Selected tags

Further tags

Όταν βλέπουμε ότι «όλοι» κάνουν κάτι το οποίο, κατά την δική μας λογική ή ένστικτο, είναι από ψιλοχοντρομαλακία έως απόλυτη καταστροφή, ή το οποίο δεν μας αφορά καθόλου και οι Άλλοι το κάνουν για άλλους λόγους... αλλά έχουμε κριτήριο μηδέν -και αυτοπεποίθηση ή θάρρος υπό το μηδέν, οπότε βασιζόμαστε στις επιταγές του συνόλου ώστε να βγάλουμε τον εαυτό μας από το δίλημμα το οποίο, αν δεν το απαντήσουμε σύμφωνα με το σύνολο, θα μας στείλει έξω από το μαντρί και μάλλον θα μας φαν οι λύκοι. Γιατί έξω από τη μάζα κάνει κρύο.

- Πού να πάω για Πρωτοχρονιά, στο Περτούλι, στην Κωνσταντινούπολη, στην Ελβετία ή στο Καϊμακτσαλάν;
- Έλα ρε μαλάκα, και συ Βρούτος, και συ με τον μπουχό;
- Μα είναι πολύ της μοδός τελευταία.
- Ζγα ρε! Χιλιάδες μύγες τρων σκατά, λες να κάνουν λάθος; Θα σιχτιρίσεις από την ταλαιπωρία και θα σου φύγουν ένα κάρο λεφτά! Πήγαινε στην Ίφκινθο καλύτερα, είναι ωραία τον χειμώνα.

(από tasurmata, 28/12/10)(από Galadriel, 29/12/10)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Κατόπιν προτροπής του αγαπητού συναδέλφου Βράσταμαν (βλ. σχόλια στο Μπεν Χουρ), αποφάσισα να καταθέσω το λήμμα αυτό, το οποίο καθίσταται με αυτόν τον τρόπο σύμβολο των ταλαιπωρημένων ξένων ονομάτων που ηχούν «πρόστυχα» στο ούτως ή άλλως πρόστυχο ελληνικό αυτί / μυαλό και, ωσεκτουτού, παραποιήθηκαν ώστε να αποφευχθεί κάθε είδους παρεξήγηση.

Τα ονόματα αυτά αν καταγράφονταν με την «κανονική» τους προφορά θα παρέπεμπαν σε σκατά, γαμήσια και σε χίλια δυο άλλα τέτοια προσφιλή μεν, αλλά μη κορέκτ, θεματάκια. Έτσι λοιπόν οι μεταφραστές (και αυτό είναι πολύ παλιά ιστορία) σκέφτηκαν το εξής σοφό: αφού έτσι κι αλλιώς η προφορά δεν πρόκειται να είναι ποτέ 100% ακριβής στην απόδοσή της (πχ το γερμανικό ή το αγγλικό -h- δεν προφέρονται ποτέ σωστά γιατί στη γλώσσα μας δεν έχουμε τέτοιον ήχο), τι χάνουμε να την παραλλάξουμε λίγο ακόμα ώστε ο κακομοίρης ο Χέστον, πχ, να αποκαλείται στην ελληνική με κάπως αξιοπρεπέστερο όνομα και δη ιδιαιτέρως αμερικάνικοπρεπές, όπως το Ίστον (Ήστον);

Έτσι λοιπόν έγινε και τον χέσαμε τον Χέστον και τον καθωσπρεπίσαμε μετατρέποντάς τον σε Ήστον. Ακολούθως, όπως πολύ σωστά είπε πάλι ο Βράσταμαν, «στη σειρά Lucy ο προϊστάμενός της λεγόταν Mr Moonie, αλλά οι υπότιτλοι της ΥΕΝΕΔ το απέδιδαν ως κύριος Μόνεϋ» και βεβαίως να μην ξεχνάμε και τον συγγραφέα Herman Hesse ο οποίος, εννοείται, κουτσουρεύτηκε και έγινε Χέρμαν μεν, Έσσε δε. Δύο μέτρα και δύο σταθμά.

Οι λύσεις αυτές εν μέρει δικαιολογούνται, αλλά τι να κάνουμε που το αποτέλεσμα είναι γελοίο και τελικά δεν σώθηκε το πράμα γιατί, ακόμα κι αυτός που δεν ξέρει, θα θελήσει κάποια στιγμή να κάνει πλάκα και να παραποιήσει με τη σειρά του τα ονόματα αυτά, οπότε θα πεί Χέστον και Χέσε και Μούνεϊ, λέγοντας καταλάθος το σωστό.

Θα θυμηθώ κι άλλα, όμως παρακαλώ σας να συμπληρώσετε τη λίστα (στα σχόλια) αν σας έρθουν στο μυαλό!

- Τι διαβάζεις τώρα;
- Τον «Λύκο της στέπας».
- Ποιανού είναι αυτό;
- Του Χέσε.
- Έλα λέγε.
- Του Χέσε, σου είπα.
- Άντε γαμήσου μωρή μαλακισμένη, αν με ξαναρωτήσεις εμένα κάτι, χέσε με.

Jacques Poustis (από Hank, 14/01/09)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Η τροφή που σπάει την δυσκοιλιότητα και φέρνει το καλό, το ωραίο, το πολυπόθητο χέσιμο.

- Τι έπαθε πάλι η μικρή;
- Τα ίδια. Πέντε μέρες έχει να πάει και έχει πρηστεί, δε βλέπεις;
- Δώσ' της σύκα να φάει, είναι χεστικά. Και κανα κολοκύθι...
- Της έδωσα λίγο ρύζι, δεν κάνει; Φυτό είναι κι αυτό.

(από nick, 16/09/08)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Χρησιμοποιείται για να δείξει έντονη απαξίωση ή αίσθημα παραίτησης λόγω αδυναμίας αντιμετώπισης μιας κατάστασης.

Συνοδεύεται συχνά από έκφραση αηδίας ή ξινίλας.

Μπορούμε επίσης να ενισχύσουμε τη φράση προσθέτοντας ένα απλό «A... Καλά... Εντάξει...» πριν από αυτή...
Φαινόμαστε πιο cool και ατάραχοι έτσι...

Τι έκανε λέει;; Μόλις μπήκες για μπάνιο;;; A... Καλά... Χεστήκαμε που κλάναμε... Δεν θα προλάβουμε...

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Απαξιωτική ατάκα που τονίζει την έλλειψη ουσίας και την ηλιθιότητα που χαρακτηρίζει την κατάσταση. Ετυμολογικά αν το πάρεις το ζήτημα, χέζεις και υποστηρίζεις ότι η βάρκα γέρνει, λες και είσαι κάνας ελέφαντας να χέσεις 25 κιλά σκατά. Συνώνυμα αυτής της έκφρασης είναι «τ' αρχίδια μου κουνιούνται δεξιά και αριστερά», «χέστηκε η φοράδα στ' αλώνι».

-

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Yπερβολικά κουρασμένος, λιωμένος από αλκοόλ ή ναρκωτικά.

«Mαλάκες είμαι χέσμα, δε θα βγω σήμερα»

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

  • Μονάδα μέτρησης του όγκου μιας αφοδευτικής εκκένωσης

- Πάω να ρίξω μια χεσιά και επιστρέφω.
- Καλό βόλι.

  • Μικρό οικόπεδο, περιοχή ή χώρα ("μια χεσιά τόπος")

Κάτι δηλαδής κομμάτι μεγαλύτερο από μια κουτσουλιά (ma non troppo).

- Να μην έχουμε προβλέψει, σε μια ολόκληρη Αρκαδία, να μην έχουμε προβλέψει για μια χεσιά τόπο, εδώ και χρόνια, για να εναποθέτουμε τα σκουπίδια μας…· αλλά να μην τα δεχόμαστε ούτε και τώρα να τα εναποθέσουμε κάπου… και να είμαστε υποχρεωμένοι να τα ταξιδεύουμε στην Κοζάνη, η οποία και με το δίκιο της -αν τα δεχθεί- θα μας παίρνει 25 € τον τόνο... (εδώ)

- Πήρε κι αυτός προίκα μια χεσιά χωράφι... (Δημήτριος Σπ. Τσαφαράς, Λαγκαδινό Λεξικό, εκδ. Μέθεξις, Θεσσαλονίκη 2013).

- Πόσο σωστό το “Ελλάς, το μεγαλείο σου βασίλεμα δε έχει”! Μια χεσιά τόπος και κάναμε μπουρδέλο ολόκληρο πλανήτη! (εκεί)

  • Μονάδα μέτρησης μικρής απόσταση ("μια χεσιά απόσταση")

Ένα τσιγάρο δρόμος, ένα πράμα.

- Φεύγει ο Αθηναίος τίγκα στη βενζίνη και στα όνειρα για τους τροπικούς των Αντικυθήρων ας πούμε, και ξεχνά ότι το νησί και οι ξέρες είναι μια χεσιά απόσταση από τους κρητικούς, νόμιμους και παράνομους. (παραπέρα)

- Ουσιαστικά οι γειτονιές μας μια χεσιά απόσταση η μια από την άλλη. Είναι δυνατόν να μη γνωριζόμαστε; (παραδίπλα)

Εκ του χέζω.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Παλαιότερα, στο ευζωνικό σώμα, την στολή του κάθε εύζωνα την έδινε το κράτος, ενώ όσοι κατατάσσονταν στον στρατό (και δεν ήταν εύζωνες), τη στολή την έραβαν μόνοι τους. Λόγω αυτής της κατάστασης, κάποτε δύο φίλοι πήγαν να καταταχθούν στο ευζωνικό σώμα και τελικά απορρίφθηκαν. Ο ένας εκ των δύο ονομαζόταν Πολυχρόνης. Και του λέει ο άλλος: «Χέσε μέσα, Πολυχρόνη, που δεν γίναμε ευζώνοι». Ορισμός από εμφανιζόμενο κείμενο συνδέσμου "socialsecurity [τελεία] gr"

- Ρε συ πάνω που λέγαμε ότι βρέθηκε το εμβόλιο, ο κορωνοϊός έκανε μετάλλαξη. Πότε θα πιούμε κανα τσίπουρο; - Ποιο τσίπουρο ρε; Εδώ πάμε για τρίτο κύμα! Χέσε μέσα Πολυχρόνη που δεν γίναμε ευζώνοι!

Got a better definition? Add it!

Published

Αποπατώ, βεβαίως, αλλά δεν είναι αυτή η έννοια που θα μας απασχολήσει απόψε.

Η λέξη - που, αντίθετα από το αποπατώ, είναι μεταβατική: χέζω κάποιον - σημαίνει ενίοτε και «κατσαδιάζω, κατακεραυνώνω». Παραδόξως, σ' αυτή τη σημασία είναι ταυτόσημη με το ξεχέζω, ενώ θα ανέμενε κανείς το αντίθετο.

Γενικά, το ξεχέζω λέγεται συχνότερα από το χέζω. Tο χέσιμο, όμως, και το ξέχεσμα - αμφότερα εδώδιμα: έφαγα ένα ξέχεσμα αλλά και έφαγα ένα χέσιμο - χρησιμοποιούνται περίπου εξίσου συχνά με τη σημασία της κατσάδας, της ρομπατσίνας.

Τι ώρα πήγε πάλι ρε πούστη! Πάω σπίτι, θα με χέσει η μάνα μου.

Βλ. και χεσίδι, κωλόχερο

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Η έντονη επιθυμία για αφόδευση ( < πολύσημο χυδ. ελλην. ρημ. χέζω ). Προσοχή όμως, δεν μιλάμε για τη γνωστή κυριλέ, άνετη φάση στο σπιτάκι μας, στην προσφιλή μας χέστρα με τα περιοδικά, το αρωματισμένο κωλόχαρτο και τον πάλλευκο τι-έχουν-δει-τα-μάτια-του μπιντέ. Όχι αγαπητοί, το χεζουριό είναι ανελέητη τρέχα-πατριώτη-τη-χάνουμε-τη-δίκη κωλοπηλάλα, συνδεόμενη συνήθως με ισχυρό τρόμο ή και άλλες αιτίες, όπως μας λέει το γ' παράδειγμα.

Ο φίλτατος σύσσλανγκος dryhammer εδώ μας πληροφορεί ότι έχει υπ' όψιν του τη λέξη με την έννοια της τουαλέτας. Όθεν, παρακαλείται / προσκαλείται (αυτός ή οποιοσδήποτε άλλος), εφόσον έχει στοιχεία να τα καταθέσει στα σχόλια ώστε το λήμμα να γίνει τελείως κώλος. Τη σκαταθέσεως περατωθείσης ο απαραίτητος υγειονομικός χάρτης θα είναι ευγενής προσφορά του καταστήματος.

  1. φιλε μου πεσμου οτι εχεις καμια ταινια με μεταφυσικα με φαντασματα και τετοια αλλα να ειναι χεζουριο,να τα κανεις πανω σου ομως ;P καθήστε

  2. Η ειδικη με την Αθανασια εχει κοπει μερες τωρα, λογω ακαταλληλοτητας και υψηλης μεσης ωριαιας, μπαλκονιων και γενικως οπως λεει και ο πατηρ σου θα μαζευε πολυ χεζουριο αν γινοταν, ευκοιλια δηλαδη, ειδικα στις κατηφορες. χαλαρώστε

  3. Η Ντενίζ είχε χωθεί στον καμπινέ κι έχεζε με τις ώρες. Άμα αργούσε να πάρει την πρέζα του τον έπιανε χεζουριό! Η Λουτσία είχε χωθεί στην αιώρα, είχε κουλουριαστεί, έσφιγγε το στομάχι του και μούγκριζε.

Θόδωρος Σαραντόπουλος "300 τρόποι θανάτου" (εκδ. Υάκινθος, 1983).

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified