Έπαθα μόρφωση, παραμορφώθηκα, οπότε ... "κουλτούρα να φύγουμε".

  1. Κι όλους τους ξέμπαρκους θα τρώει το σαράκι μα όσοι ταξίδεψαν ζηλεύουν την Ιθάκη. έπαθα κουλτούρα. (εδώ)

  2. Ναι ρε πούστη παθαίνω κουλτούρα που και που. (εδώ)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Λέγεται σαρκαστικά, οτι δήθεν το υποκείμενο άλλαξε και από λαϊκουριά του κερατά, έγινε ποιοτικός, γουστάρει την πχιόττα, την πχοιότητα.
Έγινε γνωστό από το Σταρόβιο άσμα (του 2011), "έχω πάθει ποιότητα".

Συνώνυμο: παθαίνω μόρφωση.

Χθες είχαμε Πασχαλίδη-Μαχαιρίτσα, κινδύνευσα με ύπνο. Ευτυχώς βγήκε και ο Σταρόβας και έπαθα ποιότηταεδώ
♪♫ Όσο περνάνε τα χρόνια
Αλλάζει ο τρόπος τελείως που σκέφτομαι
Ό,τι αγαπούσα παλιά βρίσκω πλέον αδιάφορο

Κάποτε μου άρεσε ο Κιάμος
Και τώρα ακούω Δρογώση και Φάμελλο
Και προσεγγίζω την τέχνη με υπευθυνότητα

Έχω μεταμορφωθεί
Με απωθεί η απλότητα
Έχω αποκτήσει οντότητα
Έχω πάθει ποιότητα

Έχω εντρυφήσει στην τέχνη
Δεν κυνηγάω πια κορίτσια φιλήδονα
Μελετάω με πάθος τα δικοτυλήδονα

Ακούω Τσακνή, Μαχαιρίτσα, Λαζόπουλο
Το πολεμάω από μέσα το σύστημα
Ανήκω πλέον στο χώρο της ευρύτερης Αριστεράς
♪♫

  1. Άσε μας ρε χρήστο δάντη που έπαθες ποιότητα κ πήγες και στου παπαδόπουλου.

  2. Οταν παθαίνω ποιότητα πόσο μόνη

  3. δε βλέπω κίνηση στα ιντεράξια μου! τί έγινε ρε? μπας κ πάθατε πχιότητα απόψε..? (εδώ)

  4. Από την Μποφίλιου στους Πυξ Λαξ και τούμπαλιν... Απόψε έπαθα πχιότητα! (εδώ)

  5. τελευταια εχουμε παθει πχιοτητα.. Βαλτε εναν τζιμ καρει να ξεστραβωθουμε!! (εδώ)

  6. Η φάση πρωί πρωί είναι "έπαθαπχιότητα" ~ PLATSA PLATSA PLOUTSA: http://youtu.be/8WAS9st_DAE via @youtube (εδώ)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Όταν κάνεις το τσιγαριλίκι σου με τα παιδιά κι όπως τραβάς την τζούρα τρως ένα κομματάκι καπνό και σου χαλάει την γεύση και το στυλ.


-Ρε μαν φέρε μια τζούρα κι από δω.
-Έλα ρε.
-Γκουχ γκουχ! Πω ρε μάγκες έφαγα μπιφτέκι.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Στάνταρ σχόλιο όταν παίζει πολύς καπνός από μπάφο. Δηλώνει ότι αρκεί να εισπνεύσεις για να την ακούσεις, και δε χρειάζεται να σκάσεις και συ γάρο (το οποίο κοστίζει όπως και να το κάνουμε).

Εσχάτως το παθαίνουν και αθληταί.

- Μαλάκα, τι τεκές είν' εδωμέσα; Τσάμπα μαστούρα λέμε. Πα να φύγουμε για θα μυρίζει η δικιά μου μετά τους μπάφους και ποιος την ακούει μεσημεριάτικα.
- Χαλάρωσε ντουντ, στο νταμ είσαι.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Τυπολογικό όνομα που δηλώνει τον μαλάκα, συνώνυμο του μαλακαντρέας. Πιθανολογώ ότι ο λόγος που επελέγησαν τα ονόματα Αντώνης και Αντρέας και όχι κάποια άλλα σχετίζεται με τους πολιτικούς Αντώνη Σαμαρά και Ανδρέα Παπανδρέου αντιστοίχως με το ότι αρχίζουν από άλφα και είναι τρισύλλαβα. Για τη σλανγκικότητα εξάλλου του ονόματος Αντώνης, βλέπε τα βουβαντώνης, τρελαντώνης, αλλά και το αντώνης. Καίτη, λοιπόν, η μεγάλη πλειοψηφία των αποτελεσμάτων στον γούγλη αναφέρεται στον πρώην πρωθύ Αντώνη Σαμαρά, το τυπολογικό όνομα προϋπήρχε.

  1. Οι καραγκιόζηδες και οι μαλακαντώνηδες νόμιζαν ότι πουλώντας τρέλα θα έκρυβαν την αδυναμία βιωσιμότητας του ελληνικού τραπεζικού συστήματος. Το ψέμα έχει κοντά ποδάρια. Και ναι. Οι νέοι με ικανότητες δεν θα μείνουν στο τριτοκοσμικό κωλοχανείο για να ψήνουν τυρόπιτες και να φτιάχνουν καφέδες. (Κάπιταλ).
  2. Το βέβαιο είναι ότι δεν κινδυνεύει από μαλακαντώνηδες και μαλακαδώνηδες. (Τοίχο-τοίχο: Αυτή η κυβέρνηση έχει κερδίσει τον σεβασμό μου).
  3. Τὸ ὅτι ὁ Σαμαρᾶς εἶναι Μαλακαντώνης καὶ ὄχι Τρελλαντώνης ἀποδεικνύεται ἐκ τοῦ γεγονότος ὅτι ἐφορτώθη βλακωδῶς αὐτὰ τὰ φυράματα τὰ ὁποῖα βεβαίως εὐκαιρίας δοθείσης θὰ προδώσουν καὶ αὐτόν. (Ἐδῶ).

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Ο πύραυλος που φέρει ένα μαχητικό αεροσκάφος.

  1. Όταν ο Γρίβας επέστρεψε και προσγειώθηκε, από το δεξί φτερό του έλειπε ένας πύραυλος. Την ίδια ώρα, στο γραφείο του αρχηγού ΓΕΑ στον τέταρτο όροφο του υπουργείου Αμύνης, ο αρχηγός ετοιμαζόταν να πάει σε μια κοινωνική εκδήλωση. Από το σύστημα ενδοεπικοινωνίας που τον συνδέει με όλες τις μάχιμες μονάδες, ακούστηκε μέσα από τα "στατικά" παράσιτα: "Κύριε αρχηγέ, λαμβάνω την τιμή να αναφέρω ότι ο Γρίβας προσγειώθηκε και του λείπει ένα "πουλάκι"". Ήταν ο διοικητής της Τανάγρας, με πρόδηλη την αγωνία στη φωνή του. (Στόκος).
  2. Ο Έλληνας top gun, επέστρεψε χωρίς το “πουλάκι”. (Εδώ).
  3. ΕΝΑ ΆΓΝΩΣΤΟ "ΑΤΎΧΗΜΑ" ΣΤΟ ΑΙΓΑΊΟ (ΌΤΑΝ Ο ΈΛΛΗΝΑΣ ΠΙΛΌΤΟΣ ΤΟΥ MIRAGE ΕΠΈΣΤΡΕΨΕ ΧΩΡΊΣ ΤΟ "ΠΟΥΛΆΚΙ"). (Εδώ).

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Φράση που αυτηκόησα στ' Ανώγεια στην Κρήτη και δηλώνει τον Master Commander της βοσκικής, ο οποίος μπορεί μάνι-μάνι, άκοπα και εύκολα να μαζεύει, να καθοδηγεί και γενικότερα να μανατζάρει το κοπάδι, αίγες ή πρόβατα, ειδικά σε δύσκολες περιοχές (δηλαδή, "στα όρη" - ή μήπως "στ' αόρι"; ποτέ δεν κατάλαβα αν είναι το ένα ή το άλλο - γύρω από τον Ψηλορείτη) ή σε δύσκολες καταστάσεις (π.χ. φόρτωμα σε νταλίκα). Τώρα, ντράπηκα να ρωτήσω: είναι η φράση έτσι επειδή τα γουρούνια είναι παροιμιωδώς δύσκολα να κοπαδιαστούν; Είναι, δηλαδή, η φράση σαν το αγγλικό herding cats που δηλώνει το ψιλο-ανέφικτο έργο; Μάλλον...

Ή μήπως ο αγαπητός βοσκός που το είπε χρησιμοποίησε τη φράση επειδή του έκανε, αλλά αυτή έχει απ' αλλού νόημα: λαλεί και τσι χοίρους κάλλιστα θα μπορούσε (με το ιστορικό της περιοχής) να σημαίνει και τον γουίνστον γουλφ της ζωοκλοπής, ο οποίος ρημάζει έναν τόπο και φεύγοντας λαλεί (οδηγεί) πρόβατα, κατσίκια, γουρούνια, κότες, κουνέλια, αρκάλους,λιακόνια και γενικά όλη την τοπική πανίδα...; Λίγο ευφάνταστον αλλά ποιος ξέρει...

Α, ευτυχώς π' ήρθανε καημένε Χαλικούτη(1) οι αγκζαδέρφοι από τη Γέργερη και μας αβοηθήξανε και τα φορτώσαμε στο τριαξονικό, κι αυτοί, άντρες να ιδείς, βοσκοί, μα και τσι χοίρους λαλούνε είμαι άτιμος(2).

(1) Ψευδώνυμο.

(2) είμαι άτιμος = είμαι άτιμος [αν λέω ψέμματα] = στο λόγο της τιμής μου.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Καλιαρντή λέξη εκ των κιμπάρης και πουρό (βλ. λήμματα για ετυμολογία). Ο Ηλίας Πετρόπουλος δίνει τη σημασία μερακλήςμερακλής), αλλά φαντάζομαι μπορεί να έχει όλες τις σημασίες του κιμπάρης που δίνει το Πονηρόσκυλο, κι εφόσον μιλάμε για κάποιον πουρό, πρόκειται για έναν ηλικιωμένο κιμπάρη, ο οποίος ενδέχεται να σκάει τα λεφτά του μάλλον με διάθεση χορηγού τ. suggar daddy ή πουστοπατέρα- ζάχαρη, σε τεκνά και τεκνίτσες μικρότερης οικονομικής δύναμης. Ο επίμονος κιμπαροπουρός συχνά ανταμείβεται για την επιμονή του.

Στη χούμση κιμπαροπουρό με λιμπερτόζα και ματσιάρα κουρκουλετζού βακουλοκρεμαστή κωλοτσιτσίρισε με νταμιροκλύσμα το σκελοσάλιαγκα χωρίς σπανοκουκούλα κι ο τραχανάς η γιδοτεκνοσυντήρητη ζήτηξε τσουκτροκλάκα. (Αποκατέ).
Μετάφραση κατά προσέγγιση: Στη φυλακή (ή μήπως στο μπιντιεσεμικό ντάντζιον;) κιμπάρης ηλικιωμένος με ελευθεριάζουσα και πλούσια πουτανιάρα παντρεμένη βασάνισε με (κάποιο τέλος πάντων είδος από) ένεση γέρο χωρίς προφυλακτικό και ο γέρος ο επαρχιώτης ζήτησε μαστίγιο.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Ο μπακαλιάρος στην Κρήτη, προφ ο παστός, τι παστός, δηλαδή, αλίπαστος και βάλε! Γιατί ήταν κάποτε το φτηνό διαθέσιμο ψάρι, ειδικά στην σχετικώς μακρινή από τη θάλασσα ενδοχώρα.

Ηταν "πιστός φίλος" των Πορτογάλων, "ψάρι του βουνού" το έλεγαν οι Ισπανοί, "Φτωχογιάννη" οι Κρητικοί, άλλαξε το διατροφικό χάρτη της Ευρώπης. Στα παραθαλάσσια μέρη είναι εύκολο να βρεθεί ψάρι, στα ενδότερα όμως ο παστός μπακαλιάρος δίνει τη λύση, φτηνή και νόστιμη». πηγή

Η τιμή του παστού μπακαλιάρου φαίνεται πως ήταν προσιτή. Θυμάμαι τη γιαγιά μου να λέει πως στο χρηματιστήριο της αγοράς τροφίμων ένα κιλό μπακαλιάρος πήγαινε ένα κιλό λάδι όσο θυμόταν! Προχθές που τον αγόρασα 11 ευρώ είχε το κιλό. Το λάδι φέτος ίσα που ξεπερνά τα 2 ευρώ! Αχ γιαγιά που είσαι να δεις πως έγινε είδος πολυτελείας ο φτωχογιάννης! πηγή

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

  1. Αργκοτικό συνώνυμο του «εντελώς», κάτι σαν μονολεκτικό και πιο σκληρό «εντελώς τελείως», του πάρα πολύ, του σκληρά και του τέζα για να λέμε τα πράματα με τ' όνομά τους.
  2. Ως ειδική περίπτωση του προηγουμένου, χρησιμοποιείται για να δείξει συμφωνία με τον προλαλήσαντα, αρκετά συχνά δε σε προτάσεις που δεν έχουν συγκεκριμένο νόημα, βλέπε τα παραδείγματα.
    Χρησιμοποιείται είτε μόνη της, είτε ακολουθούμενη απ' το κομμάτι της φράσης με το οποίο συμφωνούμε. Παραδόξως, όπως φαίνεται και στο τρίτο παράδειγμα, μπορεί να σημαίνει επίταση αυτού με το οποίο συμφωνούμε.

1α. - Η παραλία μόνο γαμεί. Στα καλύτερα μας φέρνεις.
- Και η μπάρμαν γυναίκα στο μπητσόμπαρο μόνο μουνάρα, να τα λέμε αυτά.

1β. - Αν πίστεψες ότι θα ξέχναγα το κατοστάρικο που μου χρωστάς έτσι απλά είσαι μόνο ηλίθιος.

2α. (πραγματικός διάλογος, τζήσους με Φάνη)
- Πστ, Φάνη, αλλοτρίωση.
- Μόνο αλλοτρίωση.

2β. - Πας για κατούρημα;
- Μόνο για κατούρημα.

2γ.
- Με γουστάρει αυτή λες;
- Μόνο σε γουστάρει.
ή
- Με γουστάρει αυτή λες;
- Μόνο.

3.(ανάμεσα στις δύο περιπτώσεις του ορισμού, σημαίνει ότι όχι απλά θα διαλυθούμε, αλλά θα ξεφτιλιστούμε, θα μας μαζεύουνε)
- Τι θα γίνει μαν απόψε, θα διαλυθούμε;
- Μόνο θα διαλυθούμε, δε θα μείνει χριστούγεννο απόψε.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified