωρίς ενθουσιασμό, ότι η περιγραφόμενη κατάσταση είναι απλά αποδεκτή (παρ. 1).

Σημ.: το λήμμα μπορεί να χρησιμοποιηθεί μόνο από ιεραρχικά ανώτερο προς κατώτερο και όχι αντιστρόφως, γιατί εκνευρίζει τον παραλήπτη.

Ωσεκτουτού, το χρησιμοποιούμε όταν θέλουμε να κόψουμε τη φόρα και να ξενερώσουμε κάποιον που προβαίνει σε βαρύγδουπες δηλώσεις, υποσχέσεις, περιγραφές και περιμένει να του πούμε μπράβο (παρ. 2).

Επίσης, μπορεί να σημαίνει «Νταξ, προχώρει» ή «Παμ' παρακάτ» (βλ. χότζειο παρ.3).

  1. (αναφορά ΔΕΑ προς τάξμαν)
    - Φυλάκιο 30: δύναμη 12, σκοπιά 2, αδειούχος 1, κωλυόμενοι 2, παρόντες 7.
    - Καλώς.

  2. - Είσαι ο μόνος άνδρας που αγάπησα αληθινά και θα αγαπώ για πάντα...
    - Καλώς.

  3. από χότζειο σχόλιο στο λήμμα ξελιξίδια:
    Περί το 1672 μ.Χ. είχε μολάρει καδένα αρόδου κατά Κατάκολο - Χλεμούτσι μεριά ένα Τζενοβέζικο πλοίο, που έρχονταν από Τζιμπεράλτα στο τράνζιτο για Ισταμπούλ. Καλώς.

Στο 0:06 (από allivegp, 06/01/11)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Αρχαιοσλάνγκ, που σημαίνει ότι κάποιος κάνει «ό,τι του γουστάρει» είτε «ό,τι του καπνίσει» ή «ό,τι κατεβάσει ο νους του», κλπ. Έτσι, από τη συγκερασμό της λαικόσοφης ρήσης «καθένας με την καύλα του» με την επίσημης εκφοράς, επιβίωσα, από αρχαιοτάτων χρόνων «πράττειν κατά το δοκούν», γεννάται η αυτή, συμπαθητικούλα φράση.

Μερικές φορές, όταν το δοκούν, δηλ. η πίστη - πεποίθηση ταυτίζεται με την «καύλα», ως αστήριχτη και μη τεκμηριωμένη αίσθηση, βούληση και αντίληψη έναντι τινός ζητήματος, τότε, τόσο τα «κατά το δοκούν» όσο και «κατά το καυλούν» πράττειν έχουν την ίδια ακριβώς σημασία.

- Πώς να διορθώσεις μία νοσηρή κατάσταση όταν ο προκάτοχος της συγκεκριμένης θέσης έπραττε κατά το καυλούν του καθενός δωροδότη και τώρα έχει βαρέσει κανόνι και κάνει μπάνια στις Μαλβίδες;

- Γι' αυτό σε λέω, πρέπει να αλλάξει ο νόμος και να διώκονται κατευθείαν ποινικά οι καταχραστές.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Τεχνητό επίρρημα που δηλώνει τη συνουσία από πίσω, από τον πρωκτό, σχηματισμένο κατά άλλα αρχαιοπρεπή επιρρήματα εις -(η)δόν (π.χ. πρυμνηδόν, αναφανδόν, ομοθυμαδόν κ.ά.).

Αντώνυμο: κολπηδόν

— Άντε, πού είναι το πρωκτηδόν που μου 'ταξες; Περιμένω τόση ώρα... Έχουμε κάνει τα πάντα και μπαργαλάτσο στην κωλοτρυπίδα μου δεν είδα!
— Γύρνα, τέκνον μου, γύρνα! (πού έβαλα τη βαζελίνη, ο μαλθάκας;)

Πρωκτικό σεξ: από πίσω, γάμα σούφρα, οθωμανικό, οθωμανικό δίκαιο, πουτσοκώλι, πρωκτηδόν.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Τεχνητό επίρρημα που δηλώνει τη συνουσία από μπροστά, από τον κόλπο, σχηματισμένο κατά άλλα αρχαιοπρεπή επιρρήματα εις -(η)δόν (π.χ. πρυμνηδόν, αναφανδόν, ομοθυμαδόν κ.ά.).

Αντώνυμο: πρωκτηδόν

Πάρε μου το κωλαράκι, τώρα το θέλω.
— (ατάραχος) Ας ξεκινήσουμε κολπηδόν, και βλέπουμε, τέκνον μου!

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Οι παλαιοί κουτσαβάκηδες συχνά χρησιμοποιούσαν όπως όπως και λανθασμένα αρχαιοπρεπείς και λόγιες εκφράσεις και λέξεις στο λόγο τους. Έτσι οι λέξεις αυτές αποκτούσαν μια καινούργια δυναμική και ποιητική.

Βλ. και λήμματα στυλιανοπούλου, αντιλαβού, καταλαβού.

Το συγκεκριμένο λήμμα δεν ανήκει βέβαια στην κουτσαβάκικη αργκό, είναι πολύ μεταγενέστερο. Αποτελεί όμως κατάλοιπο ή και συνέχεια αυτής της μεθόδου της αργκό και της πιάτσας, να εκφέρονται δηλαδή με τρόπο αρχαιοπρεπή κάποιες λέξεις.

Mου κάνει για ανύπαρκτος αόριστος β΄, τάχαμου εις την αρχαία ελληνικήν, του δόκιμου ρήματος μαγκεύω (βλ. και ξετσουτσουνεύω).

Λέγεται ειρωνικά σε κάποιον ή για κάποιον που το παίζει [μάγκας]. Εννοούμε δηλαδή να κάτσει στ' αυγά του και να μην κομπάζει, αφού δεν το 'χει γενικώς. Εναλλακτικά, άραξε στα κυβικά σου.

Ο συνηθέστερος τύπος είναι του 1ου πληθυντικού, παρόλο που συνήθως λέγεται για ένα άτομο, βλ. παράδειγμα 1 και 2 αλλά ευρίσκεται και σε άλλες πτώσεις, βλ. παράδειγμα 3.

Όποιος ξέρει πώς κλίνεται το ρήμα στον προπερσυντέλικο, να σηκώσει το χέρι του και θα κερδίσει μια γραμματική του Τζάρτζανου.

  1. - Ε και τι πειράζει που δεν έχουμε ξανακάνει δουλειά με νυχτερινά κέντρα. Θα μπούμε στο κόλπο με φόρα και θα τους πάρουμε και τα σώβρακα.

- Ώπα, εμαγκεψάμεν ρε χτεσινέ;

  1. - Εμαγκεψάμεν και ο Παντελής και θέλει να πλακώσει τον Θωμά γιατί λέει του πήδηξε τη γκόμενα. Πού πα ρε Καραμήτρο, ένα μέτρο με τα χέρια στην ανάταση, μιλάμε θα του αργάσει το τομάρι ο μπήχτης ο Θωμάς.

  2. - Και ποιος είσαι εσύ ρε φιλαράκι που κανονίζεις meeting χωρίς την έγκριση της διεύθυνσης;;; Εεεε;;; Εμαγκεψάμην και αποφασίζουμε και διατάσσουμε;;; Εεεε;; Το βράδυ που θα σε δω από κοντά θα σε κάνω ρεμπέτη... Άρχισε να αφήνεις μουστάκι λέμε...

(φόρουμ στο νέτι από http://www.zortal.gr/modules/newbb/viewtopic.php?post_id=58659).

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Αυτός που τρέχει όπου τον καλούν, αρκεί να έχει μάσα και να είναι τζάμπα. Ο όρος χρησιμοποιείται ως αρχαιοπρεπής slang μεταξύ αποφοίτων της θεωρητικής κατεύθυνσης.

— Γιώργο, με κάλεσε ο Λάμπρος για παϊδάκια το βράδι, σπίτι του. Άμα θες έλα.
— Τι λες ρε που θα 'ρθω απρόσκλητος; Τρεχέδειπνος σαν εσένα είμαι;

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Ασυζητητί, το δίχως άλλο, το πράμα δεν σηκώνει αντίρρηση (όρος σχηματισμένος κατά τα αρχαϊκά επιρρήματα εις -ί, πβ. αποινί, ασκαρδαμυκτί κ.λπ.).

— Θα έρθεις απόψε να τα πιούμε;
— Αβλεπί!

Βεβαιωτικά επιρρήματα και φράσεις: αβλεπί, αεράτα, άκοπα, ανοιχτά, για πλάκα, γκαραντί, εύκολα, κανονικά, σβηστά, στάνταρ, χαλαρά.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Θα μπορούσε να είναι μια περίτεχνη αρχαιοπρεπής τροπή του μαλάκας, κι όμως είναι μία από τις τουλάστιχον 79 λέξεις που διέθεταν οι αρχαίοι ημών πρόγονοι για να χαρακτηρίσουν τον γκέι. Ναι, οι δύο θεμελιώδεις ελληνικές ύβρεις, μαλάκας και πούστης, έχουν υποστεί ένα ροκέ μέσα στην ιστορία της ελληνικής γλώσσας. Μαλακία στην κλασική και ελληνιστική περίοδο ήταν η εκθηλυμένη τρυφηλότητα και μαλακότητα, οπότε μαλακός ήταν αυτός που τον σήκωνε τον χιτώνα.

«Φιλοκαλούμεν μετ' ευτελείας και φιλοσοφούμεν άνευ μαλακίας», δηλαδή φιλοσοφούμε χωρίς να κάνουμε πουστιές (Περικλής δια χειρός Θουκυδίδου). Βέβαια, η μαλακία σταδιακά συνδέθηκε με την εξασθένηση (βλ. δια πάσαν νόσον και πάσαν μαλακίαν) και εντέλει με τον αυνανισμό.

Όταν, λοιπόν, οι άλλοι δεν είχαν ακόμη ανακαλύψει τις ηδονές της εναλλακτικής τρύπας, εμείς οι Έλληνες διαθέταμε όχι μία και δύο, αλλά τουλάστιχον 79 λέξεις για να ονομάσουμε τον γκέι, τις οποίες θα ήθελα να μοιραστώ μαζί σας, προτού τις καταχωρίσω στο οικείο λήμμα (ορισμένες υπάρχουν ήδη εκεί, όπως και στο απάνθισμα αρχαίων μπινελικίων υπό Βραστανδρός). Μπορεί οι Νεοέλληνες να έχουμε περί τις 500 λέξεις, αλλά κι οι αρχαίοι μας πρόγονοι έκαναν ό,τι μπορούσαν. Πρόκειται, λοιπόν, για ένα επιχείρημα κόλαφο εναντίον του Φαλλμεράϋερ και των συν αυτώ, ένα επιχείρημα που θα δικαίωνε πανηγυρικά τον Παπαρρηγόπουλο και τους δίκαιους υποστηρικτές της συνέχειας του ελληνισμού διά μέσου των αιώνων: το εξαπανέκαθεν αδιάπτωτο εθνικό μας πουστριλίκι ως πανηγυρική απόδειξη της υπερτρισχιλιετούς ιστορικής μας συνέχειας.

Πηγή: Βερέττας, Μάριος. Τα Βρωμόλογα των Αρχαίων Ελλήνων. Αρχαίες χυδαιότητες, προστυχιές και βωμολοχίες. Αθήνα, 2007.
(σ.ς. του οποίου το παρόν λήμμα ας λειτουργήσει ως μια ανιδιοτελής διαφήμιση ότι πρόκειται για εξαιρετικό εορταστικό δώρο, μέρες πού 'ναι).

  1. αβροβάτης: θηλυπρεπής άντρας με γυναικείο βάδισμα [< αβρός + βαίνω]
  2. αβροβόστρυχος: θηλυπρεπής άντρας με γυναικείες κοτσίδες [< αβρός + βόστρυχος]
  3. αβροείμων: θηλυπρεπής άντρας με γυναικείο ντύσιμο [αβρός + είματα = ρούχα]
  4. αβροκόμας: θηλυπρεπής άντρας με γυναικεία κόμμωση [< αβρός + κόμη]
  5. αβρόπους: θηλυπρεπής άντρας με γυναικείο βάδισμα [αβρός + πους = πόδι] (σ.ς.: ουκ αβρόχειρ τις αλλά αβρόπους τις).
  6. αΐτας / αΐτης: νεαρός ερωμένος στις δωρικές κοινωνίες, γκόμενος. [<άω = πνέω].
  7. ανδροβάτης: εραστής ανδρών [< άνδρας + βαίνω = προχωρώ, εισχωρώ, μπαίνω, πηδάω]
  8. ανδρόγυνος: ερμαφρόδιτος (σ.ς.: o όρος αυτός έχει μεταφερθεί και σε άλλες γλώσσες, και οι ξένοι αισθάνονται πολλές φορές αμήχανα όταν ακούνε να χρησιμοποιούμε οι νεοέλληνες την λέξη για να περιγράψουμε το ετερόφυλο ζευγάρι. Αν και άργκιουαμπλυ, ένας γκέι πετυχαίνει μόνος του την ισορροπία και σύνθεση που χρειάζονται δύο ετερόφυλοι στρέιτ για να πετύχουν, πρβλ. και τον αριστοφανικό μύθο του ανδρογύνου στο πλατωνικό Συμπόσιον).
  9. ανδροθήλυς
  10. ανδροκοίτης
  11. ανδροκόμος [< κομέω = προσφέρω ερωτικές φροντίδες]
  12. ανδρολάγνος
  13. ανδρομανής
  14. ανδροπόρνος
  15. αρρητοποιός [< άρρητον + ποιώ = αυτός που διαπράττει ακατονόμαστες ασελγείς πράξεις] (σ.ς.: τύφλα νά 'χει ο Wittgenstein).
  16. αρρητουργός (ομοίως)
  17. αρρενομίκτης: αυτός που σμίγει με άντρες
  18. αρρενοφθόρος: αυτός που (δια)φθείρει άντρες, που τους παίρνει την άλλη παρθενιά (όπως ο Βάγγελας του Πέρι).
  19. βάτταλος [< πάτταλος = πάσσαλος = πέος]
  20. γλούτης: ο εύκωλος [< γλουτός = κωλομέρι]
  21. γονοπότης: αυτός που πίνει το σπέρμα (γόνος < γίγνομαι).
  22. γυναικανήρ
  23. γυναικίας
  24. γυναικόμιμος
  25. γυναικόφωνος
  26. γυναικοφυής
  27. γύνανδρος
  28. γύννις: ο άνδρας με γυναικεία συμπεριφορά.
  29. εθελόπορνος: ο εκδιδόμενος με την θέλησή του κίναιδος.
  30. εδρόστροφος : ο κίναιδος που κουνάει προκλητικά τον κώλο του έδρα + στρέφω]
  31. ημίγυνος
  32. ημιθήλυς
  33. θηλάρσην
  34. θηλυδρίας [< θηλυδριώ = φέρομαι ως θηλυκό]
  35. θηλυμίτρης: τραβεστί [< θήλυ + μίτρα = σκούφια] (σ.ς.: πρβλ. και τις μίτρες των αγαμιδίων).
  36. θηλυπρεπής
  37. θηλύστολος: τραβεστί [< στολή = ενδυμασία] («κράτος θηλυστόλων και πεσμένων κώλων, κωλοέλληνες» για να παραφράσω τον Σαββόπουλο).
  38. θρυπτικός [< θρύπτω = ζω θηλυπρεπώς < θραύω]
  39. κατάπρωκτος
  40. καταπυγόσυνος [< κατά + πυγή = κώλος]
  41. καταπύγων [< πυγή]
  42. κέλωρ: νεαρό πουστράκι, τεκνό, πουστρίγκος [κέλωρ = παιδί]
  43. κίναδος: πονηρόπουστας [κίναδος = αλεπού]
  44. κίναιδος [< κινέω = γαμιέμαι, ή πιθανόν πατρετυμολογία < κινώ (προκαλώ) την αιδώ]. (Σ.ς.: σήμερα χρησιμοποιείται ως η πιο λάιτ, επίσημη ονομασία, κι όμως η ετυμολογική σημασία ως «γαμημένος» δεν είναι και τόσο πολιτικά ορθή).
  45. κινησίας [< κινέω = γαμιέμαι]
  46. κεκινημένος
  47. κοπραγωγός: ο επιβήτωρ ανδρών [κολομπαράς] [< κόπρος + αγωγός]
  48. λαικαστής [< ληκώ = πέος]
  49. λακαταπυγών : ο πούσταρχος < λίαν + κατά + πυγή
  50. λάσταυρος < λάσιος = μαλλιαρός + ταύρος = πέος
  51. λάστρις < λάσιος + ταύρος
  52. μαλακίας: ο εκθηλυσμένος < μαλακός
  53. μαλακίων: ο εκθηλυσμένος < μαλακός
  54. μαλακός: ο εκθηλυσμένος και τρυφηλός (ο όρος που χρησιμοποιεί ο απόστολος Παύλος για τους ομοφυλόφιλους)
  55. οπισθοβάτης < όπισθεν + βαίνω (μπαίνω)
  56. οπισθοβατικός
  57. παθικός < πάθος
  58. παιδεραστής
  59. παιδίσκος: εκπορνευμένο ανήλικο αγόρι, τσιμπούκ-ογλάν
  60. παιδοκόραξ
  61. παιδομανής
  62. παιδοπίπης < οπιπτεύω = κάνω μπανιστήρι
  63. παιδοφιλής
  64. παιδοφθόρος
  65. παρατετλιμένος: ο πουστοσέξουαλ με αποτριχωμένα γεννητικά όργανα < παρατίλλω = αποτριχώνω
  66. πρωκτόσοφος (σ.ς. κι ο Σωκράτης ο πρωκτοσοφός, πούστης ήτανε κι αυτός)
  67. πυγαίος < πυγή = κώλος (σ.ς.: άρα το πυγαίο χιούμορ είναι το χιούμορ του κώλου).
  68. πυγαλγής: αυτός που τον πονάει η πυγή του.
  69. πυγιστής: ο κολομπαράς
  70. πυγοστόλος: ο ευτρεπίζων προκλητικά την πυγή του εύκωλος
  71. σαυκρόπους: ο κίναιδος με θηλυπρεπές βάδισμα < σαυκρός = τρυφερός + πους
  72. σαύλος < αύω = ανάβω
  73. σίφνιος / σιφνιαστής < σιφνιάζω = χώνω κωλοδάκτυλο, όπως οι κάτοικοι της νήσου Σίφνος, που τους είχε βγει το όνομα.
  74. συβαρίτης: φιλήδονος και τρυφηλός, αλλά συχνά του γκεϊλικίου συμπεριλαμβανομένου
  75. σφίγκτης: όχι ο σφίχτης, αλλά ο πρωκτικάντζας < σφιγκτήρ του πρωκτού.
  76. φίληβος: ο εραστής εφήβων
  77. φιλομείραξ: ο εραστής μειρακίων
  78. φοινικιστής: ο κίναιδος που κάνει γκρουπ σεξ, επειδή στους Φοίνικες είχε βγει το όνομα ότι κάνουν ομοφυλοφιλικά πάρτυ με ούζα.
  79. χαλκιδεύς: και στους χαλκιδιώτες τους είχε βγει το όνομα.

Τι είπες βρε μαλακίωνα;

(από Khan, 21/12/09)(από Fotis Nitsiopoulos, 21/12/09)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified