Καταπονούμαι από κάποια επίπονη σωματική δραστηριότητα, και κυρίως από το σήκωμα μεγάλου βάρους.

Στο βιβλίο Λέξεις που Χάνονται (Αθήνα: Εκδόσεις του Εικοστού Πρώτου, 2011, σ. 33) ο Ν. Σαραντάκος εξηγεί την προέλευση της έκφρασης από την λέξη απάκι που σημαίνει το «ψαχνό γύρω από τα νεφρά». Από τον Κοραή έχει προταθεί ως ετυμολογία ότι προέρχεται από την αρχαία λέξη ἀλωπέκιον που σημαίνει την μικρή αλεπού (αλωπέκια > αλεπέκια > αλπέκια). Ο Ν.Σ. παρατηρεί επίσης ότι η έκφραση χρησιμοποιείται και ειρωνικά για κάποιον που τεμπελιάζει.

Πάσα από Δ.Π.: GATZMAN.

  1. Και ηταν και 32 κιλα το ατιμο.Μου πεσαν τα πακια. (Εδώ).

  2. Οταν κανείς σηκώσει ή προσπαθήσει να σηκώσει ένα μεγάλο βάρος και καταλάβει πόνους στη μέση του, λένε πως του έπεσαν τα πάκια. Ο άρρωστος ξαπλώνει μπρούμυτα κι ο πρακτικός γιατρός πιάνει τις δυό άκρες της μέσης του αρρώστου και τις τραβάει μαλάζοντάς τες ταυτόχρονα. Οταν τρίξουν τα κόκαλα σημαίνει πως τα πάκια ξανάρθαν στη θέση τους. Οταν όμως τα πάκια «κρεατώσουν» δε συνέρχονται, κι ο πόνος συνεχίζεται με κίνδυνο ο άνθρωπος να μείνει ανάπηρος. (Εδώ).

Απάκι (από GATZMAN, 25/01/12)Στο 18\'\' (από Galadriel, 25/01/12)

Got a better definition? Add it!

Published

Ειρωνική φράση που λέγεται για κάτι που είναι κάπως προφανές, αλλά ο συνομιλητής μας δεν το καταλαβαίνει. Το ειρωνικό της έκφρασης είναι η ψευτοταπεινοφροσύνη, σαν να λέω: «είμαι άσχετος με το θέμα και δεν δικαιούμαι να έχω άποψη, απλά μιλάω χωρίς να ξέρω», ενώ αυτό που λέω στην πραγματικότητα είναι «ξέρω πολύ καλά ότι αυτό που λέω ισχύει».

Μήπως πρέπει να το βάλεις στην πρίζα για να δουλέψει; Λέω εγώ τώρα.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Συγκριτικός βαθμός του (ουσ.) σανό, το, ήτοι η γνωστή αγελαδοτροφή.

Χρησιμοποιείται στη φράση: Άντε, και σανότερα (και εις ανώτερα)

- Φέτος λόγω 5ετίας, πήρα προαγωγή σε ανθυποτίποτα...
- Και σανότερα!

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Η ιδιότητα ανθρώπου φαινομενικά ταπεινού αλλά με ιδιαίτερη κλίση στην κατινιά, ήτοι το κουτσομπολιό.

Μα καλά αυτή η γυναίκα είναι απίστευτη: από τη μια μας το παίζει παρθένα κι απ' την άλλη είναι να μη σε πιάσει στο στόμα της, η κατινοφροσύνη της δεν έχει όρια...

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Στην παιδική επαρχιακή ποδοσφαιρική αργκό, η επανάληψη. Χρησιμοποιείται συνήθως για φάουλ, κόρνερ, πέναλτυ, τα οποία δεν έχουμε εκτελέσει καλά, και με κάποια τσατσιά προσπαθούμε να βρούμε τρόπο να τα ξαναεκτελέσουμε. Η «επαναλαβή» ...επαναλαμβάνεται πολλές φορές και από πολλά στόματα σε έντονο ύφος σε μία προσπάθεια σπασίματος νεύρων του αντιπάλου, ώστε να τσατιστεί και να μας δώσει αυτό που θέλουμε.

Η λέξη, επίτηδες εξόφθαλμα λανθασμένη, έχει σχεδιαστεί για να δίνει έμφαση και να εκνευρίζει περισσότερο τον αντίπαλο. Κλασική περίπτωση ψυχολογικού πολέμου της αλάνας.

- Ε, το τείχος ήτανε κοντά, δε στρέει, επαναλαβή, επαναλαβή!
- Άντε ρε κλαψομούνηδες παίξτε μπάλα!
- Άντε δώστους το μην κλαίνε πάλι...
- Δεν καταλαβαίνω πώς μας καταφέρνουν κάθε φορά!

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Η χαρακτηριστική, σήμα κατατεθέν, κίνηση του Γκόκου (ή στην ελληνική τηλεόραση Σονγκόκου ή Σογκόκου), του ήρωα της θρυλικής σειράς Ντράγκονμπολ. Ήτανε συστατικό στοιχείο του παιδικού-εφηβικού παροξυσμού που μας έπιανε και μας έκανε να περιμένουμε να έρθει το σαββατοκύριακο για να δούμε πού κατέληξε το κύμα που εξαπέλυσε στο προηγούμενο επεισόδιο ο ήρωάς μας.

Η σειρά αυτή, μεγάλωσε γενιές και γενιές (δυστυχώς σήμερα τα παιδιά βλέπουν κάτι αηδίες).

Η κίνηση αυτή, που την έμαθε στον μικρούλη Γκόκου ο πρώτος του δάσκαλος Μαστερ Ρόσι, ακολούθησε το μαχητή καθ' όλη τη διάρκεια της ζωής του και εξολόθρευσε με αυτήν δεκάδες κακούς που ήθελαν να καταστρέψουν το σύμπαν.

Είναι ένα κύμα ενέργειας, άσπρου-μπλε χρώματος, που εκτοξεύεται από τον μαχητή μέσα από τις παλάμες και των δύο χεριών, τα οποία διαγράφουν μία κίνηση από πίσω προς τα μπρος. Συνοδεύεται από μία στριγκλιά του τύπου «Καααααμέ, Χαααααααμέ, Κύμαααααα!».

Χρησιμοποιήθηκε και από άλλους θρυλικούς μαχητές όπως ο Κρίλιν, ο Σελ, και ο Γκόχαν.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Μια από τις γειώσεις της καθομιλουμένης: όταν θέλουμε να δηλώσουμε ότι είναι οριακή η ικανοποίηση που αντλούμε από κάτι (κατάσταση / αντικείμενο / πρόσωπο / χώρο κλπ), χρησιμοποιούμε το τρίτο ενικό της παθητικής φωνής στο ρήμα που το χαρακτηρίζει.

Εξαιρείται το «παίζεται».

  1. - Ωραία γκόμενα; - Συμπαθητική... Βλέπεται.

  2. - Καλή η μπουγάτσα;
    - Νταξ, τρώγεται.

  3. - Καλή η νέα σου δουλειά;
    - Υποφέρεται.

κλπ

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

(Πάτρα)

ξεβαφτίζω: μπινελικώνω κάποιον σε τέτοιο βαθμό (συνήθως εμπλέκοντας θεία πρόσωπα σε άσεμνες στάσεις), που δεν μένει πια τίποτε ιερό πάνω του (βλ. χέζω/«λούζω» πατόκορφα)

ξεβαφτίζομαι: μπαινοβγαίνω συχνά στο νερό (θάλασσα ή μπανιέρα).

Καίτοι οι πατρινοί τυγχάνουν ιδιαίτερα θρήσκοι (και θρησκόληπτοι), παρατηρείται το οξύμωρο, η λαϊκή δοξασία να θεωρεί εξαιρετικά επιφανειακό και πρόσκαιρο το εξ απαλών ονύχων «επίχρισμα» της βαπτίσεως, ώστε να αποκολλάται ευχερέστατα, συνεπεία ύβρεως ή ύδατος, αντιστοίχως.

  1. - Μήτσε, πήρε ο προμηθευτής και είπε δε θα’ ρθει σήμερα, του ’τυχε δουλειά λέει. Άμα είναι αύριο πρωί-πρωί.
    - Αύριο; Τί μαλακίες είν’ αυτές; Και τί θα κάνω εγώ σήμερα που δε μου’ χει μείνει στόκ; Για βρες μου το τηλέφωνό του, ναν τονε ξεβαφτίσω, να σου πώ εγώ...

  2. - Μάααακηηηη! Πιπίιιιιτσαααα! Βγείτε επιτέλους απ’ τη θάλασσα βρωμόπαιδα, που ’χετε μελανιάσει και τρέμετε σα ζαγάρια! Ξεβαφτιστήκατε πιά!
    - Μάλιστα μητέρα.

  3. - Επρόπερσυ το καλοκαίρι με τους καύσωνες, που ’χε χτυπήσει σαρανταπεντάρια, έκανα ίσαμε 5-6 ντούς τη μέρα!
    - Είσαι κι εσύ των άκρων, βρε παιδί μου. Ή που θα ξεβαφτίζεσαι ή καθόλου;
    - Δεν το πήρα;! Εγώ κάνω κάθε μέρα μπάνιο.
    - Ε, τότε ν’ αλλάζεις το νερό...

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Ιδιαιτέρως επιθετικό λήμμα, χρησιμοποιούμενο σε στενό κύκλο ατόμων και σε απόλυτο σύζευξη με το λήμμα, γαμιάρης.

Ψωλιάρης, ο του πέους, ο γου-του-πού γενικώς ή αλλιώς ο ψωλονοιάρης, αυτός που νοιάζεται για ευτελή πράγματα ή αλλιώς και ο σεξουαλικώς εκφυλισμένος ανήρ. Χρησιμοποιείται κατά κόρον για να προσβάλλει και να ευτελίσει τον αποδέκτη του εκάστοτε υβριστή.

Ιδιαιτέρως επίσης προσβλητικό για γυναίκα, η ψωλιάρα, το κατά συρροήν πορνίδιον επ' ευτελών αμοιβών, η εκφυλισμένη γυναίκα που δεν έχει χρόνο να σκεφτεί τίποτε άλλο παρά τα της ψωλικής επιστήμης.

Προτροπή προς τον αναγνώστη-χρήστη: Ίνα τονίσουμε την ύβρη, τονίζουμε πάντα στο γράμμα ψ σαν να ακούγονται 5ψ μαζί προτού της κορύφωσης της λέξεως. Επί παραδείγματι: ΨΨΨΨΨωλιάρα (στην ουσία σαν να ακούγεται πσσσσσωλιάρα), κάνε και συνδυασμούς.

  1. Νααα γαμιααάρη, νααα ψψψψψωλιάρη. (εις αντίπαλό μας που έχουμε νικήσει κατά κράτος, ή που εκείνη τη στιγμή νικάμε, το πόσο θα τονίσουμε το ψ, θα δείξει και το βαθμό της νίκης για εμάς ή του δράματος του αντιπάλου μας).

  2. Αυτή η Κούλα...το πάει το γράμμα. Και λίγα λες για την ψψψωλιάρα.

  3. Τον είδες; Της την έπεφτε έντεχνα. Ναι μωρέ ο παλιοψψωλίαρης, αέρα δεν την άφησε να πάρει.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Κατά τον άγιο Ιωάννη Βαπτιστή σχηματίζεται ο Ιωάννης Βαδιστής (ή και με οριστικό άρθρο Ιωάννης ο Βαδιστής) που αποτελεί χαριτωμενίστικη μετάφραση στα ελληνικά της μάρκας ουίσκι Johnnie Walker.

Εδώ έχουμε σλανγκαθαρεύουσα (για το φαινόμενο βλ. σχόλιο Βίκαρ στο άνευ καλαμακίου), ενώ για όσους προτιμούν πιο λαϊκότροπες γλωσσικές μορφές, υπάρχει και η μετάφραση Γιάννης που πορπατάει. Επίσης, υπάρχει και το Ιωάννης Περιπατητής που παραπέμπει και στην περιπατητική.

Πάσα: Δεινόσαυρος.

  1. Πάρε μαζί σου καμιά πορτοκαλάδα” (Ιωάννης ο βαδιστής, Ελληνας τζόκει επί πάγου) (Εδώ).

  2. Ιάκωβος Ομόλογος (James Bond!) και το Ριχάρδος θαλαμηπόλος (Richard Champerlain!) να μην λησμονούνται Αντε, και το Ιωάννης Βαδιστής-ο Τζόννυ που ..πορπατάει [αυτό ειναι ..Αθηνόδωρος Προύσαλης-«Μια Ιταλίδα από την Κυψέλη») (Εδώ).

  3. βλέπω, τώρα, αχνά τον λογότυπο του Ιωάννη Βαδιστή. (Εδώ)

Επώνυμα ξίδια: μαλάμω (Μαλαματίνα), Ιωάννης Βαδιστής, ο Γιάννης που πορπατάει, Περπατόγιαννος (Johnnie Walker), πέρδικα, φάμους γκράους (Famous Grouse), εκατό πίπες (100 Pipers), δεκατεσάρ' (Cutty Sark), θείος Τζακ (Jack Daniels).

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified