Το χασίς.

Ρεμπέτικη, μάγκικη, και παλιομοδίτικη λέξη σε χρήση από μόρτηδες.

- Τα 'μαθες για τον Γιάννο; Γύρναγε με το τραίνο από Καλαμάτα με 10 κιλά νταμίρα στη βαλίτζα και τον επιάσανε, την επομένη ήταν έξω σαν να μη τρέχει τίποτα.

-Αφού στο έχω πει ρε μόρτη, είναι της ρουφιάνος της ασφάλειας.

Και φυσικά σε δύο-τρία τουλάχιστον εξαιρετικά ρεμπέτικα τραγούδια: εδώ, εδώ και εδώ !

Got a better definition? Add it!

Published

Η φλιτζάνα, η κούπα. Από το σλάβικο/ρωσσικό чашка (προφέρεται το ίδιο). Σε χρήση σε πολλά μέρη της Ελλάδας: χωριά του νομού Δράμας, χωριά της Αιτωλοακαρνανίας, στα Ψαρά, στην Ιθάκη, Πιθανών και σε άλλες περιοχές της Ελλάδας και των Βαλκανίων. Μάλλον δάνειο από τα σλαβομακεδόνικα ή τα βουλγάρικα που πέρασε στα ελληνικά στη βόρεια Ελλάδα. Στα Ψαρά πιθανών ήρθε από τους έποικους από την ηπειρωτική Ελλάδα που τα εποίκισαν κατά το μεσαίωνα. Μοιάζει επίσης με το ουγγρικό csésze (προφέρετε τσίσε με μακρόσυρτο το δεύτερο "σ") που σημαίνει κύπελο (όχι το αθλητικό).

-Να στον κάνω διπλό στη τσάσκα τον καφέ;

-Όχι, μονό. Στο φλιτζάνι.

Επίσης εδώ και εδώ

Got a better definition? Add it!

Published

Λέξη από την βόρεια Ελλάδα που δηλώνει τη κατάσταση όπου κάποιοι είναι νωθροί και οκνηροί και δεν κάνουν απολύτως τίποτα λόγο αδιαφορίας ή τεμπελιάς ή απλά δεν φέρνουν εις πέρας δουλειά την οποία έχουν αναλάβει ή είναι καθήκον τους να κάνουν. Πιθανή η χρήση της και για να περιγράψουμε αυτόν που δεν είναι δραστήριος.

- Τι γίνετε ρε Γιώργο; θα πάμε να ζητήσουμε τα λεφτά από το αφεντικό; Δεν έχω να πάρω γάλα στο παιδί...

- Που να πάμε ρε; Αφού είναι όλοι αραχταλάν εδώ μέσα, δε ξεσηκώνονται με τίποτα, τους πετάει 2 κατοστάρικα το μήνα στη μάπα ο εξηνταβελόνης και κάνουνε μόκο.


-Που 'σε ρε αραχταλάν;

-Χαχαχαχααα, αραχταλάν; τι είναι αυτό ρε; Σέρρες το πέρασες εδώ;

Got a better definition? Add it!

Published

Έκφραση που χρησιμοποιείται για να δείξει την έλλειψη ενθουσιασμού για κάποιο πρόσωπο, κατάσταση ή συναίσθημα. Δεν δείχνει απαραίτητα αποστροφή, αλλά περισσότερο μια χλιαρή στάση προς το επικείμενο γεγονός. Συνώνυμες εκφράσεις: "δεν τρελαίνομαι κιόλας", "δεν πεθαίνω", "δεν σπάω καρέκλες".

- Χαίρεσαι που θα δεις τον Διονύση;

- Ε, εντάξει.. Δεν σκίζω και τα αρχίδια μου.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Υποτιμητικά ο αριστερός. Εκ του "αριστερούλης".

- Φίλε είσαι πολύ φιλελές.
- Όχι φίλε μου εσύ είσαι μεγάλος ρούλης.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Έκφραση που ακούγεται για να χαρακτηρίσει περιγραφικά όμορφες, ποθητές και λάγνες γυναίκες, που τείνουν να προκαλούν ανδρική διέγερση. Περιγράφει τη φυσιολογική αντίδραση του ανδρικού μορίου στη θέα ενός τούμπανου, όταν καταπιέζεται από ενδυματολογικά δεσμά.

Ο θηλυκός Ταρζάν που σπάει τα φερμουάρ!

από cinemag.gr

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Αυτός που δεν αφήνει ούτε ένα ταλιράκι να πάει χαμένο. Φιλάργυρος, σπαγγοραμμένος, τσιγκούνης.

Η λέξη ακούγεται συχνά σε αθλητικά ραδιόφωνα της Θεσσαλονίκης.

Α ρε Ιβάν, δες ποιος σε έπιασε κότσο... ο ταλιροπαγίδας που διαβάζει Γαύρο και Πρωταθλητή.

Η ΑΜΚ είναι ανοικτή για αυτούς που έχουν από 20 χιλιάρικα και πάνω. Εσύ που είσαι ταλιροπαγίδας προφανώς δεν μπορείς!

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Ο μαλάκας. Σε αντίθεση με τη λέξη "μαλάκας" πού'χει χάσει εντελώς το νεύρο της, ο "σώλος" έχει και τη δεικτική και την ειρωνική διάθεση που λείπει από τον "μαλάκα", αλλά εκφέρεται και τυπικά ως προσφώνηση όπως ο μαλάκας. Από το "ψώλος" (το αρσενικό της ψωλής) και αποτελεί σλανγκιά αντροπαρέας, με δόσεις αυτολογοκρισίας. Προς αποφυγήν παρεξηγήσεων, αυτή η λέξη για να μη θεωρηθεί προσβόλα προσφωνείται μόνο μεταξύ ατόμων που με τον καιρό έχουν αποκτήσει μεγάλη οικειότητα, είναι ομάδα και έχει αποκτηθεί το δικαίωμα ο ένας να σατιρίζει τα χούγια, τα ελαττώματα και τις αδυναμίες του καθενός γιατί μόνον έτσι αυτό δε δηλώνει κακία.


1. - Να' ρε, εκεί είναι σου λένε!
- Καλά ρε, είσαι σώλος τελείως; Πού ήθελες να το δω από κει πέρα και μου μανίζεις με το δαχτύλι σου... Άθρωπος δεν το βλέπει α δε ντο ξέρει πως είναι 'κιε! Σώλε, ε σώλε!
2. - Για που τραβάς, ρε σώλε; Τί ντύθηκες έτσι;
- Στα "Μαύρα Μεσάνυχτα" τραγουδεί απόψε μια ντανταλοβύζω...άλλο πράμα! Θαν' έρθεις;
-Άλλη δουλειά δεν έχω... Να πάνε θέλει κι οι άλλοι σώλοι, γη;
- Δε γ-κατέω... Μόνος προς στιγμής, γι' αυτό σου λέω...
- Κάτσε παέ στη φωθιά κι ανακέρωσέ τηνε μια ολιά να πάω...Ντριιιιιν! Α, ο Μαθιός είναι:" Έλα ρε σώλε, να φανείτε θέλει, γη μετανιώσατε;""Όι, ερχόμαστενε. Σε 20' είμαστε σπίτι σου".
- Ο σώλος ο κουμαριτζής ήτονε; Να μας αρχίνίξει στο χαρτί και να μας τ' αρπάξει... Όι δεν έχω χρόνο για τέθοια... Πάω στα μπουζούκια καλιά.
- Ξια σου. Εσύ, σώλε, θα χάσεις!
- Σίγουρα!

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

παρέαΑλληλό-κατούρημα:Η αδιαφορία η γείωση εναλλάξ μεταξύ δυο κολλητών σε βαθμό που να αναλογεί σε προσβολή αν γινόταν σε τρίτο πρόσωπο, μη ενταγμένο στην μυσταγωγία της παρέας.

Παράδειγμα εδώ -Πάω 10 λεπτά για μπάνιο και έρχομαι -οκ τρελέ μου...περνάνε 10 λεπτά -έλα ...μετά από μισή ώρα -έλα ...απροσδιόριστο χρονικό διάστημα -Αλληλοκατουρηθήκαμε δικέ μου

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Τόσο πολύ γουστάρουν οι Χανιώτες κι όλοι οι Κρητικοί την κατάληξη -άκι, που έχουνε φτιάξει (= εντάξει στο ελληνικό κλιτικό σύστημα) αυτήν την, κατά πώς μου μεταφέρεται, εκ πρώτης ακατανόητη εκτός νησιού αλλά τόσο χρήσιμη λέξη: ναϊλάκι = το μικρό νάιλον σακουλάκι. Για την ράντομ ετυμολογία του ίδιου του nylon βλ. εδώ.

- Πού τό' εις το βιβλιάριο του γιατρού; - Εκειά στο ράφι ' ναι μέσα σ' ένα ναϊλάκι.

Got a better definition? Add it!

Published